Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (201.1-205.1)


201. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[201.1] ὄνος ξύλων γόμον φέρων λίμνην διέβαινεν. ὀλισθήσας δέ, ὡς κατέπεσεν, ἐξαναστῆναι μὴ δυνάμενος ὠδύρετό τε καὶ ἔστενεν. οἱ δὲ ἐν τῇ λίμνῃ βάτραχοι ἀκούσαντες αὐτοῦ τῶν στεναγμῶν ἔφασαν· «ὦ οὗτος, καὶ τί ἂν ἐποίησας, εἰ τοσοῦτον ἐνταῦθα χρόνον διέτριβες, ὅσον ἡμεῖς, ὅτε πρὸς ὀλίγον πεσὼν οὕτως ὀδύρῃ;»
τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις πρὸς ἄνδρα ῥᾴθυμον ἐπ᾽ ἐλαχίστοις πόνοις δυσφοροῦντα αὐτὸς πλείονας ῥᾳδίως ὑφιστάμενος.

202. ΟΝΟΣ, ΚΟΡΑΞ ΚΑΙ ΛΥΚΟΣ
[202.1] ὄνος ἡλκωμένος τὸν νῶτον ἔν τινι λειμῶνι ἐνέμετο. κόρακος δὲ ἐπικαθίσαντος αὐτῷ καὶ τὸ ἕλκος κρούοντος ὁ ὄνος ὠγκᾶτό τε καὶ ἐσκίρτα. τοῦ δὲ ὀνηλάτου πόρρωθεν ἑστῶτος καὶ γελῶντος λύκος παριὼν ἐθεάσατο καὶ πρὸς ἑαυτὸν ἔφη· «ἄθλιοι ἡμεῖς, οἵ, κἂν αὐτὸ μόνον ὀφθῶμεν, διωκόμεθα, τούτῳ δὲ καὶ †προσιόντι προσγελῶσι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ κακοῦργοι τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐξ ἀπόπτου δῆλοί εἰσιν.

203. ΟΝΟΣ, ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[203.1] ὄνος καὶ ἀλώπηξ κοινωνίαν συνθέμενοι πρὸς ἀλλήλους ἐξῆλθον ἐπὶ ἄγραν. λέοντος δὲ αὐτοῖς περιτυχόντος ἡ ἀλώπηξ ὁρῶσα τὸν ἐπηρτημένον κίνδυνον προσελθοῦσα τῷ λέοντι ὑπέσχετο παραδώσειν αὐτῷ τὸν ὄνον, ἐὰν αὐτῇ τὸ ἀκίνδυνον ἐπαγγείληται. τοῦ δὲ αὐτὴν ἀπολύσειν φήσαντος προσαγαγοῦσα τὸν ὄνον εἴς τινα πάγην ἐμπεσεῖν παρεσκεύασε. καὶ ὁ λέων ὁρῶν ἐκεῖνον φεύγειν μὴ δυνάμενον πρῶτον τὴν ἀλώπεκα συνέλαβεν, εἶθ᾽ οὕτως ἐπὶ τὸν ὄνον ἐτράπη.
οὕτως οἱ τοῖς κοινωνοῖς ἐπιβουλεύοντες λανθάνουσι πολλάκις καὶ ἑαυτοὺς συναπολλύντες.

204. ΟΝΟΣ ΚΑΙ ΗΜΙΟΝΟΣ
[204.1] ὄνος καὶ ἡμίονος ἐν ταὐτῷ ἐβάδιζον. καὶ δὴ ὁ ὄνος ὁρῶν τοὺς ἀμφοῖν γόμους ἴσους ὄντας ἠγανάκτει καὶ ἐσχετλίαζεν, εἴγε διπλασίονος τροφῆς ἠξιωμένη ἡ ἡμίονος οὐδὲν περιττότερον βαστάζει. μικρὸν δὲ αὐτῶν τῆς ὁδοῦ προϊόντων ὁ ὀνηλάτης ὁρῶν τὸν ὄνον ἀντέχειν μὴ δυνάμενον ἀφελόμενος αὐτοῦ τὸ φορτίον τῇ ἡμιόνῳ ἐπέθηκεν. ἔτι δὲ αὐτῶν πόρρω προβαινόντων ὁρῶν τὸν ὄνον ἔτι μᾶλλον ἀποκάμνοντα πάλιν ἀπὸ τοῦ γόμου μετετίθει, μέχρις οὗ τὰ πάντα λαβὼν καὶ ἀφελόμενος ἀπ᾽ αὐτοῦ τῇ ἡμιόνῳ ἐπέθηκεν. καὶ τότε ἐκείνη ἀποβλέψασα εἰς τὸν ὄνον ἔφη· «ὦ οὗτος, ἆρά σοι δικαίως δοκῶ τῆς διπλῆς τροφῆς ἠξιωμένη;»
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς προσήκει μὴ ἀπὸ τῆς ἀρχῆς, ἀλλ᾽ ἀπὸ τοῦ τέλους τὴν ἑκάστου δοκιμάζειν διάθεσιν.

205. ΟΡΝΙΘΟΘΗΡΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΔΙΞ
[205.1] ὀρνιθοθήρας ὀψιαίτερον αὐτῷ ξένου παραγενομένου μὴ ἔχων, ὅτι αὐτῷ παραθείη, ὥρμησεν ἐπὶ τὸν τιθασὸν πέρδικα καὶ τοῦτον θύειν ἔμελλε. τοῦ δὲ αἰτιωμένου αὐτὸν ὡς ἀχάριστον, εἴγε πολλὰ ὠφελούμενος παρ᾽ αὐτοῦ τοὺς ὁμοφύλους ἐκκαλουμένου καὶ παραδιδόντος αὐτὸς ἀναιρεῖν αὐτὸν μέλλει, ἔφη· «ἀλλὰ διὰ τοῦτό σε μᾶλλον θύσω, εἰ μηδὲ τῶν ὁμοφύλων ἀπέχῃ».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοὺς οἰκείους προδιδόντες οὐ μόνον ὑπὸ τῶν ἀδικουμένων μισοῦνται, ἀλλὰ καὶ ὑπὸ τούτων, οἷς προδιδόασιν.


201. Ο γάιδαρος και τα βατράχια.
[201.1] Μια φορά ο γάιδαρος καταγινόταν να περάσει τη λίμνη, κουβαλώντας ένα φορτίο ξύλα. Γλίστρησε όμως και έπεσε κάτω, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ξανασηκωθεί. Ξέσπασε λοιπόν σε λυγμούς και βογκητά, τόσο που τον άκουσαν τα βατράχια της λίμνης, και αυτόν και τους γόους του. Του φώναξαν λοιπόν: «Βρε κακομοίρη, έτσι χαλάς τον κόσμο από το κλάμα, επειδή έπεσες για λίγο μέσα στο νερό; Για φαντάσου, τί θα έκανες αν έπρεπε να μένεις εδώ πέρα τόσο πολύ καιρό όσο εμείς;».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει στο στόμα κάποιου που υφίσταται αγόγγυστα πλήθος κακουχίες· τούτος μπορεί να τον απευθύνει σε κανέναν μαλθακό, ο οποίος δυσανασχετεί με την παραμικρή ταλαιπωρία.

202. Ο γάιδαρος, το κοράκι και ο λύκος.
[202.1] Ήταν ένας γάιδαρος με πληγιασμένη ράχη και έβοσκε στο λιβάδι. Ήλθε τότε το κοράκι, κούρνιασε πάνω του και βάλθηκε να τσιμπολογάει την πληγή του. Φυσικά, ο γάιδαρος γκάριζε σαν τρελός και τιναζόταν σύγκορμος. Ο αγωγιάτης όμως, ο οποίος στεκόταν και έβλεπε από μακριά, έβαλε τα γέλια. Τώρα, όλα αυτά τα πρόσεξε ο λύκος, που έτυχε να βρίσκεται εκεί κοντά, και συλλογίστηκε μέσα του: «Τί γκαντεμιά και αυτή! Εμάς, μόνο και μόνο αν μας πάρει το μάτι τους κάπου τριγύρω, μας διώχνουν μακριά. Τούτο το κερατένιο το πουλί, όμως, πάει ευθύς καταπάνω του, και τούτοι γελάνε!».
Το δίδαγμα του μύθου: Ο εγκληματίας ξεχωρίζει από μακριά.

203. Ο γάιδαρος, η αλεπού και ο σκύλος.
[203.1] Μια φορά ο γάιδαρος και η αλεπού σύναψαν συμφωνία συνεργασίας μεταξύ τους και έτσι βγήκαν μαζί για κυνήγι. Έλα όμως που βρήκαν ξάφνου στον δρόμο τους το λιοντάρι. Μόλις αντιλήφθηκε η αλεπού τί κίνδυνος κρεμόταν από πάνω τους, αμέσως σίμωσε το θηρίο και του έταξε να του παραδώσει τον γάιδαρο, αρκεί να της εγγυηθεί εκείνο για τη δική της ασφάλεια. Το λιοντάρι φυσικά τη διαβεβαίωσε πως θα την αφήσει να φύγει. Έτσι, η αλεπού οδήγησε τον γάιδαρο κοντά σε μια παγίδα και τον παρέσυρε να πέσει μέσα. Ξέρετε όμως τί έκανε τότε ο λέοντας; Βλέποντας πως ο παγιδευμένος δεν ήταν πλέον σε θέση να ξεφύγει, κοίταξε να τσακώσει πρώτα την αλεπού, και μετά κανόνισε και τον γάιδαρο με την άνεσή του.
Έτσι είναι: Όποιος συνωμοτεί ενάντια στους συνεργάτες του τις πιο πολλές φορές καταστρέφει άθελά του και τον ίδιο τον εαυτό του.

204. Ο γάιδαρος και η μουλάρα.
[204.1] Ήταν ένας γάιδαρος και μια μουλάρα, που πορεύονταν μαζί στον ίδιο δρόμο. Ο γάιδαρος, που λέτε, διαπίστωσε ότι τα φορτία και των δυο τους ήσαν λίγο-πολύ ισοδύναμα. Τούτο, φυσικά, τον έκανε να αγανακτήσει και να διαμαρτύρεται: «Ακούς εκεί, η μουλάρα, να σου έχει την απαίτηση να κατεβάζει διπλάσιο φαΐ, και παρ᾽ όλα αυτά να μη σηκώνει καθόλου παραπανίσιο βάρος!». Δείτε όμως τί έγινε καθώς βάδιζαν σιγά-σιγά στη δημοσιά: Ο αγωγιάτης αντιλήφθηκε σε κάποια στιγμή πως ο γάιδαρος δεν μπορούσε να βαστάξει πλέον. Γι᾽ αυτό τον ξαλάφρωσε από λιγάκι φορτίο και το απόθεσε πάνω στη μουλάρα. Ύστερα, όταν προχώρησαν και άλλο, ήταν φανερό ότι ο γάιδαρος εξαντλούνταν όλο και περισσότερο. Συνεπώς, ο άνθρωπος μετέφερε πάλι λίγο από το βάρος στο άλλο υποζύγιο. Έτσι λοιπόν, συνεχίζοντας λίγο-λίγο αυτήν την τακτική, ο χωρικός στο τέλος ξεφόρτωσε πια ολότελα τον γάιδαρο και τα πήρε και τα στοίβαξε όλα στη ράχη της μουλάρας. Εκείνη τότε στραβοκοίταξε τον συνοδοιπόρο της και του σφύριξε: «Τί έχεις να πεις τώρα, βρε χαμένε; Δεν σου φαίνεται πως μου αξίζει και με το δίκιο μου η διπλάσια μερίδα φαΐ;».
Λοιπόν, το ίδιο ισχύει και για εμάς: Αν είναι να κρίνουμε την κατάσταση κάποιου άλλου, δεν πρέπει να κοιτάζουμε πώς ξεκινάει, αλλά πώς καταλήγει στο τέλος.

205. Ο κυνηγός και η πέρδικα.
[205.1] Μια φορά ένας κυνηγός δέχτηκε μουσαφίρη στο σπίτι του. Όμως η ώρα ήταν περασμένη και ο άνθρωπός μας δεν είχε τί να φιλέψει τον ξένο. Γι᾽ αυτό άπλωσε χέρι πάνω στην εξημερωμένη πέρδικα, που την εξέτρεφε για δόλωμα, και ετοιμαζόταν να τη σφάξει. Η πέρδικα, βέβαια, έβγαλε φωνή και κακό, κατηγορώντας τον για αχαριστία: «Εμένα, βρε, βάλθηκες να σκοτώσεις; Εμένα που σου φέρνω τόσα κέρδη; Πόσες φορές έχω προσελκύσει τα άλλα πουλιά της φάρας μου για να σου τα φέρω στα χέρια σου, το ξέχασες;». Όμως ο κυνηγός είχε έτοιμη την απάντηση: «Σκάσε μωρή. Γι᾽ αυτό ακριβώς σου αξίζει ο θάνατος: είσαι προδότρα της ίδιας της φυλής σου!».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιον προδίδει δικούς του ανθρώπους δεν τον απεχθάνονται μόνο τα θύματά του, αλλά ακόμη και εκείνοι που καρπώνονται την προδοσία του.