Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (181.1-185.1)


181. ΝΥΚΤΕΡΙΣ ΚΑΙ ΒΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΙΘΥΙΑ
[181.1] νυκτερὶς καὶ βάτος καὶ αἴθυια κοινωνίαν πρὸς ἀλλήλους στειλάμενοι ἐμπορεύεσθαι διέγνωσαν. καὶ ἡ μὲν νυκτερὶς ἀργύριον δανεισαμένη εἰς μέσον κατέθηκεν, ἡ δὲ βάτος ἐσθῆτα ἐνεβάλετο, ἡ δὲ αἴθυια χαλκὸν πριαμένη καὶ τοῦτον ἐνθεμένη ἔπλει. χειμῶνος δὲ σφοδροῦ γενομένου καὶ τῆς νηὸς περιτραπείσης ‹πάντα ἀπολέσαντες αὐτοὶ ἐπὶ τὴν γῆν διεσώθησαν καὶ› ἡ μὲν αἴθυια ἀπ᾽ ἐκείνου τὸν χαλκὸν ζητοῦσα ἐπὶ τοῦ βυθοῦ δύνει οἰομένη ποτὲ εὑρήσειν, ἡ δὲ νυκτερὶς τοὺς δανειστὰς φοβουμένη ἡμέρας μὲν οὐ φαίνεται, νυκτὸς δὲ ἐπὶ [τὴν] νομὴν ἔξεισιν, ἡ δὲ βάτος τὰς ἐσθῆτας ἐπιζητοῦσα τῶν παριόντων ἐπιλαμβάνεται τῶν ἱματίων προσδοκῶσα τῶν ἰδίων τι ἐπιγνώσεσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι περὶ ταῦτα μᾶλλον σπουδάζομεν, περὶ ἃ ἂν πρότερον πταίσωμεν.

182. ΝΥΚΤΕΡΙΣ ΚΑΙ ΓΑΛΑΙ
[182.1] νυκτερὶς ἐπὶ γῆς πεσοῦσα ὑπὸ γαλῆς συνελήφθη· μέλλουσα δὲ ἀναιρεῖσθαι παρεκάλει περὶ τῆς σωτηρίας. τῆς δὲ λεγούσης ὡς οὐ δύναται αὐτὴν ἀπολῦσαι —φύσει γὰρ πᾶσι πολεμεῖ πτηνοῖς—, ἔφησεν αὐτὴ μὴ ὄρνεον εἶναι ἀλλὰ μῦν καὶ οὕτως ἀφείθη. ὕστερον δὲ πάλιν πεσοῦσα καὶ συλληφθεῖσα ὑπὸ ἑτέρας γαλῆς ἐδεῖτο, ὅπως μὴ θύσῃ αὐτήν. τῆς δὲ εἰπούσης ἅπασι μυσὶ διεχθραίνειν ἔλεγεν αὐτὴ μὴ μῦν εἶναι ἀλλὰ νυκτερίδα, καὶ πάλιν ἀπελύθη. οὕτω τε συνέβη αὐτῇ δὶς ἐναλλαξαμένῃ τὸ ὄνομα τῆς σωτηρίας περιγενέσθαι.
ἀτὰρ οὖν καὶ ἡμᾶς δεῖ μὴ ἀεὶ τοῖς αὐτοῖς ἐπιμένειν λογιζομένους, ὅτι οἱ τοῖς καιροῖς συμμετασχηματιζόμενοι πολλάκις καὶ τοὺς σφοδροὺς τῶν κινδύνων ἐκφεύγουσιν.

183. ΞΥΛΕΥΟΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΕΡΜΗΣ
[183.1] ξυλευόμενός τις παρά τινα ποταμὸν τὸν πέλεκυν ἀπέβαλε. τοῦ δὲ ῥεύματος παρασύραντος αὐτὸν καθήμενος ἐπὶ τῆς ὄχθης ὠδύρετο, μέχρις οὗ ὁ Ἑρμῆς ἐλεήσας αὐτὸν ἧκε. καὶ μαθὼν παρ᾽ αὐτοῦ τὴν αἰτίαν, δι᾽ ἣν ἔκλαιε, τὸ μὲν πρῶτον καταβὰς χρυσοῦν αὐτῷ πέλεκυν ἀνήνεγκε καὶ ἐπυνθάνετο, εἰ οὗτος αὐτοῦ εἴη. τοῦ δὲ εἰπόντος μὴ τοῦτον εἶναι ἐκ δευτέρου ἀργυροῦν ἀνήνεγκε καὶ πάλιν ἠρώτα, εἰ τοῦτον ἀπέβαλεν. ἀρνησαμένου δὲ καὶ τοῦτον τὸ τρίτον τὴν ἰδίαν ἀξίνην αὐτῷ ἐκόμισε. τοῦ δὲ ἐπιγνόντος ἀποδεξάμενος αὐτοῦ τὴν δικαιοσύνην πάσας αὐτῷ ἐχαρίσατο. καὶ ὃς ἐπανελόμενος ἐπειδὴ παρεγένετο πρὸς τοὺς ἑταίρους, τὰ γεγενημένα αὐτοῖς διηγήσατο. τῶν δέ τις ἐποφθαλμιάσας ἐβουλήθη καὶ αὐτὸς τῶν ἴσων περιγενέσθαι. διόπερ ἀναλαβὼν πέλεκυν παρεγένετο ἐπὶ τὸν αὐτὸν ποταμὸν καὶ ξυλευόμενος ἐπίτηδες τὴν ἀξίνην εἰς τὰς δίνας ἀφῆκε, καθεζόμενός τε ἔκλαιε. Ἑρμοῦ δὲ ἐπιφανέντος καὶ πυνθανομένου, τί τὸ συμβεβηκὸς εἴη, ἔλεγε τὴν τοῦ πελέκεως ἀπώλειαν. τοῦ δὲ χρυσοῦν αὐτῷ ἀνενεγκόντος καὶ διερωτῶντος, εἰ τοῦτον ἀπολώλεκεν, ὑπὸ τοῦ κέρδους ἐξαφθεὶς ἔφασκεν αὐτὸν εἶναι. καὶ ὁ θεὸς αὐτῷ οὐκ ἐχαρίσατο, ἀλλ᾽ οὐδὲ τὸν ἴδιον πέλεκυν ἀπεκατέστησεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι, ὅσον τοῖς δικαίοις τὸ θεῖον συναγωνίζεται, τοσοῦτον τοῖς ἀδίκοις ἐναντιοῦται.

184. ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΤΥΧΗ
[184.1] ὁδοιπόρος πολλὴν ὁδὸν διανύσας ἐπειδὴ κόπῳ συνείχετο, πεσὼν παρά τι φρέαρ ἐκοιμᾶτο. μέλλοντος δὲ αὐτοῦ ὅσον οὔπω καταπίπτειν ἡ Τύχη ἐπιστᾶσα καὶ διεγείρασα αὐτὸν εἶπεν· «ὦ οὗτος, εἴγε ἐπεπτώκεις, οὐκ ἂν τὴν σεαυτοῦ ἀβουλίαν ἀλλ᾽ ἐμὲ ᾐτιῶ».
οὕτω πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων δι᾽ ἑαυτοὺς δυστυχήσαντες τὸ θεῖον αἰτιῶνται.

185. ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΚΑΙ ΠΛΑΤΑΝΟΣ
[185.1] ὁδοιπόροι θέρους ὥρᾳ περὶ μεσημβρίαν ὑπὸ καύματος τρυχόμενοι ὡς ἐθεάσαντο πλάτανον, ὑπὸ ταύτην καταντήσαντες καὶ ἐν τῇ σκιᾷ κατακλιθέντες ἀνεπαύοντο. ἀναβλέψαντες δὲ εἰς τὴν πλάτανον ἔλεγον πρὸς ἀλλήλους· «ὡς ἀνωφελές τι ἄκαρπον τοῦτο τοῖς ἀνθρώποις τὸ δένδρον». ἡ δὲ ὑπολαβοῦσα ἔφη· «ὦ ἀχάριστοι, ἔτι τῆς ἐξ ἐμοῦ εὐεργεσίας ἀπολαύοντες ἀχρείαν με καὶ ἄκαρπον ἀποκαλεῖτε;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι οὕτως ἀτυχεῖς εἰσι, ὡς καὶ εὐεργετοῦντες τοὺς πέλας ἐπὶ τῇ χρηστότητι ἀπιστεῖσθαι.


181. Η νυχτερίδα, ο βάτος και ο κορμοράνος.
[181.1] Μια φορά η νυχτερίδα, ο ακανθόβατος και ο κορμοράνος έκαναν συμφωνία συνεργασίας και πήραν την απόφαση να ασχοληθούν με το εμπόριο. Η νυχτερίδα, λοιπόν, δανείστηκε χρήματα και τα επένδυσε στην κοινή επιχείρηση. Ο βάτος, από τη μεριά του, έφερε ρούχα, ενώ ο κορμοράνος αγόρασε χαλκό και τον φόρτωσε στο πλοίο· και έτσι μπαρκάρανε. Στον δρόμο, όμως, τους έπιασε σφοδρή καταιγίδα και το καράβι τους ανατράπηκε, με αποτέλεσμα να τα χάσουν όλα. Μόνο οι ίδιοι κατόρθωσαν να φτάσουν στη στεριά και να γλιτώσουν τη ζωή τους. Από εκείνο τον καιρό, που λέτε, ο κορμοράνος ψάχνει τον χαλκό του, και γι᾽ αυτό καταδύεται κάθε τόσο μέχρι τον βυθό της θάλασσας, ελπίζοντας μήπως τον ξαναβρεί ποτέ. Η νυχτερίδα, από την άλλη, φοβάται τους δανειστές που της έδωσαν τα χρήματα· συνεπώς, δεν εμφανίζεται ποτέ την ημέρα και βγαίνει μόνο τις νύχτες για να βοσκήσει. Τέλος, ο βάτος αναζητεί τα ρούχα του, γι᾽ αυτό γραπώνει πάντα τα πανωφόρια των περαστικών, προσδοκώντας μήπως αναγνωρίσει καμιά φορά κανένα από τα δικά του.
Το δίδαγμα του μύθου: Την πιο μεγάλη προσοχή τη δείχνουμε σε αυτά ακριβώς τα πράγματα στα οποία έχουμε κάνει λάθος κατά το παρελθόν.

182. Η νυχτερίδα και οι νυφίτσες.
[182.1] Έτυχε κάποτε η νυχτερίδα να πέσει κάτω στο έδαφος. Τότε μια νυφίτσα την τσάκωσε και ετοιμαζόταν να την ξεπαστρέψει. Η νυχτερίδα, βέβαια, εκλιπαρούσε για τη ζωή της, αλλά η νυφίτσα τής το ξεκαθάρισε: «Είναι των αδυνάτων αδύνατον να σου τη χαρίσω — βλέπεις, είμαι εκ φύσεως εχθρός όλων των πετούμενων». «Μα εγώ δεν είμαι πουλί», στρίγγλισε η νυχτερίδα. «Δεν βλέπεις; Ποντίκι είμαι». Η νυφίτσα, λοιπόν, την άφησε ελεύθερη. Πιο ύστερα, που λέτε, η νυχτερίδα έπεσε ξανά χάμω και την αιχμαλώτισε κάποια άλλη νυφίτσα. Βάλθηκε λοιπόν πάλι να παρακαλεί: «Αχ, μη με κομματιάσεις, μη!». Τούτη η δεύτερη νυφίτσα αντέτεινε ότι διεξάγει ατέρμονο πόλεμο ενάντια στα ποντίκια. Τότε η αιχμάλωτη βρήκε άλλη δικαιολογία: «Μα εγώ δεν είμαι ποντίκι. Είμαι νυχτερίδα». Έτσι τη γλίτωσε πάλι. Το αποτέλεσμα: αλλάζοντας δύο φορές το όνομά της, η νυχτερίδα κατόρθωσε να σώσει τη ζωή της.
Λοιπόν, το ίδιο ισχύει και για εμάς. Δεν πρέπει να μένουμε συνέχεια προσκολλημένοι στα ίδια και τα ίδια. Απεναντίας, ας βάλουμε τούτο στο μυαλό μας: Όσοι αλλάζουν για να προσαρμοστούν στις εκάστοτε περιστάσεις πολύ συχνά ξεφεύγουν από τρομερούς κινδύνους.

183. Ο ξυλοκόπος και ο Ερμής.
[183.1] Ήταν ένας άνθρωπος που έκοβε ξύλα πλάι στο ποτάμι, όταν ξαφνικά του έπεσε το τσεκούρι του μέσα στο νερό και παρασύρθηκε μακριά από το ρεύμα. Τότε ο ξυλοκόπος κάθισε κάτω στην όχθη και έβαλε τα κλάματα, μέχρι που τον λυπήθηκε ο Ερμής και παρουσιάστηκε μπροστά του. Μόλις πληροφορήθηκε από τον άνθρωπό μας την αιτία για τα τόσα δάκρυα, ο θεός βούτηξε μια πρώτη φορά μέσα και μετά από λίγο έβγαλε στην επιφάνεια ένα τσεκούρι όλο από χρυσάφι. Ρώτησε λοιπόν τον εργάτη: «Είναι τούτο εδώ το τσεκούρι σου;». Όμως ο ξυλοκόπος αποκρίθηκε πως δεν ήταν το δικό του. Τη δεύτερη φορά, που λέτε, ο Ερμής ανέσυρε ασημένιο τσεκούρι και ρώτησε ξανά: «Αυτό είναι που έχασες;». Πάλι βέβαια αρνήθηκε ο άνθρωπος. Την τρίτη φορά, λοιπόν, ο Ερμής έβγαλε έξω και του έφερε επιτέλους το δικό του πελέκι. Ο ξυλοκόπος το αναγνώρισε, και ο θεός επιδοκίμασε την τιμιότητά του. Γι᾽ αυτό του χάρισε σαν ανταμοιβή όλα τα τσεκούρια. Όλος χαρά τα πήρε ο ανθρωπάκος και έτρεξε να βρει τους συναδέλφους του, για να τους διηγηθεί τί είχε συμβεί. Τώρα, ανάμεσά τους υπήρχε κάποιος που ζήλεψε και έβαλε στον νου του να αποκτήσει και αυτός τα ίδια. Μια και δυο, λοιπόν, άδραξε ένα πελέκι, έσπευσε στην όχθη του ίδιου ποταμού, και αφού έκοψε λίγα ξύλα, πέταξε επίτηδες το τσεκούρι του μέσα στα στροβιλιζόμενα νερά. Μετά έκατσε χάμω και έπιασε να κλαψουρίζει. Με τα πολλά, εμφανίστηκε σε κάποια στιγμή και ο Ερμής και τον ρώταγε τί του είχε συμβεί. «Αχ, το τσεκούρι μου, έχασα το τσεκούρι μου», κραύγαζε ο πονηρός. Ο θεός έφερε στην επιφάνεια το χρυσό τσεκούρι και ρώτησε επίμονα τον άνθρωπο αν ήταν τούτο που είχε χάσει. Ο πλεονέκτης τότε, νιώθοντας μεγάλη έξαψη από το επικείμενο κέρδος, αποκρίθηκε: «Ναι, ναι, αυτό είναι». Αμ δε: Ο Ερμής όχι μόνο δεν του το χάρισε, αλλά δεν του έφερε πίσω ούτε καν το δικό του πελέκι.
Το δίδαγμα του μύθου: Όσο συντρέχουν οι θεοί τους τίμιους ανθρώπους, άλλο τόσο εχθρεύονται τους απατεώνες.

184. Ο στρατοκόπος και η Τύχη.
[184.1] Μια φορά ένας ταξιδιώτης είχε διανύσει μεγάλη απόσταση με τα πόδια και κατά συνέπεια ένιωθε φοβερή κούραση. Γι᾽ αυτό σωριάστηκε πλάι σε κάποιο πηγάδι και το έριξε στον ύπνο. Εκεί λοιπόν που κόντευε να πέσει μέσα στο όρυγμα, εμφανίστηκε στο όνειρό του η Τύχη και τον ξύπνησε με την ακόλουθη προειδοποίηση: «Βρε συ, αν τυχόν είχες πέσει μέσα, δεν θα έριχνες το φταίξιμο στην αμυαλιά σου. Εμένα θα καταριόσουν — την τύχη σου!».
Έτσι κάνουν πολλοί άνθρωποι: Ενώ παθαίνουν συμφορές από δικό τους σφάλμα, τα βάζουν με τους θεούς.

185. Οι διαβάτες και το πλατάνι.
[185.1] Κάποτε ένα καλοκαίρι, μεσημεριάτικα, βρέθηκαν στον δρόμο κάτι διαβάτες που τους χτύπησε πολύ άσχημα η ζέστη. Πάνω στην ώρα, για καλή τους τύχη, πήρε το μάτι τους κάποιο πλατάνι. Αμέσως έτρεξαν από κάτω του και ξάπλωσαν στον ίσκιο του για να ξεκουραστούν. Καθώς λοιπόν κοίταζαν το πλατάνι από πάνω τους, έπιασαν να μιλάνε μεταξύ τους: «Τί άχρηστο που είναι τούτο το δέντρο για την ανθρωπότητα. Το είδατε ποτέ να δίνει καρπούς;». Όμως το πλατάνι τούς διέκοψε φωνάζοντας: «Βρε αχάριστα υποκείμενα, την ώρα που καρπωνόσαστε τα ευεργετήματά μου, έχετε το θράσος να με αποκαλείτε άχρηστο και άκαρπο;».
Έτσι συμβαίνει και με μερικούς ανθρώπους. Ακριβώς τέτοια ατυχία τούς δέρνει: Όσο και να ωφελούν τους άλλους, κανένας δεν εννοεί να πιστέψει στη χρησιμότητά τους.