Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (41.1-45.1)


41. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[41.1] ἀλώπηξ εἰς ἀγέλην προβάτων εἰσελθοῦσα θηλαζόντων τῶν ἀρνίων ἓν ἀναλαβομένη προσεποιεῖτο καταφιλεῖν. ἐρωτηθεῖσα δὲ ὑπὸ κυνός· «τί τοῦτο ποιεῖς;» «τιθηνοῦμαι αὐτό», ἔφη, «καὶ προσπαίζω». καὶ ὁ κύων ἔφη· «καὶ νῦν, ἂν μὴ ἀφῇς τὸ ἀρνίον, τὰ κυνῶν σοι προσοίσω».
πρὸς ἄνδρα ῥᾳδιουργὸν καὶ μωροκλέπτην ὁ λόγος εὔκαιρος.

42. ΓΕΩΡΓΟΣ ΚΑΙ ΠΑΙΔΕΣ ΑΥΤΟΥ
[42.1] ἀνὴρ γεωργὸς μέλλων τελευτᾶν καὶ βουλόμενος τοὺς αὐτοῦ παῖδας ἐμπείρους εἶναι τῆς γεωργίας μετακαλεσάμενος αὐτοὺς ἔφη· «τεκνία, ἐν μιᾷ τῶν ἀμπέλων μου θησαυρὸς ἀπόκειται». οἱ δὲ μετὰ τὴν αὐτοῦ τελευτὴν ὕννας τε καὶ δικέλλας λαβόντες πᾶσαν αὐτῶν τὴν γεωργίαν ὤρυξαν. καὶ τὸν μὲν θησαυρὸν οὐχ εὗρον, ἡ δὲ ἄμπελος πολυπλασίως τὴν φορὰν αὐτοῖς ἀπεδίδου.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ὁ κάματος θησαυρός ἐστι τοῖς ἀνθρώποις.

43. ΒΑΤΡΑΧΟΙ
[43.1] βάτραχοι δύο ξηρανθείσης αὐτῶν τῆς λίμνης περιῄεσαν ζητοῦντες ποῦ καταμεῖναι. ὡς δὲ ἐγένοντο κατά τι φρέαρ, ὁ ἕτερος συνεβούλευεν ἀμελετήτως καθάλλεσθαι. ὁ δὲ ἕτερος ἔλεγεν· «ἐὰν οὖν καὶ τὸ ἐνθάδε ὕδωρ ξηρανθῇ, πῶς δυνησόμεθα ἀναβῆναι;»
ὁ λόγος ἡμᾶς διδάσκει μὴ ἀπερισκέπτως προσέρχεσθαι τοῖς πράγμασιν.

44. ΒΑΤΡΑΧΟΙ ΑΙΤΟΥΝΤΕΣ ΒΑΣΙΛΕΑ
[44.1] βάτραχοι λυπούμενοι ἐπὶ τῇ ἑαυτῶν ἀναρχίᾳ πρέσβεις ἔπεμψαν πρὸς τὸν Δία δεόμενοι βασιλέα αὐτοῖς παρασχεῖν. ὁ δὲ συνιδὼν αὐτῶν τὴν εὐήθειαν ξύλον εἰς τὴν λίμνην καθῆκε. καὶ οἱ βάτραχοι τὸ μὲν πρῶτον καταπλαγέντες τὸν ψόφον εἰς τὰ βάθη τῆς λίμνης ἐνέδυσαν, ὕστερον δέ, ὡς ἀκίνητον ἦν τὸ ξύλον, ἀναδύντες εἰς τοσοῦτο καταφρονήσεως ἦλθον ὡς καὶ ἐπιβαίνοντες αὐτῷ ἐπικαθέζεσθαι. ἀναξιοπαθοῦντες δὲ τοιοῦτον ἔχειν βασιλέα ἧκον ἐκ δευτέρου πρὸς τὸν Δία καὶ τοῦτον παρεκάλουν ἀλλάξαι αὐτοῖς τὸν ἄρχοντα. τὸν γὰρ πρῶτον λίαν εἶναι νωχελῆ. καὶ ὁ Ζεὺς ἀγανακτήσας κατ᾽ αὐτῶν ὕδραν αὐτοῖς ἔπεμψεν, ὑφ᾽ ἧς συλλαμβανόμενοι κατησθίοντο.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἄμεινόν ἐστι νωθεῖς ἔχειν ἄρχοντας ἢ ταρακτικούς.

45. ΒΟΕΣ ΚΑΙ ΑΞΟΝΕΣ
[45.1] βόες ἅμαξαν εἷλκον. τοῦ δὲ ἄξονος τρίζοντος ἐπιστραφέντες οὗτοι ἔφασαν πρὸς αὐτόν· «ὦ οὗτος, ἡμῶν τὸ ὅλον βάρος φερόντων σὺ κέκραγας;»
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἔνιοι ἑτέρων μοχθούντων αὐτοὶ προσποιοῦνται κάμνειν.


41. Η αλεπού και ο σκύλος.
[41.1] Μια φορά η αλεπού πήγε και τρύπωσε ανάμεσα σε ένα κοπάδι πρόβατα, την ώρα που οι προβατίνες θήλαζαν τα αρνάκια τους. Άρπαξε λοιπόν και αυτή ένα αρνάκι και προσποιούνταν ότι το χαϊδολογάει και το γεμίζει φιλιά. Το τσοπανόσκυλο τότε τη ρώτησε: «Τί είναι αυτά που κάνεις;». «Αχ καλέ, δεν βλέπεις», απάντησε εκείνη, «το βυζαίνω το κούτσικο και το κανακεύω». Όμως ο σκύλος τής γρύλισε: «Το καλό που σου θέλω, άσε κάτω το αρνί τώρα, αλλιώς θα σου δείξω τί θα πει σκυλίσια ζωή».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για άνθρωπο κουτοπόνηρο και κλέφτη της πεντάρας.

42. Ο αγρότης και τα παιδιά του.
[42.1] Ήταν ένας αγρότης που ζύγωνε στο τέλος της ζωής του και ήθελε να γίνουν και οι γιοι του πεπειραμένοι καλλιεργητές. Τους φώναξε, λοιπόν, κοντά του και τους ορμήνευσε: «Παιδάκια μου, να ξέρετε, σε ένα από τα αμπέλια μου είναι θαμμένος θησαυρός». Έτσι, μόλις πέθανε ο γέρος, οι νεαροί αδράξανε τσάπες και αλέτρια και κατέσκαψαν όλα τους τα χωράφια πέρα ώς πέρα. Δεν βρήκαν βέβαια κανέναν θησαυρό. Όμως με όλα αυτά το αμπέλι τούς χάρισε πολλαπλάσια συγκομιδή.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο μόχθος είναι ο αληθινός θησαυρός για τους ανθρώπους.

43. Τα βατράχια.
[43.1] Ήταν δύο βατράχια που η λίμνη τους ξεράθηκε, και τριγυρνούσαν εδώ και εκεί ψάχνοντας μέρος για να μείνουν. Με τα πολλά φτάσανε σε κάποιο πηγάδι, και το ένα βατράχι πρότεινε να βουτήξουν μέσα χωρίς δεύτερη σκέψη. Το άλλο όμως έφερε αντίρρηση: «Και δεν μου λες, άμα ξεραθούν και εκεί κάτω τα νερά, πώς στην οργή θα καταφέρουμε εμείς να ξανανέβουμε πάνω;».
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να καταπιανόμαστε με τίποτε δίχως περίσκεψη.

44. Τα βατράχια γυρεύουν βασιλιά.
[44.1] Μια φορά και έναν καιρό τα βατράχια δεν ήσαν ικανοποιημένα με την έλλειψη διακυβέρνησης στο έθνος τους. Γι᾽ αυτό έστειλαν πρεσβεία στον Δία και τον παρακάλεσαν να τους ορίσει βασιλιά. Ο θεός, βέβαια, αντιλήφθηκε αμέσως τη χαζομάρα τους και περιορίστηκε να πετάξει ένα ξύλο μέσα στη λίμνη τους. Οι βάτραχοι τρόμαξαν στην αρχή από τον παφλασμό και βούτηξαν στον πάτο. Στη συνέχεια, όμως, καθώς το κούτσουρο στεκόταν ακίνητο, ξεθάρρεψαν και βγήκαν πάλι στην επιφάνεια. Με τα πολλά, έφτασαν τελικά σε τέτοιο σημείο περιφρόνησης, ώστε να καβαλάνε κιόλας το μαραφέτι και να κουρνιάζουν πάνω του. Όπως ήταν επόμενο, σύντομα δυσανασχέτησαν με αυτήν την κατάσταση, θεωρώντας την ανάξιά τους: «Καλά, τί σόι βασιλιάς είναι τούτος;». Έστειλαν λοιπόν για δεύτερη φορά πρεσβευτές στον Δία και τον παρακάλεσαν να τους αλλάξει κυβερνήτη, διότι αυτός ο πρώτος ήταν, βρε παιδί μου, υπερβολικά νωθρός. Τότε ο θεός αγανάκτησε και τους έστειλε μια νεροφίδα, η οποία βάλθηκε ευθύς να τους αρπάζει και να τους τρώει.
Το δίδαγμα του μύθου: Καλύτερα οι ηγέτες να είναι αδρανείς παρά ανακατωσούρηδες.

45. Τα βόδια και ο άξονας.
[45.1] Ήταν κάτι βόδια που έσερναν ένα αμάξι. Έλα όμως που ο άξονας στις ρόδες έτριζε πολύ. Γι᾽ αυτό τα βόδια στράφηκαν τελικά προς το μέρος του και του τα έψαλαν: «Ρε αχαΐρευτε, εμείς τραβάμε όλο το βάρος και εσύ βάζεις τις φωνές;».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Κάποιοι καμώνονται πως κουράζονται, έστω και αν είναι άλλοι εκείνοι που βγάζουν πέρα τη δουλειά.