Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (266.1-267.1)


266. ΑΛΕΚΤΟΡΕΣ ΔΥΟ ΚΑΙ ΑΕΤΟΣ
[266.1] ἀλεκτόρων δύο μαχομένων περὶ θηλειῶν ὀρνίθων ὁ εἷς τὸν ἕτερον κατετροπώσατο. καὶ ὁ μὲν ἡττηθεὶς εἰς τόπον κατάσκιον ἀπιὼν ἐκρύβη· ὁ δὲ νικήσας εἰς ὕψος ἀρθεὶς καὶ ἐφ᾽ ὑψηλοῦ τοίχου στὰς μεγαλοφώνως ἐβόησε. καὶ παρευθὺς ἀετὸς καταπτὰς ἥρπασεν αὐτόν. ὁ δ᾽ ἐν σκότῳ κεκρυμμένος ἀδεῶς ἔκτοτε ταῖς θηλείαις ἐπέβαινε.
ὁ μῦθος δηλοῖ, ὅτι Κύριος ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν.

267. ΚΩΝΩΨ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[267.1] κώνωψ πρὸς λέοντα ἐλθὼν εἶπεν· «οὔτε φοβοῦμαί σε οὔτε δυνατώτερός μου εἶ· εἰ δὲ μή, τίς σοί ἐστιν ἡ δύναμις; ὅτι ξύεις τοῖς ὄνυξι καὶ δάκνεις τοῖς ὀδοῦσι; τοῦτο καὶ γυνὴ τῷ ἀνδρὶ μαχομένη ποιεῖ. ἐγὼ δὲ λίαν ὑπάρχω σου ἰσχυρότερος. εἰ δὲ θέλεις, ἔλθωμεν καὶ εἰς πόλεμον». καὶ σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα. ὁ δὲ λέων τοῖς ἰδίοις ὄνυξι κατέλυεν ἑαυτὸν, ἕως οὗ ἠγανάκτησεν. ὁ δὲ κώνωψ νικήσας τὸν λέοντα καὶ σαλπίσας καὶ ἐπινίκιον ᾄσας ἔπτατο. ἀράχνης δὲ δεσμῷ ἐμπλακείς, ἐσθιόμενος ἀπωδύρετο, ὅτι μεγίστοις πολεμῶν ὑπ᾽ εὐτελοῦς ζῴου, τῆς ἀράχνης, ἀπώλετο.
ὁ μῦθος πρὸς τοὺς καταβάλλοντας μεγάλους καὶ ὑπὸ μικρῶν καταβαλλομένους.


266. Τα δύο κοκόρια και ο αετός.
[266.1] Μια φορά τσακώνονταν δύο κόκορες σχετικά με τις θηλυκές κότες, ώσπου τελικά ο ένας τους κατατρόπωσε τον άλλον. Τότε ο ηττημένος πήρε δρόμο και κρύφτηκε σε κάποια σκοτεινή γωνιά. Ο άλλος όμως, ο νικητής, πετάρισε προς τα πάνω, κούρνιασε στην κορυφή σε ένα ψηλό ντουβάρι και από εκεί βάλθηκε να κακαρίζει με όλη τη δύναμη της φωνής του. Το αποτέλεσμα: αμέσως πέταξε καταπάνω του ο αετός, τον άρπαξε και μην τον είδατε. Έτσι ο πρώτος, που είχε κρυφτεί στα σκοτεινά, μπορούσε στο εξής να βατεύει τις θηλυκές άφοβα.
Το δίδαγμα του μύθου: Ο θεός καταπολεμάει τους αλαζόνες, ενώ χαρίζει την εύνοιά του στους ταπεινόφρονες.

267. Το κουνούπι και το λιοντάρι.
[267.1] Κάποτε το κουνούπι πλησίασε το λιοντάρι και το προκάλεσε: «Άκου εδώ, εγώ δεν σε φοβάμαι, ούτε και με ξεπερνάς στη δύναμη. Αλήθεια, γιά πες μου, πού έγκειται η δύναμή σου; Στο ότι γδέρνεις με τις νυχάρες σου και δαγκώνεις με τα δόντια σου; Σιγά το πράγμα — αυτό μπορεί να το κάνει και μια κυράτσα που τσακώνεται με τον άντρα της. Σου λέω, εγώ είμαι πολύ πολύ πιο ισχυρός από σένα. Και άμα σου βαστάει, έλα να μετρηθούμε σε μονομαχία». Έτσι, που λέτε, το κουνούπι σάλπισε επίθεση και βάλθηκε να μπήγεται και να τσιμπάει το λιοντάρι στο πρόσωπο, εκεί γύρω από τη μύτη, όπου το ζώο δεν έχει τρίχωμα. Το λιοντάρι, βέβαια, πάσχιζε να το τσακώσει, πλην μάταια· αντίθετα, κατάφερνε μόνο να πληγώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα νύχια, ώσπου στο τέλος αγανάκτησε. Με αυτόν τον τρόπο το κουνούπι νίκησε το θεριό και άρχισε να πετάει τριγύρω, βουίζοντας σαν καραμούζα και ψέλνοντας την ωδή του θριάμβου. Έλα όμως που μετά από λίγο μπλέχτηκε στον ιστό της αράχνης. Καθώς λοιπόν αυτή το κατασπάραζε, το ζουζούνι έκλαιγε τη μοίρα του: ακούς εκεί, να τα έχει βάλει με τόσο πελώρια θηρία και τελικά να βρει τον θάνατο από ένα τιποτένιο σίχαμα σαν την αράχνη!
Ο μύθος αυτός απευθύνεται προς όσους βάζουν κάτω τους σπουδαίους αλλά κατατροπώνονται από ασήμαντους.