Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (126.1-130.1)


126. ΚΟΡΑΞ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[126.1] κόραξ κρέας ἁρπάσας ἐπί τινος δένδρου ἐκάθισεν. ἀλώπηξ δὲ τοῦτον θεασαμένη καὶ βουλομένη τοῦ κρέως περιγενέσθαι στᾶσα ἐπῄνει αὐτὸν ὡς εὐμεγέθη τε καὶ καλόν, λέγουσα καὶ ὅτι πρέπει αὐτὸν μάλιστα ὀρνέων βασιλεύειν, καὶ τοῦτο πάντως ἂν γένοιτο, εἰ φωνὴν εἶχεν. ὁ δὲ παραστῆσαι αὐτῇ θέλων, ὅτι καὶ φωνὴν ἔχει, ἀποβαλὼν τὸ κρέας μεγάλα ἐκεκράγει. ἐκείνη δὲ προσδραμοῦσα καὶ τὸ κρέας ἁρπάσασα ἔφη· «ὦ κόραξ, καὶ φρένας εἰ εἶχες, οὐδὲν ἂν ἐδέησας εἰς τὸ πάντων βασιλεῦσαι».
πρὸς ἄνδρα ἀνόητον ὁ λόγος εὔκαιρος.

127. ΚΟΡΩΝΗ ΚΑΙ ΚΟΡΑΞ
[127.1] κορώνη φθονήσασα κόρακι ἐπὶ τῷ διὰ οἰωνῶν μαντεύεσθαι ἀνθρώποις καὶ τὸ μέλλον προφαίνειν καὶ διὰ τοῦτο ὑπ᾽ αὐτῶν μαρτυρεῖσθαι ἐβουλήθη τῶν αὐτῶν ἐφικέσθαι. καὶ δὴ θεασαμένη τινὰς ὁδοιπόρους παριόντας ἧκεν ἐπί τινος δένδρου καὶ στᾶσα μεγάλα ἐκεκράγει. τῶν δὲ πρὸς τὴν φωνὴν ἐπιστραφέντων καὶ καταπλαγέντων εἷς τις ὑποτυχὼν ἔφη· «ἀλλ᾽ ἀπίωμεν, ὦ φίλοι· κορώνη γάρ ἐστι, ἥτις κεκραγυῖα οἰωνὸν οὐκ ἔχει».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ τοῖς κρείττοσιν ἀνθαμιλλώμενοι πρὸς τῷ τῶν ἴσων μὴ ἐφικέσθαι καὶ γέλωτα ὀφλισκάνουσι.

128. ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[128.1] κολοιὸς λιμώττων ἐπί τινος συκῆς ἐκάθισεν. εὑρὼν δὲ τοὺς ὀλύνθους μηδέπω πεπείρους προσέμενεν, ἕως σῦκα γένωνται. ἀλώπηξ δὲ θεασαμένη αὐτὸν ἐγχρονίζοντα καὶ τὴν αἰτίαν παρ᾽ αὐτοῦ μαθοῦσα ἔφη· «ἀλλὰ πεπλάνησαι, ὦ οὗτος, ἐλπίδι προσέχων, ἥτις βουκολεῖν μὲν οἶδε, τρέφειν δὲ οὐδαμῶς».
[πρὸς ἄνδρα φιλόνεικον.]

129. ΚΟΡΩΝΗ ΚΑΙ ΚΥΩΝ
[129.1] κορώνη ‹Ἀθηνᾷ θύουσα› κύνα ἐφ᾽ ἑστίασιν ἐκάλεσεν. ὁ δὲ ἔφη πρὸς αὐτήν· «τί μάτην τὰς θυσίας ἀναλίσκεις; ἡ γὰρ δαίμων οὕτως σε μισεῖ, ὡς καὶ τῶν σῶν οἰωνῶν τὴν πίστιν περιελέσθαι»· καὶ ἡ κορώνη ἀπεκρίνατο· «ἀλλὰ καὶ διὰ τοῦτο αὐτῇ θύω, διότι οἶδα αὐτὴν ἀπεχθῶς διακειμένην, ἵνα διαλλαγῇ μοι».
οὕτω πολλοὶ διὰ φόβον τοὺς πολεμίους εὐεργετεῖν οὐκ ὀκνοῦσι.

130. ΚΟΡΑΞ ΚΑΙ ΟΦΙΣ
[130.1] κόραξ τροφῆς ἀπορῶν ὡς ἐθεάσατο ὄφιν ἔν τινι εὐηλίῳ τόπῳ κοιμώμενον τοῦτον καταπτὰς ἥρπασε. τοῦ δὲ ἐπιστραφέντος καὶ δακόντος αὐτὸν ἀποθνῄσκειν μέλλων ἔφη· «ἀλλ᾽ ἔγωγε δείλαιος, ὅστις τοιοῦτον ἕρμαιον εὗρον, ἐξ οὗ καὶ ἀπόλλυμαι».
οὗτος ὁ λόγος λεχθείη ἂν ἐπ᾽ ἄνδρα, ὃς διὰ θησαυροῦ εὕρεσιν καὶ περὶ σωτηρίας ἐκινδύνευσε.


126. Το κοράκι και η αλεπού.
[126.1] Ήταν κάποτε ένας κόρακας που άρπαξε ένα κομμάτι κρέας και κούρνιασε πάνω σε κάποιο δέντρο. Τον πρόσεξε, που λέτε, η αλεπού και ένιωσε λαχτάρα να βάλει στο χέρι το κρέας. Γι᾽ αυτό στήθηκε από κάτω από το δέντρο και βάλθηκε να εγκωμιάζει τον κόρακα: τί γεροδεμένος που είναι, και τί ωραίος, και πόσο θα του ταίριαζε να γίνει βασιλιάς των πουλιών, και φυσικά έτσι θα γινόταν εξάπαντος, αρκεί να είχε φωνή — όλο τέτοια του έλεγε. Ο κόρακας τότε, θέλοντας να της δείξει ότι διαθέτει και φωνή, άνοιξε το στόμα του και έκρωξε με όλη τη δύναμή του, αφήνοντας φυσικά το κρέας να πέσει. Αμέσως η αλεπού έτρεξε και άρπαξε τον μεζέ. Ύστερα φώναξε στο πουλί: «Κυρ-κόρακά μου, αν είχες και λίγο μυαλό, δεν θα σου έλειπε τίποτε για γίνεις βασιλιάς του κόσμου!».
Ο μύθος αυτός ταιριάζει για ανόητο άνθρωπο.

127. Η κουρούνα και το κοράκι.
[127.1] Ήταν μια κουρούνα που ζήλευε πολύ το κοράκι. Βλέπετε, αυτό το τελευταίο οι άνθρωποι το λογαριάζουν για μαντικό οιωνό, προκειμένου να κάνουν προβλέψεις για το μέλλον, και για αυτόν τον λόγο το επικαλούνται κιόλας στις μαρτυρίες τους. Η κουρούνα, που λέτε, ήθελε όλα αυτά να τα πετύχει και η ίδια. Μια φορά, λοιπόν, πήρε το μάτι της κάτι πεζοπόρους που περνούσαν από εκεί κοντά. Ευθύς η λεγάμενη πέταξε πάνω σε κάποιο δέντρο, κούρνιασε εκεί και βάλθηκε να κρώζει δυνατά. Οι ταξιδιώτες τότε τρόμαξαν και στράφηκαν προς την κατεύθυνση από όπου ακουγόταν η φωνή. Ένας τους όμως παρενέβη και καθησύχασε τους άλλους: «Μη φοβάστε, φίλοι μου, ας συνεχίσουμε τον δρόμο μας. Δεν είναι τίποτε — μια κουρούνα είναι μόνο. Ας κρώζει όσο θέλει, δεν είναι οιωνός».
Έτσι συμβαίνει και με τους ανθρώπους: Όσοι πάνε να συναγωνιστούν τους καλύτερούς τους, όχι μόνο δεν πετυχαίνουν ανάλογες επιδόσεις με εκείνους, αλλά γίνονται από πάνω και καταγέλαστοι.

128. Η καλιακούδα και η αλεπού.
[128.1] Ήταν μια καλιακούδα που υπέφερε από την πείνα. Πήγε λοιπόν και κούρνιασε πάνω σε μια συκιά· έλα όμως που διαπίστωσε ότι οι καρποί της ήσαν άγουροι ακόμη. Γι᾽ αυτό κάθισε να περιμένει μέχρι να γίνουν ώριμα τα σύκα. Την είδε τότε η αλεπού, έτσι που καθυστερούσε με τις ώρες πάνω στο δέντρο, και τη ρώτησε για ποιόν λόγο παρέμενε κολλημένη εκεί. Η καλιακούδα εξήγησε, οπότε η αλεπού τής φώναξε: «Καλά, μωρή ανόητη, τόσο πολύ χαμένα τα έχεις; Τί θαρρείς και κρατιέσαι από μια ελπίδα; Δεν τρώγεται η ελπίδα, κατάλαβέ το· μόνο να σε ξεγελάσει μπορεί».
[Μύθος για άνθρωπο καυγατζή.]

129. Η κουρούνα και ο σκύλος.
[129.1] Μια φορά η κουρούνα έκανε θυσία στην Αθηνά και προσκάλεσε τον σκύλο να του κάνει το τραπέζι. Εκείνος, βέβαια, της τα έψαλε ένα χεράκι: «Τί κάθεσαι και ξοδεύεσαι δίχως λόγο για θυσίες; Δεν ξέρεις πως η θεά σε σιχαίνεται τόσο πολύ, ώστε έχει αφαιρέσει κάθε αξιοπιστία από τους οιωνούς σου;». Όμως η κουρούνα αποκρίθηκε: «Βρε χρυσέ μου, για αυτόν ακριβώς τον λόγο της προσφέρω θυσία και εγώ. Ξέρω ότι με απεχθάνεται, και θέλω να την κάνω να συμφιλιωθεί μαζί μου».
Έτσι κάνουν πολλοί: Από φόβο για τους εχθρούς τους δεν διστάζουν ακόμη και να τους κάνουν χάρες.

130. Ο κόρακας και το φίδι.
[130.1] Ήταν ένας κόρακας που δεν είχε τίποτε να φάει. Σε κάποια στιγμή, που λέτε, πήρε το μάτι του ένα φίδι, το οποίο κοιμόταν σε κάποιο μέρος στη λιακάδα. Αμέσως λοιπόν όρμησε κάτω και το άρπαξε. Τότε όμως το φίδι σήκωσε κεφάλι και τον δάγκωσε. Έτσι, ξεψυχώντας, ο κόρακας ανέκραξε: «Αχ, η κακή μου μοίρα! Θαρρούσα πως βρήκα ένα τυχερό, και εξαιτίας του είναι που πάω χαμένος!».
Ο μύθος αυτός μπορεί να ειπωθεί για άνθρωπο που έψαχνε να βρει θησαυρό και διακινδύνευσε για αυτόν τον σκοπό την ίδια τη ζωή του.