Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (1.1-5.1)


Α. Collectio Augustana


1. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΑΛΩΠΗΞ
[1.1] ἀετὸς καὶ ἀλώπηξ φιλίαν πρὸς ἀλλήλους σπεισάμενοι πλησίον ἑαυτῶν οἰκεῖν διέγνωσαν βεβαίωσιν φιλίας τὴν συνήθειαν ποιούμενοι. καὶ δὴ ὁ μὲν ἀναβὰς ἐπί τι περίμηκες δένδρον ἐνεοττοποιήσατο, ἡ δὲ εἰς τὸν ὑποκείμενον θάμνον ἔτεκεν. ἐξελθούσης δέ ποτε αὐτῆς ἐπὶ νομὴν ὁ ἀετὸς ἀπορῶν τροφῆς καταπτὰς εἰς τὸν θάμνον καὶ τὰ γεννήματα ἀναρπάσας μετὰ τῶν αὑτοῦ νεοττῶν κατεθοινήσατο. ἡ δὲ ἀλώπηξ ἐπανελθοῦσα ὡς ἔγνω τὸ πραχθέν, οὐ μᾶλλον ἐπὶ τῷ τῶν νεοττῶν θανάτῳ ἐλυπήθη, ὅσον ἐπὶ τῆς ἀμύνης· χερσαία γὰρ οὖσα πετεινὸν διώκειν ἠδυνάτει. διόπερ πόρρωθεν στᾶσα, ὃ μόνον τοῖς ἀσθενέσιν καὶ ἀδυνάτοις ὑπολείπεται, τῷ ἐχθρῷ κατηρᾶτο. συνέβη δὲ αὐτῷ τῆς εἰς τὴν φιλίαν ἀσεβείας οὐκ εἰς μακρὰν δίκην ὑποσχεῖν. θυόντων γάρ τινων αἶγα ἐπ᾽ ἀγροῦ καταπτὰς ἀπὸ τοῦ βωμοῦ σπλάγχνον ἔμπυρον ἀνήνεγκεν· οὗ κομισθέντος ἐπὶ τὴν καλιὰν σφοδρὸς ἐμπεσὼν ἄνεμος ἐκ λεπτοῦ καὶ παλαιοῦ κάρφους λαμπρὰν φλόγα ἀνῆψε. καὶ διὰ τοῦτο καταφλεχθέντες οἱ νεοττοὶ —καὶ γὰρ ἦσαν ἔτι ἀτελεῖς οἱ πτηνοὶ— ἐπὶ τὴν γῆν κατέπεσον. καὶ ἡ ἀλώπηξ προσδραμοῦσα ἐν ὄψει τοῦ ἀετοῦ πάντας αὐτοὺς κατέφαγεν.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ φιλίαν παρασπονδοῦντες, κἂν τὴν τῶν ἠδικημένων ἐκφύγωσι κόλασιν, ἀλλ᾽ οὖν γε τὴν ἐκ θεοῦ τιμωρίαν οὐ διακρούσονται.

2. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΟΛΟΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΜΗΝ
[2.1] ἀετὸς καταπτὰς ἀπό τινος ὑψηλῆς πέτρας ἄρνα ἥρπασε· κολοιὸς δὲ τοῦτον θεασάμενος διὰ ζῆλον [τοῦτον] μιμήσασθαι ἤθελε. καὶ δὴ καθεὶς ἑαυτὸν μετὰ πολλοῦ ῥοίζου ἐπὶ κριὸν ἠνέχθη. ἐμπαρέντων δὲ αὐτοῦ τῶν ὀνύχων τοῖς μαλλοῖς ἐξαρθῆναι μὴ δυνάμενος ἐπτερύσσετο, ἕως ὁ ποιμὴν τὸ γεγονὸς αἰσθόμενος προσδραμὼν συνέλαβεν αὐτὸν καὶ περικόψας αὐτοῦ τὰ ὀξύπτερα, ὡς ἑσπέρα κατέλαβε, τοῖς αὐτοῦ παισὶν ἐκόμισε. τῶν δὲ πυνθανομένων, τί εἴη τὸ ὄρνεον, ἔφη· «ὡς μὲν ἐγὼ σαφῶς οἶδα, κολοιός, ὡς δὲ αὐτὸς βούλεται, ἀετός».
οὕτως ἡ πρὸς τοὺς ὑπερέχοντας ἅμιλλα πρὸς τῷ μηδὲν ἀνύειν καὶ ἐπὶ συμφοραῖς προσκτᾶται γέλωτα.

3. ΑΕΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΝΘΑΡΟΣ
[3.1] ἀετὸς λαγωὸν ἐδίωκεν. ὁ δὲ ἐν ἐρημίᾳ τῶν βοηθησόντων ὑπάρχων, ὃν μόνον ὁ καιρὸς παρέσχεν, κάνθαρον ἰδὼν τοῦτον ἱκέτευεν, ὁ δὲ παραθαρσύνας αὐτὸν ὡς ἐγγὺς ἐλθόντα τὸν ἀετὸν ἐθεάσατο, παρεκάλει μὴ ἀπάγειν αὐτοῦ τὸν ἱκέτην. κἀκεῖνος ὑπεριδὼν τῆς σμικρότητος ἐν ὄψει τοῦ κανθάρου τὸν λαγωὸν κατεθοινήσατο. ὁ δὲ ἀπ᾽ ἐκείνου μνησικακῶν διετέλει παρατηρούμενος τοῦ ἀετοῦ τὰς καλιὰς καί, εἴ ποτε ἐκεῖνος ἔτικτε, μετάρσιος αἰρόμενος ἐκύλιε τὰ ὠὰ καὶ κατέασσε, μέχρις οὗ πανταχόθεν ἐλαυνόμενος ὁ ἀετὸς ἐπὶ τὸν Δία κατέφυγεν καὶ αὐτοῦ ἐδεήθη τόπον αὐτῷ πρὸς νεοττοποιίαν ἀσφαλῆ παρασχεῖν. τοῦ δὲ Διὸς ἐν τοῖς ἑαυτοῦ κόλποις τίκτειν ἐπιτρέψαντος αὐτῷ ὁ κάνθαρος τοῦτο ἑωρακὼς κόπρου σφαῖραν ποιήσας ἀνέπτη καὶ γενόμενος κατὰ τοὺς τοῦ Διὸς κόλπους ἐνταῦθα καθῆκεν. ὁ δὲ Ζεὺς ἀποσείσασθαι τὴν κόπρον βουλόμενος ὡς διανέστη, ἔλαθεν ἀπορρίψας τὰ ὠά. ἀπ᾽ ἐκείνου τέ φασιν, περὶ ὃν καιρὸν οἱ κάνθαροι γίνονται, τοὺς ἀετοὺς μὴ νεοττεύειν.
ὁ λόγος διδάσκει μηδενὸς καταφρονεῖν λογιζομένους, ὅτι οὐδεὶς οὕτως ἐστὶν ἀδύνατος, ὡς προπηλακισθεὶς μὴ δύνασθαι ἑαυτὸν ἐκδικῆσαι.

4. ΑΗΔΩΝ ΚΑΙ ΙΕΡΑΞ
[4.1] ἀηδὼν ἐπί τινος ὑψηλῆς δρυὸς καθημένη κατὰ τὸ σύνηθες ᾖδεν. ἱέραξ δὲ αὐτὴν θεασάμενος, ὡς ἠπόρει τροφῆς, ἐπιπτὰς συνέλαβεν. ἡ δὲ μέλλουσα ἀναιρεῖσθαι ἐδέετο αὐτοῦ μεθεῖναι λέγουσα, ὡς οὐχ ἱκανή ἐστιν ἱέρακος γαστέρα αὐτὴ πληρῶσαι, δεῖ δὲ αὐτόν, εἰ τροφῆς ἀπορεῖ, ἐπὶ τὰ μείζονα τῶν ὀρνέων τρέπεσθαι. καὶ ὃς ὑποτυχὼν εἶπεν· «ἀλλ᾽ ἔγωγε ἀπόπληκτος ἂν εἴην, εἰ τὴν ἐν χερσὶν ἑτοίμην βορὰν παρεὶς τὰ μηδέπω φαινόμενα διώκοιμι».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων ἀλόγιστοί εἰσιν, οἳ δι᾽ ἐλπίδα μειζόνων τὰ ἐν χερσὶν ὄντα προΐενται.

5. ΧΡΕΩΦΕΙΛΕΤΗΣ
[5.1] Ἀθήνησιν ἀνὴρ χρεωφειλέτης ἀπαιτούμενος ὑπὸ τοῦ δανειστοῦ τὸ χρέος τὸ μὲν πρῶτον παρεκάλει ἀναβολὴν αὐτῷ παρασχέσθαι ἀπορεῖν φάσκων. ὡς δ᾽ οὐκ ἔπειθε, προσαγαγὼν ἣν μόνην εἶχεν ὗν παρόντος αὐτοῦ ἐπώλει. ὠνητοῦ δὲ προσελθόντος καὶ διερωτῶντος, εἰ τοκὰς ἡ ὗς εἴη, ἐκεῖνος ἔφη μὴ μόνον αὐτὴν τίκτειν ἀλλὰ καὶ παραδόξως· τοῖς μὲν γὰρ μυστηρίοις θήλεα ἀποκύειν, τοῖς δὲ Παναθηναίοις ἄρσενα. τοῦ δὲ ἐκπλαγέντος πρὸς τὸν λόγον ὁ δανειστὴς εἶπεν· «ἀλλὰ μὴ θαύμαζε· αὕτη γάρ σοι καὶ Διονυσίοις ἐρίφους τέξεται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι πολλοὶ διὰ τὸ ἴδιον κέρδος οὐκ ὀκνοῦσιν οὐδὲ τοῖς ἀδυνάτοις ψευδομαρτυρεῖν.


Α. Οι μύθοι της Αυγουσταίας Συναγωγής (Collectio Augustana)


1. Ο αετός και η αλεπού.
[1.1] Μια φορά και έναν καιρό ο αετός και η αλεπού σύναψαν επίσημη φιλία μεταξύ τους και αποφάσισαν να κατοικήσουν ο ένας κοντά στον άλλον. Πίστευαν, βλέπετε, ότι η συναναστροφή τους θα αποτελούσε τεκμήριο της φιλίας τους. Ο αετός, λοιπόν, ανέβηκε πάνω σε πανύψηλο δέντρο και εκκόλαψε τους νεοσσούς του, ενώ η αλεπού γέννησε τα μικρά της στον θάμνο που βρισκόταν από κάτω. Μια μέρα όμως, την ώρα που η αλεπού είχε βγει να ψάξει για τροφή, ο αετός δεν έβρισκε τί να φάει. Έτσι, όρμησε κάτω στον θάμνο, άρπαξε τα μικρά της αλεπούς, και με αυτά έκαναν ωραιότατο γεύμα και ο ίδιος και τα αετόπουλά του. Όταν γύρισε η αλεπού και κατάλαβε τί είχε συμβεί, δεν στενοχωρήθηκε τόσο για τον θάνατο των παιδιών της, όσο για το ζήτημα της εκδίκησης: όντας πλάσμα της στεριάς η ίδια, πώς θα μπορούσε να κυνηγήσει εκείνον που πετούσε; Γι᾽ αυτό λοιπόν στάθηκε παράμερα και κατέφυγε στη μόνη διέξοδο που απομένει στους ανήμπορους και αδύναμους: εξαπέλυε κατάρες ενάντια στον εχθρό της. Εντούτοις, πριν περάσει πολύς καιρός, ήρθαν έτσι τα πράγματα που ο φταίχτης τιμωρήθηκε για την καταπάτηση της φιλίας. Συγκεκριμένα, μια φορά που κάποιοι χωρικοί θυσίαζαν ένα κατσίκι στο ύπαιθρο, ο αετός όρμησε καταπάνω τους και άρπαξε από τον βωμό ένα κομμάτι από τα εντόσθια του ζώου, αναμμένο ακόμη από τις φλόγες. Όταν το έφερε στη φωλιά του, φύσηξε πάνω στην ώρα δυνατός αέρας, και από τα μικρά και ξεραμένα φρύγανα της φωλιάς άναψε ζωηρή φωτιά. Έτσι έγιναν ολοκαύτωμα τα αετόπουλα (ήσαν, βλέπετε, ακόμη νεοσσοί πάνω στην ανάπτυξη) και έπεσαν κάτω στο έδαφος. Αμέσως έσπευσε εκεί η αλεπού και τα καταβρόχθισε όλα μπροστά στα μάτια του πατέρα τους.
Το δίδαγμα του μύθου: Όσοι παραβαίνουν τις υποσχέσεις της φιλίας, ακόμη και αν ξεφύγουν από την εκδίκηση των αδικημένων, πάντως την τιμωρία από τον θεό δεν θα καταφέρουν να την αποκρούσουν.

2. Ο αετός, η καλιακούδα και ο βοσκός.
[2.1] Ήταν ένας αετός που εφόρμησε από ψηλό βράχο και άρπαξε ένα αρνί. Τον είδε, που λέτε, μια καλιακούδα, η οποία ζήλεψε και θέλησε να τον μιμηθεί. Ρίχτηκε λοιπόν και αυτή προς τα κάτω, κάνοντας μεγάλο σαματά με τα φτερά της, και επιτέθηκε σε ένα κριάρι. Έμπηξε τα νύχια της στο μαλλί του ζώου, και ώς εδώ όλα καλά· έλα όμως που δεν είχε τη δύναμη να το σηκώσει ψηλά. Έτσι, καθόταν εκεί και φτερούγιζε μάταια, ώσπου ο βοσκός αντιλήφθηκε τί γινόταν και έσπευσε επιτόπου. Αυτός έπιασε την καλιακούδα, της ψαλίδισε τις άκρες των φτερών της, και όταν έφτασε το βράδυ, την έφερε σπίτι στα παιδιά του. Τα μικρά τον ρώτησαν τί λογής πουλί είναι αυτό, και ο βοσκός αποκρίθηκε: «Καλιακούδα βέβαια, είναι φως φανάρι· άλλο αν η ίδια φαντάζεται πως είναι αετός».
Δίδαγμα: Άμα πας να συναγωνιστείς τους ανώτερούς σου, όχι μόνο δεν πετυχαίνεις το παραμικρό, αλλά επιπλέον, εκτός από την κακοπάθεια, γίνεσαι και περίγελος.

3. Ο αετός και το σκαθάρι.
[3.1] Μια φορά ο αετός κυνηγούσε τον λαγό. Ο κυνηγημένος, που λέτε, μόνος και έρημος δίχως κανέναν να τον βοηθήσει, προσέτρεξε στο μοναδικό πλάσμα που έφερε η τύχη μπροστά του, ένα σκαθάρι, και ρίχτηκε στα παρακάλια. Το σκαθάρι τον παρότρυνε να κάνει κουράγιο, και μόλις αντιλήφθηκε τον αετό να πλησιάζει, τον προειδοποίησε: «Μην τυχόν και τολμήσεις να αγγίξεις τον ικέτη μου». Ο αετός, ωστόσο, βλέποντας το ζουζουνάκι τόσο δα μικρό, δεν του έδωσε την παραμικρή σημασία, και έκανε τον λαγό μια χαψιά. Από εκείνον τον καιρό το σκαθάρι τού το φύλαγε. Παραμόνευε συνέχεια κοντά στη φωλιά του αετού, και όποτε γεννούσε αυτός, το άθλιο το μαμούνι σηκωνόταν ψηλά στον αέρα, κυλούσε τα αυγά έξω και τα έκανε θρύψαλα. Έτσι τον καταδίωκε τον φταίχτη παντού. Με τα πολλά, ο αετός κατέφυγε στον Δία και τον θερμοπαρακαλούσε να του εξασφαλίσει σίγουρο μέρος για να φέρει στο φως τα μικρά του. Ο θεός τότε άνοιξε τον ίδιο τον κόρφο του και έδωσε στο πουλί την άδεια να γεννήσει τα αυγά του εκεί μέσα. Έλα όμως που το σκαθάρι το πήρε είδηση αυτό. Μια και δυο, λοιπόν, έπλασε μια μπαλίτσα από κοπριά, πέταξε ψηλά φτάνοντας μέχρι τον κόρφο του Δία και εκτόξευσε τον σβώλο του εκεί. Αμέσως ο Δίας πετάχτηκε όρθιος, θέλοντας να τινάξει από πάνω του την κοπριά· και έτσι, άθελά του, έριξε κάτω τα αυγά. Εξαιτίας όλων αυτών, καθώς λένε, οι αετοί δεν γεννούν πια καθόλου κατά την εποχή που έρχονται στον κόσμο τα σκαθάρια.
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να περιφρονούμε κανέναν· αντίθετα, να θυμόμαστε ότι κανείς δεν είναι τόσο ανήμπορος που να μη μπορεί να πάρει εκδίκηση αν τον κακομεταχειριστούμε.

4. Η αηδόνα και το γεράκι.
[4.1] Ήταν κάποτε μια αηδόνα που κούρνιαζε πάνω σε ψηλή βαλανιδιά και κελαηδούσε κατά τη συνήθειά της. Την πρόσεξε τότε το γεράκι, και επειδή δεν είχε τί άλλο να φάει, πέταξε καταπάνω της και τη γράπωσε. Εκεί λοιπόν που ετοιμαζόταν να την ξεπαστρέψει, η καημενούλα βάλθηκε να τον εκλιπαρεί: «Αχ, άφησέ με, να χαρείς», του έλεγε. «Κοίταξέ με εδώ, δεν είμαι αρκετή εγώ από μόνη μου για να γεμίσεις την κοιλάρα σου εσύ, ολόκληρο γεράκι. Εντάξει, έχεις ανάγκη από φαγητό, αλλά γιατί δεν πας να κυνηγήσεις πιο μεγάλα πουλιά;» Όμως το γεράκι αποκρίθηκε: «Ναι καλά, δεν αποβλακώθηκα εντελώς. Σιγά μην αφήσω τη λεία που έχω έτοιμη μέσα στα χέρια μου για να τρέχω να γυρεύω τα άφαντα».
Το δίδαγμα του μύθου: Το ίδιο απερίσκεπτοι είναι ορισμένοι άνθρωποι, οι οποίοι παρατούν όσα έχουν πρόχειρα επειδή ελπίζουν σε μεγαλύτερα αποκτήματα.

5. Ο χρεοφειλέτης.
[5.1] Ήταν μια φορά ένας χρεωμένος στην Αθήνα, που ο δανειστής του τον πίεζε να εξοφλήσει το χρέος του. Εκείνος, λοιπόν, παρακαλούσε στην αρχή τον τοκογλύφο να του δώσει παράταση, επειδή δεν είχε λεφτά. Δεν τον έπεισε όμως, και έτσι αναγκάστηκε να φέρει εκεί μπροστά τη μοναδική γουρούνα που είχε και να τη βγάλει για πούλημα, παρουσία του δανειστή. Σε κάποια στιγμή πλησίασε ένας αγοραστής και ρωτούσε αν είναι γόνιμη η γουρούνα. Ο χρεοφειλέτης βάλθηκε τότε να της πλέκει το εγκώμιο: «Βεβαίως, βεβαίως. Μάλιστα, όχι μόνο γεννάει, αλλά το κάνει και με απίστευτο τρόπο: Τον Μάρτη, που γιορτάζουμε τα Μυστήρια, γεννοβολάει θηλυκά γουρουνάκια, ενώ τον Αύγουστο, που έχουμε Παναθήναια, αρσενικά». Ο πελάτης έμεινε βέβαια έκπληκτος με αυτά τα λόγια, οπότε ο δανειστής τού είπε: «Τί παραξενεύεσαι ρε; Να δεις που όταν θα είναι τα Διονύσια, τούτη εδώ θα σου γεννήσει και κατσικάκια».
Το δίδαγμα του μύθου: Πολλοί άνθρωποι, προκειμένου να βγάλουν κέρδος, δεν διστάζουν να πουν ψέματα ακόμη και για πράγματα που είναι αδύνατον να συμβούν.