Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΙΣΩΠΟΣ

Μῦθοι (6.1-10.1)


6. ΑΙΓΕΣ ΑΓΡΙΑΙ ΚΑΙ ΑΙΠΟΛΟΣ
[6.1] αἰπόλος τὰς αἶγας αὐτοῦ ἐπὶ νομὴν ἀπελάσας ὡς ἐθεάσατο ἀγρίαις αὐτὰς ἀναμιγείσας, ἑσπέρας ἐπιλαβούσης πάσας εἰς τὸ ἑαυτοῦ σπήλαιον εἰσήλασε. τῇ δὲ ὑστεραίᾳ χειμῶνος πολλοῦ γενομένου μὴ δυνάμενος ἐπὶ τὴν συνήθη νομὴν αὐτὰς παραγαγεῖν ἔνδον ἐτημέλει, ταῖς μὲν ἰδίαις μετρίαν τροφὴν παραβάλλων πρὸς μόνον τὸ μὴ λιμώττειν, ταῖς δὲ ὀθνείαις πλείονα παρασωρεύων πρὸς τὸ καὶ αὐτὰς ἰδιοποιήσασθαι. παυσαμένου δὲ τοῦ χειμῶνος ἐπειδὴ πάσας ἐπὶ νομὴν ἐξήγαγεν, αἱ ἄγριαι ἐπιλαβόμεναι τῶν ὀρῶν ἔφευγον. τοῦ δὲ ποιμένος ἀχαριστίαν αὐτῶν κατηγοροῦντος, εἴ γε περισσοτέρας αὐταὶ τημελείας ἐπιτυχοῦσαι καταλείπουσιν αὐτόν, ἔφασαν ἐπιστραφεῖσαι· «ἀλλὰ δι᾽ αὐτὸ τοῦτο μᾶλλον φυλαττόμεθα· εἰ γὰρ ἡμᾶς τὰς χθὲς προσεληλυθυίας μειζόνως τῶν πάλαι σὺ προετίμησας, δῆλον ὅτι, εἰ καὶ ἕτεραί σοι μετὰ ταῦτα προσπελάσουσιν, ἐκείνας ἡμῶν προκρινεῖς».
ὁ λόγος δηλοῖ μὴ δεῖν τούτων ἀσμενίζεσθαι τὰς φιλίας, οἳ τῶν παλαιῶν φίλων ἡμᾶς τοὺς προσφάτους προτιμῶσι, λογιζομένους, ὅτι καί, ἂν ἡμῶν ἐγχρονιζόντων ἑτέροις φιλιάσωσιν, ἐκείνους προκρινοῦσιν.

7. ΑΙΛΟΥΡΟΣ ΚΑΙ ΟΡΝΕΙΣ
[7.1] αἴλουρος ἀκούσας ὅτι ἔν τινι ἐπαύλει ὄρνεις νοσοῦσι, σχηματίσας ἑαυτὸν εἰς ἰατρὸν καὶ τὰ τῆς ἐπιστήμης πρόσφορα ἀναλαβὼν ἐργαλεῖα παρεγένετο καὶ στὰς πρὸ τῆς ἐπαύλεως ἐπυνθάνετο αὐτῶν, πῶς ἔχοιεν. αἱ δὲ ὑποτυχοῦσαι· «καλῶς», ἔφασαν, «ἐὰν σὺ ἐντεῦθεν ἀπαλλαγῇς».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων οἱ πονηροὶ τοὺς φρονίμους οὐ λανθάνουσι, κἂν τὰ μάλιστα χρηστότητα ὑποκρίνωνται.

8. ΑΙΣΩΠΟΣ ΕΝ ΝΑΥΠΗΓΙΩΙ
[8.1] Αἴσωπός ποτε ὁ λογοποιὸς σχολὴν ἄγων εἰς ναυπήγιον εἰσῆλθε. τῶν δὲ ναυπηγῶν σκωπτόντων τε αὐτὸν καὶ ἐκκαλουμένων εἰς ἀπόκρισιν ὁ Αἴσωπος ἔλεγε τὸ παλαιὸν χάος καὶ ὕδωρ γενέσθαι, τὸν δὲ Δία βουλόμενον καὶ τὸ τῆς γῆς στοιχεῖον ἀναδεῖξαι παραινέσαι αὐτῇ, ὅπως ἐπὶ τρὶς ἐκροφήσῃ τὴν θάλασσαν. κἀκείνη ἀρξαμένη τὸ μὲν πρῶτον τὰ ὄρη ἐξέφηνεν, ἐκ δευτέρου δὲ ἐκροφήσασα καὶ τὰ πεδία ἀπεγύμνωσεν. «ἐὰν δὲ δόξῃ αὐτῇ καὶ τὸ τρίτον ἐκπιεῖν τὸ ὕδωρ, ἄχρηστος ὑμῶν ἡ τέχνη γενήσεται».
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι οἱ τοὺς κρείττονας χλευάζοντες λανθάνουσι μείζονας ἑαυτοῖς τὰς ἀνίας ἐξ αὐτῶν ἐπισπώμενοι.

9. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΣ
[9.1] ἀλώπηξ πεσοῦσα εἰς φρέαρ ἐπάναγκες ἔμενε πρὸς τὴν ἀνάβασιν ἀμηχανοῦσα. τράγος δὲ δίψῃ συνεχόμενος ὡς ἐγένετο κατὰ τὸ αὐτὸ φρέαρ, θεασάμενος αὐτὴν ἐπυνθάνετο, εἰ καλὸν εἴη τὸ ὕδωρ. ἡ δὲ τὴν συντυχίαν ἀσμενισαμένη πολὺν ἔπαινον τοῦ ὕδατος κατέτεινε λέγουσα ὡς χρηστὸν εἴη καὶ δὴ καὶ αὐτὸν καταβῆναι παρῄνει. τοῦ δὲ ἀμελετήτως καθαλλομένου διὰ τὸ μόνην ὁρᾶν τότε τὴν ἐπιθυμίαν καὶ ἅμα τῷ τὴν δίψαν σβέσαι ἀναδῦναι μετὰ τῆς ἀλώπεκος σκοποῦντος χρήσιμόν τι ἡ ἀλώπηξ ἔφη ἐπινενοηκέναι εἰς τὴν ἀμφοτέρων σωτηρίαν. «ἐὰν γὰρ θελήσῃς τοὺς ἐμπροσθίους πόδας τῷ τοίχῳ προσερείσας ἐγκλῖναι καὶ τὰ κέρατα, ἀναδραμοῦσα αὐτὴ διὰ τοῦ σοῦ νώτου καὶ σὲ ἀνασπάσω». τοῦ δὲ καὶ πρὸς τὴν δευτέραν παραίνεσιν ἑτοίμως ὑπηρετήσαντος ἡ ἀλώπηξ ἀναλλομένη διὰ τῶν σκελῶν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν νῶτον ἀνέβη καὶ ἀπ᾽ ἐκείνου ἐπὶ τὰ κέρατα διερεισαμένη ἐπὶ τὸ στόμα τοῦ φρέατος ηὑρέθη καὶ ἀνελθοῦσα ἀπηλλάττετο. τοῦ δὲ τράγου μεμφομένου αὐτὴν ὡς τὰς ὁμολογίας παραβαίνουσαν ἡ ἀλώπηξ ἐπιστραφεῖσα εἶπεν· «ὦ οὗτος, ἀλλ᾽ εἰ τοσαύτας φρένας εἶχες, ὅσας ἐν τῷ πώγωνι τρίχας, οὐ πρότερον ἂν καταβεβήκεις πρὶν ἢ τὴν ἄνοδον ἐσκέψω».
οὕτω καὶ τῶν ἀνθρώπων τοὺς φρονίμους δεῖ πρότερον τὰ τέλη τῶν πραγμάτων σκοπεῖν, εἶθ᾽ οὕτως αὐτοῖς ἐγχειρεῖν.

10. ΑΛΩΠΗΞ ΚΑΙ ΛΕΩΝ
[10.1] ἀλώπηξ μηδέποτε θεασαμένη λέοντα ἐπειδὴ κατά τινα συντυχίαν ὑπήντησε, τὸ μὲν πρῶτον ἰδοῦσα οὕτως ἐξεταράχθη, ὡς μικροῦ ἀποθανεῖν. ἐκ δευτέρου δὲ αὐτῷ ἐπιτυχοῦσα ἐφοβήθη μέν, ἀλλ᾽ οὐχ οὕτως ὡς τὸ πρότερον. ἐκ τρίτου δὲ θεασαμένη οὕτω κατεθάρρησεν ὡς καὶ προσελθοῦσα αὐτῷ διαλέγεσθαι.
ὁ λόγος δηλοῖ, ὅτι ἡ συνήθεια καὶ τὰ φοβερὰ τῶν πραγμάτων καταπραΰνει.


6. Τα αγριοκάτσικα και ο γιδοβοσκός.
[6.1] Ήταν ένας γιδοβοσκός που έβγαλε τα κατσίκια του για βοσκή. Εκεί έξω, που λέτε, ανακατεύτηκαν μέσα στο κοπάδι και μερικά αγριοκάτσικα. Το αντιλήφθηκε αυτό ο βοσκός, και έτσι, όταν έπεσε το βράδυ, σαλάγησε τα ζώα όλα μαζί μέχρι μέσα στη σπηλιά του. Την επομένη, τώρα, είχε πολλή κακοκαιρία, και ο άνθρωπός μας δεν μπορούσε να οδηγήσει τα ζωντανά έξω για να βοσκήσουν όπως συνήθως. Κάθισε λοιπόν μέσα και τα φρόντιζε. Στα δικά του κατσίκια έβαλε τροφή μετρημένη, ίσα-ίσα όση χρειαζόταν για να μη λιμοκτονήσουν. Αντίθετα, μπροστά στα άγρια στοίβαξε πολύ φαγητό, για να τα πάρει με το μέρος του και αυτά. Όταν με τα πολλά σταμάτησε η κακοκαιρία, ο τσοπάνης έβγαλε πάλι έξω όλα τα ζώα για βοσκή. Τα αγριοκάτσικα τότε πήραν τα βουνά και το έβαλαν στα πόδια. Ο βοσκός βέβαια άρχισε ευθύς να τα κακολογεί για την αχαριστία τους — ακούς εκεί να τον εγκαταλείψουν έτσι, παρ᾽ όλη την παραπανίσια φροντίδα που τους επιδαψίλευσε. Όμως εκείνα στράφηκαν και του είπαν: «Μα για αυτόν ακριβώς τον λόγο πρέπει να φυλαχτούμε περισσότερο. Τί πράγμα ήταν αυτό, να δείξεις τόσο ξεκάθαρη προτίμηση για εμάς, που σε προσεγγίσαμε μόλις χτες, σε βάρος των άλλων κατσικιών που είχες από παλιά! Λοιπόν, δεν ήθελε και πολύ για να το καταλάβουμε: σε λίγο, μόλις βρεθούν κοντά σου καινούργια ζώα, πάλι θα προτιμήσεις εκείνα από εμάς».
Το δίδαγμα του μύθου: Δεν πρέπει να πολυχαιρόμαστε με τη φιλία ανθρώπων που προτιμούν εμάς, τις πρόσφατες γνωριμίες τους, από τους παλιούς τους φίλους. Και τούτο διότι, άμα παλιώσουμε και εμείς, εκείνοι μετά θα πιάσουν φιλίες με άλλους και θα δείξουν προτίμηση σε εκείνους.

7. Ο γάτος και οι κότες.
[7.1] Μια φορά ο γάτος άκουσε ότι οι κότες σε κάποιο αγρόκτημα ήσαν άρρωστες. Μια και δυο, λοιπόν, ντύθηκε γιατρός, προμηθεύτηκε τα κατάλληλα εργαλεία της επιστημονικής του ειδικότητας και παρουσιάστηκε στο αγρόκτημα. Εκεί στήθηκε μπροστά στη θύρα και ρωτούσε τις κότες πώς αισθάνονταν. Όμως εκείνες τον διέκοψαν λέγοντας: «Μια χαρά, αρκεί να φύγεις εσύ από εδώ».
Το δίδαγμα: Με τον ίδιο τρόπο οι μυαλωμένοι καταλαβαίνουν τους κακούς ανθρώπους, ακόμη και αν εκείνοι προσποιούνται με όλη τους τη δύναμη πως είναι ενάρετοι.

8. Ο Αίσωπος στο ναυπηγείο.
[8.1] Μια φορά ο Αίσωπος, ο γνωστός μυθοποιός, είχε ελεύθερο χρόνο και μπήκε σε ένα ναυπηγείο. Εκεί οι εργάτες βάλθηκαν να τον κοροϊδεύουν και τον προκαλούσαν κιόλας να απαντήσει στα πειράγματα. Ο Αίσωπος τότε τους διηγήθηκε: «Τον καιρό εκείνο τον παλιό υπήρχαν μόνο το χάος και τα νερά. Ο Δίας, που λέτε, ήθελε να φέρει στο φως και το στοιχείο της γης, γι᾽ αυτό παρακίνησε τη γη να ρουφήξει τρεις φορές τη θάλασσα. Εκείνη έβαλε μπρος, και με το πρώτο ρούφηγμα έβγαλε στην επιφάνεια τα βουνά. Μετά ρούφηξε δεύτερη φορά και αποκάλυψε τις πεδινές εκτάσεις. Και αν τυχόν το βάλει στον νου της να πιει τα νερά και τρίτη φορά, ουαί και αλίμονό σας, διότι η δουλειά σας θα καταντήσει άχρηστη».
Το δίδαγμα του μύθου: Όποιος περιγελάει τους καλύτερούς του, δεν καταλαβαίνει ότι πάει γυρεύοντας· θα ακούσει και αυτός τα ίδια και χειρότερα από εκείνους.

9. Η αλεπού και ο τράγος.
[9.1] Μια φορά και έναν καιρό η αλεπού έπεσε μέσα στο πηγάδι και ήταν αναγκασμένη να μείνει εκεί κάτω, διότι δεν έβρισκε τρόπο να ανεβεί. Πάνω στην ώρα, ωστόσο, κατέφτασε στο ίδιο πηγάδι ο τράγος, που υπέφερε από τη δίψα. Μόλις έσκυψε και αντίκρισε την αλεπού, τη ρώτησε αν ήταν ωραίο το νερό εκεί μέσα. Αυτή βέβαια καταχάρηκε με τούτο το τυχερό και άρχισε να αραδιάζει πλήθος εγκώμια για το νερό: «Αχ, τί ωραίο που είναι», έλεγε συνέχεια, και φυσικά παρακινούσε τον τράγο να κατεβεί και αυτός. Με τα πολλά, λοιπόν, πήδηξε και εκείνος κάτω χωρίς να το πολυσκεφτεί — βλέπετε, εκείνη τη στιγμή δεν κοιτούσε τίποτε άλλο εκτός από την επιθυμία του. Μετά από λίγο, αφού έσβησε τη δίψα του, κάθισαν να συλλογιστούν μαζί με την αλεπού πώς να αναρριχηθούνε. Τότε η πονήρω τού πρότεινε: «Βρε συ, μου ήρθε μια καλή ιδέα για να σωθούμε και οι δύο. Έναν κόπο μόνο χρειάζεται να κάνεις: σήκω και στήριξε τα μπροστινά σου πόδια στο τοίχωμα, και μετά γείρε και τα κέρατά σου πάνω του, νά, έτσι. Εγώ τότε θα σκαρφαλώσω από την ράχη σου μέχρι πάνω και θα σε τραβήξω και σένα». Πάντα πρόθυμος ο τράγος, συμμορφώθηκε για δεύτερη φορά προς τις οδηγίες της αλεπούς. Μια και δυο, λοιπόν, εκείνη έδωσε ένα σάλτο ανάμεσα από τα σκέλη του και καβάλησε πάνω στη ράχη του. Από εκεί πάτησε στα κέρατά του και έφτασε στο στόμιο του πηγαδιού, οπότε ανέβηκε ευθύς στην επιφάνεια και πήρε δρόμο. Ο τράγος βέβαια ξέσπασε σε διαμαρτυρίες που η αλεπού αθετούσε έτσι τη συμφωνία τους. Τότε η πανούργα στράφηκε πίσω και του είπε: «Βρε χαμένε, αν είχες τόση φαιά ουσία όσες τρίχες κουβαλάς στο πηγούνι σου, δεν θα κατέβαινες κάτω προτού σκεφτείς τρόπο για να ανεβείς».
Το ίδιο ισχύει και για τους ανθρώπους. Οι μυαλωμένοι πρέπει πρώτα να λογαριάζουν τα αποτελέσματα κάθε πράξης, προτού καταπιαστούν με αυτήν.

10. Η αλεπού και το λιοντάρι.
[10.1] Ήταν μια αλεπού που δεν είχε δει ποτέ της λιοντάρι, ώσπου συνάντησε ένα κατά τύχη. Λοιπόν, εκείνη την πρώτη φορά, με το που αντίκρισε το θηρίο, τρόμαξε τόσο πολύ ώστε κόντεψε να πεθάνει. Τη δεύτερη φορά που το συναπάντησε, φοβήθηκε βέβαια, αλλά όχι τόσο όσο πρωτύτερα. Και την τρίτη φορά που το είδε μπροστά της, είχε πια πάρει τόσο θάρρος ώστε το πλησίασε κιόλας και του έπιασε κουβέντα.
Το δίδαγμα του μύθου: Η συνήθεια εξημερώνει ακόμη και τα πιο φοβερά πράγματα.