Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.29.1-4.31.2)

[4.29.1] Καὶ πάντα διαπραξάμενος ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ καὶ ψηφισαμένων Ἀθηναίων αὐτῷ τὸν πλοῦν, τῶν τε ἐν Πύλῳ στρατηγῶν ἕνα προσελόμενος Δημοσθένη, τὴν ἀναγωγὴν διὰ τάχους ἐποιεῖτο. [4.29.2] τὸν δὲ Δημοσθένη προσέλαβε πυνθανόμενος τὴν ἀπόβασιν αὐτὸν ἐς τὴν νῆσον διανοεῖσθαι. οἱ γὰρ στρατιῶται κακοπαθοῦντες τοῦ χωρίου τῇ ἀπορίᾳ καὶ μᾶλλον πολιορκούμενοι ἢ πολιορκοῦντες ὥρμηντο διακινδυνεῦσαι. καὶ αὐτῷ ἔτι ῥώμην καὶ ἡ νῆσος ἐμπρησθεῖσα παρέσχεν. [4.29.3] πρότερον μὲν γὰρ οὔσης αὐτῆς ὑλώδους ἐπὶ τὸ πολὺ καὶ ἀτριβοῦς διὰ τὴν αἰεὶ ἐρημίαν ἐφοβεῖτο καὶ πρὸς τῶν πολεμίων τοῦτο ἐνόμιζε μᾶλλον εἶναι· πολλῷ γὰρ ἂν στρατοπέδῳ ἀποβάντι ἐξ ἀφανοῦς χωρίου προσβάλλοντας αὐτοὺς βλάπτειν. σφίσι μὲν γὰρ τὰς ἐκείνων ἁμαρτίας καὶ παρασκευὴν ὑπὸ τῆς ὕλης οὐκ ἂν ὁμοίως δῆλα εἶναι, τοῦ δὲ αὑτῶν στρατοπέδου καταφανῆ ἂν εἶναι πάντα τὰ ἁμαρτήματα, ὥστε προσπίπτειν ἂν αὐτοὺς ἀπροσδοκήτως ᾗ βούλοιντο· ἐπ᾽ ἐκείνοις γὰρ εἶναι ἂν τὴν ἐπιχείρησιν. [4.29.4] εἰ δ᾽ αὖ ἐς δασὺ χωρίον βιάζοιτο ὁμόσε ἰέναι, τοὺς ἐλάσσους, ἐμπείρους δὲ τῆς χώρας, κρείσσους ἐνόμιζε τῶν πλεόνων ἀπείρων· λανθάνειν τε ἂν τὸ ἑαυτῶν στρατόπεδον πολὺ ὂν διαφθειρόμενον, οὐκ οὔσης τῆς προσόψεως ᾗ χρῆν ἀλλήλοις ἐπιβοηθεῖν. [4.30.1] ἀπὸ δὲ τοῦ Αἰτωλικοῦ πάθους, ὃ διὰ τὴν ὕλην μέρος τι ἐγένετο, οὐχ ἥκιστα αὐτὸν ταῦτα ἐσῄει. [4.30.2] τῶν δὲ στρατιωτῶν ἀναγκασθέντων διὰ τὴν στενοχωρίαν τῆς νήσου τοῖς ἐσχάτοις προσίσχοντας ἀριστοποιεῖσθαι διὰ προφυλακῆς καὶ ἐμπρήσαντός τινος κατὰ μικρὸν τῆς ὕλης ἄκοντος καὶ ἀπὸ τούτου πνεύματος ἐπιγενομένου τὸ πολὺ αὐτῆς ἔλαθε κατακαυθέν. [4.30.3] οὕτω δὴ τούς τε Λακεδαιμονίους μᾶλλον κατιδὼν πλείους ὄντας, ὑπονοῶν πρότερον ἐλάσσοσι τὸν σῖτον αὐτοῦ ἐσπέμπειν, τήν τε νῆσον εὐαποβατωτέραν οὖσαν, τότε ὡς ἐπ᾽ ἀξιόχρεων τοὺς Ἀθηναίους μᾶλλον σπουδὴν ποιεῖσθαι τὴν ἐπιχείρησιν παρεσκευάζετο, στρατιάν τε μεταπέμπων ἐκ τῶν ἐγγὺς ξυμμάχων καὶ τὰ ἄλλα ἑτοιμάζων.
[4.30.4] Κλέων δὲ ἐκείνῳ τε προπέμψας ἄγγελον ὡς ἥξων καὶ ἔχων στρατιὰν ἣν ᾐτήσατο, ἀφικνεῖται ἐς Πύλον. καὶ ἅμα γενόμενοι πέμπουσι πρῶτον ἐς τὸ ἐν τῇ ἠπείρῳ στρατόπεδον κήρυκα, προκαλούμενοι, εἰ βούλοιντο, ἄνευ κινδύνου τοὺς ἐν τῇ νήσῳ ἄνδρας σφίσι τά τε ὅπλα καὶ σφᾶς αὐτοὺς κελεύειν παραδοῦναι, ἐφ᾽ ᾧ φυλακῇ τῇ μετρίᾳ τηρήσονται, ἕως ἄν τι περὶ τοῦ πλέονος ξυμβαθῇ. [4.31.1] οὐ προσδεξαμένων δὲ αὐτῶν μίαν μὲν ἡμέραν ἐπέσχον, τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἀνηγάγοντο μὲν νυκτὸς ἐπ᾽ ὀλίγας ναῦς τοὺς ὁπλίτας πάντας ἐπιβιβάσαντες, πρὸ δὲ τῆς ἕω ὀλίγον ἀπέβαινον τῆς νήσου ἑκατέρωθεν, ἔκ τε τοῦ πελάγους καὶ πρὸς τοῦ λιμένος, ὀκτακόσιοι μάλιστα ὄντες ὁπλῖται, καὶ ἐχώρουν δρόμῳ ἐπὶ τὸ πρῶτον φυλακτήριον τῆς νήσου. [4.31.2] ὧδε γὰρ διετετάχατο· ἐν ταύτῃ μὲν τῇ πρώτῃ φυλακῇ ὡς τριάκοντα ἦσαν ὁπλῖται, μέσον δὲ καὶ ὁμαλώτατόν τε καὶ περὶ τὸ ὕδωρ οἱ πλεῖστοι αὐτῶν καὶ Ἐπιτάδας ὁ ἄρχων εἶχε, μέρος δέ τι οὐ πολὺ αὐτὸ τὸ ἔσχατον ἐφύλασσε τῆς νήσου τὸ πρὸς τὴν Πύλον, ὃ ἦν ἔκ τε θαλάσσης ἀπόκρημνον καὶ ἐκ τῆς γῆς ἥκιστα ἐπίμαχον· καὶ γάρ τι καὶ ἔρυμα αὐτόθι ἦν παλαιὸν λίθων λογάδην πεποιημένον, ὃ ἐνόμιζον σφίσιν ὠφέλιμον ἂν εἶναι, εἰ καταλαμβάνοι ἀναχώρησις βιαιοτέρα. οὕτω μὲν τεταγμένοι ἦσαν.

[4.29.1] Ο Κλέων, αφού πήρε από την Εκκλησία τα όσα ζητούσε και ψηφίστηκε στρατηγός της εκστρατείας, ετοιμάστηκε κι έφυγε όσο μπορούσε πιο γρήγορα. Από τους στρατηγούς που ήσαν στην Πύλο διάλεξε συστρατηγό του τον Δημοσθένη. [4.29.2] Τον προτίμησε, επειδή είχε πληροφορηθεί ότι κι αυτός είχε σκοπό να κάνει απόβαση στο νησί. Οι στρατιώτες υπόφεραν πολύ από τις ελλείψεις, ζούσαν περισσότερο σαν πολιορκημένοι παρά σαν πολιορκητές και γι᾽ αυτό ήσαν ανυπόμονοι να δώσουν μάχη. Ο Δημοσθένης ενισχύθηκε στην άποψή του αυτή κι από το ότι έγινε πυρκαγιά στην Σφακτηρία. [4.29.3] Προτού συμβεί αυτό, ο Δημοσθένης φοβόταν την απόβαση, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του νησιού ήταν πυκνοδασωμένο και δεν είχε μονοπάτια, επειδή από πάντα ήταν ακατοίκητο. Θεωρούσε ότι αυτό ευνοούσε τον εχθρό επειδή, αν οι Αθηναίοι έκαναν απόβαση με πολυάριθμο στρατό, τότε οι Λακεδαιμόνιοι θα μπορούσαν να κάνουν εφόδους από κρυφές ενέδρες, προξενώντας μεγάλες απώλειες στον στρατό. Το δάσος θα έκρυβε την διάταξη και τις λανθασμένες κινήσεις του εχθρού, ενώ τα δικά του λάθη θα τα έβλεπε ο εχθρός κι έτσι θα μπορούσε να χτυπήσει όπου θα ήθελε, αιφνιδιαστικά, αφού εκείνος θα είχε την πρωτοβουλία. [4.29.4] Αν πάλι βρισκόταν στην ανάγκη να κάνει επίθεση μέσα στο δάσος, σκεπτόταν ότι οι λίγοι που ήσαν μέσα στο δάσος, αλλά ήξεραν καλά το μέρος, θα είχαν την υπεροχή επάνω στους πολλούς που δεν το ήξεραν. Ο στρατός του, που θα ήταν πολύ περισσότερος, θα λιανιζόταν χωρίς να καταλάβει τί γινόταν, γιατί δεν θα μπορούσαν να βλέπουν πού χρειάζεται να τρέξουν για να βοηθήσουν.
[4.30.1] Τις σκέψεις αυτές τις έκανε ο Δημοσθένης επειδή στην Αιτωλία η κυριότερη αιτία της συμφοράς που είχε πάθει ήταν ότι είχε πολεμήσει σε δάσος. [4.30.2] Εξαιτίας της στενοχώριας του τόπου, οι στρατιώτες αναγκάζονταν να κατεβαίνουν στις ακρογιαλιές της Σφακτηρίας για να τρώνε το φαΐ τους βάζοντας φρουρούς για προστασία. Κάποιος, άθελά του, έβαλε φωτιά σ᾽ ένα μικρό μέρος του δάσους. Σηκώθηκε άνεμος και κάηκε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους. Τότε ο Δημοσθένης μπόρεσε να δει ότι οι Λακεδαιμόνιοι ήσαν πολύ περισσότεροι από ό,τι νόμιζε, γιατί είχε υποψιαστεί, από τα τρόφιμα που τους έστελναν, ότι ήσαν λιγότεροι. Κατάλαβε, επίσης, ότι θα ήταν ευκολότερη η απόβαση στο νησί και ότι άξιζε να βιαστούν οι Αθηναίοι να κάνουν μεγάλη προσπάθεια για τόσο σπουδαίο σκοπό. Άρχισε να προετοιμάζει την επιχείρηση, ζήτησε ενισχύσεις από τους γειτονικούς συμμάχους κι έπαιρνε όλα τ᾽ αναγκαία μέτρα. [4.30.3] Ο Κλέων, που του είχε στείλει αγγελιαφόρο για να τον ειδοποιήσει ότι έρχεται με τον στρατό που είχε ζητήσει, έφτασε στο μεταξύ στην Πύλο. Μόλις συναντήθηκαν οι δύο, έστειλαν, πρώτ᾽ απ᾽ όλα, κήρυκα στο πελοποννησιακό στρατόπεδο της στεριάς προτείνοντας, για να μην γίνει αιματοχυσία, να δώσουν διαταγή οι Σπαρτιάτες στους οπλίτες της Σφακτηρίας να παραδοθούν με τα όπλα τους. Οι Αθηναίοι θα μεταχειρίζονταν καλά τους αιχμαλώτους έως ότου γίνει γενικότερη συμφωνία.
[4.31.1] Οι Λακεδαιμόνιοι δεν δέχτηκαν την πρόταση και οι Αθηναίοι άφησαν να περάσει μια μέρα και την νύχτα της επομένης επιβίβασαν όλους τους οπλίτες σε λίγα καράβια και, λίγο πριν απ᾽ την αυγή, έκαναν απόβαση στο νησί κι από τις δύο μεριές, δηλαδή και από το μέρος του λιμανιού και από τ᾽ ανοιχτά. Αποβιβάστηκαν περισσότεροι από οκτακόσιους οπλίτες που προχώρησαν τρέχοντας εναντίον του πρώτου φυλακίου. [4.31.2] Οι Λακεδαιμόνιοι είχαν την ακόλουθη διάταξη. Στο πρώτο αυτό φυλάκιο ήσαν τριάντα περίπου οπλίτες. Στο κέντρο του νησιού, κοντά στο πηγάδι, στο ομαλότερο μέρος, ήταν το κύριο σώμα με τον αρχηγό τους, τον Επιτάδα. Την άκρη του νησιού που βλέπει προς την Πύλο, την κρατούσε μικρή φρουρά, επειδή απ᾽ την μεριά της θάλασσας ήταν απόκρημνο το μέρος κι από την στεριά σχεδόν απόρθητο. Υπήρχε εκεί ένα παλιό οχυρό χτισμένο με απελέκητες πέτρες. Οι Λακεδαιμόνιοι λογάριαζαν ότι θα τους ήταν χρήσιμο αν τους ανάγκαζαν οι εχθροί να υποχωρήσουν. Αυτή ήταν η διάταξή τους.