Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (8.1.1-8.2.4)

ΙΣΤΟΡΙΩΝ Θ


[8.1.1] Ἐς δὲ τὰς Ἀθήνας ἐπειδὴ ἠγγέλθη, ἐπὶ πολὺ μὲν ἠπίστουν καὶ τοῖς πάνυ τῶν στρατιωτῶν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ἔργου διαπεφευγόσι καὶ σαφῶς ἀγγέλλουσι, μὴ οὕτω γε ἄγαν πανσυδὶ διεφθάρθαι· ἐπειδὴ δὲ ἔγνωσαν, χαλεποὶ μὲν ἦσαν τοῖς ξυμπροθυμηθεῖσι τῶν ῥητόρων τὸν ἔκπλουν, ὥσπερ οὐκ αὐτοὶ ψηφισάμενοι, ὠργίζοντο δὲ καὶ τοῖς χρησμολόγοις τε καὶ μάντεσι καὶ ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν. [8.1.2] πάντα δὲ πανταχόθεν αὐτοὺς ἐλύπει τε καὶ περιειστήκει ἐπὶ τῷ γεγενημένῳ φόβος τε καὶ κατάπληξις μεγίστη δή. ἅμα μὲν γὰρ στερόμενοι καὶ ἰδίᾳ ἕκαστος καὶ ἡ πόλις ὁπλιτῶν τε πολλῶν καὶ ἱππέων καὶ ἡλικίας οἵαν οὐχ ἑτέραν ἑώρων ὑπάρχουσαν ἐβαρύνοντο· ἅμα δὲ ναῦς οὐχ ὁρῶντες ἐν τοῖς νεωσοίκοις ἱκανὰς οὐδὲ χρήματα ἐν τῷ κοινῷ οὐδ᾽ ὑπηρεσίας ταῖς ναυσὶν ἀνέλπιστοι ἦσαν ἐν τῷ παρόντι σωθήσεσθαι, τούς τε ἀπὸ τῆς Σικελίας πολεμίους εὐθὺς σφίσιν ἐνόμιζον τῷ ναυτικῷ ἐπὶ τὸν Πειραιᾶ πλευσεῖσθαι, ἄλλως τε καὶ τοσοῦτον κρατήσαντας, καὶ τοὺς αὐτόθεν πολεμίους τότε δὴ καὶ διπλασίως πάντα παρεσκευασμένους κατὰ κράτος ἤδη καὶ ἐκ γῆς καὶ ἐκ θαλάσσης ἐπικείσεσθαι, καὶ τοὺς ξυμμάχους σφῶν μετ᾽ αὐτῶν ἀποστάντας. [8.1.3] ὅμως δὲ ὡς ἐκ τῶν ὑπαρχόντων ἐδόκει χρῆναι μὴ ἐνδιδόναι, ἀλλὰ παρασκευάζεσθαι καὶ ναυτικόν, ὅθεν ἂν δύνωνται ξύλα ξυμπορισαμένους, καὶ χρήματα, καὶ τὰ τῶν ξυμμάχων ἐς ἀσφάλειαν ποιεῖσθαι, καὶ μάλιστα τὴν Εὔβοιαν, τῶν τε κατὰ τὴν πόλιν τι ἐς εὐτέλειαν σωφρονίσαι, καὶ ἀρχήν τινα πρεσβυτέρων ἀνδρῶν ἑλέσθαι, οἵτινες περὶ τῶν παρόντων ὡς ἂν καιρὸς ᾖ προβουλεύσουσιν. [8.1.4] πάντα τε πρὸς τὸ παραχρῆμα περιδεές, ὅπερ φιλεῖ δῆμος ποιεῖν, ἑτοῖμοι ἦσαν εὐτακτεῖν. καὶ ὡς ἔδοξεν αὐτοῖς, καὶ ἐποίουν ταῦτα, καὶ τὸ θέρος ἐτελεύτα.
[8.2.1] Τοῦ δ᾽ ἐπιγιγνομένου χειμῶνος πρὸς τὴν ἐκ τῆς Σικελίας τῶν Ἀθηναίων μεγάλην κακοπραγίαν εὐθὺς οἱ Ἕλληνες πάντες ἐπηρμένοι ἦσαν, οἱ μὲν μηδετέρων ὄντες ξύμμαχοι, ὡς, ἤν τις καὶ μὴ παρακαλῇ σφᾶς, οὐκ ἀποστατέον ἔτι τοῦ πολέμου εἴη, ἀλλ᾽ ἐθελοντὶ ἰτέον ἐπὶ τοὺς Ἀθηναίους, νομίσαντες κἂν ἐπὶ σφᾶς ἕκαστοι ἐλθεῖν αὐτούς, εἰ τὰ ἐν τῇ Σικελίᾳ κατώρθωσαν, καὶ ἅμα βραχὺν ἔσεσθαι τὸν λοιπὸν πόλεμον, οὗ μετασχεῖν καλὸν εἶναι, οἱ δ᾽ αὖ τῶν Λακεδαιμονίων ξύμμαχοι ξυμπροθυμηθέντες ἐπὶ πλέον ἢ πρὶν ἀπαλλάξεσθαι διὰ τάχους πολλῆς ταλαιπωρίας. [8.2.2] μάλιστα δὲ οἱ τῶν Ἀθηναίων ὑπήκοοι ἑτοῖμοι ἦσαν καὶ παρὰ δύναμιν αὐτῶν ἀφίστασθαι διὰ τὸ ὀργῶντες κρίνειν τὰ πράγματα καὶ μηδ᾽ ὑπολείπειν λόγον αὐτοῖς ὡς τό γ᾽ ἐπιὸν θέρος οἷοί τ᾽ ἔσονται περιγενέσθαι. [8.2.3] ἡ δὲ τῶν Λακεδαιμονίων πόλις πᾶσί τε τούτοις ἐθάρσει καὶ μάλιστα ὅτι οἱ ἐκ τῆς Σικελίας αὐτοῖς ξύμμαχοι πολλῇ δυνάμει, κατ᾽ ἀνάγκην ἤδη τοῦ ναυτικοῦ προσγεγενημένου, ἅμα τῷ ἦρι ὡς εἰκὸς παρέσεσθαι ἔμελλον. [8.2.4] πανταχόθεν τε εὐέλπιδες ὄντες ἀπροφασίστως ἅπτεσθαι διενοοῦντο τοῦ πολέμου, λογιζόμενοι καλῶς τελευτήσαντος αὐτοῦ κινδύνων τε τοιούτων ἀπηλλάχθαι ἂν τὸ λοιπὸν οἷος καὶ ὁ ἀπὸ τῶν Ἀθηναίων περιέστη ἂν αὐτούς, εἰ τὸ Σικελικὸν προσέλαβον, καὶ καθελόντες ἐκείνους αὐτοὶ τῆς πάσης Ἑλλάδος ἤδη ἀσφαλῶς ἡγήσεσθαι.


[8.1.1] Όταν η είδηση της πανωλεθρίας έφτασε στην Αθήνα, αρνιόνταν για αρκετό καιρό να πιστέψουν ότι είχε γίνει τέτοια ολοκληρωτική καταστροφή, παρόλον ότι πολλοί στρατιώτες της εκστρατείας, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν τον όλεθρο, τους το έλεγαν καθαρά. Όταν πια το παραδέχτηκαν, έστρεψαν όλον τους τον θυμό εναντίον των ρητόρων που τους είχαν παρακινήσει να κάνουν την εκστρατεία —σαν να μην είχαν οι ίδιοι ψηφίσει να γίνει— και εναντίον των χρησμολόγων και των μάντεων και όσων άλλων που με τις προφητείες τους τους είχαν δημιουργήσει την ελπίδα ότι θα κυριέψουν την Σικελία. [8.1.2] Τα πάντα τους πίεζαν από παντού και τα όσα τους είχαν συμβεί τους προκαλούσαν φόβο και βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία. Ο καθένας τους, αλλά και η πολιτεία στο σύνολό της, είχε σκληρά δοκιμαστεί, γιατί είχε στερηθεί από πολλούς οπλίτες και ιππείς, ολόκληρη μια στρατιωτική κλάση, την οποία έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν ν᾽ αντικαταστήσουν με άλλην. Έβλεπαν ότι δεν υπάρχουν αρκετά καράβια στους ναυστάθμους, ούτε χρήματα στο δημόσιο ταμείο, ούτε πληρώματα για τα πολεμικά και δεν είχαν, την στιγμή εκείνη, καμιά ελπίδα ότι θα μπορούσαν να σωθούν. Πίστευαν ότι οι εχθροί τους της Σικελίας, μετά την καθολική νίκη τους, θα έρχονταν αμέσως με το ναυτικό τους, να επιτεθούν εναντίον του Πειραιά αλλά και ότι οι εχθροί τους στην Ελλάδα, που είχαν σε όλα διπλάσια πολεμική ετοιμασία, θα τους έκαναν επίθεση και στην στεριά και στην θάλασσα μαζί με τους συμμάχους της Αθήνας που θ᾽ αποστατούσαν. [8.1.3] Αποφάσισαν, όμως, ότι δεν έπρεπε, αφού είχαν ακόμα δυνάμεις, να καμφθούν, αλλά να ετοιμάσουν στόλο παίρνοντας ξυλεία από όπου μπορούσαν, να εξασφαλίσουν την υπακοή των συμμάχων τους, και ιδιαίτερα της Εύβοιας, να μειώσουν τις δαπάνες της πολιτείας και να εκλέξουν ένα συμβούλιο από ανθρώπους ηλικιωμένους που θα εξέταζαν προκαταρκτικά όλα τα μέτρα που θ᾽ απαιτούσε η κατάσταση. [8.1.4] Στην περίοδο αυτή της ανησυχίας, ήσαν πρόθυμοι, όπως συμβαίνει συνήθως στην δημοκρατία, να βάλουν τάξη σε όλα τα ζητήματα. Έπραξαν σύμφωνα με τις αποφάσεις αυτές. Το καλοκαίρι τελείωσε.
[8.2.1] Τον επόμενο χειμώνα οι Έλληνες, με την μεγάλη συμφορά των Αθηναίων στην Σικελία, αναθάρρησαν αμέσως πολύ. Όσοι έως τότε ήσαν ουδέτεροι, θεωρούσαν ότι και αν ακόμα δεν τους καλούσε κανείς δεν έπρεπε πια να απέχουν από τον πόλεμο, αλλά να πάρουν, εθελοντικά, τα όπλα εναντίον των Αθηναίων, αφού αν αυτοί είχαν νικήσει στην Σικελία, θα είχαν στραφεί μετά εναντίον τους. Πίστευαν ότι ο πόλεμος θα ήταν πια σύντομος και θα ήταν τιμή τους να συμμετάσχουν κι αυτοί. Οι σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων έδειχναν μεγαλύτερη προθυμία παρά προηγουμένως, με την σκέψη ότι γρήγορα θ᾽ απαλλαγούν από τις μεγάλες ταλαιπωρίες. [8.2.2] Αλλά οι πιο ανυπόμονοι ήσαν οι υπήκοοι των Αθηναίων, έτοιμοι να επαναστατήσουν ακόμα κι αν δεν είχαν τις δυνάμεις, γιατί έκριναν την κατάσταση επηρεασμένοι από το πάθος τους και δεν είχαν καμιά αμφιβολία ότι, το επόμενο καλοκαίρι, θα μπορούσαν να καταβάλουν την Αθήνα. [8.2.3] Όλα αυτά έδιναν στην πολιτεία των Λακεδαιμονίων μεγάλο θάρρος και ιδίως το ότι, όπως θα ήταν φυσικό, οι σύμμαχοί τους της Σικελίας θα τους έστελναν με την άνοιξη μεγάλες δυνάμεις και μάλιστα ναυτικό, που οι περιστάσεις τούς είχαν αναγκάσει ν᾽ αποκτήσουν. [8.2.4] Έβλεπαν από παντού να μεγαλώνουν οι ελπίδες τους και είχαν σκοπό να ξαναρχίσουν τον πόλεμο με όλες τους τις δυνάμεις και χωρίς αναβολή. Σκέπτονταν ότι όταν θα τέλειωνε ευνοϊκά ο πόλεμος γι᾽ αυτούς, θ᾽ απαλλάσσονταν από τότε και ύστερα από τους κινδύνους που θα είχαν διατρέξει αν οι Αθηναίοι είχαν κατακτήσει την Σικελία. Και τότε, αφού θα είχαν καταστρέψει την ηγεμονία της Αθήνας, θα ήσαν πια αυτοί, ασφαλώς, οι ηγέτες ολόκληρης της Ελλάδος.