Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΘΟΥΚΥΔΙΔΗΣ

Ἱστορίαι (4.132.1-4.135.2)

[4.132.1] Περιτειχιζομένης δὲ τῆς Σκιώνης Περδίκκας τοῖς τῶν Ἀθηναίων στρατηγοῖς ἐπικηρυκευσάμενος ὁμολογίαν ποιεῖται πρὸς τοὺς Ἀθηναίους διὰ τὴν τοῦ Βρασίδου ἔχθραν περὶ τῆς ἐκ τῆς Λύγκου ἀναχωρήσεως, εὐθὺς τότε ἀρξάμενος πράσσειν. [4.132.2] καὶ (ἐτύγχανε γὰρ τότε Ἰσχαγόρας ὁ Λακεδαιμόνιος στρατιὰν μέλλων πεζῇ πορεύσειν ὡς Βρασίδαν) ὁ [δὲ] Περδίκκας, ἅμα μὲν κελεύοντος τοῦ Νικίου, ἐπειδὴ ξυνεβεβήκει, ἔνδηλόν τι ποιεῖν τοῖς Ἀθηναίοις βεβαιότητος πέρι, ἅμα δ᾽ αὐτὸς οὐκέτι βουλόμενος Πελοποννησίους ἐς τὴν αὑτοῦ ἀφικνεῖσθαι, παρασκευάσας τοὺς ἐν Θεσσαλίᾳ ξένους, χρώμενος αἰεὶ τοῖς πρώτοις, διεκώλυσε τὸ στράτευμα καὶ τὴν παρασκευήν, ὥστε μηδὲ πειρᾶσθαι Θεσσαλῶν. [4.132.3] Ἰσχαγόρας μέντοι καὶ Ἀμεινίας καὶ Ἀριστεὺς αὐτοί τε ὡς Βρασίδαν ἀφίκοντο, ἐπιδεῖν πεμψάντων Λακεδαιμονίων τὰ πράγματα, καὶ τῶν ἡβώντων αὐτῶν παρανόμως ἄνδρας ἐξῆγον ἐκ Σπάρτης, ὥστε τῶν πόλεων ἄρχοντας καθιστάναι καὶ μὴ τοῖς ἐντυχοῦσιν ἐπιτρέπειν. καὶ Κλεαρίδαν μὲν τὸν Κλεωνύμου καθίστησιν ἐν Ἀμφιπόλει, Πασιτελίδαν δὲ τὸν Ἡγησάνδρου ἐν Τορώνῃ.
[4.133.1] Ἐν δὲ τῷ αὐτῷ θέρει Θηβαῖοι Θεσπιῶν τεῖχος περιεῖλον ἐπικαλέσαντες ἀττικισμόν, βουλόμενοι μὲν καὶ αἰεί, παρεσχηκὸς δὲ ῥᾷον ἐπειδὴ καὶ ἐν τῇ πρὸς Ἀθηναίους μάχῃ ὅτι ἦν αὐτῶν ἄνθος ἀπωλώλει. [4.133.2] καὶ ὁ νεὼς τῆς Ἥρας τοῦ αὐτοῦ θέρους ἐν Ἄργει κατεκαύθη, Χρυσίδος τῆς ἱερείας λύχνον τινὰ θείσης ἡμμένον πρὸς τὰ στέμματα καὶ ἐπικαταδαρθούσης, ὥστε ἔλαθεν ἁφθέντα πάντα καὶ καταφλεχθέντα. [4.133.3] καὶ ἡ Χρυσὶς μὲν εὐθὺς τῆς νυκτὸς δείσασα τοὺς Ἀργείους ἐς Φλειοῦντα φεύγει· οἱ δὲ ἄλλην ἱέρειαν ἐκ τοῦ νόμου τοῦ προκειμένου κατεστήσαντο Φαεινίδα ὄνομα. ἔτη δὲ ἡ Χρυσὶς τοῦ πολέμου τοῦδε ἐπέλαβεν ὀκτὼ καὶ ἔνατον ἐκ μέσου, ὅτε ἐπεφεύγει. [4.133.4] καὶ ἡ Σκιώνη τοῦ θέρους ἤδη τελευτῶντος περιετετείχιστό τε παντελῶς, καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἐπ᾽ αὐτῇ φυλακὴν καταλιπόντες ἀνεχώρησαν τῷ ἄλλῳ στρατῷ.
[4.134.1] Ἐν δὲ τῷ ἐπιόντι χειμῶνι τὰ μὲν Ἀθηναίων καὶ Λακεδαιμονίων ἡσύχαζε διὰ τὴν ἐκεχειρίαν, Μαντινῆς δὲ καὶ Τεγεᾶται καὶ οἱ ξύμμαχοι ἑκατέρων ξυνέβαλον ἐν Λαοδοκείῳ τῆς Ὀρεσθίδος, καὶ νίκη ἀμφιδήριτος ἐγένετο· κέρας γὰρ ἑκάτεροι τρέψαντες τὸ καθ᾽ αὑτοὺς τροπαῖά τε ἀμφότεροι ἔστησαν καὶ σκῦλα ἐς Δελφοὺς ἀπέπεμψαν. [4.134.2] διαφθαρέντων μέντοι πολλῶν ἑκατέροις καὶ ἀγχωμάλου τῆς μάχης γενομένης καὶ ἀφελομένης νυκτὸς τὸ ἔργον οἱ Τεγεᾶται μὲν ἐπηυλίσαντό τε καὶ εὐθὺς ἔστησαν τροπαῖον, Μαντινῆς δὲ ἀπεχώρησάν τε ἐς Βουκολιῶνα καὶ ὕστερον ἀντέστησαν.
[4.135.1] Ἀπεπείρασε δὲ τοῦ αὐτοῦ χειμῶνος καὶ ὁ Βρασίδας τελευτῶντος καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη Ποτειδαίας. προσελθὼν γὰρ νυκτὸς καὶ κλίμακα προσθεὶς μέχρι μὲν τούτου ἔλαθεν· τοῦ γὰρ κώδωνος παρενεχθέντος οὕτως ἐς τὸ διάκενον, πρὶν ἐπανελθεῖν τὸν παραδιδόντα αὐτόν, ἡ πρόσθεσις ἐγένετο· ἔπειτα μέντοι εὐθὺς αἰσθομένων, πρὶν προσβῆναι, ἀπήγαγε πάλιν κατὰ τάχος τὴν στρατιὰν καὶ οὐκ ἀνέμεινεν ἡμέραν γενέσθαι. [4.135.2] καὶ ὁ χειμὼν ἐτελεύτα, καὶ ἔνατον ἔτος τῷ πολέμῳ ἐτελεύτα τῷδε ὃν Θουκυδίδης ξυνέγραψεν.

[4.132.1] Ενώ περιτειχιζόταν η Σκιώνη, ο Περδίκκας έστειλε κήρυκες στους Αθηναίους στρατηγούς κι έκανε μαζί τους συμφωνία, από μίσος προς τον Βρασίδα για την υποχώρηση από την Λύγκο, μετά την οποία είχε αρχίσει αμέσως διαπραγματεύσεις. [4.132.2] Εκείνες τις μέρες επρόκειτο να φτάσει ο Λακεδαιμόνιος Ισχαγόρας με πεζικό για να ενισχύσει τον Βρασίδα. Ο Περδίκκας, επειδή του το ζήτησε ο Νικίας, αφού είχαν γίνει οι συμφωνίες, κι επειδή ήθελε να δώσει στους Αθηναίους κάποιαν απόδειξη ότι είναι πιστός σύμμαχος αλλά και, ακόμα, επειδή δεν ήθελε πια να έρχονται στην χώρα του Πελοποννήσιοι, ειδοποίησε τους φίλους του, στην Θεσσαλία, και χάρη στις σχέσεις τις οποίες καλλιεργούσε πάντα με τους Θεσσαλούς άρχοντες, δημιούργησε τόσα εμπόδια στο πέρασμα του στρατού και των εφοδίων, ώστε οι Πελοποννήσιοι ούτε δοκίμασαν να περάσουν από την Θεσσαλία. [4.132.3] Αλλά ο ίδιος ο Ισχαγόρας, ο Αμεινίας και ο Αριστέας έφτασαν στο στρατόπεδο του Βρασίδα. Τους είχαν στείλει οι Λακεδαιμόνιοι να επιθεωρήσουν την κατάσταση. Είχαν μαζί τους και μερικούς εφήβους (οι οποίοι, παρά τον νόμο, είχαν βγει από την Σπάρτη) ώστε να τους βάλουν αρμοστές στις διάφορες πολιτείες για να μην εμπιστεύονται την διοίκησή τους σ᾽ όποιον τύχει. Διόρισαν τον Κλεαρίδα του Κλεωνύμου στην Αμφίπολη και τον Πασιτελίδα του Ηγησάνδρου στην Τορώνη.
[4.133.1] Το ίδιο καλοκαίρι οι Θηβαίοι κατεδάφισαν τα τείχη των Θεσπιέων. Τους κατηγόρησαν ότι ήσαν με το μέρος των Αθηναίων. Από καιρό το είχαν σκοπό, αλλά τώρα τους φάνηκε πιο εύκολο να τον εκτελέσουν, γιατί στην μάχη εναντίον των Αθηναίων οι Θεσπιείς είχαν χάσει το άνθος του στρατού τους. [4.133.2] Το ίδιο καλοκαίρι κάηκε ολόκληρος ο ναός της Ήρας, στο Άργος. Η ιέρεια Χρυσίς είχε βάλει αναμμένο λυχνάρι κοντά στα στεφάνια και αποκοιμήθηκε. Προτού το καταλάβει, πήραν φωτιά και κατακάηκαν. [4.133.3] Η Χρυσίς φοβήθηκε τους Αργείους κι έφυγε, νύχτα, στον Φλειούντα. Οι Αργείοι διόρισαν, σύμφωνα με τον νόμο τους, άλλην ιέρεια, την Φαεινίδα. Η ιέρεια Χρυσίς είχε ζήσει οκτώμισι χρόνια του πολέμου έως την στιγμή της φυγής της. [4.133.4] Προς το τέλος του καλοκαιριού η Σκιώνη είχε περιτειχιστεί εντελώς και οι Αθηναίοι άφησαν εκεί φρουρά κι έφυγαν με τον υπόλοιπο στρατό.
[4.134.1] Τον επόμενο χειμώνα οι Αθηναίοι και οι Λακεδαιμόνιοι δεν έκαναν επιχειρήσεις, επειδή είχαν ανακωχή, αλλά οι Μαντινείς και οι Τεγεάτες, ο καθένας με τους συμμάχους του, συγκρούστηκαν σε μάχη, στο Λαοδόκειο της Ορεσθίδος, η έκβαση, όμως, της μάχης ήταν αμφίβολη, γιατί η καθεμιά από τις παρατάξεις νίκησε μια πτέρυγα της άλλης. Και οι δυο έστησαν τρόπαια κι έστειλαν και οι δύο αφιερώματα στους Δελφούς, από τα λάφυρα. [4.134.2] Σκοτώθηκαν πολλοί κι από τις δυο μεριές και το αποτέλεσμα της μάχης ήταν αμφίρροπο, γιατί έπεσε η νύχτα και σταμάτησε ο αγώνας. Οι Τεγεάτες κατασκήνωσαν στο πεδίο της μάχης κι έστησαν τρόπαιο. Οι Μαντινείς υποχώρησαν στον Βουκολιώνα κι έστησαν, αργότερα, δικό τους τρόπαιο.
[4.135.1] Στο τέλος του ίδιου χειμώνα, όταν κόντευε η άνοιξη, ο Βρασίδας δοκίμασε να κυριέψει την Ποτίδαια. Πλησίασε νύχτα κι έστησε σκάλα. Έως την στιγμή εκείνη δεν τον είχαν καταλάβει, γιατί είχε στήσει την σκάλα στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, στο οποίο ο φρουρός που παράδινε το κουδούνι στον επόμενο φρουρό δεν είχε ακόμα γυρίσει στην θέση του. Αλλά αμέσως ύστερα τον κατάλαβαν, προτού ανεβεί κανείς στην σκάλα, κι έφυγε γρήγορα με τον στρατό του χωρίς να περιμένει να ξημερώσει. [4.135.2] Τελείωσε ο χειμώνας κι έκλεισε ο ένατος χρόνος του πολέμου αυτού που ιστορεί ο Θουκυδίδης.