Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (26.1-26.6)


[26.1] Ὡρμημένων δ᾽ αὐτῶν ἀπαίρειν διὰ νυκτός, οἱ μὲν περὶ τὸν Γύλιππον, ὁρῶντες ἐν θυσίαις καὶ πότοις τοὺς Συρακουσίους διά τε τὴν νίκην καὶ τὴν ἑορτὴν ὄντας, οὔτε πείσειν οὔτε βιάσεσθαι προσεδόκων ἀναστάντας ἤδη προσφέρεσθαι τοῖς πολεμίοις ἀπιοῦσιν, Ἑρμοκράτης δ᾽ αὐτὸς ἀφ᾽ ἑαυτοῦ συνθεὶς ἐπὶ τὸν Νικίαν ἀπάτην, ἔπεμψέ τινας τῶν ἑταίρων πρὸς αὐτόν, ἀπ᾽ ἐκείνων μὲν δῆθεν ἥκειν τῶν ἀνδρῶν φάσκοντας οἳ καὶ πρότερον εἰώθεσαν κρύφα τῷ Νικίᾳ διαλέγεσθαι, παραινοῦντας δὲ μὴ πορεύεσθαι τῆς νυκτός, ὡς τῶν Συρακουσίων ἐνέδρας πεποιημένων αὐτοῖς καὶ προκατεχόντων τὰς παρόδους. [26.2] τούτῳ δὲ καταστρατηγηθεὶς ὁ Νικίας διέμεινεν ἃ ψευδῶς ἔδεισεν ὑπὸ τῶν πολεμίων ἀληθῶς παθεῖν. προελθόντες γὰρ ἅμ᾽ ἡμέρᾳ τὰς δυσχωρίας τῶν ὁδῶν κατέλαβον, καὶ τὰς διαβάσεις τῶν ποταμῶν ἀπετείχισαν, τάς τε γεφύρας ἀπέκοψαν, ἔν τε τοῖς ὁμαλέσι καὶ πεδινοῖς τοὺς ἱππεῖς ἔταξαν, ὥστε μηδένα λελεῖφθαι τοῖς Ἀθηναίοις τόπον τὸ παράπαν ἀμαχεὶ προελθεῖν. [26.3] οἱ δὲ καὶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν νύκτα τὴν ἑτέραν ἐπιμείναντες, ἐπορεύοντο κλαυθμῷ καὶ ὀλοφυρμῷ, καθάπερ ἐκ πατρίδος, οὐ πολεμίας, ἀνιστάμενοι, διὰ τὰς ἀπορίας τῶν ἀναγκαίων καὶ τὰς ἀπολείψεις τῶν ἀδυνάτων φίλων καὶ συνήθων, ὅμως τὰ παρόντα κακὰ κουφότερα τῶν προσδοκωμένων νομίζοντες εἶναι. [26.4] πολλῶν δὲ δεινῶν ἐν τῷ στρατοπέδῳ φαινομένων, οὐδὲν ἦν οἰκτρότερον αὐτοῦ Νικίου θέαμα, κεκακωμένου μὲν ὑπὸ τῆς ἀσθενείας, συνεσταλμένου δὲ παρ᾽ ἀξίαν εἰς ἀναγκαίαν δίαιταν καὶ τὰ μικρότατα τῶν ἐφοδίων εἰς τὸ σῶμα πολλῶν διὰ τὴν νόσον δεόμενον, πράττοντος δὲ μετ᾽ ἀρρωστίας καὶ καρτεροῦντος ἃ πολλοὶ τῶν ἐρρωμένων μόλις ὑπέμενον, καταφανοῦς δὲ πᾶσιν ὄντος οὐ δι᾽ ἑαυτὸν οὐδὲ τῷ φιλοψυχεῖν τοῖς πόνοις ἐμμένοντος, ἀλλὰ δι᾽ ἐκείνους τὴν ἐλπίδα μὴ προϊεμένου. [26.5] καὶ γὰρ εἰς δάκρυα καὶ ὀδυρμοὺς τῶν ἄλλων ὑπὸ φόβου καὶ λύπης τρεπομένων, ἐκεῖνος εἴ ποτε βιασθείη τοῦτο ποιῆσαι, δῆλος ἦν τὸ αἰσχρὸν καὶ τὸ ἀκλεὲς τῆς στρατείας ἀναλογιζόμενος πρὸς τὸ μέγεθος καὶ τὴν δόξαν ὧν ἤλπιζε κατορθώσειν. [26.6] οὐ μόνον δ᾽ αὐτοῦ τὴν ὄψιν ὁρῶντες, ἀλλὰ καὶ τῶν λόγων μνημονεύοντες καὶ τῶν παραινέσεων, ἃς ἐποιήσατο κωλύων τὸν ἔκπλουν, ἔτι μᾶλλον ἐνόμιζον ἀναξίως ταλαιπωρεῖν, καὶ πρὸς τὰς ἐκ θεῶν ἐλπίδας ἀθύμως εἶχον, ἐννοοῦντες ὡς ἀνὴρ θεοφιλὴς καὶ πολλὰ καὶ μεγάλα λαμπρυνάμενος πρὸς τὸ θεῖον οὐδενὸς ἐπιεικεστέρᾳ τύχῃ χρῆται τῶν κακίστων ἐν τῷ στρατεύματι καὶ ταπεινοτάτων.


[26.1] Οι Αθηναίοι ήταν αποφασισμένοι να σηκωθούν και να φύγουν μέσα στη νύχτα. Ο Γύλιππος και οι δικοί του, βλέποντας ότι οι Συρακόσιοι λόγω της νίκης και της γιορτής το είχαν ρίξει στις θυσίες και στα γλέντια, δεν περίμεναν ούτε να τους πείσουν ούτε να τους αναγκάσουν με το ζόρι να σηκωθούν τώρα και να επιτεθούν εναντίον των εχθρών κατά την αναχώρηση. Τότε ο Ερμοκράτης με δική του πρωτοβουλία σχεδίασε να παραπλανήσει τον Νικία· έστειλε σ᾽ αυτόν κάποιους φίλους του, οι οποίοι έλεγαν ότι είχαν έρθει δήθεν από εκείνους τους άνδρες που και προηγουμένως συνήθιζαν να έχουν μυστικές συνεννοήσεις με τον Νικία. Αυτοί συμβούλευαν τον Νικία να μην ξεκινήσει τη νύχτα, επειδή οι Συρακόσιοι τους είχαν στήσει τάχα ενέδρες και είχαν πιάσει από πριν τα περάσματα. [26.2] Με αυτό το τέχνασμα παραπλανήθηκε ο Νικίας και έμεινε, με αποτέλεσμα να πάθει στ᾽ αλήθεια από τους εχθρούς όσα κακώς φοβήθηκε μην πάθει. Γιατί, όταν ξημέρωσε, βγήκαν οι Συρακόσιοι και κατέλαβαν τα δύσκολα μέρη των δρόμων, απέκλεισαν με τείχη τα περάσματα των ποταμών και έκοψαν τις γέφυρες, ενώ στα ομαλά και πεδινά μέρη παρέταξαν το ιππικό, με αποτέλεσμα να μην έχει μείνει στους Αθηναίους κανένα εντελώς μέρος, ώστε να μπορούν να προχωρήσουν χωρίς να δώσουν μάχη. [26.3] Οι Αθηναίοι, αφού έμειναν εκεί εκείνη την ημέρα και την επόμενη νύχτα, άρχισαν την πορεία με κλάματα και θρήνους, σαν να σηκώνονταν να φύγουν από την πατρίδα τους και όχι από εχθρική χώρα· και αυτό, επειδή δεν είχαν τα αναγκαία και εγκατέλειπαν ανήμπορους φίλους και γνωστούς· ωστόσο, πίστευαν ότι οι συμφορές που αντιμετώπιζαν τότε ήταν πιο ελαφριές από αυτές που περίμεναν να πάθουν. [26.4] Ενώ μπορούσε να δει κανείς πολλά φοβερά στο στρατόπεδο, κανένα θέαμα δεν ήταν πιο θλιβερό από αυτό του ίδιου του Νικία, καταβεβλημένου από την αρρώστια, ενός ανθρώπου που, παρά το αξίωμά του, είχε περιοριστεί στα απολύτως αναγκαία και στα στοιχειώδη εφόδια για το σώμα του, αν και λόγω της αρρώστιας του χρειαζόταν πολλά· παρά την αρρώστια του αντιμετώπιζε με καρτερικότητα όσα με δυσκολία υπέμεναν πολλοί από τους υγιείς· και ήταν ολοφάνερο σε όλους ότι υπέμενε τις ταλαιπωρίες όχι για τον εαυτό του ούτε από αγάπη για τη ζωή του· αυτό που έβλεπαν όλοι ήταν ότι διατηρούσε την ελπίδα χάρη των ανδρών του. [26.5] Όταν οι άλλοι από φόβο και λύπη το έριχναν σε θρήνους και οδυρμούς, εκείνος, εάν ποτέ αναγκαζόταν να το κάνει αυτό, ήταν φανερό ότι, για να κλάψει, αναλογιζόταν την ντροπή και το άδοξο τέλος της εκστρατείας μπροστά στο μεγαλείο και στη δόξα των όσων έλπιζε ότι θα κατόρθωνε. [26.6] Ακόμη περισσότερο πίστευαν ότι ο Νικίας ταλαιπωρούνταν, αν και δεν το άξιζε, όχι μόνο όταν έβλεπαν πώς είχε καταντήσει, αλλά και όταν θυμούνταν τα λόγια και τις παραινέσεις που έκανε, όταν προσπαθούσε να εμποδίσει την εκστρατεία αυτή. Αλλά και ως προς τις ελπίδες τους στη βοήθεια των θεών είχαν αρχίσει να απογοητεύονται, όταν σκέφτονταν ότι ένα άνδρας θεοφοβούμενος, που με λαμπρότητα εκτελούσε τις πολλές και μεγάλες υποχρεώσεις του προς το θείον, δεν είχε καθόλου ευνοϊκότερη τύχη σε σχέση με τους χειρότερους και πιο τιποτένιους του στρατεύματος.