Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (12.1-13.11)


[12.1] Ὁ δ᾽ οὖν Νικίας, τῶν Αἰγεστέων πρέσβεων καὶ Λεοντίνων παραγενομένων καὶ πειθόντων τοὺς Ἀθηναίους στρατεύειν ἐπὶ Σικελίαν, ἀνθιστάμενος ἡττᾶτο τῆς βουλῆς Ἀλκιβιάδου καὶ φιλοτιμίας, πρὶν ὅλως ἐκκλησίαν γενέσθαι, κατασχόντος ἤδη ‹τὸ› πλῆθος ἐλπίσι καὶ λόγοις προδιεφθαρμένον, ὥστε καὶ νέους ἐν παλαίστραις καὶ γέροντας ἐν ἐργαστηρίοις καὶ ἡμικυκλίοις συγκαθεζομένους ὑπογράφειν τὸ σχῆμα τῆς Σικελίας καὶ τὴν φύσιν τῆς περὶ αὐτὴν θαλάσσης καὶ λιμένας καὶ τόπους, οἷς τέτραπται πρὸς Λιβύην ἡ νῆσος. [12.2] οὐ γὰρ ἆθλον ἐποιοῦντο τοῦ πολέμου Σικελίαν, ἀλλ᾽ ὁρμητήριον, ὡς ἀπ᾽ αὐτῆς διαγωνισόμενοι πρὸς Καρχηδονίους καὶ σχήσοντες ἅμα Λιβύην καὶ τὴν ἐντὸς Ἡρακλείων στηλῶν θάλασσαν. [12.3] ὡς οὖν ὥρμηντο πρὸς ταῦθ᾽, ὁ Νικίας ἐναντιούμενος οὔτε πολλοὺς οὔτε δυνατοὺς εἶχε συναγωνιστάς. οἱ γὰρ εὔποροι δεδιότες μὴ δοκῶσι τὰς λειτουργίας καὶ τριηραρχίας ἀποδιδράσκειν, παρὰ γνώμην ἡσύχαζον. [12.4] ὁ δ᾽ οὐκ ἔκαμνεν οὐδ᾽ ἀπηγόρευεν, ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ ψηφίσασθαι τὸν πόλεμον Ἀθηναίους καὶ στρατηγὸν ἑλέσθαι πρῶτον ἐκεῖνον μετ᾽ Ἀλκιβιάδου καὶ Λαμάχου, πάλιν ἐκκλησίας γενομένης ἀναστὰς ἀπέτρεπε καὶ διεμαρτύρετο, καὶ τελευτῶν διέβαλε τὸν Ἀλκιβιάδην ἰδίων ἕνεκα κερδῶν καὶ φιλοτιμίας τὴν πόλιν εἰς χαλεπὸν ἐξωθεῖν καὶ διαπόντιον κίνδυνον. [12.5] ἔπραξε δ᾽ οὐδὲν μᾶλλον, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐμπειρίας δόξας ἐπιτηδειότερος εἶναι καὶ πολλὴν ἀσφάλειαν ἕξειν, πρὸς τὴν Ἀλκιβιάδου τόλμαν καὶ τὴν Λαμάχου διαπυρότητα τῆς ἐκείνου συγκεραννυμένης εὐλαβείας, βεβαιοτέραν ἐποίησε τὴν χειροτονίαν. [12.6] ἀναστὰς γὰρ ὁ μάλιστα τῶν δημαγωγῶν ἐπὶ τὸν πόλεμον παροξύνων τοὺς Ἀθηναίους Δημόστρατος ἔφη τὸν Νικίαν προφάσεις λέγοντα παύσειν, καὶ ψήφισμα γράψας ὅπως αὐτοκράτορες ὦσιν οἱ στρατηγοὶ κἀνταῦθα κἀκεῖ βουλευόμενοι καὶ πράττοντες, ἔπεισε τὸν δῆμον ψηφίσασθαι.
[13.1] Καίτοι λέγεται πολλὰ καὶ παρὰ τῶν ἱερέων ἐναντιοῦσθαι πρὸς τὴν στρατείαν· ἀλλ᾽ ἑτέρους ἔχων μάντεις ὁ Ἀλκιβιάδης ἐκ δή τινων λογίων προὔφερε παλαιῶν μέγα κλέος τῶν Ἀθηναίων ἀπὸ Σικελίας ἔσεσθαι, [13.2] καὶ θεοπρόποι τινὲς αὐτῷ παρ᾽ Ἄμμωνος ἀφίκοντο χρησμὸν κομίζοντες, ὡς λήψονται Συρακουσίους ἅπαντας Ἀθηναῖοι· τὰ δ᾽ ἐναντία φοβούμενοι δυσφημεῖν ἔκρυπτον. [13.3] οὐδὲ γὰρ τὰ προὖπτα καὶ καταφανῆ τῶν σημείων ἀπέτρεπεν, ἥ τε τῶν Ἑρμῶν περικοπή, μιᾷ νυκτὶ πάντων ἀκρωτηριασθέντων πλὴν ἑνὸς ὃν Ἀνδοκίδου καλοῦσιν, ἀνάθημα μὲν τῆς Αἰγηίδος φυλῆς, κείμενον δὲ πρὸ τῆς Ἀνδοκίδου τότ᾽ οὔσης οἰκίας, καὶ τὸ πραχθὲν περὶ τὸν βωμὸν τῶν δώδεκα θεῶν. [13.4] ἄνθρωπος γάρ τις ἐξαίφνης ἀναπηδήσας ἐπ᾽ αὐτόν, εἶτα περιβάς, ἀπέκοψεν αὑτοῦ λίθῳ τὸ αἰδοῖον. [13.5] ἐν δὲ Δελφοῖς Παλλάδιον ἕστηκε χρυσοῦν ἐπὶ φοίνικος χαλκοῦ βεβηκός, ἀνάθημα τῆς πόλεως ἀπὸ τῶν Μηδικῶν ἀριστείων· τοῦτ᾽ ἔκοπτον ἐφ᾽ ἡμέρας πολλὰς προσπετόμενοι κόρακες, καὶ τὸν καρπὸν ὄντα χρυσοῦν τοῦ φοίνικος ἀπέτρωγον καὶ κατέβαλλον. [13.6] οἱ δὲ ταῦτα μὲν ἔφασαν εἶναι Δελφῶν πλάσματα, πεπεισμένων ὑπὸ Συρακουσίων· χρησμοῦ δέ τινος κελεύοντος αὐτοὺς ἐκ Κλαζομενῶν τὴν ἱέρειαν τῆς Ἀθηνᾶς ἄγειν, μετεπέμψαντο τὴν ἄνθρωπον· ἐκαλεῖτο δ᾽ Ἡσυχία. καὶ τοῦτ᾽ ἦν ὡς ἔοικεν ὃ παρῄνει τῇ πόλει τὸ δαιμόνιον, ἐν τῷ παρόντι τὴν ἡσυχίαν ἄγειν. [13.7] εἴτε δὴ ταῦτα δείσας, εἴτ᾽ ἀνθρωπίνῳ λογισμῷ τὴν στρατείαν φοβηθείς, ὁ ἀστρολόγος Μέτων —ἦν γὰρ ἐφ᾽ ἡγεμονίας τινὸς τεταγμένος— προσεποιεῖτο τὴν οἰκίαν ὑφάπτειν ὡς μεμηνώς. [13.8] οἱ δέ φασιν οὐ μανίαν σκηψάμενον, ἀλλὰ νύκτωρ ἐμπρήσαντα τὴν οἰκίαν προελθεῖν εἰς τὴν ἀγορὰν ταπεινόν, καὶ δεῖσθαι τῶν πολιτῶν ὅπως ἐπὶ συμφορᾷ τοσαύτῃ τὸν υἱὸν αὐτοῦ μέλλοντα πλεῖν τριήραρχον εἰς Σικελίαν ἀφῶσι τῆς στρατείας. [13.9] Σωκράτει δὲ τῷ σοφῷ τὸ δαιμόνιον οἷς εἰώθει συμβόλοις χρησάμενον πρὸς αὐτὸν ἐμήνυσε κἀκεῖνα, τὸν ἔκπλουν ἐπ᾽ ὀλέθρῳ τῆς πόλεως πραττόμενον. ὁ δὲ τοῖς συνήθεσι καὶ φίλοις ἔφρασε, καὶ διῆλθεν εἰς πολλοὺς ὁ λόγος. [13.10] οὐκ ὀλίγους δὲ καὶ τὰ τῶν ἡμερῶν ἐν αἷς τὸν στόλον ἐξέπεμπον ὑπέθραττεν. [13.11] Ἀδώνια γὰρ εἶχον αἱ γυναῖκες τότε, καὶ προὔκειτο πολλαχόθι τῆς πόλεως εἴδωλα, καὶ ταφαὶ περὶ αὐτὰ καὶ κοπετοὶ γυναικῶν ἦσαν, ὥστε τοὺς ἐν λόγῳ ποιουμένους τινὶ τὰ τοιαῦτα δυσχεραίνειν καὶ δεδιέναι περὶ τῆς παρασκευῆς ἐκείνης καὶ δυνάμεως, μὴ λαμπρότητα καὶ ἀκμὴν ἐπιφανεστάτην σχοῦσα ταχέως μαρανθῇ.


[12.1] Όταν λοιπόν ήρθαν στην Αθήνα πρέσβεις από την Έγεστα και τους Λεοντίνους και προσπαθούσαν να πείσουν τους Αθηναίους να εκστρατεύσουν εναντίον της Σικελίας, ο Νικίας αντέδρασε, αλλά ηττήθηκε από τις επιδιώξεις και τη φιλοδοξία του Αλκιβιάδη, ο οποίος, πριν ακόμη γίνει γενική συνέλευση του λαού, είχε επηρεάσει ήδη τους περισσότερους, γεμίζοντάς τους υποσχέσεις και ελπίδες. Έτσι, οι νέοι στις παλαίστρες, οι ηλικιωμένοι καθισμένοι παρέες στα εργαστήρια και στα ημικύκλια σχημάτιζαν τον χάρτη της Σικελίας με τη γύρω θαλάσσια περιοχή, τοποθετώντας τα λιμάνια και τα μέρη του νησιού προς την πλευρά της Λιβύης. [12.2] Γιατί γι᾽ αυτούς η Σικελία δεν αποτελούσε απλώς έπαθλο του πολέμου αλλά ορμητήριο, για να πολεμήσουν ξεκινώντας από αυτήν εναντίον των Καρχηδονίων, ταυτόχρονα να κατακτήσουν τη Λιβύη και να έχουν τον έλεγχο της θαλάσσιας περιοχής μέσα από τις Ηράκλειες στήλες. [12.3] Καθώς λοιπόν ήταν στραμμένοι ολόψυχα προς αυτά, ο Νικίας, που εναντιωνόταν, δεν είχε ούτε πολλούς ούτε ισχυρούς οπαδούς των απόψεών του. Γιατί οι εύποροι πολίτες, χωρίς να το θέλουν, από φόβο μήπως φανούν ότι αποφεύγουν τις προς την πόλη υποχρεώσεις και συγκεκριμένα τους εξοπλισμούς σκαφών, δεν εκδηλώνονταν. [12.4] Ο Νικίας, ωστόσο, δεν κουραζόταν ούτε και κατέθετε τα όπλα, αλλά και, μετά την απόφαση που πήραν οι Αθηναίοι, ύστερα από ψηφοφορία, να εκστρατεύσουν και να τον εκλέξουν ως πρώτο στρατηγό μαζί με τον Αλκιβιάδη και τον Λάμαχο, στην επόμενη συνέλευση πήρε πάλι τον λόγο, εξόρκιζε τους Αθηναίους και προσπαθούσε να τους αποτρέψει. Στο τέλος, καταφέρθηκε εναντίον του Αλκιβιάδη, κατηγορώντας τον ότι για το προσωπικό του συμφέρον και προς πραγματοποίηση των φιλόδοξων σχεδίων του σπρώχνει την πόλη σε έναν δύσκολο και υπερπόντιο κίνδυνο. [12.5] Δεν κατάφερε όμως τίποτε περισσότερο· αντίθετα, καθώς έδωσε την εντύπωση ότι λόγω εμπειρίας ήταν καταλληλότερος και η επιχείρηση θα είχε μεγάλη ασφάλεια, εάν η πρόνοια εκείνου συνδυαζόταν με την τόλμη του Αλκιβιάδη και τον φλογερό χαρακτήρα του Λαμάχου, έκανε πιο σίγουρη την εκλογή του ως στρατηγού. [12.6] Σηκώθηκε λοιπόν ο Δημόστρατος, που ήταν εκείνος που περισσότερο από όλους ξεσήκωνε τους Αθηναίους για πόλεμο, και είπε να πάψει να βρίσκει ο Νικίας δικαιολογίες· στη συνέχεια πρότεινε ψήφισμα να είναι οι στρατηγοί απόλυτα εξουσιοδοτημένοι να αποφασίζουν και να ενεργούν τόσο εδώ όσο και εκεί, και έπεισε τον λαό να το εγκρίνει.
[13.1] Και όμως λένε ότι και από το ιερατείο υπήρχαν αντιρρήσεις για την εκστρατεία· ο Αλκιβιάδης όμως, έχοντας άλλους μάντεις, φανέρωσε με κάποιους παλαιούς τάχα χρησμούς ότι οι Αθηναίοι θα γίνουν ονομαστοί από τη Σικελία· [13.2] κατέφθαναν μάλιστα και κάποιοι προφήτες από τον θεό Άμμωνα, φέρνοντας χρησμό ότι οι Αθηναίοι θα συλλάβουν αιχμαλώτους όλους τους Συρακοσίους. [13.3] Απέκρυπταν όμως τα αντίθετα από φόβο να αναφέρουν δυσάρεστα μηνύματα. Δεν απέτρεπαν τους Αθηναίους ούτε και τα σημάδια που έβλεπαν οι ίδιοι και ήταν ολοφάνερα, όπως ο αποκεφαλισμός των Ερμών, που μέσα σε μια νύχτα ακρωτηριάστηκαν όλοι εκτός από έναν που τον ονόμαζαν του Ανδοκίδη, αφιέρωμα της Αιγηίδας φυλής, και βρισκόταν τότε μπροστά στην πόρτα του Ανδοκίδη. Δεν τους απέτρεπε ακόμη και το επεισόδιο στην περιοχή του βωμού των δώδεκα θεών. [13.4] Κάποιος άνθρωπος δηλαδή πήδησε ξαφνικά πάνω σε αυτόν, στάθηκε όρθιος και με μια πέτρα έκοψε τα γεννητικά του όργανα. [13.5] Στους Δελφούς, εξάλλου, ήταν στημένο το χρυσό Παλλάδιο πάνω σε χάλκινο φοίνικα, αφιέρωμα της πόλης της Αθήνας από τα βραβεία για τις νίκες από τους Μηδικούς πολέμους· το χτυπούσαν με το ράμφος τους για πολλές ημέρες κοράκια που πετούσαν προς τα εκεί, κατέτρωγαν τον καρπό του, που ήταν χρυσός, και τον έριχναν κάτω. [13.6] Οι Αθηναίοι όμως υποστήριζαν ότι αυτά ήταν μυθοπλασίες των ιερέων των Δελφών, που είχαν δωροδοκηθεί από τους Συρακοσίους. Καθώς κάποιος χρησμός τούς προέτρεπε να φέρουν την ιέρεια της Αθηνάς από τις Κλαζομενές, έστειλαν και έφεραν τη γυναίκα. Ονομαζόταν Ησυχία και αυτό ήταν, όπως φαίνεται, που συμβούλευε ο θεός την πόλη, προς το παρόν δηλαδή να διατηρήσει την ειρήνη. [13.7] Ο αστρολόγος Μέτων —ήταν προορισμένος για κάποιο αξίωμα— είτε ανησυχώντας τάχα γι᾽ αυτά είτε επειδή με την ανθρώπινη λογική κατάλαβε τον κίνδυνο από την εκστρατεία, προσποιούνταν πως τρελάθηκε και ήθελε να κάψει το σπίτι του. [13.8] Άλλοι πάλι λένε πως δεν έκανε τον τρελό, αλλ᾽ ότι, αφού έκαψε τη νύχτα το σπίτι του, πήγε στην αγορά με σκυμμένο το κεφάλι και παρακαλούσε τους συμπολίτες του, επειδή τον βρήκε μια τόσο μεγάλη συμφορά, να απαλλάξουν από την εκστρατεία τον γιο του, που επρόκειτο να πλεύσει ως τριήραρχος στη Σικελία. [13.9] Εξάλλου, και τον σοφό Σωκράτη προειδοποίησε το δαιμόνιο, χρησιμοποιώντας τα συνηθισμένα σύμβολα, ότι η εκστρατεία αυτή θα πραγματοποιούνταν για καταστροφή της πόλης. Ο Σωκράτης το ανακοίνωσε στους γνωστούς και τους φίλους του, και έτσι ο λόγος διαδόθηκε σε πολλούς. [13.10] Δεν ήταν όμως λίγοι και εκείνοι που τρόμαζαν και για τις ημέρες κατά τις οποίες αναχωρούσε ο στόλος. [13.11] Γιατί τις ημέρες εκείνες οι γυναίκες γιόρταζαν τα Αδώνεια και σε πολλά σημεία της πόλης υπήρχαν εκτεθειμένα είδωλα και γίνονταν γύρω από αυτά εικονικές ταφές και ακούγονταν θρήνοι γυναικών. Έτσι, όσοι έδιναν κάποια σημασία σε κάτι τέτοια, δυσανασχετούσαν και φοβούνταν για την προετοιμασία της εκστρατείας και τη δύναμη, μήπως, ενώ είχε πάρει τόσο μεγάλη λαμπρότητα και ακμή, μαραθεί γρήγορα.