Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (10.1-10.9)


[10.1] Γενομένων δὲ συνθηκῶν, ὅπως τὰ χωρία καὶ τὰς πόλεις ἃς εἶχον ἀλλήλων καὶ τοὺς αἰχμαλώτους ἀποδιδῶσι, προτέρων ἀποδιδόντων τῶν κλήρῳ λαχόντων, ὠνήσατο τὸν κλῆρον ὁ Νικίας κρύφα χρήμασιν, ὥστε προτέρους ἀποδιδόναι τοὺς Λακεδαιμονίους. καὶ τοῦτο μὲν ἱστορεῖ Θεόφραστος· [10.2] ἐπεὶ δὲ Κορίνθιοι καὶ Βοιωτοὶ πρὸς τὰ πραττόμενα δυσκολαίνοντες αἰτίαις καὶ μέμψεσιν αὖθις ἐδόκουν ἀνακαλεῖσθαι τὸν πόλεμον, ἔπεισεν ὁ Νικίας τοὺς Ἀθηναίους καὶ Λακεδαιμονίους τῇ εἰρήνῃ τὴν συμμαχίαν ὥσπερ κράτος ἢ δεσμὸν ἐπιθέντας, φοβερωτέρους τε τοῖς ἀφισταμένοις καὶ βεβαιοτέρους ἀλλήλοις γενέσθαι. [10.3] πραττομένων δὲ τούτων ὁ Ἀλκιβιάδης, οὔτε πρὸς ἡσυχίαν εὖ πεφυκώς, καὶ τοῖς Λακεδαιμονίοις ἀχθόμενος, ὅτι τῷ Νικίᾳ προσέκειντο καὶ προσεῖχον, αὐτὸν δ᾽ ὑπερεώρων καὶ κατεφρόνουν, ἐν ἀρχῇ μὲν εὐθὺς ὑπεναντιωθεὶς τῇ εἰρήνῃ καὶ ἀντιστὰς οὐδὲν ἐπέραινεν, ὀλίγῳ δ᾽ ὕστερον ὁρῶν οὐκέτι τοῖς Ἀθηναίοις ὁμοίως ἀρέσκοντας τοὺς Λακεδαιμονίους, ἀλλ᾽ ἀδικεῖν δοκοῦντας ὅτι Βοιωτοῖς ἔθεντο συμμαχίαν καὶ Πάνακτον ἑστῶσαν οὐ παρέδωκαν οὐδ᾽ Ἀμφίπολιν, ἐπεφύετο ταῖς αἰτίαις καὶ παρώξυνε τὸν δῆμον ἐφ᾽ ἑκάστῃ. [10.4] τέλος δὲ πρεσβείαν μεταπεμψάμενος Ἀργείων, ἔπραττε συμμαχίαν πρὸς τοὺς Ἀθηναίους. ἐπεὶ δὲ πρέσβεις ἐλθόντες ἐκ Λακεδαίμονος αὐτοκράτορες καὶ τῇ βουλῇ προεντυγχάνοντες ἔδοξαν ἐπὶ πᾶσιν ἥκειν τοῖς δικαίοις, δείσας ὁ Ἀλκιβιάδης μὴ καὶ τὸν δῆμον ἀπὸ τῶν αὐτῶν λόγων ἐπαγάγωνται, περιῆλθεν αὐτοὺς δι᾽ ἀπάτης καὶ ὅρκων ὡς ἅπαντα συμπράξων, ἂν μὴ φῶσι μηδ᾽ ὁμολογήσωσιν ἥκειν αὐτοκράτορες· μάλιστα γὰρ οὕτως ἃ βούλονται γενήσεσθαι. [10.5] πεισθέντων δὲ καὶ μεταστάντων ἀπὸ τοῦ Νικίου πρὸς ἐκεῖνον, ἐμβαλὼν αὐτοὺς εἰς τὸν δῆμον ἠρώτα πρῶτον εἰ περὶ πάντων ἥκουσιν αὐτοκράτορες· ὡς δ᾽ ἠρνοῦντο, παρ᾽ ἐλπίδας μεταβαλόμενος τήν τε βουλὴν ἐπεκαλεῖτο μάρτυρα τῶν λόγων, καὶ τὸν δῆμον ἐκέλευε μὴ προσέχειν μηδὲ πιστεύειν οὕτω περιφανῶς ψευδομένοις καὶ νῦν μὲν ταῦτα, νῦν δὲ τἀναντία περὶ τῶν αὐτῶν λέγουσι. [10.6] θορυβουμένων δ᾽ ὡς εἰκὸς αὐτῶν, καὶ τοῦ Νικίου μηδὲν ἔχοντος εἰπεῖν, ἀλλ᾽ ἄχει καὶ θαύματι πεπληγότος, ὁ μὲν δῆμος εὐθὺς ὥρμητο τοὺς Ἀργείους καλεῖν καὶ ποιεῖσθαι συμμάχους, ἐβοήθησε δὲ τῷ Νικίᾳ σεισμός τις διὰ μέσου γενόμενος καὶ διαλύσας τὴν ἐκκλησίαν. [10.7] τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ πάλιν τοῦ δήμου συνελθόντος, πολλὰ ποιήσας καὶ εἰπὼν ἔπεισε μόλις ἐπισχεῖν τὰ πρὸς Ἀργείους, αὐτὸν δὲ πέμψαι πρὸς Λακεδαιμονίους, ὡς πάντων καλῶς γενησομένων. [10.8] ἐλθὼν δ᾽ εἰς Σπάρτην, τἆλλα μὲν ὡς ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πρόθυμος εἰς αὐτοὺς ἐτιμήθη, πράξας δ᾽ οὐδέν, ἀλλὰ κρατηθεὶς ὑπὸ τῶν βοιωτιαζόντων, ἐπανῆλθεν οὐ μόνον ἀδοξῶν καὶ κακῶς ἀκούων, ἀλλὰ καὶ δεδιὼς τοὺς Ἀθηναίους, λυπουμένους καὶ ἀγανακτοῦντας ὅτι πεισθέντες ὑπ᾽ ἐκείνου τοσούτους καὶ τοιούτους ἄνδρας ἀπέδωκαν· οἱ γὰρ ἐκ Πύλου κομισθέντες ἦσαν ἐξ οἴκων τε πρώτων τῆς Σπάρτης καὶ φίλους καὶ συγγενεῖς τοὺς δυνατωτάτους ἔχοντες. [10.9] οὐ μὴν ἔπραξάν τι τραχύτερον ὀργῇ πρὸς ἐκεῖνον, ἀλλὰ τὸν Ἀλκιβιάδην στρατηγὸν εἵλοντο, καὶ Μαντινεῖς καὶ Ἠλείους Λακεδαιμονίων ἀποστάντας ἐποιήσαντο συμμάχους μετ᾽ Ἀργείων, καὶ λῃστὰς εἰς Πύλον ἔπεμψαν κακουργεῖν τὴν Λακωνικήν· ἐξ ὧν αὖθις εἰς πόλεμον κατέστησαν.


[10.1] Αφού έγιναν συνθήκες για να δώσουν πίσω τα μέρη και τις πόλεις που κατείχαν ο ένας του άλλου, καθώς και τους αιχμαλώτους, με πρώτους να τα επιστρέψουν όποιοι θα έβγαιναν με κλήρωση, ο Νικίας εξαγόρασε κρυφά με χρήματα τον κλήρο, ώστε να παραδώσουν πρώτοι οι Λακεδαιμόνιοι. Αυτό εξιστορεί ο Θεόφραστος. [10.2] Επειδή όμως οι Κορίνθιοι και οι Βοιωτοί δυσφορούσαν με τα όσα γίνονταν και έδιναν την εντύπωση ότι με κατηγορίες και μομφές θα ανανέωναν τον πόλεμο, ο Νικίας έπεισε τους Αθηναίους και τους Λακεδαιμονίους, εκτός από την ειρήνη, να κλείσουν και συμμαχία, σαν ένα είδος δύναμης και δεσμού, ώστε να γίνουν πιο φοβεροί σε όσους δεν θα αποδέχονταν τους όρους της ειρήνης και να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις μεταξύ τους σχέσεις. [10.3] Και ενώ γίνονταν αυτά, ο Αλκιβιάδης, που από τη φύση του ήταν πνεύμα ανήσυχο και εξοργιζόταν με τους Λακεδαιμονίους, που προσέκειντο στον Νικία και απέβλεπαν σ᾽ αυτόν, ενώ δεν έδιναν σημασία στον ίδιο και τον περιφρονούσαν, αμέσως από την πρώτη στιγμή εναντιώθηκε στην ειρήνη και αντιστάθηκε, αλλά δεν κατάφερε τίποτε. Λίγο αργότερα όμως, βλέποντας ότι οι Λακεδαιμόνιοι δεν ήταν πια αρεστοί στους Αθηναίους στον ίδιο βαθμό με πριν, αλλά φαίνονταν ότι τους αδικούσαν που έκαναν συμμαχία με τους Βοιωτούς και δεν παρέδωσαν το Πάνακτο όρθιο ούτε και την Αμφίπολη, επέμενε σε καθεμιά από αυτές τις κατηγορίες και προσπαθούσε να ξεσηκώσει τον λαό. [10.4] Τέλος, αφού κάλεσε στην Αθήνα αντιπροσωπεία των Αργείων, ενεργούσε για συμμαχία Αθήνας και Άργους. Ήρθαν όμως αντιπρόσωποι και από τη Λακεδαίμονα με απόλυτη δικαιοδοσία και, όταν παρουσιάστηκαν στη Βουλή και έδωσαν την εντύπωση ότι είχαν έρθει να δεχτούν καθετί δίκαιο, ο Αλκιβιάδης φοβούμενος μήπως λέγοντας τα ίδια και στον λαό τον πάρουν με το μέρος τους, τους έφερε βόλτα με απάτη και όρκους ότι τάχα θα συνέπραττε μαζί τους σε όλα, αν αρνηθούν και δεν παραδεχτούν πως είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα· [10.5] γιατί έτσι κυρίως θα πετύχαιναν όσα επιθυμούσαν. Όταν αυτοί πείστηκαν και μεταστράφηκαν από τον Νικία προς εκείνον, τους παρουσίασε στον λαό και το πρώτο που τους ρώτησε ήταν αν είχαν έρθει με απόλυτη πληρεξουσιότητα για όλα. Όταν εκείνοι αρνιόνταν, αλλάζοντας απροσδόκητα στάση επικαλέστηκε ως μάρτυρα των λόγων τους τη Βουλή και προέτρεπε τον λαό να μη δίνει σημασία μήτε και να εμπιστεύεται ανθρώπους που ψεύδονται τόσο κατάφωρα και που για τα ίδια πράγματα τη μια λένε αυτά την άλλη τα αντίθετα. [10.6] Καθώς αυτοί θορυβήθηκαν, όπως ήταν φυσικό, και ο Νικίας δεν είχε να πει τίποτε, αλλά τα είχε χαμένα από τη στενοχώρια και την έκπληξή του, ο λαός έσπευσε να καλέσει αμέσως τους Αργείους και να κάνει με αυτούς συμμαχία. Αλλά ένας σεισμός που έγινε ενδιαμέσως και διέλυσε τη συνέλευση βοήθησε τον Νικία. [10.7] Την επομένη έγινε πάλι συνέλευση του λαού και, ύστερα από πολλά που έκανε και είπε ο Νικίας, μόλις και μετά βίας κατόρθωσε να πείσει τον λαό να καθυστερήσει τη σύναψη συμφωνίας με τους Αργείους και να στείλει τον ίδιο στους Λακεδαιμονίους, ώστε να εξελιχθούν όλα όπως πρέπει. [10.8] Όταν πήγε στη Σπάρτη, τιμήθηκε γενικά ως άνθρωπος ενάρετος και με καλές προθέσεις προς τους Σπαρτιάτες, ωστόσο δεν κατάφερε τίποτε, επειδή επικράτησαν αυτοί που υποστήριζαν τα συμφέροντα των Βοιωτών· έτσι, επέστρεψε στην Αθήνα όχι μόνο δυσφημισμένος και κακολογούμενος αλλά και φοβούμενος τους Αθηναίους, καθώς λυπούνταν και αγανακτούσαν που πείστηκαν από εκείνον και έδωσαν πίσω τόσο πολλούς και σημαντικούς άνδρες. Γιατί οι Σπαρτιάτες αιχμάλωτοι που είχαν μεταφερθεί από την Πύλο ήταν από τις πρώτες οικογένειες της Σπάρτης και είχαν φίλους και συγγενείς τους πιο ισχυρούς στην πόλη. [10.9] Ωστόσο, η οργή τους προς τον Νικία δεν τους οδήγησε να κάνουν κάτι χειρότερο προς αυτόν. Περιορίστηκαν στο να εκλέξουν στη θέση του στρατηγό τον Αλκιβιάδη, να κάνουν συμμάχους μαζί με τους Αργείους τους Μαντινείς και τους Ηλείους, που αποστάτησαν από τους Λακεδαιμονίους, και να στείλουν στην Πύλο ληστρικές αποστολές για να προκαλούν καταστροφές στην ύπαιθρο της Λακωνίας. Εξαιτίας αυτών ενεπλάκησαν πάλι σε πόλεμο.