Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (5.1-5.7)


[5.1] Οὕτω δὴ διακείμενος εὐλαβῶς πρὸς τοὺς συκοφάντας, οὔτε συνεδείπνει τινὶ τῶν πολιτῶν, οὔτε κοινολογίαις οὔτε συνδιημερεύσεσιν ἐνέβαλλεν ἑαυτόν, οὐδ᾽ ὅλως ἐσχόλαζε ταῖς τοιαύταις διατριβαῖς, ἀλλ᾽ ἄρχων μὲν ἐν τῷ στρατηγίῳ διετέλει μέχρι νυκτός, ἐκ δὲ βουλῆς ὕστατος ἀπῄει πρῶτος ἀφικνούμενος. [5.2] εἰ δὲ μηδὲν ἐν κοινῷ πράττειν ἔχοι, δυσπρόσοδος ἦν καὶ δυσέντευκτος, οἰκουρῶν καὶ κατακεκλειμένος, οἱ δὲ φίλοι τοῖς ἐπὶ τὰς θύρας φοιτῶσιν ἐνετύγχανον καὶ παρῃτοῦντο συγγνώμην ἔχειν, ὡς καὶ τότε Νικίου πρὸς δημοσίας χρείας τινὰς καὶ ἀσχολίας ὄντος, [5.3] καὶ ὁ μάλιστα ταῦτα συντραγῳδῶν καὶ συμπεριτιθεὶς ὄγκον αὐτῷ καὶ δόξαν Ἱέρων ἦν, ἀνὴρ τεθραμμένος ἐπὶ τῆς οἰκίας τοῦ Νικίου περί τε γράμματα καὶ μουσικὴν ἐξησκημένος ὑπ᾽ αὐτοῦ, προσποιούμενος δ᾽ υἱὸς εἶναι Διονυσίου τοῦ Χαλκοῦ προσαγορευθέντος, οὗ καὶ ποιήματα σῴζεται, καὶ τῆς εἰς Ἰταλίαν ἀποικίας ἡγεμὼν γενόμενος ἔκτισε Θουρίους. [5.4] οὗτος οὖν ὁ Ἱέρων τά τε πρὸς τοὺς μάντεις ἀπόρρητα διεπράττετο τῷ Νικίᾳ, καὶ λόγους ἐξέφερεν εἰς τὸν δῆμον ὡς ἐπίπονόν τινα καὶ ταλαίπωρον διὰ τὴν πόλιν ζῶντος αὐτοῦ βίον· ᾧ γ᾽ ἔφη καὶ περὶ λουτρὸν ὄντι καὶ περὶ δεῖπνον ἀεί τι προσπίπτειν δημόσιον· «ἀμελῶν δὲ τῶν ἰδίων ὑπὸ τοῦ τὰ κοινὰ φροντίζειν μόλις ἄρχεται καθεύδειν περὶ πρῶτον ὕπνον. [5.5] ὅθεν αὐτῷ καὶ τὸ σῶμα διάκειται κακῶς, καὶ τοῖς φίλοις οὐ προσηνὴς οὐδ᾽ ἡδύς ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τούτους προσαποβέβληκε τοῖς χρήμασι πολιτευόμενος. [5.6] οἱ δ᾽ ἄλλοι καὶ φίλους κτώμενοι καὶ πλουτίζοντες αὑτοὺς ἀπὸ τοῦ βήματος εὐπαθοῦσι καὶ προσπαίζουσι τῇ πολιτείᾳ». [5.7] τῷ δ᾽ ὄντι τοιοῦτος ἦν ὁ Νικίου βίος, ὥστ᾽ ‹ἂν› αὐτὸν εἰπεῖν τὰ τοῦ Ἀγαμέμνονος εἰς αὑτόν·
προστάτην δὲ τοῦ βίου
τὸν ὄγκον ἔχομεν, τῷ δ᾽ ὄχλῳ δουλεύομεν.


[5.1] Επειδή λοιπόν αντιμετώπιζε τόσο προσεκτικά τους συκοφάντες, ούτε δειπνούσε παρέα με κάποιον από τους συμπολίτες του ούτε είχε συναναστροφές ούτε περνούσε την ημέρα του με κάποια συντροφιά και δεν διέθετε καθόλου χρόνο για τέτοιου είδους ενασχολήσεις. Όταν ήταν στρατηγός, έμενε στο στρατηγείο μέχρι τη νύχτα, ενώ, ως βουλευτής, έφευγε από τη Βουλή τελευταίος και πήγαινε πρώτος. [5.2] Κάθε φορά που δεν είχε να ασχοληθεί με κάποιο δημόσιο ζήτημα, ήταν δυσπρόσιτος και δυσεύρετος, γιατί έμενε ξαπλωμένος στο σπίτι του. Όσους τον επισκέπτονταν στο σπίτι του, τους υποδέχονταν οι φίλοι του και ζητούσαν από αυτούς συγγνώμη, που ο Νικίας εκείνη την ώρα έπρεπε τάχα να ασχοληθεί με κάποιες δημόσιες υποθέσεις. [5.3] Εκείνος όμως που περισσότερο από όλους τον βοηθούσε να παίζεται αυτό το θέατρο και συνέβαλλε στο να περιβληθεί με μεγαλοπρέπεια και φήμη το όνομά του ήταν ο Ιέρων. Αυτός είχε ανατραφεί στο σπίτι του Νικία και είχε ασκηθεί από αυτόν στα γράμματα και στη μουσική. Προσποιούνταν πως ήταν γιος του Διονυσίου του Χαλκίνου, όπως τον είπαν, του οποίου σώζονται κάποια ποιήματα και είναι αυτός που, ως αρχηγός της αποικιστικής αποστολής, έχτισε τους Θουρίους. [5.4] Αυτός λοιπόν ο Ιέρων διαπραγματευόταν με τους μάντεις τις απόρρητες υποθέσεις του Νικία και διέδιδε στον λαό ότι τάχα ο κύριός του ζούσε μια ζωή κουραστική και ταλαιπωρημένη για χάρη της πόλης. Και στο λουτρό να είναι, έλεγε, και στο τραπέζι να καθίσει, πάντα του παρουσιαζόταν κάποιο δημόσιο ζήτημα. «Αδιαφορώντας για τις προσωπικές του υποθέσεις χάρη της φροντίδας του για τα κοινά, η ώρα του ύπνου γι᾽ αυτόν αρχίζει με δυσκολία, όταν οι άλλοι βρίσκονται στον πρώτο ύπνο. [5.5] Γι᾽ αυτό και η υγεία του βρίσκεται σε κακή κατάσταση και δεν είναι καταδεκτικός προς τους φίλους του ούτε και ευχάριστος, αλλά, ασχολούμενος με την πολιτική, κοντά στα χρήματα, έχει χάσει και αυτούς. [5.6] Αντίθετα, οι άλλοι, με το να αποκτούν φίλους και να πλουτίζουν από την πολιτική, περνούν μια χαρά και από πάνω κοροϊδεύουν την πολιτεία». [5.7] Αλλά και στην πραγματικότητα αυτή ήταν η ζωή του Νικία· γι᾽ αυτό ο ίδιος θα έλεγε για τον εαυτό του τα λόγια του Αγαμέμνονα:
ρυθμιστή της ζωής μας
έχουμε το μεγάλο όνομα, μα είμαστε
σκλάβοι του όχλου.