Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ

Νικίας (22.1-23.9)


[22.1] Ὁ μὲν οὖν Νικίας πληγεὶς οὐκ ἀπροσδοκήτως ᾐτιᾶτο τοῦ Δημοσθένους τὴν προπέτειαν, ἐκεῖνος δὲ περὶ τούτων ἀπολογησάμενος ἐκέλευσεν ἀποπλεῖν τὴν ταχίστην· οὔτε γὰρ ἄλλην ἀφίξεσθαι δύναμιν αὐτοῖς, οὔτ᾽ ἀπὸ τῆς παρούσης τῶν πολεμίων κρατεῖν, ὅπου γε καὶ κρατοῦντας ἐκείνων ἔδει μεταστῆναι καὶ φυγεῖν τὸ χωρίον, ἀεὶ μὲν ὡς πυνθάνονται βαρὺ καὶ νοσῶδες ὂν στρατοπέδῳ, νῦν δ᾽ ὡς βλέπουσι καὶ διὰ τὴν ὥραν ὀλέθριον. [22.2] μετοπώρου γὰρ ἦν ἀρχή, καὶ πολλοὶ μὲν ἠσθένουν ἤδη, πάντες δ᾽ ἠθύμουν. ὁ δὲ Νικίας χαλεπῶς ἤκουε τὴν φυγὴν καὶ τὸν ἀπόπλουν, οὐ τῷ μὴ δεδιέναι τοὺς Συρακουσίους, ἀλλὰ τῷ μᾶλλον τοὺς Ἀθηναίους καὶ τὰς ἐκείνων δίκας καὶ συκοφαντίας φοβεῖσθαι. [22.3] δεινὸν μὲν οὖν οὐδὲν αὐτόθι προσδοκᾶν ἔφασκεν, εἰ δὲ συμβαίη, μᾶλλον αἱρεῖσθαι τὸν ὑπὸ τῶν πολεμίων θάνατον ἢ τὸν ὑπὸ τῶν πολιτῶν, οὐχ ὅμοια φρονῶν οἷς ὕστερον ὁ Βυζάντιος Λέων εἶπε πρὸς τοὺς ἑαυτοῦ πολίτας· «βούλομαι» γὰρ ἔφη «μᾶλλον ὑφ᾽ ὑμῶν ἢ μεθ᾽ ὑμῶν ἀποθανεῖν»· περὶ μέντοι τόπου καὶ χώρας εἰς ἣν μετάξουσι τὸ στρατόπεδον βουλεύσεσθαι καθ᾽ ἡσυχίαν. [22.4] ταῦτα δ᾽ αὐτοῦ λέγοντος, ὁ μὲν Δημοσθένης οὐδὲ τῇ προτέρᾳ γνώμῃ κατευτυχήσας ἐπαύσατο βιαζόμενος, τοῖς δ᾽ ἄλλοις παρέσχε τὸν Νικίαν προσδοκῶντα καὶ πιστεύοντα τοῖς ἔνδον οὕτως ἐρρωμένως ἀναμάχεσθαι περὶ τῆς ἀποβάσεως· διὸ καὶ συνεχώρησαν. [22.5] ὡς μέντοι στρατιὰ Συρακουσίοις ἐπῆλθεν ἄλλη, καὶ μᾶλλον ἥπτετο τῶν Ἀθηναίων ἡ νόσος, ἤδη καὶ τῷ Νικίᾳ συνεδόκει μεθίστασθαι, καὶ παρήγγελλε τοῖς στρατιώταις εὐτρεπεῖς εἶναι πρὸς ἀπόπλουν.
[23.1] Ὡς δ᾽ ἦν ἕτοιμα ταῦτα πάντα καὶ τῶν πολεμίων οὐδεὶς παρεφύλαττεν, ἅτε δὴ μὴ προσδοκώντων, ἐξέλιπεν ἡ σελήνη τῆς νυκτός, μέγα δέος τῷ Νικίᾳ καὶ τῶν ἄλλων τοῖς ὑπ᾽ ἀπειρίας ἢ δεισιδαιμονίας ἐκπεπληγμένοις τὰ τοιαῦτα. [23.2] τοῦ μὲν γὰρ ἡλίου τὴν περὶ τὰς τριακάδας ἐπισκότησιν ἁμῶς γέ πως ἤδη συνεφρόνουν καὶ οἱ πολλοὶ γινομένην ὑπὸ τῆς σελήνης· αὐτὴν δὲ τὴν σελήνην, ᾧτινι συντυγχάνουσα καὶ πῶς αἰφνίδιον ἐκ πανσελήνου τὸ φῶς ἀπόλλυσι καὶ χρόας ἵησι παντοδαπάς, οὐ ῥᾴδιον ἦν καταλαβεῖν, ἀλλ᾽ ἀλλόκοτον ἡγοῦντο καὶ πρὸ συμφορῶν τινων καὶ πραγμάτων μεγάλων ἐκ θεοῦ γινόμενον σημεῖον. [23.3] ὁ γὰρ πρῶτος σαφέστατόν τε πάντων καὶ θαρραλεώτατον περὶ σελήνης καταυγασμῶν καὶ σκιᾶς λόγον εἰς γραφὴν καταθέμενος Ἀναξαγόρας οὔτ᾽ αὐτὸς ἦν παλαιὸς οὔθ᾽ ὁ λόγος ἔνδοξος, ἀλλ᾽ ἀπόρρητος ἔτι καὶ δι᾽ ὀλίγων καὶ μετ᾽ εὐλαβείας τινὸς ἢ πίστεως βαδίζων. [23.4] οὐ γὰρ ἠνείχοντο τοὺς φυσικοὺς καὶ μετεωρολέσχας τότε καλουμένους, ὡς εἰς αἰτίας ἀλόγους καὶ δυνάμεις ἀπρονοήτους καὶ κατηναγκασμένα πάθη διατρίβοντας τὸ θεῖον, ἀλλὰ καὶ Πρωταγόρας ἔφυγε, καὶ Ἀναξαγόραν εἱρχθέντα μόλις περιεποιήσατο Περικλῆς, καὶ Σωκράτης, οὐδὲν αὐτῷ τῶν γε τοιούτων προσῆκον, ὅμως ἀπώλετο διὰ φιλοσοφίαν. [23.5] ὀψὲ δ᾽ ἡ Πλάτωνος ἐκλάμψασα δόξα διὰ τὸν βίον τοῦ ἀνδρός, καὶ ὅτι ταῖς θείαις καὶ κυριωτέραις ἀρχαῖς ὑπέταξε τὰς φυσικὰς ἀνάγκας, ἀφεῖλε τὴν τῶν λόγων τούτων διαβολὴν καὶ τοῖς μαθήμασιν εἰς ἅπαντας ὁδὸν ἐνέδωκεν. [23.6] ὁ γοῦν ἑταῖρος αὐτοῦ Δίων, καθ᾽ ὃν χρόνον ἔμελλεν ἄρας ἐκ Ζακύνθου πλεῖν ἐπὶ Διονύσιον ἐκλιπούσης τῆς σελήνης, οὐδὲν διαταραχθεὶς ἀνήχθη, καὶ κατασχὼν ἐν Συρακούσαις ἐξέβαλε τὸν τύραννον. [23.7] τῷ μέντοι Νικίᾳ συνηνέχθη τότε μηδὲ μάντιν ἔχειν ἔμπειρον· ὁ γὰρ συνήθης αὐτοῦ καὶ τὸ πολὺ τῆς δεισιδαιμονίας ἀφαιρῶν Στιλβίδης ἐτεθνήκει μικρὸν ἔμπροσθεν. [23.8] ἐπεὶ τὸ σημεῖον, ὥς φησι Φιλόχορος, φεύγουσιν οὐκ ἦν πονηρόν, ἀλλὰ καὶ πάνυ χρηστόν· ἐπικρύψεως γὰρ αἱ σὺν φόβῳ πράξεις δέονται, τὸ δὲ φῶς πολέμιόν ἐστιν αὐταῖς, [23.9] ἄλλως τε καὶ τῶν περὶ ἥλιον καὶ σελήνην ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἐποιοῦντο φυλακήν, ὡς Αὐτοκλείδης διέγραψεν ἐν τοῖς ἐξηγητικοῖς· ὁ δὲ Νικίας ἄλλην ἔπεισε σελήνης ἀναμένειν περίοδον, ὥσπερ οὐκ εὐθὺς θεασάμενος αὐτὴν ἀποκαθαρθεῖσαν, ὅτε τὸν σκιερὸν τόπον καὶ ὑπὸ τῆς γῆς ἀντιφραττόμενον παρῆλθε.


[22.1] Ο Νικίας λοιπόν μετά το χτύπημα αυτό, που άλλωστε το περίμενε, καταλόγιζε ευθύνες στον Δημοσθένη για την προπέτειά του. Εκείνος πάλι, αφού απολογήθηκε γι᾽ αυτά, πρότεινε να αποπλεύσουν το συντομότερο δυνατόν· γιατί ούτε άλλες ενισχύσεις θα έρχονταν, έλεγε, σ᾽ αυτούς ούτε με τη δύναμη που διέθεταν τότε μπορούσαν να νικήσουν τους εχθρούς· άλλωστε, και αν ακόμη νικούσαν τους Συρακοσίους, έπρεπε να αλλάξουν θέση και να φύγουν από το μέρος εκείνο, όπου, όπως πληροφορούνταν, ήταν πάντα βαρύ το κλίμα και ανθυγιεινό για στρατόπεδο, τώρα μάλιστα που λόγω εποχής, όπως το έβλεπαν και οι ίδιοι, ήταν καταστροφή. [22.2] Πράγματι, ήταν αρχή φθινοπώρου και πολλοί ήταν ήδη άρρωστοι, ενώ όλοι είχαν αρχίσει να απελπίζονται. Ο Νικίας όμως ούτε ήθελε να ακούσει για φυγή και αναχώρηση, όχι γιατί δεν φοβόταν τους Συρακοσίους, αλλά γιατί πιο πολύ φοβόταν τους Αθηναίους, τις δίκες και τις συκοφαντίες εκείνων. [22.3] Έλεγε λοιπόν πως δεν περίμενε να τον βρει εδώ κάποιο κακό, αλλά, και αν συνέβαινε κάτι, προτιμούσε τον θάνατο από τους εχθρούς παρά από τους συμπολίτες του. Ήταν μια άποψη διαφορετική από αυτήν που είπε αργότερα προς τους συμπολίτες του ο Λέων ο Βυζάντιος: «προτιμώ» είπε «να σκοτωθώ από σας παρά μαζί σας». Όσο για το μέρος και την περιοχή όπου θα μετακινούσαν το στρατόπεδο, θα το σκέφτονταν με την ησυχία τους. [22.4] Αυτά είπε ο Νικίας. Ο Δημοσθένης, εξάλλου, επειδή ούτε και το προηγούμενο σχέδιό του είχε καλό τέλος, σταμάτησε να πιέζει· έτσι δημιούργησε στους άλλους την εντύπωση ότι ο Νικίας περίμενε κάτι και βασιζόταν σε κάποιους μέσα στην πόλη, ώστε να αντιδρά πάλι με τόσο πείσμα στην αποχώρηση· [22.5] γι᾽ αυτό και συμφώνησαν μαζί του. Όταν όμως ήρθαν ενισχύσεις στους Συρακοσίους και η αρρώστια εξαπλωνόταν στους Αθηναίους, τότε πια συμφώνησε και ο Νικίας ότι έπρεπε να φύγουν από εκεί· έτσι έδωσε διαταγή στους στρατιώτες να είναι έτοιμοι για αναχώρηση.
[23.1] Ενώ όμως ήταν όλα έτοιμα και κανένας από τους εχθρούς δεν τους κατασκόπευε, επειδή δεν περίμεναν τέτοια ενέργεια από τους Αθηναίους, έγινε τη νύχτα έκλειψη σελήνης —μεγάλος φόβος για τον Νικία και για όσους από τους άλλους τρόμαζαν με τέτοια φαινόμενα από άγνοια ή δεισιδαιμονία—. [23.2] Όσο για το ρίξιμο σκιάς στον ήλιο στις τριάντα του μήνα, οι περισσότεροι συμφωνούσαν κατά κάποιον τρόπο ότι οφειλόταν στη σελήνη· αλλά για την ίδια τη σελήνη, ποιο σώμα συναντά μπροστά της και πώς από πανσέληνος χάνει ξαφνικά το φως της και εκπέμπει ποικίλες αποχρώσεις, δεν ήταν εύκολο να το καταλάβουν· το θεωρούσαν αλλόκοτο φαινόμενο και σημάδι από τον θεό ως προμήνυμα κάποιων συμφορών και σημαντικών πραγμάτων. [23.3] Γιατί και ο Αναξαγόρας, που πρώτος από όλους έγραψε με μεγαλύτερη σαφήνεια και θάρρος για την ακτινοβολία και τη σκιά της σελήνης, ούτε ο ίδιος ήταν παλαιός ούτε η θεωρία του γνωστή σε όλον τον κόσμο, αλλά απόρρητη ακόμη και διαδιδόταν μέσω λίγων με κάποιαν επιφύλαξη παρά με πίστη. [23.4] Γιατί δεν ανέχονταν τους φυσικούς φιλοσόφους και τους μετεωρολέσχες τότε ονομαζόμενους, επειδή υποβίβαζαν το θείον σε παράλογες αιτίες, σε δυνάμεις που δεν μπορούσαν να τις προβλέψουν και σε πάθη ανελεύθερα. Αλλά και ο Πρωταγόρας εξορίστηκε και ο Αναξαγόρας, που φυλακίστηκε, με δυσκολία σώθηκε από τον Περικλή· και ο Σωκράτης επίσης, αν και κανένα από τα παρόμοια ζητήματα δεν έχει σχέση με αυτόν, εντούτοις θανατώθηκε εξαιτίας της φιλοσοφίας του. [23.5] Αργότερα, η φήμη του Πλάτωνα, που έλαμψε χάρη στον τρόπο της ζωής του και στο γεγονός ότι εξάρτησε από τους θεούς και τις ανώτερες αρχές τα φυσικά φαινόμενα, εξάλειψε το κακό όνομα αυτών των θεωριών και άνοιξε σε όλους τον δρόμο για τις γνώσεις αυτές. [23.6] Πράγματι, ο φίλος του ο Δίων, όταν επρόκειτο, ξεκινώντας από τη Ζάκυνθο, να πλεύσει εναντίον του Διονυσίου, δεν ταράχθηκε καθόλου από την έκλειψη σελήνης που έγινε, αλλά ανοίχτηκε και, αφού έπιασε στις Συρακούσες, έδιωξε τον τύραννο. [23.7] Συνέβη όμως τότε να μην έχει ο Νικίας έμπειρο μάντη· γιατί ο φίλος του Στιλβίδης, που του αφαιρούσε το μεγαλύτερο μέρος της δεισιδαιμονίας του, είχε πριν λίγο πεθάνει. [23.8] Γιατί το φαινόμενο αυτό δεν είναι κακό για όσους φεύγουν, όπως λέει ο Φιλόχορος, αλλά, αντίθετα μάλιστα, είναι και πολύ ευνοϊκό· γιατί απόκρυψη χρειάζονται οι ενέργειες που γίνονται με φόβο, ενώ το φως είναι εχθρικό σ᾽ αυτές· [23.9] άλλωστε, από τα φαινόμενα τα σχετικά με τον ήλιο και τη σελήνη οι άνθρωποι φυλάγονταν για τρεις ημέρες μόνο, όπως έγραψε ο Αυτοκλείδης στα Εξηγητικά του. Ο Νικίας όμως τους έπεισε να περιμένουν την επόμενη περίοδο της σελήνης, σαν να μην είχε δει ότι αυτή είχε ξαναγεμίσει αμέσως μόλις πέρασε από το σκιερό μέρος, που το φως του ήλιου φραζόταν από τη γη να φτάσει στη σελήνη.