Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων



ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΜΩΡΑΪΤΙΔΗΣ

ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΥΡΟΝ

 

Δεν θα λησμονήσω ποτέ μου το ονειρώδες λευκόν, το χιονωδώς κάτασπρον χρώμα, το οποίον εκτύπησεν εις τους οφθαλμούς μου, προ τριακονταετίας, ότε απεβιβάσθην μίαν αυγήν εις την Σύρον. Και τα ατμόπλοια φθάνουν πάντοτε αυγήν εις τον ολόλευκον αυτόν κύκνον του Αιγαίου, όστις κοιμάται, θαρρείς, επάνω εις τους αφρούς, με τους οποίους ραντίζει ο ομβροποιός. Καικίας, ο γραιβολεβάντες, τα ανατολικά της γυμνά πλευρά, τα ξακουσμένα Βαποράκια [Βαπόρια], οπού είναι πάντα αραγμένα πέραν από τον Άγιον Νικόλαον, ένα κομμάτι Σταυροδρομίου εκλεκτόν, και το Νησάκι, κάτω το αθάνατον, του κύκνου τον υπερήφανον λαιμόν, με τας οικοδομάς του Βαφειαδάκη, και του Τελωνείου τους στερεούς πύργους, όπου τα κύματα ζωντανά, θαρρείς, χοροπηδούν, γελούν, τρέχουν, καγχάζουν, κυνηγούνται, μαλώνουν, φιλιούνται, βαπτίζονται, κολυμβούν, νύμφαι αφρογάλανοι, οπού ξεκινούν πρωί-πρωί από την Παναγίαν αντικρύ την Τηνιακιάν, διάκοι και παπάδες με τον αγιασμόν, να υπερπηδήσουν τους μαρμαρίνους κυματοθραύστας της νήσου, και ν’ αγιάσουν τα πρόσωπα των εναγών όσους έφερεν η μοίρα της Μετανοίας η σκυθρωπή, ν’ αγναντεύσουν, έτσι από μακράν, την θαυματουργόν Ευαγγελίστριαν, με το κάτασπρο μαρμαρένιο της παλάτι, κατέναντι της οποίας έρχονται πρωί-πρωί οι Συριανοί να κάμουν τον σταυρόν των , προεξαγνίζοντες του εμπορίου ίσως τ’ αμαρτήματα, με τα οποία συναναφύρονται καθ’ ημέραν.

Τέτοιαν ώραν και με τέτοιον καιρόν απεβιβάσθην εις την ωνειρευμένην μου νήσον. Δεν ξεύρω γιατί είναι μερικά μυστήρια εις την καρδίαν του ανθρώπου, οπού μένουν πάντοτε σκοτεινά και ανεξήγητα. Δεν ξεύρω γιατί. Την αγαπούσα από τότε την Σύρα, από τότε οπού την πρωτοείδα. Την αγαπούσα, και ήθελα να την ξαναϊδώ. Ήθελα να την αγνάντευα μια φορά ακόμη. Μου εφαίνετο ότι ίσως καμμιά φορά, θα έγραφα το άσμα της ζωής το αθάνατον, το αιώνιον της Προόδου τραγούδι, του οποίου το εναρμόνιον προανάκρουσμα ψάλλουν με των πτερών των τα κτυπήματα άγγελοι χρυσόπτεροι του πολιτισμού, οι οδηγούντες τους λαούς μέσα εις τους ανθοσπαρμένους λειμώνας της ευζωΐας, της όντως ζωής. Κάτι τι από τότε έμεινε μέσα εις την καρδίαν μου που μου έλεγε συχνά:

—Πήγαινε στην Σύρα! Πήγαινε στην Σύρα!

Και όταν καμμιά φορά ετύχαινε ν’ ακούσω από κάτω από το παράθυρό μου, εν Αθήναις, τον οδοπωλητήν να φωνάζει ψαλμικώς:

—Συριανά λουκούμια!…

Επρόβαινα να τον φωνάξω τον οδοπωλητήν:

—Με τα συριανά λουκούμια!…

Και να τον ερωτήσω:

—Δεν έχεις και νερό από την Πηγήν;

Τέτοιαν ώραν και με τέτοιον υδατόρρυτον γραιβολεβάντεν απεβιβάσθην. […]

Εις την Σύρον όπου κυριαρχεί το εμπόριον, η αγορά και το τελωνείον, δεν ανοίγουν οι υποψήφιοι σαλόνια καθώς εις τας Αθήνας. Οι κομματάρχαι συνεννούνται μετ’ αυτών μεταβαίνοντες εις τα γραφεία των τα εμπορικά, τα οποία αυτάς τα ημέρας αρχίζουν να λαμβάνουν ζωηροτάτην όψιν, ως εις τον καλόν εμπορικόν καιρόν της Σύρου τον μακαρίτικον.

Οι δε άνθρωποι του κόμματος συναντώνται εις ορισμένας ταβέρνας, οδηγούμενοι εις αυτάς από τους λεγομένους δεκάρχας. Δεκάρχαι δε καλούνται οι κομματάρχαι εν Σύρω, εν η ως γνωστόν μέγα μέρος παίζει το τελωνείον με τους δεκάρχας του.

Κάθε ένας από αυτούς τους δεκάρχας παρουσιάζεται εις το γραφείον του υποψηφίου και λέγει:

—Έχω 20 ανθρώπους, ή έχω 40, και καθεξής.

Τότε ο δεκάρχης αποστέλλεται εις την ταβέρναν, όπου έχει σφραγίσει ο υποψήφιος ορισμένα βαρέλια.

Το δε σφράγισμα των βαρελίων γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπον:

Ο υποψήφιος, εισερχόμενος εις την ταβέρναν, δηλώνει δύο, τρία βαρέλια, πληρώνων αμέσως αυτά και λέγων:

—Είναι δικά μου!

Τότε ο ταβερνάρης υψώνει αμέσως την σημαίαν προ της θύρας του και ανακηρύσσεται ούτω φίλος του υποψηφίου του σφραγίσαντος τα βαρέλια, τα οποία έρχονται και ανοίγουν οι δεκάρχαι με την δεκαρχίαν των.

Αι δε συναντήσεις καθ’ οδόν των αντιθέντων γίνονται με μεγάλην απάθειαν, με αγάπην σχεδόν. Όπως εν τη αυτή αποθήκη της διαμετακομίσεως υπάρχουσι κατατεθειμέναι εμπορεύματα διαφόρων εμπόρων, ούτω εν τη αυτή ταβέρνα πολλάκις συναντώνται αντιθέτων κομμάτων δεκάρχαι, χωρίς ν’ ανταλλάξουν ούτε μίαν τραχείαν ή προσβλητικήν εν γένει λέξιν, ως οι τελωνοφύλακες οι παραφυλάττοντες το αυτό λαθρεμπόριον.

Θαρρείς πως είναι ο νους των ανθρώπων αυτών εις το τελωνείον και όχι εις τας εκλογάς, τας οποίας ως περίοδον ανακουφιστικήν διέρχονται, αναμένοντες να ίδουν από ποίαν λεμονιάν θα πέσουν τα περισσότερα λεμόνια.

Όταν δε συνάζει κανείς τέτοιον ευώδη καρπόν, ημπορεί βέβαια ποτέ να μαλώσει;

Ούτε μαχαίρια ούτε μαχαιριές. Ούτε πιστόλια ούτε πιστολιές. Η νήσος αύτη είναι η μόνη ελληνική περιφέρεια όπου δεν ζει φυγόδικος. Νήσος της εργασίας και της χαράς.

Νήσος της εργασίας και της ευζωίας.

Νήσος της λεμονιάς και του χρυσού καρπού της.

Εις την Σύραν δεν υπάρχει κανένας πτωχός, εκτός ενός εκ των υποψηφίων, ον καλούσιν, ο φτωχός μας.

Όλαι αι εργατικαί οικογένεια του λαού παίρνουν 5 και 6 μισθούς ως επί το πλείστον.

Ο γέρων πατήρ θα είναι ναυτικός έχων την σύνταξίν του από το απομαχικόν ταμείον. Και συγχρόνως θυρωρός εις κανέν εργοστάσιον. Τα άρρενα εργάζονται ως θερμασταί εις τα ατμόπλοια ή ως σιδηρουργοί εις τα συνεργεία της Ατμοπλοϊκής εταιρείας. Ή θα δουλεύουν εις την ζωηροτάτην ανθράκευσιν.

Τα θήλεα πάλιν μισθοδοτούνται εργαζόμενα είτε εις τα κλωστήρια, είτε εις τα νηματουργεία και τα υφαντήρια. Δύο, τρεις δραχμάς το καθέν την ημέραν. Η μήτηρ τέλος θα μαγειρεύει το εσπερινόν δείπνον τραγουδούσα, και αναμένουσα να της φέρουν τα παιδιά της και τίποτε λεμόνια από την εκλογήν. Τέλος μόνον κανένας σακάτης και οι γέροντες μένουν αργοί εις τον τόπον αυτόν της εργασίας.

Εις μίαν τοιαύτην λοιπόν ανθούσαν εμπορικήν και πλουσίαν κοινωνίαν είναι πολύ φυσικόν με λεμονιές να παρομοιάζονται οι ισχυροί της ημέρας, οι τόσην ευωδίαν διαχέοντες με τα εκατομμύριά των εις την εύμορφον των Κυκλάδων Νύμφην, οπού την έχουν κάμει με τα στολίδια των σωστό καδράκι. Και είναι πολύ φυσικότερον ακόμη με λεμόνια να παραβάλλονται αι δυνάμεις εκάστου υποψηφίου, τα οποία έχουν τόσον χρυσούν προκλητικώτατον χρώμα.

Ο νοημενέστατος εκ των ευπατριδών της Ερμουπόλεως, εις εκ των υποψηφίων, συναντήσας άλλον τοιούτον, πρώτην φοράν εμφανιζόμενον, αλλά πλούσιον, τον εχαιρέτισε με όλην την χιώτικην ευπροσηγορίαν, και του είπε:

—Θα τις κουνήσουμε φέτος τις λεμονιές μας!…

Μερικών όμως υποψηφίων οι λεμονιές φαίνεται ότι δεν έχουν ακόμη καρπόν, αλλά μόνον πράσινα φύλλα.

Και ο μόνος πάλιν, οπού δεν έχει ούτε λεμονιά, είναι της επάνω Σύρου ο υποψήφιος, ένας ευφυέστατος και συμπαθητικώτατος, ο φτωχός αποκαλούμενος. Διότι εις την επάνω Σύρον είναι βραχώδες και άγονον το έδαφος, όπου ουδέ ένα πράσινο φύλλο δεν ευρίσκεται.

 

Ας κάμομεν σήμερον ένα καλόν περίπατον εις την πόλιν των καμινάδων, εις την πόλιν όπου ως μιναρέδες ζωής και εργασίας υψούνται κατά σειράν αι καπνοδόχοι των εργοστασίων του ελληνικού Μάντσεστερ. Πέραν της παραλιακής οδού, αφού περάσωμεν τας πλουσιοπαρόχους πάγκας των ιχθυοπωλείων, όπου ζωνταναί αυτήν την περίοδον, αι πρασινογάλαζοι ζαργάναι πηδούν σαν να είναι εις την θάλασσαν, αφού λάβομεν την προς την Ποσειδωνίαν οδόν, μαύρην από την ασβόλην, την οποίαν αφήνουν αι εκφορτώσεις του γαιάνθρακος, διασχίζοντες την μακράν σειράν των εκφορτωτών, σαντορινένων προπάντων, μαύρων από της ασβόλης, με ένα σακκί μαύρον επ’ ώμων ωσάν επενδύτην, θα συναντήσομεν κατά πρώτον έκθαμβοι τα παμμέγιστα εργοστάσια της Ατμοπλοϊκής εταιρείας, τέλεια εις τον καταρτισμόν και τον πλούτον των μηχανημάτων, όπου εις τα διάφορα διαμερίσματα αυτών εν μέσω τροχών συστρεφομένων και τροχίσκων, υπό τον γδούπον σιδηρών μηχανημάτων, εν μέσω κρότων των κινητηρίων μηχανών κεραυνοειδών, οι εργαζόμενοι μηχανουργοί και οι μαθητευόμενοι κατασκευάζουν όλα τα μηχανήματα, όσα χρησιμοποιούνται εις την κίνησιν ενός ατμοπλοίου, ενώ παρέκει, εις αίθουσαν πλέον ήσυχον, οι τορνευταί και τέκτονες κατεργάζονται από ευγενές ξύλον μαονίου όλα τα ανάκλιντρα των αιθουσών ενός αναπαυτικού ατμοπλοίου δι’ επιβάτας, και τας γλυπτάς θύρας των θαλαμίσκων και λοιπάς αυτών διακοσμήσεις. Απέξω, εις την μεγάλην δεξαμενήν των διακρίνεται ολόκληρος κολοσσός ατμοπλοίου, ιστάμενος εν αυτή ως επί εσχάρας ναυπηγείου, πανύψηλος και δυσανάβατος, όστις καθαρίζεται ίνα επαναρχίσει τα ταξίδια του.

 

Παραπέρα συναντώμεν δύο παμμέγιστα βυρσοδεψεία, πασίγνωστα και εις την Ευρώπην ακόμη, με όλα τα αναγκαιούντα μηχανήματα εις την κατεργασίαν των δερμάτων. Με αυλάς, με αιθούσας, με πλυντήρια, με στεγνωτήρια, με δεξαμενάς και λεκάνας, εν αις εμβαπτίζονται τα ακατέργαστα δέρματα, ων τα πλείστα έρχονται από την Νότιον Αμερικήν, ένθα αφθονούν αι αγελάδες. Με μύλους εν οις αλέθονται αι προς την κατεργασίαν χρήσιμοι ύλαι, βελανίδια και πεύκα και σχοίνος. Πόλις ολόκληρος τα δύο αυτά βυρσοδεψεία, εξάγονται τα διάφορα είδη των δερμάτων εις όλην την Ελλάδα, τας νήσους, και τα παράλια της Αντολής, από το χονδρόν πετσίον διά τους πάτους οπού ως σανίς είναι σκληρόν, μέχρι του ευώδους τελατινίου, και των εκλεκτών βιδέλων, τα οποία ιδού τα βλέπεις εις το στεγνωτήριον απλωμένα, γεμάτα από ευωδίαν, την οποίαν απέκτησαν μετά την κατάβρεξιν των εις τα όζοντα νερά των πρώτων υλών. Δωμάτια και αυλαί και περιοχαί διάβροχοι από νερά, ως εν πλημμύρα. Εις μίαν δε άκραν οι εργάται κολατσίζοντες με ψωμί και σταφύλι — ήτο ημέρα Τετάρτη. Τα βυρσοδεψεία αυτά είναι το μεν του Σαλούστρου — νυν Τσιροπινά —, το δε του κ. Παπαδάμ. Και τα δύο φορτωμένα από παράσημα χρυσά και αργυρά των διαφόρων Ευρωπαϊκών Εκθέσεων.

Εξ όλων των μηχανημάτων εντύπωσιν ισχυράν προκαλούσιν οι φοβεροί κόπανοι, οίτινες δι’ ατμού κινούμενοι καταφέρουσι τας τρομακτικάς πλήξεις των επί των δερμάτων, τα οποία αποσκληρύνονται ούτω και στερεοποιούνται και αποκτώσι το τελευταίον λούστρον, μεταβαλλόμενα εις έλασμα μετάλλινον. Εις το διαμέρισμα αυτό τόση είναι η προξενουμένη ταραχή, ώστε αδύνατον κανείς να ομιλήσει. Οι εργάται είναι πάμπολλοι, πλείονες των 150 εις το καθέν. Πάντες χίοι και κρήτες. Η εξαγωγή δε ανέρχεται εις τα 6 περίπου εκατομμύρια δρ. εις το καθέν. Το του Σαλούστρου βυρσοδεψείον διευθύνει από πεντηκονταετίας σχεδόν ο Αντ. Σαλούστρος, εξάδελφος του ιδρυτού, ον είδομεν επιβλέποντα τους εργάτας, ιστάμενον εν μέσω αυτών, με το παλτό του εξ υφάσματος Ρετσίνα, με το μαύρο καπέλο του, και με τον μαύρον ακόμη μύστακα, και με τα χέρια πίσω, εν ω οι κρότοι του ατμού και αι βρονταί των κοπάνων αποτελούσι μέσα εις το πανδαιμόνιον αυτό ένα ύμνον ατράνταχτον προς την εργασίαν, συνοδευόμενον πολύ ταιριαστά από τους μυκηθμούς των διαφόρων μηχανημάτων.

 

Όταν προσεγγίσαμεν εις το μέγα Νηματουργείον Νοστράκη και Ανδρεοπούλου, μία ευάρεστος μελωδία εξ αυτού εξερχομένη εισεχώρησεν εις τα ώτα, ωσάν να ετελείτο καμμιά πανήγυρις. Ήτο το τραγούδι των εν αυτώ εργαζομένων κορασίων, τα οποία κατά τας αναπαύσεις των γυμνάζονται εις την αρμονικήν μελωδίαν. Είναι η μελωδία αύτη η εύμορφος άνεσις της εργασίας, η οποία τόσον γλυκά και τόσον ευφραντικά απαντά προς την σκυθρωπήν και ωνειδισμένην αεργίην, την οποίαν πρώτος ο Ησίοδος ωνείδισεν εις παναρχαίους μυθικούς χρόνους. Είτα δε ο μέγας Απόστολος καταδίκασεν αυτήν εις τον δια πείνης θάνατον, αναφωνήσας το περίφημον, «αργός μη εσθιέτω».

Είναι πολύ ψυχαγωγική η επίσκεψις του εργοστασίου αυτού. Εν αυτώ θα ίδεις εις ποίαν υψηλήν βαθμίδα αντιλήψεως ημπορεί να εξαρθεί διά της ανθρωπίνης προσπαθείας από Θεού λαβούσης την τοιαύτην δύναμιν, η πενιχρά και ευτελής κατεργασία του βάμβακος και του μαλλίου, εν τη νηπιώδει καταστάσει των ελληνικών χωρίων, όπου η κακομοίρα η γραία παιδεύεται ημέραν και νύκτα, πότε με την ανεμοδούραν, πότε με την ανέμην, και τα μασούρια της, πότε με τα λανάρια της, και πότε με το κτένι, έως ου κατορθώσει, ύστερα από τόσους κόπους, να έμβει εις το υφαντήριόν της, εις ένα σκοτεινόν συνήθως υπόγειον, εις το εργαλειό, και να αρχίσει να υφαίνει.

Να ιδείτε με ποίαν αγαλλίασιν εν μέσω βροντών μαλακών μηχανών εκκοκκίζεται ο βάμβαξ, μεταβαλλόμενος αίφνης εις ρολέ. Να ιδείτε τί διασκεδαστικόν το λανάρισμα. Πόσον ογλήγορα και τραγουδιστά συστρέφονται οι κλώστρες, τα μασούρια και η ανέμη με τις τυλιγαδιές της, και ύστερον τα πακέτα τα τετράγωνα εκείνα, τα περιέχοντα το έτοιμον πλεόν νήμα. Να ιδείτε πόσον διασκεδαστικά πλέκεται το γαϊτάνι. Μόνον ο χορός λείπει. Αλλά γίνεται και αυτός, πλην αοράτως, χωρίς άλλο, μέσα εις την φαντασίαν των κοριτσιών. Οκτώ ζεύγη μασουρίων το πλέκουν, τα οποία χορεύουν τις καντρίλιες. Κοράσια διευθύνουν επιδέξια τις κλωστές και συνδέουν αστραπηδόν τας κοπτομένας, ενώ ο τροχός του μηχανήματος γυρίζει αόρατος εκ της ταχύτητος. Εν αυτώ υπάρχει και τμήμα βαφείου, εν ω βάφονται τα διάφορα χρωματιστά νήματα, τα οποία χρησιμεύουν δια τας προίκας των ελληνικών οικογενειών.

 

Μεγάλη κίνησις γίνεται και εις το εμπόριον των Κίτρων της Νάξου και της Κρήτης, άτινα καταλλήλως παρασκευαζόμενα αποστέλλονται εις Αγγλίαν και Αμερικήν. Τα καθαρίζουν εκεί όταν φθάσουν, τα ξαλμυρίζουν και δι’ αυτών κατασκευάζουν κομπόστας διαφόρους, αι οποίαι είναι απαραίτητοι δι’ εν αγγλικόν πρόγευμα· τα προτιμούν δε τα κίτρα τα ελληνικά, διότι είναι παχύτερα και ευχυμώτερα. Όλα εκείνα τα βαρέλια, που είδαμεν προ του τελωνείου χθες, είναι πλήρη κίτρων, έτοιμα προς επιβίβασιν εις το αναμενόμενον να καταπλεύσει ατμόπλοιον.

Εξαγωγή μεγάλη γίνεται εις Σάμον και άλλας νήσους της Ανατολής και ειδών εκ των χρησιμευόντων εις το άγιον Βάπτισμα, των Βαπτιστικών καλουμένων, των οποίων την προετοιμασίαν επιτηδεύεται ένα μέγα Εργοστάσιον, εν ω ευρίσκεις όλα τα παιδικά είδη· όχι μόνον τα κατάλευκα εκείνα φορεματάκια και κουκούλια οπού θα χρησιμεύσουν εις το Βάπτισμα, αλλά και άλλα διάφορα φορεματάκια και παιγνιδάκια. Υποκαμισάκια, παντελονάκια, καπελάκια, κουκάκια, σακκίτσες, ομβρελίτσες κλπ.

 

Αλλά το Εργοστάσιον του κ. Παπαδάμ εις παραγωγήν του λινελαίου είναι άξιον τωόντι ιδιαιτέρας περιγραφής, διότι είναι το μόνον εν Ελλάδι, το παράγον το πολύχρηστον, ιδίως διά την των χρωμάτων προετοιμασίαν, μπιζίρ. Τούτου μεγάλη κατανάλωσις γίνεται μάλιστα εις την ναυτιλίαν. Εν τω εργοστασίω τούτω εκτελείται η κίνησις δια του ηλεκτρισμού μόνον, μη επιτρεπομένου άλλου κοινού φωτός, διότι η εργασία αύτη γίνεται δια βενζίνης και άλλων ευφλέκτων υλών. Διαιρείται δε εις πολλά διαμερίσματα. Κατά πρώτον ο λινόσπορος εκκοκκίζεται, είτα κόπτεται εις το μηχάνημα εκείνο, το οποίον εις Γερμανίαν κατασκευασθέν, εις τα εργοστάσια του Κρουπ, είναι τελειότατον· κόπτει δε 500 οκάδας λινοσπόρου καθ’ ώραν. Το κοπτόμενον πίπτει εντός του διυλιστηρίου, όπερ ωσάν λέβης ατμοπλοίου αναβράζει. Η μηχανή αύτη έχει την ιδιότητα να αποχωρίζει το έλαιον από τον λινόσπορον, το οποίον πάλιν έπειτα καθαρίζεται δια της βενζίνης, και απομένει τέλος καθαρόν το λινέλαιον, έτοιμον εις χρήσιν, αποθηκευόμενον εις δύο δεξαμενάς. Αλλά και τα υπολείμματα χρησιμοποιούνται ως τροφή των γαλακτοφόρων ζώων, αιγών και αγελάδων· το δε δια τοιαύτης τροφής παραγόμενον γάλα είναι παχύτατον. Παράγει το ολιγώτερον 1.000 οκάδ. την ημέραν λινέλαιον. Αλλ’ αι δαπάναι είναι μέγισται, διότι ο λινόσπορος έρχεται εκ Βομβάης. Και ούτω χρησιμοποιούνται κεφάλαια 100 χιλ. δραχμών καθ’ εκάστην. Εις μίαν δε εκ των αιθουσών του κατά σειράν εκτίθενται τα διάφορα είδη της παραγωγής του. Σκούρα δια την ναυτιλίαν, και άλλα λευκά διαυγέστατα προς άλλας λεπτοτέρας εργασίας. Υπάρχει εν αυτώ και διαμέρισμα, εν ω είναι κατηρτισμένον ένα τέλειον χημείον, ένθα δοκιμάζεται η ποιότης και η δύναμις του λινοσπόρου. Εν τω χημείω τούτω αναλύονται τα διάφορα αποστελλόμενα είδη του λινοσπόρου, και γίνονται διάφοροι σκευασίαι και παραγωγαί ποικίλων ειδών λινελαίου. Το χημείον τούτο διευθύνει ένας ευφυέστατος και δραστηριώτατος νέος, ο κ. Γλυνός.

Είδομεν και άλλο εργοστάσιον, το οποίον τώρα κτίζεται, το μέγα Νηματουργείον, εν ω θα κατασκευάζονται τα λεπτά νήματα.

 

Ζωηροτάτη όμως είναι η κίνησις της ανθρακεύσεως. Η Σύρος είναι η κεντρική και μόνη αποθήκη ανθρακεύσεως εν Ανατολή. Όλα τα ατμόπλοια τα μεταφορικά, μικρά και μεγάλα, και όσα κατευθύνονται από την Δύσιν προς τον Εύξεινον, και όσα κατέρχονται από τον Εύξεινον πλέοντα προς την Δύσιν, θα περάσουν από την Σύρον προς ανθράκευσιν. Ο μεγαλύτερος αντιπρόσωπος εν των ανθρακεμπορίω είναι ο κ. Αντ. Μαυρογορδάτος, ου αι μεγάλαι κατάμαυροι αποθήκαι απ΄της ασβόλης, ως εν μέσω καπνού, ευρίσκονται εις αένανον κίνησιν. Πλέον των 150 χιλ. τόνων ανθράκων εκ των καλλιτέρων αγγλικών ανθρακωρυχείων εξοδεύει κατ’ έτος ο οίκος ούτος, όστις αντιπροσωπεύει πέντε μεγάλας Ατμοπλοϊκάς εταιρείας. Διεξάγει ούτος και το εμπόριον της πυρίτιδος και δυναμίτιδος. Κατάμαυροι οι σαντορινιοί εκφορτωταί, με τους σάκους κενούς επ’ ώμου, με το πτύον εις χείρας, αναμένουσι κάθε ημέραν τον κατάπλουν των μεγάλων ανθρακοφόρων ατμοπλοίων, τα οποία δεξιώτατα αναγνωρίζουσι, μόλις εμφανισθούν προ του λιμένος, και τα χαιρετίζουν με μίαν φωνήν χαράς όλοι:

—Καρβουνάς!

Όταν δε διακρίνουν ότι δεν είναι καρβουνάς, φωνάζουν:

—Σταράς!

Ατμόπλοιον δηλαδή με φορτίον σιτηρών.

Αλλά το μέγα υφαντήριον Λαδοπούλου κινεί τον θαυμασμόν μας εξαιρετικόν και έντονον. Είναι το μόνο εν Ελλάδι και εν Αντολή. Εν παμμεγίστη αιθούση βλέπεις δι’ ατμού κινουμένους 65 ιστούς —αργαλειούς— περί έκαστον δ’ εξ αυτών ίστανται ανά 5 κοράσια οπού διευθύνουν την εργασίαν. Εν όλω έως 300 κοράσια με την χαράν εις το πρόσωπόν των εργάζονται εν τη αιθούση ταύτη των ιστών, αμειβόμενα από 50 λ. έως 3 δραχ. την ημέραν. Την περιέργειαν κινεί το χυλωτήριον με τις βούρτσες του και το στεγνωτήριον. Η εργασία είναι επτάωρος, παράγονται δε κατ’ αυτήν έως 6 χιλ. πήχεις πανίου. Θαυμάσιαι όμως και εκλεκταί αι κατασκευαζόμεναι πετσέτες, και τα χρωματιστά πανιά του πολύ εύμορφα και πολύ ελκυστικά. το εν ενεργεία κεφάλαιον του εργοστασίου ανέρχεται περί το εν εκατομμύριον. […]

 

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, «Εις την Σύρον (1902)», Με του βορηά τα κύματα. Ταξίδια, περιγραφαί, εντυπώσεις, Αθήνα 1902