Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η πρώτη του εντύπωση για την Αλεξάνδρεια, όπως την περιέγραψε [ο Ε.Μ. Φόρστερ] στη μητέρα του, ήταν συγκρατημένη και συγκαταβατική και προερχόταν από μια έρευνα του 1909, η οποία αναφέρει ευθέως: «Όλα τα ζητήματα της επιστήμης, της τέχνης και της αρχαιολογίας ασφυκτιούν κάτω από την επίπονη εμπορική δραστηριότητα της πόλης. Η κατάσταση του εμπορίου και οι συναλλαγές, η κίνηση τίτλων και μετοχών αποτελούν καθημερινά το βασικό θέμα συζήτησης στις λέσχες, στους δρόμους, στις παραλίες, στα τραμ, στα τρένα· κοντολογίς, παντού σε αυτή την πόλη που κάποτε ήταν το πεδίο θανάσιμων αντιπαραθέσεων για διάφορες θρησκείες και αιρέσεις, και τώρα είναι δοσμένη καθολικά και ολόψυχα στη λατρεία της μοντέρνας θεότητας του Μαμωνά, που απαιτεί αποκλειστική αφοσίωση από τους οπαδούς του».

Είναι γνωστό πως οι τουρίστες δεν έδιναν μεγάλη σημασία στην Αλεξάνδρεια. «Φτάνουν στο Δυτικό Λιμάνι, αποβιβάζονται και φεύγουν άρον άρον για το Κάιρο, που έχει περισσότερο ήλιο και είναι λιγότερο βροχερό, με περισσότερα αξιοθέατα και λιγότερες εμπορικές συζητήσεις. Δεν παραμένουν στην Αλεξάνδρεια για να εμβαθύνουν στην ελληνοαιγυπτιακή τέχνη· και μετά από μια μέρα ανεμελιάς στην οδό Σερίφ Πασά βιάζονται να φύγουν νότια. Γι’ αυτό και η Αλεξάνδρεια είναι πληκτική τον χειμώνα — εποχή κατάλληλη για τουρισμό στην Αίγυπτο. Αλλά το καλοκαίρι, που η ζέστη στο Κάιρο δεν υποφέρεται, χιλιάδες παραθεριστές από συγκεκριμένα κοινωνικά στρώματα εξορμούν από την πρωτεύουσα προς τις ακτές της Μεσογείου για δυο και τρεις μήνες. Συνεπώς, αυτή είναι η καλή εποχή της Αλεξάνδρειας. Αλλά ενώ οι τουρίστες ξοδεύουν αφειδώλευτα, οι Αλεξανδρινοί, εξοικειωμένοι με τις τρέχουσες τιμές, είναι πιο συγκρατημένοι. Οι καλοκαιρινοί επισκέπτες είναι στο σύνολό τους εξουθενωμένοι υπάλληλοι από το Κάιρο με ολιγοήμερες άδειες, επιχειρηματίες από την πρωτεύουσα που δεν μπορούν να ξεφύγουν για λίγο στην Ευρώπη, και μια συγκεκριμένη τάξη Λεβαντίνων που επιστρέφουν μονίμως στο Κάιρο πλουσιότεροι από ό,τι έφυγαν». Ακόμα και τότε τα μέσα αναψυχής ήταν λίγα, κι έτσι «το μπάνιο αποτελεί την κύρια διασκέδαση».

Εάν υπήρχε ελπίδα διαφυγής από αυτή τη βαρβαρότητα και τη μονοτονία, όπως απεγνωσμένα πρότεινε η έρευνα, ήταν να ανακαλυφθούν τα απομεινάρια του παρελθόντος. Στα τέλη του περασμένου αιώνα το έδαφος υποχώρησε σε ένα σημείο κοντά στη Στήλη του Πομπήιου όπου έβοσκαν γαϊδούρια, αποκαλύπτοντας τις κατακόμβες του Κομ ελ-Σουγκάφα, όπου αλλόκοτα γλυπτά μαρτυρούσαν τη μέθεξη και συγχώνευση κλασικών και αρχαίων αιγυπτιακών δοξασιών. Χάρις σε αυτές τις ανακαλύψεις «είναι πιθανόν σε λίγα μόλις χρόνια η αναγέννηση της Αλεξάνδρειας να μην είναι πια αμιγώς εμπορική αλλά αρχαιολογική, καθώς και καλλιτεχνική».

Στην πραγματικότητα, οι Αλεξανδρινοί δεν ενοχλούνταν καθόλου να παρακάμπτονται από τους τουρίστες και να νιώθουν πως δεν ανήκουν απόλυτα στην Αίγυπτο. Αναγκάζονταν να επισκέπτονται το Κάιρο για δουλειές ή για πολιτικά ζητήματα, αλλά κοιτούσαν αφ’ υψηλού τις ίντριγκες, το κυνήγι μιας θέσης και την ατμόσφαιρα νεοπλουτισμού της πρωτεύουσας. Η Αλεξάνδρεια ούτε ιδρύθηκε από τους Άραβες ούτε ήταν η έδρα της βρετανικής διοίκησης· παρ’ όλη την εθνικιστική και θρησκευτική αντιπαλότητά τους, οι ξένες κοινότητες της Αλεξάνδρειας είχαν χτίσει μόνες τους την πόλη, οι οικογένειές τους σε πολλές περιπτώσεις ήταν εγκατεστημένες εκεί για πολλές γενιές, και οι πολίτες, με το δίκιο τους, αισθάνονταν αυτή την ιδιαίτερη υπερηφάνεια για τη δική τους πόλη-κράτος. «Όσον αφορά την κοινωνική διάρθρωση και τις γενικότερες πλευρές της ζωής στην Αλεξάνδρεια», συνέχιζε η ίδια έρευνα του 1909, «παρατηρείται εκτεταμένη πληθυσμιακή μείξη. Στις κατώτερες τάξεις, τα αιγυπτιακά και ξένα στοιχεία αναμειγνύονται με τρόπο αδιανόητο για το Κάιρο· στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, επίσης, καταφέρνουν να ζουν ο ένας δίπλα στον άλλο, αρμονικά — μια ευχάριστη κατάσταση που πρέπει μάλλον να αποδοθεί στην ύπαρξη τοπικής αυτοδιοίκησης». Η Αλεξάνδρεια υπήρξε η πρώτη αυτοδιοικούμενη πόλη στη Μέση Ανατολή. Ο Δήμος της ιδρύθηκε το 1890, ενώ το Κάιρο απέκτησε τοπική αυτοδιοίκηση μόλις το 1947 — «και χωρίς στρατιές κυβερνητικών αξιωματούχων. Η πολιτική, για τους ίδιους μάλλον λόγους, παίζει έναν σχετικά ασήμαντο ρόλο στην καθημερινή ζωή».

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν ο πληθυσμός της Αιγύπτου ήταν σχεδόν δεκατρία εκατομμύρια (σε σύγκριση με τα εβδομήντα εκατομμύρια σήμερα), περίπου διακόσιες χιλιάδες από τους κατοίκους της χώρας ήταν αλλοδαποί. Συνολικά, ο πληθυσμός της Αλεξάνδρειας πλησίαζε το μισό εκατομμύριο, ενώ του Καΐρου ήταν διπλάσιος· ωστόσο, ήταν η μικρότερη πόλη που αποτελούσε πατρίδα περίπου των μισών ξένων που ζούσαν στην Αίγυπτο. Οι περίπου τριάντα χιλιάδες Έλληνες και είκοσι χιλιάδες Ιταλοί έδιναν στην πόλη-λιμάνι την ξεχωριστή μεσογειακή ατμόσφαιρα.

Αλλά η υπηκοότητα και η εθνική καταγωγή δεν συνέπιπταν πάντοτε. Είκοσι πέντε τοις εκατό όσων θεωρούνταν Έλληνες, για παράδειγμα, δεν ήταν Έλληνες πολίτες. Με το ξέσπασμα του πολέμου, πολλοί κάτοικοι που ήταν Οθωμανοί υπήκοοι, συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων, των Αρμενίων, των Συρολιβανέζων, και των Εβραίων βρέθηκαν ξαφνικά απάτριδες, ή λογαριάζονταν ως Ρώσοι, Βούλγαροι, Ιρανοί, Βορειοαφρικανοί ή Αιγύπτιοι. Κάποιες ξένες δυνάμεις, και ειδικά η Γαλλία, στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την επιρροή τους στην Αίγυπτο, πούλησαν ή, άλλως, παραχώρησαν σχετικά έγγραφα, ενώ πολλοί Βρετανοί πολίτες ήταν από τη Μάλτα, το Γιβραλτάρ ή την Κύπρο. Βέβαια, στην Αλεξάνδρεια ο αριθμός όσων δεν ήταν Αιγύπτιοι ήταν μεγαλύτερος από τα επίσημα στοιχεία, και ανερχόταν περίπου στο ένα τρίτο του πληθυσμού.

Ως προς το θρήσκευμα, υπήρχε ανάλογη ποικιλία στην πόλη. Οι χριστιανοί αντιπροσωπεύονταν από τους Έλληνες ορθόδοξους, από τους Σύρους Ελληνορθόδοξους, από κόπτες ορθόδοξους και την Αρμενική Εκκλησία, από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και, σε επαφή με τη Ρώμη, από τους Μαρωνίτες, τους Έλληνες καθολικούς, τους κόπτες καθολικούς, τους Αρμένιους καθολικούς, και τις Καθολικές Εκκλησίες των Χαλδαίων, ενώ οι προτεστάντες προσκολλήθηκαν στους πρεσβυτεριανούς, τους αγγλικανούς και άλλες αιρετικές Εκκλησίες. Σχεδόν όλοι οι Εβραίοι της Αιγύπτου, εξήντα χιλιάδες την εποχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ζούσαν σε δύο μητροπόλεις: περίπου είκοσι πέντε χιλιάδες στην Αλεξάνδρεια και τριάντα χιλιάδες στο Κάιρο. Το ένα τρίτο των Εβραίων ήταν Αιγύπτιοι πολίτες, και σχεδόν το ένα πέμπτο ξένοι υπήκοοι (συχνότερα Ιταλοί, ιδιαίτερα η ανώτερη τάξη Σεφαρντίμ Εβραίων της Αλεξάνδρειας, αλλά και Γάλλοι και Βρετανοί), ενώ σχεδόν οι μισοί ήταν απάτριδες. Οι χριστιανοί, οι Εβραίοι και οι μουσουλμάνοι είχαν ο καθένας τις εκκλησίες, τις συναγωγές και τα τζαμιά τους στην πόλη.

«Κάποιος θα έτεινε να πιστέψει πως τέτοια ποικιλία φυλών, γλωσσών, θρησκειών και τρόπου ζωής δεν μπορούσαν να συνθέσουν μια πόλη όπου οι βασικές της ιδιότητες ήταν ακριβώς η ανοχή και ο αμοιβαίος σεβασμός», έγραφε ο Εβαρίστο Μπρέτσα, διευθυντής του Ελληνορωμαϊκού Μουσείου, στον οδηγό του για την αρχαία και σύγχρονη πόλη, Alexandrea ad Aegyptum, που κυκλοφόρησε στην Γαλλία πριν από τον πόλεμο, το 1914, και εκδόθηκε στα αγγλικά το 1922. «Η Αλεξάνδρεια, ωστόσο, αποτελεί απόδειξη ότι η μεγάλη προκατάληψη και το φυλετικό μίσος, ο υπέρμετρος σωβινισμός κι ο θρησκευτικός φανατισμός μπορούν να μετριαστούν, ή και να εκλείψουν, όταν μια φυλή ή μια εθνότητα έχει την ευκαιρία να ζήσει σε καθημερινή επαφή με άλλες φυλές και εθνότητες. […] Ο καθένας διατηρεί το πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό ιδεώδες του, αλλά όλοι τους σέβονται τα ιδεώδη των άλλων, και κανένας δεν επιμένει ότι το δικό του είναι το καλύτερο ή το ευγενέστερο και ότι θα έπρεπε να κυβερνά τον κόσμο».

Στην ενδοχώρα, πέρα από τα νερά της λίμνης Μαριούτ, της αρχαίας Μαρεώτιδος, εκτείνεται η Αίγυπτος, από την οποία η κοσμοπολίτικη πόλη παρέμενε απομονωμένη. Η Αλεξάνδρεια, ως τίτλος στον οδηγό του Μπρέτσα, θύμιζε στους αναγνώστες του ότι ήταν ad Aegyptum και όχι in Aegyptum, στο έδαφος δηλαδή της Αιγύπτου χωρίς ωστόσο να ανήκει σε αυτή, διάκριση που ίσχυε τόσο για τη σύγχρονη όσο και για την αρχαία πόλη. Οι ξένες κοινότητες μάθαιναν μόνο αρκετά «αραβικά της κουζίνας» για να δίνουν εντολές στους μαγείρους και τους υπηρέτες, ενώ από την πλατεία Μεχμέτ Αλή και κατά μήκος της οδού Σερίφ Πασά στο κέντρο της πόλης, και ανατολικά κατά μήκος της οδού Ροζέττης μπροστά από το καλαίσθητο Καρτιέ Γκρεκ και πέρα έως τις προαστιακές βίλες του Ράμλι μπορεί να συναντούσες κανένα αιγυπτιακό καθαριστήριο, αλλά σπάνια θα έβλεπες αιγυπτιακό μαγαζί.

Αν εξαιρέσει κανείς τη μειονότητα των εξευρωπαϊσμένων και εύπορων Αιγυπτίων, ο φτωχότερος ντόπιος πληθυσμός, που υπερτερούσε αριθμητικά, διέμενε κυρίως δυτικά της πλατείας Μεχμέτ Αλή στον λαβύρινθο της παλιάς τουρκικής πόλης, ή δίπλα στις χαμηλότερες ευρωπαϊκές τάξεις στους στενούς και γεμάτους πολυκατοικίες δρόμους προς τη Στήλη του Πομπήιου, και νοτιοδυτικά, στην τοποθεσία Ρακώτις, το αιγυπτιακό συνοικισμό των ακτοφυλάκων και των γιδοβοσκών που γνώριζε κι ο Μέγας Αλέξανδρος όταν ίδρυσε τη μητρόπολή του σε αυτή την αφρικανική ακτή το 331 π.Χ. Όπως και στην αρχαία ελληνιστική πόλη, έτσι και στη νέα Αλεξάνδρεια του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού, ο «ξένος» πληθυσμός ήταν ουσιαστικά οι απλοϊκοί Αιγύπτιοι, ξεριζωμένοι από τη γη τους με δέλεαρ την οικονομική δραστηριότητα των υπερπόντιων ιδρυτών της Αλεξάνδρειας, την κουλτούρα των οποίων δύσκολα θα μπορούσαν να μοιραστούν.

Το βλέμμα της Αλεξάνδρειας ήταν στραμμένο προς τη θάλασσα και η πόλη ανήκε στον κόσμο της Μεσογείου όπως η Νάπολη, η Γένοβα, η Μασσαλία και η Αθήνα. Τα γαλλικά έγιναν η lingua franca της στις αρχές του 20ού αιώνα, όπως και τα αγγλικά ως ένα σημείο αργότερα, όμως, όπως μπορείτε να δείτε και στις παλιές επιτύμβιες πλάκες, στα ξένα νεκροταφεία, τα ιταλικά υπήρξαν πρωτύτερα η κοινή λαλιά. «Robe vecchie! Bottiglie!» («Παλιά ρούχα! Μπουκάλια!) φωνάζουν ακόμα και σήμερα στους δρόμους οι πλανόδιοι Αλεξανδρινοί έμποροι.

Οι Έλληνες αποτελούσαν το μεγαλύτερο ποσοστό των Ευρωπαίων της Αλεξάνδρειας, ελέγχοντας με το εμπορικό τους δαιμόνιο τη διακίνηση των οπωροκηπευτικών, τα επεξεργασμένα τρόφιμα, τη βιομηχανία των αναψυκτικών, τα οινοπνευματώδη και τα τσιγάρα, τον εκκοκκισμό και την εξαγωγή βάμβακος. Αλλά η πόλη οικοδομήθηκε από Ιταλούς, που, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη κοινότητα, ήταν οι αρχιτέκτονες και οι μηχανικοί της σύγχρονης Αλεξάνδρειας. «Οι δρόμοι μεταξύ του λιμανιού και του σιδηροδρομικού σταθμού θα μπορούσαν να είχαν εισαχθεί από τη Νάπολη», έγραψε ο περιηγητής Ντάγκλας Σλάντεν το 1910, περιγράφοντας την πόλη που αναγεννήθηκε από τις εμπρηστικές ταραχές και τον βρετανικό βομβαρδισμό του 1882 — στην πραγματικότητα, οι δρόμοι είχαν σχεδόν στην κυριολεξία εισαχθεί, καθώς οι πλάκες είχαν τοποθετηθεί από εργάτες από τη Σικελία και τη νότια Ιταλία. «Η Αλεξάνδρεια είχε δύο λιμάνια χωρισμένα από μια αμμώδη γλώσσα ξηράς, που ήταν το Επταστάδιον των Πτολεμαίων. Το ανατολικό είναι ο όμορφος κυκλικός κόλπος γύρω από τον οποίο αναπτύσσεται η νέα Αλεξάνδρεια — ένας δεύτερος κόλπος της Νάπολης. Το δυτικό, ο Εύνοστος, ή το ασφαλές αγκυροβόλιο των [αρχαίων] Ελλήνων, είναι ένα εμπορικό λιμάνι με μεγάλη κίνηση που θυμίζει το λιμάνι της Γένοβας, κι εκεί η ανατολίτικη ζωή είναι παρούσα στον βαθμό που μπορεί να είναι σε ένα από τα λιμάνια της Ιταλίας». Στη διώρυγα Μαχμουντίγια, τέλος, που περιβρέχει τα νώτα της πόλης, «οι ρημαγμένες βίλες δίνουν την εντύπωση ενός από τα πιο ωραία πίσω κανάλια της Βενετίας, που έχουν παλάτια με κήπους, αρκεί μόνο η Βεντία να είχε και τζαμιά». Συνοψίζοντας, ο Σλάντεν αναφέρει ότι «η Αλεξάνδρεια είναι μια ιταλική πόλη: η βλάστησή της θυμίζει Ιταλία· έχει αγριολούλουδα. Το κλίμα της είναι σχεδόν ιταλικό· έχει ανέμους και βροχές όπως και έντονα γαλάζιο ουρανό. Οι δρόμοι της είναι εντελώς ιταλικοί· και τα ιταλικά είναι η βασική της γλώσσα. Ακόμα και τα ερείπιά της είναι ρωμαϊκά. Εάν δεν υπήρχε το τζαμί του Καΰτ Μπέη, εκεί όπου έπρεπε να βρίσκεται ο Φάρος, και κάποιοι λιγοστοί μιναρέδες στη λωρίδα της παλιάς Αλεξάνδρειας, ανάμεσα στα δύο κάστρα, δεν θα πίστευες πως βρίσκεσαι σε μια πόλη του Ισλάμ».

Ωστόσο, οι χειροπιαστές μνήμες της ιστορικής πόλης που ήταν κάποτε το κέντρο του Δυτικού πολιτισμού, ήταν παντελώς, ή σχεδόν παντελώς, απούσες, ενώ, αντίθετα, το παρελθόν στεγαζόταν στην αλεξανδρινή φαντασία σε βαθμό ασυνήθιστο. Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη, οι αρχαίες αντίζηλές της, κατοικήθηκαν συνεχώς από την αρχαιότητα και διατηρούν στα μνημεία τους μια απτή ιστορική μνήμη. Αλλά η Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων είχε καταπλακωθεί από τα κτίσματα των Ρωμαίων και των Βυζαντινών, και, πάλι, στα χρόνια της παρακμής από τους Άραβες. Μια τεράστια ανακύκλωση υλικών ενεπλάκη στην όλη διαδικασία, με στρώματα ερειπίων να αθροίζονται μέσα στους αιώνες, προτού ο τόπος εγκαταλειφθεί τελείως, με εξαίρεση την τουρκική πόλη στο φραγμένο με λάσπη Επταστάδιον, όπου δεν υπήρχε κανένα ιστορικό ενδιαφέρον για να καταστραφεί ή να διατηρηθεί. Εκεί όπου υπήρχαν κάποτε δρόμοι που σε θάμπωναν με το μάρμαρο, σε βαθμό που οι Άραβες ιππείς του Αμρ Ιμπν αλ-Ας χρειάστηκε να προστατεύσουν τα μάτια τους καθώς έμπαιναν στην πόλη το 642, ο Ναπολέων βρήκε μόνο τη Στήλη του Πομπήιου, τους οβελίσκους στο Καισάρειον (τις «Βελόνες της Κλεοπάτρας»), μερικούς κίονες, πιθανόν από το αρχαίο Γυμνάσιον, και ένα μέρος του ρωμαϊκού τείχους στην ανατολική ακτή το οποίο είχε παραμείνει στην επιφάνεια, έτσι ώστε η Αλεξάνδρεια έμοιαζε με τεράστιο και σιωπηλό νεκροταφείο.

Ραγδαία ανάπτυξη ακολούθησε την ανοικοδόμηση της πόλης, και ο Μπρέτσα αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως «οι σημερινοί Αλεξανδρινοί κατηγορήθηκαν πως αγνόησαν ή αμέλησαν τα απομεινάρια του ένδοξου παρελθόντος της πόλης τους, καθώς η πυρετική τους δραστηριότητα στην ισοπέδωση και την ανέγερση νέων κτισμάτων είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν ή να καλυφθούν ανεκτίμητα μνημεία, πιθανόν δια παντός». Πολλά από τα ευρήματα ήρθαν τυχαία στο φως από εργασίες θεμελίωσης, όμως, σε κάθε περίπτωση, όπως διευκρινίζει και ο Μπρέτσα, υπήρχαν λιγοστές ενδείξεις όπου βασίστηκαν συστηματικές ανασκαφές: «Όσον αφορά την ολοκληρωτική καταστροφή των οικοδομημάτων της και την ασάφεια της τοπογραφίας της, η Αλεξάνδρεια, δυστυχώς, προηγείται έναντι οποιασδήποτε άλλης μεγάλης πόλης του αρχαίου κόσμου». Υπάρχουν περιγραφές της εποχής εκείνης, οι πιο γνωστές και λεπτομερείς αυτές του Στράβωνα, που επισκέφθηκε την πόλη το 24 π.Χ., αλλά, παρά τους αναφερόμενους ναούς, τα μνημεία και τα παλάτια, ήταν ανέκαθεν σχεδόν αδύνατο να καθορίσει κανείς την ακριβή τοποθεσία τους, με αποτέλεσμα μέχρι σήμερα το περίφημο Μουσείον και η Βιβλιοθήκη, όπως επίσης και το Σώμα, ο τάφος του Αλέξανδρου, να έχουν ξεφύγει από την αρχαιολογική σκαπάνη, η δε θέση τους να παραμένει αντικείμενο εικασίας.

Κι όμως καμία άλλη πόλη στον κόσμο δεν έχει τόσο αλάνθαστη και ανθεκτική μορφή: δύο κορυφογραμμές από ασβεστόλιθο εκτείνονται παράλληλα με την ακτή, και η μεν εσωτερική γραμμή καθορίζει σταθερά την Αλεξάνδρεια απέναντι στην ασταθή πρόσχωση της Αιγύπτου, ενώ η εξωτερική λειτουργεί σαν κυματοθραύστης και προσφέρει στην Αλεξάνδρεια τα δύο λιμάνια της. Είναι ένα μοναδικό και άχρονο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, που ο Αλέξανδρος, εάν επέστρεφε, θα μπορούσε ακόμα να το αναγνωρίσει. Ο Πλούταρχος διηγείται πως ο Αλέξανδρος οδηγήθηκε σε αυτή την τοποθεσία από ένα όνειρο, στο οποίο ένας γκριζομάλλης άνδρας με σεβάσμιο παρουσιαστικό στεκόταν δίπλα του απαγγέλλοντας από το δ της Οδύσσειας:

Υπάρχει ένα νησί στην ορμητική θάλασσα, που το ονομάζουν
Φάρο, και βρίσκεται κοντά στην Αίγυπτο.

Ο Αλέξανδρος ξύπνησε την επομένη και επισκέφθηκε αμέσως τον Φάρο. Όταν είδε τα φυσικά πλεονεκτήματα που διέθετε το μέρος, δήλωσε πως ο Όμηρος, πέρα από τις άλλες θαυμαστές του αρετές, ήταν και οξυδερκής αρχιτέκτονας, και διέταξε να χτιστεί εκεί μια μεγάλη και πολυάνθρωπη ελληνική πόλη, η πρώτη που θα έφερε το όνομά του.

Η αίσθηση ότι κατοικείς ένα παρόν που πήρε μορφή από το παρελθόν συνεχίζεται όσο βαδίζεις στον κύριο οδικό άξονα της πόλης, και συνειδητοποιείς, καθώς η στεριά καταλήγει ομαλά στο Δυτικό Λιμάνι, πως ακολουθείς τη σπονδυλική στήλη της εσωτερικής γραμμής κατά μήκος του αρχαίου δρόμου, της Κανωπικής οδού. Πράγματι, η πιο συστηματική έρευνα που ολοκληρώθηκε τον 19ο αιώνα, όπως αυτή του Μαχμούντ ελ-Φαλάκη και του δρος Τάσου Νερούτσου, αφορούσε το ρυμοτομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης και τη σχέση της με τη σύγχρονη, έτσι ώστε, όταν ο Μπρέτσα αναρωτιόταν στον πρόλογο του οδηγού του τι απέγινε «η θορυβώδης πόλη όπου κανείς δεν τεμπέλιαζε, όπου οι καλλιτέχνες, οι ποιητές, οι φιλόσοφοι και οι κριτικοί ασκούσαν την εκλεπτυσμένη τους διάνοια, όπου η αγάπη του κέρδους εξισωνόταν μόνο με τη φιληδονία, και όπου οι γυναίκες ήταν τόσο όμορφες όσο και εύθραυστες», πίστευε πιθανόν πως μπορούσε να ανακαλυφθεί εκ νέου τριγύρω του στους δρόμους της κοσμοπολίτικης πόλης.

Μάικλ Χάαγκ, Αλεξάνδρεια. Η πόλη της μνήμης, μτφρ. Δημήτρης Στεφανάκης, Αθήνα, Ωκεανίδα 2005, σ. 31-39.