Πλοήγηση

Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤο χρονικό του Πόρτο Λεόνε
Τούτη η νταντελένια γλώσσα της στεριάς, που τη φιλούν τα κύματα και τη λούζει το ξανθορόδινο φως του αττικού ήλιου, δεν είναι ένα κομμάτι της γης στέρεο, ένα κομμάτι που μπορείς να το πατήσεις με σιγουριά, αλλά κάτι μεγάλο κι αλλόκοσμο. Ένα πράγμα, που δύσκολα μπορεί να το βάλει ο νους σου: Μια «κόντρα-γέφυρα» της Ελλάδας, φορτωμένη από θαλασσινή ιστορία και δόξα, θριαμβικά τρόπαια κι ασήκωτα ταμάχια, βαριές συφορές, πικρά φαρμάκια, κοσμοξάκουστα μεγαλεία και ντροπές. Από μακραίωνη πορεία σε φουρτουνιασμένες θάλασσες και γαληνεμένα πέλαγα, ταξίδια σε καιρούς φωτερούς, αίθριους, γιομάτους από χρυσό φως και σε χρόνους κατασκότεινους, πλημμυρισμένους στο ζόφο της ασέληνης νύχτας, χαδολογήματα από ζωογόνους μπάτηδες, από μυρωμένα μαϊστράλια και παλέματα με δυνατούς σιρόκους και πουνεντογαρμπήδες, που γύρευαν ν’ ανασηκώσουν τα μανιασμένα νερά και να τη σκεπάσουν μια για πάντα στα υγρά σάβανά τους.
Μια «κόντρα-γέφυρα», που είδε να τη πατούνε γερά και να την τιμονεύουνε άτρομοι ναυμάχοι, σοφοί θαλασσινοί, καπετανέοι, σκεβρωμένοι απ’ την αρμύρα του νερού, ναύτες με φημισμένη αξιοσύνη και να σκαρφαλώσουν πάνω της φυλές ξεκινημένες απ’ τα πέρατα της μεσοχώρας, από ψηλά τον Βοριά και απ’ τις άκρες του Νότου, από μακρινά βουνά και φαράγγια. Μινύες και Πελασγοί, Καδμείοι και Θράκες, Μακεδόνες και Λακεδαίμονες, με την άσβεστη δίψα του πελάγου, κι ύστερα ξένες ράτσες, φερμένες απ’ τα πέρατα της Δύσης, απ’ τα βάθη της πυρωμένης Ασίας, ανελέητοι, βάρβαροι, άρπαγες και καταπατητές, ορδές από τυράννους, πλερωμένοι Σταυροφόροι και κουρσάροι αχόρταγοι. Πέρσες, Γότθοι, Ρωμαίοι, Βαράγγοι και Μογγόλοι, Αλγερινοί, Φράγκοι, Βενετσιάνοι και Μουχαμετήδες Τούρκοι, σπαθάτοι Αραπάδες, φρενιασμένα λεφούσια, δεσποτικές λεγεώνες απ’ τα τέσσερα σημεία της γης, μαύροι κι άσπροι, ξανθοί και κόκκινοι, κοντόσωμοι γιοι της κίτρινης φυλής κι άντρες ψηλόκορμοι, θρεμμένοι με την πυρωσιά και την απεραντοσύνη του Ωκεανού. Λογής καταχτητές μ’ ένα λόγο, που έφταναν, άλλοι με τη άγρια βία και το μαχαίρι, άλλοι με το μπουρλότο, το μπαρούτι και τη φωτιά κι άλλοι, με το μουλωχτό χαμόγελο και τον μαλακό λόγο τον ψεύτικο και τον πλανερό. Στίφη αμέτρητα, παρδαλά, από σμίξες και χρώματα, από μορφές και λαλούμενες γλώσσες, από αίμα και χνώτα, που αφήκαν σημάδια άσβεστα στο πέρασμά τους, από τούτο το κομμάτι της στεριάς, από τούτη την «κόντρα-γέφυρα» π’ απόμεινε ορθή κι αδάμαστη, ψηλά απ’ τις μπόρες, τις μανιασμένες θύελλες, και τις αντάρες των καιρών, όσο κι αν δείχνονταν, πως θ’ αφανίζονταν, πως θα χάνονταν μέσα στο διάστημα, να ιστοράει τ’ ατίμητα χρυσάφια της μνήμης της, να διηγιέται για Σαλαμίνες και Μουνυχίες, για Θεμιστοκλήδες και Μιαούληδες, για Καραϊσκάκηδες, Μακρυγιάννηδες, για Μοροζίνες και Κιουταχήδες, για ξένες φυλές, που την εκούρσεψαν, ίσαμε τούτα τα χρόνια, τα δικά μας, που είδε τους φασίστες και τους σταυρωτήδες της Σβάστικας, κι ήρωες λαογέννητους, άτρομους Κυναίγειρους, κονταρομάχους και μπουρλοτιέρηδες, που κράτησαν ανάμεσα στα δόντια τους σφιχτά τη ψυχή της ν’ αστράφτει ακαταμάχητη και περήφανη, να ρίχνει το πανάγιο της φως στους μαύρους ορίζοντες και να δίνει πορεία σ’ όσους θαλασσοδέρνονταν, για το μεγάλο και τ’ αληθινό, για το άξιο και το ακριβό, για το ωραίο και το καλό!
Τούτο το κομμάτι της γης, που κατά πως λένε οι σοφοί και το πανάρχαιο όνομά του «Περαίας», τόχε από γεννησιμιού του να ταξιδεύει σε πολύ μακρινούς καιρούς, πριν έρθει ν’ αράξει στα κράσπεδα της Αττικής και να γίνει ένα πράμα μαζί της, όταν ακόμα το στεφάνωναν όλογυρα οι αφροί και θάπρεπε για να το πατήσεις, να σ’ ανέβαζαν στη ράχη τους και να σε κουβάλαγαν απ’ την μια μεριά στην άλλη, «περαματζήδες», το περίζωναν και το φύλαγαν στα παλιά χρόνια. Πέτρινα τείχη που σκέπαζαν τους νταντελλωτούς κόρφους του και κάστρα χτισμένα υπόμονα και μαστορικά, που πολλά κομμάτια τους, μείναν στητά κι ακατάλυτα να μας μιλάνε και να μας λένε για τα δικά τους, τα πολυκαιρισμένα, κι ατίμητα. Και στους νεώτερους χρόνους, το φύλαγε ακόμα, ένα πελώριο πέτρινο λιοντάρι, ψηλό ίσαμε τρία μέτρα –ακοίμητος Δράκος του παραμυθιού- μεγαλόπρεπα στο μυχό του λιμανιού, κει που άραζαν καράβια πολύκωπα κι είχε τα μάτια ανοιχτά κατά τη στενή μπούκα του μήπως και την περάσουνε στα γιουρούσια τους αχόρταγα τσούρμα.
Σε κείνους τους αλλοτινούς καιρούς, τόχαν ονοματίσει τούτο το κομμάτι της στεριάς, ναύτες και κοντραμπατζήδες, πλερωμένοι ξένοι καταπατητές και κουρσάροι «Πόρτο Λεόνε» ή «Πόρτο-Δράκο», ώσπου στα χίλια εφτακόσια εξήντα εφτά, καθώς λένε, τα πολυκαιρισμένα κιτάπια, ήρταν και πάτησαν πάνω του οι Βενετσιάνοι, με τον Φραγκίσκο Μοροζίνη, κι αδιάντροπα στήσανε στα αρχαία χαλάσματα και στα πέτρινα κάστρα, τα μπαϊράκια των Δόγηδων, κι ύστερα σα πισωγύρισαν στη Βενετιά, πήραν μαζί τους και το Λιοντάρι, τρόπαιο της καπατσοσύνης τους της αναίσχυντης και της μουλωχτής, της καπατσοσύνης, που ανασήκωνε μπρος στα μάτια των τυραγνισμένων ραγιάδων απ’ τους αλλόπιστους, το Σταυρό, να ονειρευτούν την ποθητή λύτρωση, κι έπειτα τους κάρφωνε πισώπλατα με το μαχαίρι.
Όμως αν αποχαλάστηκαν απ’ τις μπάλες των Βενετσιάνων τα πέτρινα κάστρα, αν πάρθηκε το λιοντάρι, απ’ τα κάτεργα της Βενετίας και σούρθηκε στα ξένα χρώματα, δεν έπαψαν ποτές να στέκονται ακοίμητοι βιγλάτορες και βαρδιάνοι, πάνω σ’ αυτό το κομμάτι της στεριάς οι Θεμιστοκλήδες κι οι Μιαούληδες και κοντά σ’ αυτούς πλήθος από ξωμάχους κι εργάτες της θάλασσας, μαστόρους, και δουλευτές, ψυχές που ζυμώθηκαν μαζί του, που μάλαξαν το σίδερο και την πέτρα, από χρόνο σε χρόνο, από γενιά σε γενιά, από πάππα σε πάππα, έτσι που το πλάσαν σε πολιτεία ξακουσμένη στα πέρατα, κάστρο, ακριβό, πολύβοο και πολύζωωο, να υψώνεται κάτω απ’ τον ήλιο, αιώνιο σύμβολο αυτής της μακραίωνης φυλής, αυτού του γιγαντόψυχου λαού, που ξέρει ν’ ανασηκώνεται μέσα σπ’ τους κουρνιαχτούς των καιρών και να ορμάει, μπρος, σαν ακατάβλητος δρομέας, σε Οικουμενική Ολυμπιάδα…
Δεν είναι, μια, ούτε δυο, ούτε πέντε φορές, π’ ανασκάφτηκε τούτη η γλώσσα της στεριάς, που τη στεφανώνουνε οι αφροί. Είναι τόσες, που δύσκολα τις αναθυμάται η μνήμη. Μα κυρία είδε τον αφανισμό, σαν πάτησε εδώ τη φτέρνα μαζί με τους Ρωμαίους του ο Σύλλας, και στα χρόνια μας, σαν κύλησαν πάνω της βαριά οι σιδερόφραχτες φάλαγγες των μαύρων ορδών του Φάτσιο και της Σβάστικας. Στην εποχή του Σύλλα, χάθηκε τότε ο Πειραιάς, με τους μεγαλόπρεπους ναούς του Δία Σωτήρα, και της Αθηνάς, με τα επιβλητικά ιερά της Αφροδίτης Ευπλοίας και της Ουράνιας, με τα περίλαμπρα μνημεία του Μουνύχου, του Ευρυμέδοντα, του Θησέα και του Σήραγγου, με τα Διονυσιακά του θέατρα στη Μουνυχία στο λόφο της Καστέλλας και στη Ζέα, με την Ιπποδάμεια αγορά –μαστορικό χτίσμα και καμάρι του τόπου- με τις Στοές του Εμπορίου πλάι στο λιμάνι, με τις κατοικίες των Μινυών, τους Νεώσοικους και τη φημισμένη Σκευοθήκη του Φίλωνα, τον απέραντο και θαλασσόδαρτο τάφο του Θεμιστοκλή και τόσα άλλα έργα μεγάλα και θαυμαστά. Ανασκάφτηκε κι έσβησε ολότελα. Γέμισε από ρήμαξη και συντρίμμια. Έγινε σωροί από πέτρες και χώμα. Μονάχα μερικά σημάδια του απόμειναν να μαρτυρούνε το πέρασμα των Ρωμαίων. Και χρειάστηκαν να περάσουν καιροί, άσωτοι, αιώνες ολάκεροι, γεμάτοι από ερήμωση, για να μπορέσει ν’ αναστηθεί η νέα πόλη απ’ τη στάχτη του αφανισμένου κείνου Πειραιά, στα παλιά αυτά χρόνια, τούτη η πολιτεία που βλέπουμε στα τωρινά, με το απέραντο δάσος των σπιτιών, τις λογής οικοδομές, τους φαρδιούς και ευθύγραμμους δρόμους με τα πάρκα και το μεγαλόπρεπο θέατρο, τις πλατείες, τα άπειρα εργαστήρια και τις φάμπρικες, με τις καμινάδες, που ξερνούνε κίτρινους, σταχτιούς κι άσπρους καπνούς και το μεγάλο λιμάνι με τους στερεωμένους πέτρινους μώλους, όπου πλοία με παρδαλόχρωμες παντιέρες φτάνουν απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη των θαλασσών, απ’ τους παγωμένους υγρούς πόντους του Βορρά και τα φλογισμένα πέλαγα του Νότου, για ν’ αράξουν και ν’ αδειάσουν απ’ τα’ αμπάρια τους πλούσιες πραμάτειες.
Μυριάδες, είναι κείνοι, που ζούνε σ’ αυτό το κομμάτι της στερεάς με τους τρεις κόρφους – τον Μέγα Λιμένα με τα Ηετιώνεια άκρα και την ακτή του Άλκιμου- αυτή που’ δωκε στους πρωτομάστορες των Αρχαίων καιρών τον «ακτίτη λίθο» τον Πειραιώτικο, να χτίσουν τα τείχη και τα κάστρα του- τον λιμένα της Μουνυχίας- που είδε στις μεγάλες μέρες του ν’ αναπαύονται στα νερά του πελώριες τριήρεις και νήες, τα πλοία που φορτώθηκαν από δόξα, σαν απόδιωξαν τους Πέρσες απ’ τη Σαλαμίνα και το μικρό λιμάνι της Ζέας με ήρεμα νερά, τα καραβάκια και τα ψαροκάικα. Πλήθος από εργάτες, από μαστόρους ονομαστούς, από μεταπράτες, από ναυτίλους, από πραματευτές, από δουλευτές του χεριού και της πέννας, από μεροκαματιάρηδες, μα κι από αφεντάδες που διαφεντεύουν τις μηχανές και τις φάμπρικες κι από καραβοκυραίους.
Γεμίζουν οι δρόμοι στη γλώσσα ετούτη της στεριάς, οπούναι απλωμένη η πολύμορφη και πολύβουη πολιτεία, σα φτάνουν τα χαράματα ή τα δειλινά, σα βάφει πορφυρά ο ήλιος, γέρνοντας τον ουρανό της Σαλαμίνας, από άμετρα κοπάδια, μαστόρων και φαμπρικαδόρων, από γυναίκες κι άντρες με πρόσωπα μαυριδερά, ζαρωμένα κι αδύνατα, ρουφηγμένα απ’ το μεροκόπι μπρος στις μηχανές, στους τόρνους και σφυριά, μπρος στους αργαλειούς που υφαίνουν, που φτιάνουν κλωστές, νήματα απ’ το μπαράκι, τόπια, ντρίλλια, αλατζάδες, κασμήρια και τσίτια. Αχολογά ο τόπος μέρα και νύχτα απ’ το στριγγό τραγούδι των τροχών που γυρίζουν στις σιδερένιες ράγες, απ’ τα σφυρίγματα των τραίνων και των καραβιών, απ’ τα μουγκανητά των μηχανών και τη χλοβοή καθώς τσουλάνε αλαφιασμένα, κατάφορτα βαριά καμιόνι και νταλίκες, την κίνηση του πλήθους , που πηγαινοέρχεται στα μουράγια, που κατηφορίζει τις μακρινές φτωχογειτονιές, κι ο αέρας της είναι γεμάτος από βαριούς ανασασμούς, μυστικές πιθυμιές και λαχτάρες, από χαρές και πίκρες, από μεθυσμένα παραμιλητά, από πνιχτά τραγούδια και γόους.
Κι είναι τέτοια η αίστηση, που νιώθει κανείς, καθώς ζει σε τούτη την πολιτεία, καθώς σέρνει τα βήματά του στα χώματά της, που λέει με το ξαναμμένο πνέμα του –σαν ακούγεται να βιράρουν οι άγκυρες, να σφυράνε οι καπεταναίοι πάνω απ’ τις κουβέρτες για το σαλπάρισμα πλοίων, να ξεφυσάνε καυτερό ατμό οι αυλοί των καζανιών- πως δεν πατάει σε γης, σ’ ασάλευτη στεριά, αλλά πάνω σ’ ένα κομμάτι, που ταξιδεύει χωρίς τέλος, ανάμεσα στο όνειρο και το θρύλο, το χτες και το σήμερα, για το άγνωρο «αύριο», μια «ράχη καραβιού» πολυκαιρισμένη, μουσκεμένη βαθιά απ’ την αρμύρα του κύματος, ανεμοδαρμένη από μαϊστράλια και ντραμουντάνες, από γρέγους πουνεντογάρμπηδες, που τη στεφανώνουν σμαραγδένια χρώματα και τη συντροφεύουν στην αδιάκοπη πορεία της, κατάλευκοι γλάροι!…
Χρήστος Λεβάντας, «Το χρονικό του Πόρτο Λεόνε», εισαγωγικό κείμενο στη συλλογή διηγημάτων Ιστορίες του Πόρτο Λεόνε, Δίφρος, Αθήνα 1960, σ. 5-10.

