Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η ΚΟΚΕΤΑΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΚΕΡΤΣΑ ΤΩΝ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΩΝΕ

ΤΑ ΚΟΥΤΣΑΒΑΚΙΑ στην πορπατησιά τως ηπααίνανε κουνιστοί, πεταχτοί, καμαρωτοί, κ’ ηκάνανε μπουμ από μιαν ώρα αλάργα, καθώς τα ‘βλεπες να ’ρχουνται.

Τα παπούτσα τως ήτανε μποτίνες μαύρες, με μυτερό ποντίνι (μύτη), με δίχως κορδόνια ομπρός ούτες κουμπιά στο πλάι. Μονομάτες, με τακούνι λουΐ-κενζ (γαλλ. Λουδοβίκου δέκατου πέμπτου στυλ), δηλαδής, αψηλό τρία δάχτυλα, που ηστένευε λίγο προς τα κάτω.

Το παντελόνι, όπως είπαμε τζογέ. Ο μποδόγυρος του όμως, που ησκέπαζε οπίσω τη φτέρνα τση μποτίνας και σκεδόν ούλο το τακούνι, ημπορούσε με το περπάτημα να φαγωθεί αυτού. Γιαταυτό και τα κουτσαβάκια τονέ ανεδιπλώνανε προς τ’ απάνω στο οπίσω αυτό μέρος. Και για να μη φαίνται το άσκημο ανάποδό του, ηβάζανε απάνω σ’ αυτό μια γαρνιτούρα από βεγιό (βελούδο). Ήτανε κι αυτό ένα απτά κουτσαβίστικα σκέρτσα.

Τζιλέ και σακάκι, στα μεγάλα κρύα του χειμώνα, τα ‘χανε κουμπωμένα. Το καλοκαίρι όμως ξεκούμπωτα και τα δυο, πράμα που ηθεωριού ’ντανε αγένεια. Στσι μεγάλες πάλι ζέστες, το σακάκι το βγάζανε αποπάνω τως. Δεν ηδίνανε σημασία, πώς η κοινωνία το απαιτούσε φορετό. Κ’ έτσι, άλλοι το κρατούσανε στο χερί για στο μπράτσο, άλλοι το ρίχνανε στην πλάτη για στον ένανε νώμο, κι άλλοι, πάλι, ηβάζανε το ’να μανίκι κ’ ηαφήνανε το σακάκι να κρεμνιέται έτσι απτό νώμο. Αυτοί όμως που το ρίχνανε στον ένανε νώμο, για να μη πως πέσει στο πορπάτημα, ησηκώνανε το νώμο αυτόνανε κ’ ηχαμηλώσανε τον άλλονε, σα να θέλανε να σηκώσουν κανένα βάρος. Κι ο κόσμος για να τσοι κοροϊδέψει, ήλεε «βαραίνουνε τα σίδερα». Μα, κ’ ηπααίνανε με το ’να πλάι, σα να ψευτοκουτσαίνουνε. Γιαυτό και τως ήβγε το παρατσούκλι «κουτσαβάκια». Ήτανε κι αυτό ένα άλλο πάλι σκέρτσο τως.

Το πουκάμισο κάτασπρο, καλοπλυμένο και μαλακό. Όχι μπροστέλλα κολλαρισμένη, ούτες και μανικέτια κολλαρισμένα. Κι αυτόνανε τον κολλαρισμένο κολάρο δεν ημπορούσανε να τόνε υποφέρουνε. Μπελάς μεγάλος, και η κρεβάντα του ματζί, η φράγκικια αυτή κοκεταρία που τηνέ βαριούντοστε. Το καλοκαίρι, το πουκάμισο το ’χανε αξεκούμπωτο κι ανοιχτό ομπρός στο λαιμό. Ενώ το χειμώνα, το κουμπώνανε κ’ ηβάζανε ένα ξενόκουμπο στη μπουτουνιέρα (κουμπότρυπα) ομπρός στο καρύδι του λαιμού. Και, επειδής, δίχως να φορούνε κολάρο, θα ν’ ηγλύτζιαζε ο γιακάς του σακακιού στο σβέρκο, γιαταυτό, ηδιπλώνανε τρίζι (στα δυο σα τρίγωνο) ένα μαντήλι κρεμ μεταξωτό, και μ’ αυτό ησκεπάζανε το γιακά τρογύρω στο σβέρκο, ενώ οι δυο γωνιές του μαντηγιού, κολλητές, ήτανε ριχτές οπίσω. Αυτό ήτανε τση πάστρας.

Απτά κουτσαβάκια δεν ήλειπε το ζωνάρι τρογύρ΄απτή μέσα, που το τυλίγανε πλατύ ωσάμ’ και δώδεκα δάχτυλα, όπως τα ζεϊμπέκια. Άλλοι ηβάζανε μαλλένιο κρεμ, για μαλλομέταξο κόκκινο, μπρουσσαλήδικο (απτή Μπρούσσα), κι άλλοι μεταξωτό κρεμ, για βυσσινί, με σκέδια κίτρινα, πράσινα, μπλου, ταραμπουλούσικο (απτό Ταρά-μπουλούς = Τρίπολις της Συρίας). Το ζωνάρι ήτανε μακρύ, και το παλικάρι, για ν’ το τυλίξει σφιχτά τρογύρ’ απτή μέση του, ήπρεπε τη μια άκριά του να τήνε δέσει κάπου, είτες να τηνέ κρατάει κάποιος γερά, την άλλη πάλι άκρια, να τήνε ακουμπήσει κολλητά στη μέση του. Και, καθώς το ζωνάρι ήτανε έτσι τσιτωμένο, τότες το παλικάρι, παίρνοντας βόλτες, ηερχούντανε προς την άλλη άκρια. Κι αφού αυτό ηφιγγούντανε καλά στη μέσα, τότες ήχωνε και την άκρια αυτή μεσ’ στο ζωνάρι.

Εκεί λοιπόν μεσ’ τσι δίπλες του ηκρύβανε τα μπιστόγια και τσι κάμες, την καπνοσακούλα και το τσακμάκι, την πραδοσακούλα για τον πορτομονέ, το μαντήλι και το κομπολόι. Αυτό ήτανε από κεχλιμπάρι, σιντέφι (μάργαρο), τριανταφυγιάς ξύλο βαμμένο βυσσινί, έβενο μαύρο και άλλης λοής χάντρα (χάντρες). Μα, ήτανε και μακρύ, και καθώς το χώνανε μέσ’ στο ζωνάρι, ηαφήνανε την φούντα του να κρεμνιέται απόξω, που κι αυτή ήτανε μακριά και κόκκινη.

Το παίξιμο του κομπολογιού με τα δάχτυλα, είτες με τίναγμα στον αγέρα, όπως και το στρίψιμο του μουστακιού ήτανε τα αντρίκια καμώματα τως. Το κομπόλόι μερικοί το βάζανε και τσι τσέπες του παντελονιού κ’ ηαφάηκανε την φούντα να κρεμίνεται απόξω. Τσι τσέπες του παντελονιού άλλοι τσι ’χανε στο πλάι του μεριού (μηρού) κι άλλοι ομπρός και λοξές για να ρίχνουνε μέσα ασημένια ψιλή μονέδα και να χώνουνε τα χέρια να τήνε κουδουνίζουνε, για να κάνουνε φιάκα (επίδειξη), και καλά πως κερδεύουν παράδες.

Απτά κουτσαβάκια μας, οι πιο ρεμπέτηδοι δεν ηφορούσανε καπέλο, γιατίς αυτό ηχαλνούσε το μπουλατζέ τως, τη χωρίστρα εκείνη του μαγιού (μαλλιού) στο πλάι είτες στη μέση του κεφαγιού, που με μεράκι ηπροσπαθούσανε να τήνε κάνουνε ίσια. Εκείνοι που’ χανε ίσιο μαλλί ήπρεπε να πααίνουνε ταχτικά στο μπαρμπέρη να τως το κατσαρώνει με την πυρωμένη κατσαρομασιά. Κ’ είχανε οι μπαρμπέρηδοι δυώ λογιώ τέτοιες μασιές. Η μια ήτανε η διπλή, για να κάνουνε τσι κάγκλες (κύματα) απάνω στο μαλλί. Κ’ η άλλη, η μονή, για να σγουραίνουνε την άκρια του μαγιού (μαλλιού) του μπουλαντζέ και να μη πετάει ίσια σα κατσικίσιο μαλλί, καθώς η άκρια αυτή θα ν’ ήπεφτε σαν αφέλεια ομπρός στο κούτελο του κουτσαβακιού. Κοκεταρία απαραίτητη που τηνέ ‘χανε για μεγαλείο.

Το να ’βγαινε κανείς αξεκαπέλωτος (δίχως καπέλο) στσοι δρόμοι, τα χρόνια εκείνα, ήτανε μεγάλη παράλειψη μα και αγένεια. Ως και τα παιδιά και τω μωρά ακόμης ήπρεπε να ‘νε καπελωμένα είτες σκουφωμένα. Ο Γιώργος ο Παπαμιχαήλ που ηγεννήθηκε στο 1898 στο Μπουτζά (στεργιανό περίχωρο τση Σμύρνης) κ’ ηανεθράφηκε στη Σμύρνη, και τώρα κάτοικος Νικαίας Πειραιά, μας είπε, πως, άμαν ήτανε μικρός, κ’ ηγύρευε να βγη για τσι κεντρικοί δρόμοι δίχως καπέλο, του φώναζ’ η μητέρα του. «Έμπα γλήγορα μέσα, και βάλ’ το καπέλο σου. Τι, κουτσαβάκι είσαι και δε θες να το φορέσεις;»

Ο ντυμένος φράγκικα ήπρεπε να φοράει στο κεφάλι καπέλο είτες κασκέτο (έστω και φέσι για τσοι Τούρκοι και τσοι Ρωμνιοί Ανατολίτες). Το κασκέτο ήτανε πρόχειρο και πραχτικό. Από καπέλα, είχανε το μπομπέ (το σκληρό) και το ντεμί-κλακ (γαλ. = μισό κλάκ, αυτοί ήτανε σαν το σκληρό, αποπάνω όμως δεν ήτανε σφαιρικό αλλά επίπεδο) για τσοι σοβαροί. Και τη ρεμπούμπλικα για τον κάθε ένανε. Αυτή είχε λανσαριστεί αποδώ κ’ εκατό σκεδόν χρόνια, τότες που ‘χανε ξαπλώσει στην Ευρώπη οι τελευταίες γαλλικές δημοκρατικές ιδέες, κ’ ήριξε το αψηλό καπέλο για να περιοστή πια αυτό για επίσημο μόνε. Από φτου και η ονομασία τση: ρεμπούμπλικα (ρεπούμπλικα) απτό γαλλικό «ρεπουμπλίκ» = δημοκρατία).

Τα κουτσαβάκια που ηθέλανε να ‘νε καπελωμένα, ηφορούσανε ρεμπούμπλικα μαύρη, φόρμα όμως πρωτινάντσα, δηλαδή τση πρωτινής εποχής τση πολύ πιο πριν απτό 1900, για να συμφωνεί με τη φορεσιά τως. Κ’ ήτανε αυτή από μαύρο κετσέ (πίλημα) με τεπέ αψηλό που του κάνανε απάνω στη μέση με το χέρι μιαν αλαφριά χωρίστρα. Το μπορ (ο γύρος) πολύ μικρό, με γαλονάκι μαύρο γαζωμένο στην άκρια του.

Άμα στο κουτσαβάκι ηλάχαινε να θλιφτεί, τότες ησκέπαζε τρογύρω την κορδέλα του τεπέ τση ρεμπούμπλικας με μια φαρδιά μπάντα από μαύρη τσόχα. Ίδια μπάντα ήβαζε και στο ζερβί του μπράτσο τρογύρ’ απτό μανίκι του σακακιού. Τη θλιφτικιά αυτή μπάντα τήνε λέανε «κρέσπα»[1] . Και για να φαίνονται πως είναι φρεσκοθλιμμένος, ηάφηνε τα γένια του αξούριστα. Και για να δείξει κιόλας πως είναι μερακλής, ήβαζε μαύρο πουκάμισο και μαύρο ζωνάρι, κ’ ηβαστούσε και κομπολόι με μαύρα χάντρα και μαύρη φούντα. Κι αυτό για σαράντα μέρες είτες για τρεις μήνες.

Ούλοι οι κουτσαβάκηδοι, όπως βέβαια κι οι πραματικοί νταήδες, είχανε μουστάκι, που το θεωρούσαν ιερό, κι απάνω σ’ αυτό ηορκιζούντοστε. Και, μολονότι η καινούργια που ηερχούντανε μόδα ηαπαιτούσε το μουστάκι να ’ναι ψαλιδισμένο είτες και ξουρισμένο, αυτοί, κανείς τως δε το ξούριζε και το διατηρούσε αψαλίδιστο κιόλας, γιατίς τέτοια σκέρτσα τα θεωρούσανε ατιμία. Κ’ ηάκουες να λένε «να μου το ξουρίσεις, α δε σταθώ στο λόγο μου».

Ηπααίνανε λοιπόν στο μπαρμπέρη τως να τως ξουρίσει μάγουλα και σαγόνι μονάχα. Κ’ υστερνά, να τως χτενίσει το μουστάκι και να τως βάλει κοσμετίκ[2] για να κολλούνε όμορφα ούλες οι τρίχες ματζί. Όσοι είχανε ψιλό μουστάκι, ήπρεπε οι μύτες του να ’νε κι αυτές ψιλές, μα μακριές για να τσι στρίβουνε περήφανα. Όσοι πάλι είχανε παχύ, ηπροτιμούσανε να το κάνουνε «μπάβα» δηλαδής με μύτες στριφτές και κοντές, σηκωτές όμως προς τ’ απάνω και κολλητές στο μάγουλο. Και, για ν’ το καταφέρνουνε αυτό ηκοιμούντοστε ούλ’ τη νύχτα με το μουστακοδέτη, κολλημένονε απάνω στο μουστάκι και στα μάγουλα, και στερεωμένονε στην κάθε άκριά του με θεγιά (θηλιά) περασμένη στο κάθε αυτί. Ορισμένοι ηζουλούσανε στα δυο τως δάχτυλα φουντούκια νταγκά (τσαγκά) και με το λάδι τως που ’βγαινε, ηπασαλείβανε το μουστάκι για να πάρει μιαν όμορφη γυαλάδα. Γυαλάδα ήπρεπε να ’χουνε και τα μαγιά (μαλλιά) τως. Σ’ αυτά όμως ηβάζανε λάδι τση εγιάς (ελιάς), όπως ήλεε και το τραγουδάκι:

Τσαχπίνη τόνε θέλω ’γω τον αγαπητικό μου, να βάζει λάδι στα μαγιά, να βρίζει το σταυρό μου.


[1]Κρέσπα ιταλ. = ζάρα. Την εποχή εκείνη, οι θλιμμένες γυναίκες ηστολίζανε τα μαύρα ρούχα και το μαύρο καπέλο τως με ένα μαύρο γαζένιο ύφασμα που είχε ζάρες. Μα και ορισμένες ησκεπάζανε το καπέλο τως με πέπλο από τέτοιο ύφασμα που το κατεβάζανε κιόλας ομπροστά τως, για να σκεπάσουνε το πρόσωπό τως σε ορισμένες περιστάσεις. Από τσι ζάρες του, το ύφασμα αυτό ηπήρε την ονομασία «κρέσπα», ονομασία που είχε θλιφτικιά σημασία. Ηλέανε «φορεί κρέσπα» που ησήμαινε «είναι θλιμμένος». Με μια λουρίδα απτό ίδιο γαζένιο ύφασμα, ησκεπάζανε τρογύρω την κορδέλα του τεπέ τση ρεμπούμπλικας τως κι οι θλιμμένοι άντροι. Ίδια πάλι λουρίδα ηβάζανε και στο μανίκι του σακακιού. Μα και από τσόχα να ’τανε η θλιφτικιά λουρίδα πάλι «κρέσπα» τήνε λέανε.

[2]Το κοσμετίκ ήτανε ένα κραιγόν από βούτυρα του κακάο μαυρισμένο, που ημοσκομύριζε κιόλας. Ήτανε ευρωπέικο. Στην Παγιά Ελλάδα, τότες, ηβάζανε μαντέκα, μια μαυρισμένη αλοιφή από κόλλα του κολαρισμέτου άσπρη και ζουμί λεμονιού. Ηπασαλείβανε το μουστάκι, κι άμαν η αλοιφή ηξεραινούντανε, οι τρίχες ηκολλούσανε ούλες ματζί.

Δημήτρης Αρχιγένης, Οι νταήδες της Σμύρνης, Αθήνα 1977, σ. 23-27.