Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο παπα-Νικόλας προσπέρασε βιαστικός τη σπετσαρία. Τράβηξε ίσια στο Φραγκομαχαλά, χαιρέτησε μ’ ένα κούνημα του κεφαλιού τον Περ Γιούνγκ, που στεκόταν όξω απ’ τη φραγκόκκλησα του Σακρέ Κερ, ύστερα πέρασε κάτω απ’ την ψηλή καμάρα του καμπαναριού της Άγιας Φωτεινής κι ανέβηκε τα σκαλιά της Μητρόπολης.

Η καμπάνα του ρολογιού της Άγιας Φωτεινής, που ακουγότανε σ’ ολάκερη τη μεγάλη πολιτεία με τις τρακόσες χιλιάδες ψυχές, χτύπησε δώδεκα. Τούτη την ώρα, φιόριζε ο Φραγκομαχαλάς. Γυναικόκοσμος στο δρόμο και στα μαγαζιά. Έβρισκες σ’ αυτά ό,τι κι αν λαχταρούσε η ψυχή σου: τον Ουρανό με τ’ άστρα, την Πούλια, το Φεγγάρι και τον Αυγερινό. Σκολνούσανε κ’ οι υπάλληλοι από τις τράπεζες. Ήτανε κάτι να ’σαι τραπεζιτικός, ξεχώριζες μέσα στην κοινωνία, λογαριαζόσουνα γαμπρός αν ήσουνα μπεκιάρης. Φεύγανε και οι κύριοι απ’ τα γραφεία τους. Χαιρετούρες δεξιά ζερβά. Όπως την Κυριακή πρωί στο Κιαί, έντεκα με δωδεκάμισι.

—Καλημέρα.

—Καλημέρα σας, κυρία μου.

—Καλημέρα σας, δεσποινίς.

—Μπονζούρ, μαντάμ.

—Μπονζούρ, ματμαζέλ.

—Χάλλοου, Τζιμ.

Οι κυρίες, ανάλογα με την εποχή, μαντώ, ταγιέρ ως κάτω από το γόνατο, μποτίνες κουμπωτές ή διάφανες μουσελίνες και γοβάκια. Οι κύριοι, το χειμώνα, μπομπέ, ζακέτα (ιροντέλ τη λέγανε), ή μεσάτο πανωφόρι. το καλοκαίρι, ψαθάκι, άσπρο λινό κοστούμι κι άσπρα παπούτσια. Το χειμώνα, το μπαστουνάκι απαραίτητο.

—Καλημέρα σας.

—Μπονζούρ, μαντάμ.

—Μπονζούρ, ματμαζέλ.

Μα εδώ, από το Φραγκομαχαλά, περνούσε αναγκαστικά όλος ο κόσμος, όχι μονάχα οι φαντασμένοι κ’ οι φιγουράτοι. Ήταν η κεντρική αρτηρία ανάμεσα στους μαχαλάδες και τα ταρσιά. Δευτερότριτοι σιναφλήδες, μαγαζάτορες, εργατιά, μικροϋπάλληλοι, ένας κόσμος ανάκατος, λιγάκι αργοκίνητος μα πάντα κεφάτος κι ανοιχτόκαρδος, με το γκεβεζελίκι του στα χείλια. Τούρκος, σχεδόν κανένας, όπως και σε ολάκερη την κάτω πολιτεία. Ένα αδιάκοπο πάνε κι έλα στο Φραγκομαχαλά. Κι αν τύχαινε να περάσει καμιά καρότσα, βροντολογώντας πάνω στο ντουσεμέ —βάρδα μπρος! βάρδα μπρος!— ο δρόμος ήτανε τόσο στενός, που ο κόσμος κόλλαγε στα ντουβάρια, δεξιά ζερβά, για να γλιτώσει. Κι αν τύχαινε να διασταυρωθούνε δυο καρότσες, έπρεπε να χωθείς μέσα σε κάποιο μαγαζί. Τώρα τελευταία είχανε κάνει την εμφάνισή τους και δυο τρεις καρότσες με λάστιχα τριγύρω στα καρούλια. Φαινότανε αφύσικο, κάτι σα μαγικό, να περνάνε αθόρυβα και ν’ ακούγονται τα πέταλα μονάχα, τάκα τάκα, πάνω στις μαλτεζόπλακες.

Στα δεξιά του Φραγκομαχαλά, τραβώντας για πάνω, όπως και συνέχεια στα Γυαλάδικα, ανοίγονταν οι πορτάρες των βερχανέδων, στοές που βγαίνανε στα Μαλτέζικα. Είχαν κ’ οι βερχανέδες μαγαζιά, μα ο καθαυτό προορισμός τους είχε τελειώσει από τότε που χτίστηκε το Κιαί. Δεν ήταν πολλά χρόνια που η θάλασσα έφτανε ώσαμε τα Μαλτέζικα, τα βαπόρια ξεφορτώνανε τις πραμάτιες τους όξω από την κείθε πορτάρα του βερχανέ, δίχως να πλερώνουνε κουμέρκι, κι ο έμπορας κ’ ιδιοχτήτης του βερχανέ, τα παραλάβαινε και τ’ αποθήκευε. Πολλές μεγάλες περιουσίες είχανε γίνει μ’ αυτό τον τρόπο.

Άλλοτε, ο Φραγκομαχαλάς ήταν αποκλειστικά φράγκικος μαχαλάς. Τώρα, είχε μονάχα τ’ όνομα. Βέβαια, ήταν δυο τρεις φραγκόκκλησες σ’ αυτό το δρόμο, αλλά τα σπίτια —λιγοστά— τα γραφεία και τα μαγαζιά, ήταν ανάκατα ρωμαίικα και φράγκικα. Το ίδιο ανάκατοι κι αυτοί που κατοικούσανε στους μαχαλάδες που απλώνονταν ζερβά, ξεκινώντας από τις Κοπριές κι από του Χατζηστάμου κι από της Μαντάμας το Χάνι και φτάνανε ώσαμε την Κατεντράλε και τα φράγκικα σπιτάλια του Σαν Ρόκου. Είχε κάμποσους φράγκους η πολιτεία. Μερικοί κατάγονταν από Ευρωπαίους, φαμίλιες εγκαταστημένες πριν δυο και τρεις και τέσσερις γενεές. Οι άλλοι, οι πολλοί, είτανε Φραγκολεβαντίνοι, είτε Αρμενοκαθολικοί, που είχανε αφαιρέσει από τ’ όνομά τους την κλασική κατάληξη, είτε καθολικοί Ατζέμηδες, Σαμλήδες, Χαλεπλήδες. Ήταν και αρκετοί από τα ελληνικά νησιά, Σύρο, Τήνο, Νάξο, Σαντορίνη, μα τους παραλαβαίνανε οι Φραγκοπαπάδες κ’ οι Καπουτσίνοι, έτσι που καταντούσανε κι αυτοί λεβαντίνοι από την πρώτη κιόλα γενεά, και στέλνανε τα παιδιά τους στα σκολειά που διατηρούσανε οι φρέρηδες κ’ οι καλόγριες. Ούλοι αυτοί οι Φραγκολεβαντίνοι, μιλούσανε αναμεταξύ τους ρωμαίικα. Συμπαθητικοί άνθρωποι, ανοιχτόκαρδοι, λιγάκι γαλίφηδες, ούλο μουσιού και μαντάμ, μερσί και μπαρδόν. Αν τους ρωτούσες όμως, «τι είσαι;» αποκρίνονταν: «Κατολίκ».

—Βρε, δε σε ρωτάω τη θρησκεία σου. Τι πράμα είσαι;

—Κατολίκ.

—Βρε, ρωμαίικα σου μιλάω: ποιό είναι το μιλέτι σου, με ποια νατσιόνα βαστάς;

—Κατολίκ.

—Ε, άει σιχτίρ, το λοιπόν! — σε πνίγανε, μα το Θεό.

Μερικοί από δαύτους είχανε γίνει Φραντσέζοι προτεζέ, και λέγανε «μουά Φρανσαί». Μα, όπως είπαμε, για γλώσσα τους είχανε τα ρωμαίικα. Και όπως δεν καλοξέρανε φράγκικα, γράφανε φραγκοχιώτικα: ελληνικά, με φράγκικα γράμματα. Ως και στην Κατεντράλε, ο Μονσινιόρος έκανε την πρέντικα ρωμαίικα, ή ανάγγελνε πως «για την ερχόμενη Κυριακή διοργανώσαμε μια εκδρομή στην Καπουλή Παναγιά, στην Έφεσο, όπου θα ψαλλεί και η θεία λειτουργία, και όποιος πάρει μέρος σ’ αυτό το προσκύνημα, θα του χαριστούν εκατό μέρες από το καθαρτήριο».

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας,Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 32-34