Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Μια διάλεξη γίνεται αφορμή για σκέψεις σχετικά με το έργο και τη ζωή του Κοσμά Πολίτη

Το μαύρο σκυλί της Πάτρας

Η Πάτρα είναι μια πόλη που ξέρω ελάχιστα ή καθόλου. Στα ταξίδια μου φτάνω ως αυτήν και την προσπερνώ. Σαν μια γυναίκα που λάτρεψα στα νιάτα μου, και που τώρα αποφεύγω. Από τότε, μάλιστα, που με προσκάλεσαν για μια διάλεξη εκεί, τρέμω και να τη συναντήσω. Ψάχνω το θέμα της ομιλίας μου και προσπαθώ να βοηθηθώ μέσα από τις σελίδες του Κοσμά Πολίτη: «Η ονομασία συνοικία δεν ταιριάζει τόσο. Ούτε και προάστιο. Ένας δρόμος άδηλος, φαρδύς και σκονισμένος, σαν εξοχικός. Χωρίζει τη μεσημβρινή εσχατιά της πόλης από τα περιβόλια και από κάτι εχτάσεις που απλώνονται χορταριασμένες μ' εδώ κ' εκεί ένα χαμόσπιτο. Ένα κομμάτι από δρόμο τραβάει μέσ' από πρασινάδες γκριζωπές. Αρχίζοντας απ' την μικρή πλατεία, περνάει μπρος στα περιβόλια, συνέχεια στο χτήμα του Αγροτικού Ορφανοτροφείου ώσπου να στρίψει προς την εκκλησία για τα ορφανά».

Πληροφορίες αόριστες για την προπολεμική Πάτρα που δεν έχουν σχέση με τη δική μου εμπειρία. Σε τι, άραγε, μπορούν να με βοηθήσουν; Ωστόσο, με βάζουν σε μια ατμόσφαιρα και με βοηθούν να συλλάβω το τοπίο και τους ανθρώπους. Αλήθεια, τι έκαναν οι άνθρωποι της εποχής εκείνης; Σίγουρα πήγαιναν στις δουλειές τους, έτρωγαν, κοιμόντουσαν κι έκαναν έρωτα, όπως παντού και πάντα. Μα όπως τους περιγράφει ο Πολίτης, έπαιζαν και φυσαρμόνικα και πίσω από τον μπερντέ του καραγκιοζοπαίχτη βλέπανε «να χορεύουνε οι ίσκιοι, και μια μάγκικη φωνή να τραγουδά: "Παντρεμένη μου μικρή, γιατί φαίνεσαι ωχρή - Βόλτα - Ώωχ!"». Τους φαντάζομαι να μένουνε με τις ώρες ακίνητοι, προσηλωμένοι ο ένας στα μάτια τ' αλλουνού, γιατί όπως λέει και κάποιος στο «Γυρί», «για μας ουσία της ζωής είναι η αγάπη…» Πώς να 'ταν, τάχατες, η αγάπη αυτή; Φρόνιμη και ταχτική σαν τους νοικοκυραίους ή ατίθαση μαζί κι επικίνδυνη όπως στους καλλιτέχνες; Ζούσα μέσα μου από νέος τούτη τη διάσταση κι ήθελα να ξέρω. Άλλωστε, είμαι βέβαιος ότι κι ο ίδιος ο Πολίτης είχε περάσει μέσα από παρόμοιες συμπληγάδες. Ό,τι ξέρω για τη ζωή του, κι απ' τα βιβλία του, εκεί με παραπέμπουν. Κάποιο χάσμα ανάμεσα στην καταγωγή και στην κλίση του, σ' αυτό που ήταν και σ' αυτό που θα 'θελε να 'ταν. Άραγε, μήπως το ότι έγινε αριστερός ήταν τυχαίο; Σε κάποια στιγμή ο επιστάτης του ορφανοτροφείου λέει στον αφηγητή: «μάθατε τα νέα, το ζήτημα της μετονομασίας της οδού Κορίνθου σε οδό Τετάρτης Αυγούστου έχει και συνέχεια». Και πιο κάτω θα του πει: «μα έχουνε αυτιά κι οι τοίχοι… γέμισε ο τόπος με χαφιέδες». Αυτές και άλλες συναφείς νύξεις έδινε ο Πολίτης για τη Μεταξική δικτατορία, σε μια περίοδο που οι περισσότεροι συγγραφείς της γενιάς του - δεξιοί ή δειλοί ή και τα δυο μαζί - λούφαζαν συστηματικά.

Γυρίζω τις σελίδες. Πάνω απ' όλα, σε τούτο το βιβλίο με συγκινεί η ιδέα ότι ο Πολίτης έζησε για ένα διάστημα στην Πάτρα. Φεύγοντας μακριά από τη γυναίκα του, σπρωγμένος ποιος ξέρει από ποιες αιτίες, πήρε μετάθεση στο εκεί υποκατάστημα της τράπεζας. Πλάθω την εικόνα του να σεργιανά στους δρόμους, στην Αγίου Νικολάου με τις καμάρες, στα Ψηλαλώνια έξω από ένα «σπίτι φυστικί με άγαλμα», σε κάποια πλατεία από τις τόσες που έχει η πόλη, και όπως είναι οι πλατείες εκεί σαν σκηνικά, ηθοποιός αυτός να βγάζει το καπέλο του χαιρετώντας τον τάδε συνάδελφο ή τη δείνα κυρία - ένας τραπεζικός υπάλληλος με το χειρόγραφο παραμάσχαλα να το στέλνει στην Αθήνα να τυπωθεί στο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής εκείνης, τα «Νέα Γράμματα». Εκεί πρωτοδημοσιεύτηκε η «Ερόικα» σε συνέχειες, το πιο ποιητικό ίσως κείμενο της πεζογραφίας μας.

Ποιος δεν θυμάται τις αθλοπαιδιές του Λοΐζου και της παρέας του που ανακαλούν αρχαιοελληνικούς αγώνες; Κι ακόμα, τα μάτια της Μόνικας μενεξελιά, καθώς μ' ένα χεράκι άσπρο κόβει γλυσίνες από το φράχτη της Ευαγγελικής Σχολής; Χωνεμένα τα δυτικά φερσίματα σε σκέψη ελληνική. Λίγο σαν την Πάτρα κι αυτά. Κι ακόμα, μένει ανεξίτηλη στη μνήμη μου η φυγή του Λοΐζου με τους θεατρίνους, νύχτα, πάνω σε μια καρότσα φορτωμένη συμπράγκαλα, με το φεγγάρι ν' ασημίζει τις λάσπες που χάραζαν οι τροχοί. Τρόποι ποιητικοί που η πρόζα έχει αφομοιώσει, όπως σε ανύποπτο χρόνο μου είχε υποδείξει ο φίλος μου ο μουσικός.

Κλείνω για λίγο το βιβλίο και προσπαθώ να συγκεντρωθώ στο θέμα μου. Άραγε, γράφω για την Πάτρα του '50, τον Κοσμά Πολίτη ή για κάτι άλλο που ούτε ο ίδιος ξέρω;

Οι άνθρωποι, σκέφτομαι, γράφουν συνήθως για πράγματα που έζησαν ή που θα ήθελαν να έχουν ζήσει. Έτσι και ο Πολίτης. Μολονότι έγραψε την «Ερόικα» στην Πάτρα, το βιβλίο αναφέρεται σε μια πολιτεία αόριστη, κράμα της Πάτρας και της Σμύρνης, πάντως φανταστική. Αντίθετα, το «Γυρί», το έγραψε μετά που έφυγε από την Πάτρα και είναι αυτή η ίδια η πόλη. Μα πότε, άραγε, πρόλαβε να τα γράψει όλα αυτά; Τα πρωινά όταν δούλευε στην Τράπεζα, τα μεσημέρια που σαν γνήσιος μεσογειακός θα 'παιρνε κι αυτός τη σιέστα του ή τις νύχτες που κοσμικός κατακτούσε ως Πάρις Ταβελούδης την πατρινή κοινωνία; Πότε πρόλαβε, άραγε, δίπλα στους γλεντζέδες αστούς, να γνωρίσει τους άσημους και τους φτωχούς; Κι αυτά τα παιδιά του ορφανοτροφείου με τα ξυρισμένα κεφάλια και τα συλλογισμένα μάτια, κάπου θα πρέπει να τα μελέτησε καλά. Και πότε, σκέφτομαι, γράφουν οι Έλληνες συγγραφείς σκλαβωμένοι σε δουλειές άσχετες, τρόφιμοι τα βράδια σε κάποιο καφενείο; Κι εγώ ο ίδιος, δουλεύοντας μια ζωή τα πρωινά σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρίες, ξόδευα ασυλλόγιστα - και υπέροχα - τις νύχτες μου με φίλους.

Οι φίλοι αραίωσαν κι ο Κοσμάς Πολίτης μόνος κι αγνοημένος πρόφτασε κι έζησε κι άλλη δικτατορία, στυγνότερη από τη Μεταξική. Το πρωί της 21ης Απριλίου του '67, βρήκε νεκρή τη γυναίκα του στο κρεβάτι. Λίγες μέρες μετά, οι χωροφύλακες μπαίνανε στο σπίτι του ανασκαλεύοντας τα χαρτιά του, συλλαμβάνοντας και τον ίδιο. Τον κράτησαν μία ή δυο μέρες κι έζησε σχεδόν όλες τις υπόλοιπες στο Ψυχικό τριγυρνώντας κι ουρλιάζοντας μόνος στο σπίτι της οδού Στρατηγού Καλάρη, που άλλοτε γνώρισε βεγγέρες και κοσμοσυρροές.

Τον γνώρισα άνοιξη του '67, ένα και μοναδικό βράδυ. «Έλα», μου είπε ένα απόγευμα από το τηλέφωνο η Τατιάνα Μιλλιέξ, «είναι μόνος, έχει ανάγκη από συντροφιά, θα χαρεί να πάμε». Κι εγώ πήγα, χωρίς να πολυσκέφτομαι τη μοναξιά του, επειδή - για να πω την αλήθεια - καιγόμουν από περιέργεια να τον γνωρίσω.

Όπως ανεβαίνουμε τη σκάλα που φέρνει στο δεύτερο πάτωμα, σ' ένα σαλονάκι διασκευασμένο εκ των ενόντων σε γραφείο και βιβλιοθήκη, βγαίνει μέσα από τους ίσκιους ένας άντρας καθόλου ψηλός, όπως τον είχα φανταστεί, με άσπρο κουρασμένο πρόσωπο. Ευγενικά, και μάλλον αδιάφορα, μου δίνει το χέρι. «Ένας νέος συγγραφέας», με συστήνει η Τατιάνα, κι εκείνος το δέχεται σαν να ήμουν νέος δικηγόρος ή γιατρός. Φορά ένα γκρίζο σταυρωτό κοστούμι, το ίδιο ίσως που κάποτε φορούσε στην Τράπεζα, κι ήσυχα απαντά στις ερωτήσεις μας. Τα μάτια μου βλέπουν τους τοίχους με τους πολυκαιρισμένους πίνακες, κι ένα γύρο τις άδειες πολυθρόνες. Εδώ, σκέφτομαι, θα είχαν ίσως καθίσει ο Σεφέρης ή ο Θεοτοκάς και θα 'χαν συζητήσει για βιβλία και γυναίκες. Ένα επιτραπέζιο κάδρο με γυαλί θαμπωμένο αφήνει να μαντεύεται ένα γυναικείο πρόσωπο - δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα χαρακτηριστικά του. Δεν είναι αυτό σπίτι εργένικο, μα ένα σπίτι που έχει στερηθεί τη γυναικεία παρουσία και που κάποτε θα είχε δει τα έξι γαλάζια μολύβια που έγραψε το βιβλίο του «Στου Χατζηφράγκου». Τώρα έχει απομείνει γυμνό.

Η ώρα περνά, όταν σε κάποια στιγμή τον ρωτώ πού θα μπορούσα να βρω τις μεταφράσεις του στον Έντγκαρ Άλλαν Πόε που τόσο αγαπώ. «Όχι», μου λέει κοιτάζοντάς με με το πρεσβυωπικό βλέμμα του ηλικιωμένου, «δεν θυμάμαι να τις έχω κάνει εγώ», κι αλλάζοντας θέμα θυμάται ξαφνικά ένα θεατρικό του έργο - το μοναδικό - τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» που δεν παίχτηκε ποτέ. Το βγάζει απ' τη βιβλιοθήκη του και με χέρι που τρέμει λίγο μου τ' αφιερώνει! Περίεργο. Απ' όλα τα έργα του, αυτό αγαπούσε.

Το έχω το βιβλίο του Πόε σήμερα, «Αλλόκοτες Ιστορίες» όπως είχε μεταφράσει τον τίτλο ο Πολίτης, και πολλές φορές ξεφυλλίζοντάς το ανακαλώ τη δικιά του αλλόκοτη ιστορία. Ένας κοσμικός κύριος της αστικής τάξης με μονομανία το γράψιμο, που σιγά σιγά κατάφερε από ένα ρομαντζάκι που είναι το πρώτο του βιβλίο, γράφοντας το τελευταίο, να δώσει την τραγωδία του μικρασιάτικου ελληνισμού - ένα «μνημόσυνο», όπως ο ίδιος το χαρακτήρισε, «στα σαραντάχρονα της χαμένης πολιτείας». Ένας τραπεζικός που εκτός από συγγραφέας ήταν και «κομμουνιστής», καταπώς ψιθυριζόταν πίσω από την πλάτη του. Πόσοι και πόσοι άνθρωποι αξίας διασύρθηκαν για τις παρεκκλίσεις τους, πολιτικές και ερωτικές. Πόσοι δεν θάφτηκαν κάτω από το πέλμα της κοινής γνώμης. Καμιά φορά απελπίζομαι. Μα είναι ίσως, σκέφτομαι, εξαιτίας αυτής της ιδιαιτερότητας, που μερικοί - οι πιο γενναίοι, μα και οι πιο αγνοί - κατορθώνουν να επιβιώσουν. Κάνοντας τέχνη την αβάσταχτη ζωή.

Πάντως, εκείνο το κρύο ανοιξιάτικο βράδυ του '67, ο γέρος κύριος δεν μπορούσε να είναι πια κομμουνιστής, συγγραφέας, αστός ή οτιδήποτε άλλο. Μόνο ένας άνθρωπος τσακισμένος, βυθισμένος σε δικούς του κόσμους. Το πένθος, μαζί κι η δικτατορία, τον είχαν διαλύσει. Μέσα στο σκιερό σπίτι στο Ψυχικό νιώθω τώρα ένα φτερούγισμα πάνω μας κι ανατριχιάζω. Ίσως να 'ναι, σκέφτομαι, ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που, όπως στην «Ερόικα», παρηγορητικός, «ήρθε και στάθηκε σιμά του». «Καληνύχτα», μας ξεπροβοδίζει ως την εξώπορτα. Σέρνει τα πόδια του. Ίσως και να φορά παντόφλες. Πατώντας στις μύτες των ποδιών, παραμερίζουμε τις αγριάδες που απειλούν να φράξουν την είσοδο - «καληνύχτα», λέμε κι εμείς.

περυσι το φθινοπωρο. Συντροφιά με μια παρέα συγγραφέων, στο Στρασβούργο. Ανάμεσά μας κι η Μιλλιέξ. Μεσημεράκι. Περιδιαβάζουμε τον καθεδρικό της πόλης. Καθόμαστε παρέα σ' ένα μικρό υπαίθριο ρεστοράν απέναντι από τις αψίδες του καθεδρικού. Κι ας είναι η εκκλησία υπέροχη κι ωραίος ο φθινοπωρινός ήλιος, εγώ έχω συνέχεια στο μυαλό μου το κείμενο για την Πάτρα. «Πες μου», λέω στην Τατιάνα σε μια στιγμή, «πότε ακριβώς πήγαμε στον Πολίτη, πώς μας υποδέχτηκε, φορούσε μήπως παντόφλες, θύμισέ μου τα, άλλη μια φορά…» «Όχι», μου αποκρίνεται, ανασηκώνοντας χαρακτηριστικά μια άσπρη τούφα μέσα απ' τις υπόλοιπες μαύρες των μαλλιών της, «ένας άνθρωπος μιας τέτοιας ανατροφής ποτέ δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του να μας υποδεχτεί έτσι. Τουλάχιστον όσο ήτανε καλά. Δεν ξέρω για κείνο το βράδυ, δεν θυμάμαι…»

Κι η Τατιάνα πρόθυμη συνεχίζει να μου μιλά, όχι τόσο για το συγκεκριμένο βράδυ, όσο γενικά για τον άνθρωπο, το πόσο ωραίος ήταν - «όλοι οι άλλοι της γενιάς του ασχημάντρες» -, για τη γυναίκα του που ήταν Αυστριακιά και κόμισσα, για το πόσο γυναικάς ήταν ο ίδιος και χρειάστηκε να μεσολαβήσει ο θάνατος της κόρης τους για να σμίξει ξανά το αντρόγυνο αρμονικά. «Κι αφού τον πιάσαν», ρωτώ, «πώς τον αφήσαν να φύγει;»

«Βρισκόμουν τις μέρες εκείνες συνέχεια σ' επαφή μαζί του και σ' ένα τηλεφώνημά μας τον ακούω ξαφνικά ταραγμένο να μουρμουρίζει "ήρθαν" και κατεβάζει τ' ακουστικό. Δεν χρειαζόμουν περισσότερα για να καταλάβω. Αρχίζω δεξιά κι αριστερά τα τηλεφωνήματα, παίρνω πρώτα τον Σεφέρη, ο οποίος δηλώνει αδυναμία. Ύστερα, παίρνω με τη σειρά άλλους - λογοτέχνες και μη - κανείς τους να μην μπορεί να βοηθήσει. Τραβάω τότε, γραμμή μόνη μου, στον Παττακό.

»Ούτε τον ξέραμε τότε ακόμα στη φάτσα τον Παττακό. Βάζω τα καλά μου, παίρνω καλού κακού το διπλωματικό μου διαβατήριο και πάω στο Υπουργείο Εσωτερικών, στην Κλαυθμώνος. Μ' αφήνουν να περάσω μέσα, διασχίζω κάτι απέραντους διαδρόμους σκοτεινούς, τι θέλετε με ρωτούν, τον κύριο Υπουργό θέλω, και να σου πίσω από ένα γραφείο ένας άνθρωπος μ' ένα κεφάλι γυμνό σαν γλόμπος. Κι αφού του συστήθηκα, ξέρετε, του λέω, τι κάνατε, πιάσατε τον μεγαλύτερο συγγραφέα της Ελλάδος - δεν του τον είπα πεζογράφο, για να καταλάβει - αύριο οι εφημερίδες της Ευρώπης θα βουίξουν! Αλήθεια, μου κάνει έκπληκτος, και πώς τον λεν τον άνθρωπό σου, κυρά μου; Κοσμά Πολίτη, του λέω. Κι εκεί που ο Παττακός έδινε εντολή στον αξιωματικό υπηρεσίας να ερευνήσει, ξάφνου θυμάμαι κάτι. Μια στιγμή, κύριε Υπουργέ, του λέω, δεν είναι αυτό το πραγματικό του όνομα, Πάρι Ταβελούδη τον λένε. Ο Παττακός αγρίεψε. Δυο ονόματα έχει ο φίλος σου; Σίγουρα δεν θα είναι έτσι που μας τον περιγράφεις… Είδα κι έπαθα να τον πείσω πως Κοσμάς Πολίτης ήταν το φιλολογικό του ψευδώνυμο. Μ' αυτό είναι γνωστός σε όλους, κύριε Υπουργέ!»

Όπως απ' τη μια αντικρίζω τις αψίδες του καθεδρικού κι απ' την άλλη την Τατιάνα να τρώει τη στρασβουργιανή σαλάτα της, άθελά μου αρχίζω να σχηματίζω την εικόνα του θλιμμένου άντρα με το γκρίζο φθαρμένο κοστούμι, πάνω στους ρόδακες και στα μπαρόκ στολίσματα του καθεδρικού. Ένα πέτρινο άγαλμα μέσα στα τόσα. Κι είναι σαν ο ίδιος, με ειρωνεία, να μου λέει: «αλλού με γύρευες, κι αλλού με βρίσκεις». Κι ας έζησε στην Πάτρα ή στο Ψυχικό, κι ας ήταν Ανατολίτης, Σμυρνιός στην καταγωγή, νομίζω του πάει να τον θυμάμαι στην Ευρώπη, που του έδωσε τα εφόδια και τον βοήθησε, μέσα από τις μαστορικές μεταφράσεις ξένων έργων που έκανε στα ελληνικά, να εκφραστεί ο ίδιος σαν πεζογράφος. Άλλωστε, ταιριάζει με το ψευδώνυμό του: κοσμοπολίτης.

Ο Κοσμάς Πολίτης πέθανε το '74 σε γηροκομείο. Πέντε μήνες μόλις πριν τη μεταπολίτευση. Η κηδεία του: 24 Φεβρουαρίου, τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, με λίγο κόσμο. Περιδιαβάζοντας τα μονοπάτια του Α΄ Νεκροταφείου, εκεί που λίγο παρακάτω αναπαύονται ο Σεφέρης, ο Τσίρκας, και εκεί που κείτονται οι δικοί μου αγαπημένοι νεκροί, καπεταναίοι και χρηματιστές, θυμάμαι την αποκριάτικη νύχτα στην «Ερόικα», που ο Πολίτης βάζει τους νεαρούς ήρωές του μεταμφιεσμένους σε πιερότους και κολομπίνες ν' αποχαιρετάνε την παιδική ζωή. Την ίδια στιγμή, μου έρχεται στο νου μια ταινία του Φασμπίντερ, όπου ο ήρωας περιφέρεται σ' ένα κοιμητήρι διαβάζοντας τις ημερομηνίες σκαλισμένες πάνω τους τάφους: «1950-52» ή «1960-64». «Μα είναι δυνατόν», απορεί, «όλοι τους να έζησαν τόσο λίγο;» «Όχι», του λέει μ' ένα χαμόγελο ο γερο-φύλακας του νεκροταφείου, «είναι το διάστημα που έζησαν ευτυχισμένοι». Άραγε, σκέφτομαι κι εγώ, πότε ήμουν περισσότερο ευτυχής; Σ' εκείνη την Πάτρα του '50, άγνωστος παρέα μ' ένα μπουλούκι θεατρίνους, ή τάχα τώρα, γνωστός και καλεσμένος για μια διάλεξη στην Πάτρα του '80; Όσο η μέρα πλησιάζει, τόσο εγώ κάθομαι στα καρφιά.

Τα βράδια, καμιά φορά, κόβω βόλτες στο Ψυχικό. Ούτε που θυμάμαι πια το σπίτι. Μετά τον θάνατό του, πάντως, το σπίτι λεηλατήθηκε, κι ο ίδιος ο συγγραφέας λησμονήθηκε κάπως. Αν, μάλιστα, λάβει κανείς υπόψη του τον λυρισμό και κάποιο φόρτο στις περιγραφές που του προσάπτουν, κινδυνεύει να περάσει για ντεμοντέ. «Δεν λέω, καλός είναι ο Πολίτης», μου λέει ένα βράδυ ο Κώστας Ταχτσής ενώ τρώγαμε ψάρι στο «Ιντεάλ», «εκείνη η "Ερόικα" πολύ μας τάραξε, μα σήμερα, βρε αδελφέ, πώς να το κάνω, δεν με συγκινεί!» Μήπως, λοιπόν, κι εγώ έμεινα αθεράπευτα έφηβος; αναρωτιέμαι. Κι ολοένα σκαλίζω το κείμενο που γράφω, σβήνω, προσθέτω και ξανά αφαιρώ. Τις προάλλες βρέθηκα σ' ένα ουζερί στη λεωφόρο Αλεξάνδρας παρέα με νέους ανθρώπους κι η συζήτηση πηγαίνει και σ' αυτόν. «Σας αρέσει ο Κοσμάς Πολίτης;» μου λέει ένας νεαρός συμπαθής μουσάτος, «εμένα πολύ». «Τι βρίσκεις σ' αυτόν;» τον ρωτώ με περιέργεια. Κι εκείνος αντί γι' άλλη απάντηση μου θυμίζει το «Γυρί». Σε κάποια στιγμή κάποιος ρωτά τον ήρωα τι είδους βιβλία προτιμά. «Βιβλία που να με βοηθήσουν να περάσω τη ζωή», απαντά εκείνος. Κοιτάζω με περιέργεια τον νεαρό. «Με τι ασχολείσαι;» τον ρωτώ. «Σπουδάζω ιατρική», μου αποκρίνεται, «στην Πάτρα».

στην πατρα, ταξίδεψα φέτος την άνοιξη ξανά. Ούτε χιόνια ούτε κακοκαιρία. Γλυκύτατος ανοιξιάτικος καιρός. Καλεσμένος από ένα νεολαιίστικο βιβλιοπωλείο, διάβασα σ' ένα πατάρι, μπροστά σ' ένα λιγοστό κοινό, το κείμενο που έχω στις αποσκευές μου. Ακολούθησαν κρίσεις και συζητήσεις. Συζητήσεις τυποποιημένες, μα που εκείνο το βράδυ τις ένιωσα ευχάριστες στη ζεστή συντροφιά. Κάποτε, η φιλολογική βραδιά πήρε τέλος. Σαν επίλογο, οι φίλοι ευγενικά αποφάσισαν να μου κάνουν μια βραδινή βόλτα με αυτοκίνητο για να μου δείξουν τ' αξιοθέατα. «Να δεις αυτά για τα οποία μας διάβασες», μου είπαν.

Νύχτα και διασχίζουμε τους δρόμους αραιωμένους από κόσμο. Ξεχωρίζω προσόψεις, διακρίνω σκιές και σχήματα. Οι καμάρες διαδέχονται η μια την άλλη, σαν δεκαετίες. Ένιωθα μια γλυκιά κούραση, όπως όταν τελειώνεις κάτι που σ' έχει καιρό απασχολήσει. «Να, αυτό είναι το Ορφανοτροφείο που περιγράφει ο Πολίτης», μου έδειξε ένας Πατρινός δικηγόρος από τη συντροφιά, καθώς περνούσαμε έξω από ένα κτίριο πέτρινο περιφραγμένο, «"Σκαγιοπούλειο" όπως το λεν, από τ' όνομα του δωρητή». Βγήκαμε έξω, και κάναμε μερικά βήματα. Και μολονότι καμιά «ξέθωρη πανσέληνος» δεν έλεγε να το φωτίσει, εμένα η καρδιά μου χτύπησε ζωηρά. Στην ουσία, δεν έβλεπα την πόλη. Σε κάποιο άλλο τοπίο, της ψυχής, με ξεναγούσαν. «Να και το Δημοτικό που μας μίλησες για τη χορευτική παράσταση του '50», μου 'δειξαν λίγο αργότερα, όπως πήραμε στροφή για να μπούμε στην πλατεία Γεωργίου του Α΄, «έργο του Τσίλλερ, και τα σκαλίσματα που είπες, να ξέρεις, δεν είναι μπαρόκ, αλλά ροκοκό». Το θέατρο με τα ολόσωμα αγάλματα στις κόγχες στροβιλίστηκε για μια στιγμή ολόφωτο κι ύστερα χάθηκε μες στη νύχτα. Ένα σκυλί παράδερνε στην έρημη πλατεία. Δεν το έβλεπα, άκουγα μόνο το γάβγισμά του. Κι όπως ο Προυστ στέκει με δέος μπρος στα καμπαναριά που του θυμίζουν το ένα και μοναδικό, το καμπαναριό του Κομπραί, έτσι κι εγώ ξαναζώ τη νύχτα και τον θίασο με τον οποίο είχα ταξιδέψει.

Σύμπτωση; Μια μέρα, τριγυρνώντας στο Σύνταγμα, μες στους τουρίστες τουρίστας κι εγώ, πέφτω πάνω σε μια αφίσα. «Το Ελληνικό Χορόδραμα στην επαρχία». Για κοίταξε, λέω μέσα μου, άραγε η λιγνή κυρία με τον κότσο που έπαιζε τον Καραγκιόζη, να χορεύει ακόμα; Μα κι αν ακόμα χορεύει, λέω πάλι, αποκλείεται να παίζει τα παλιά, ιδίως τις «Ζωγραφιές» και το «Φίδι». Σήμερα που τα ρεμπέτικα καθιερώθηκαν, δεν υπάρχει λόγος. Στα κέντρα όπου τα τραγουδούν, φωτίζουν μάταιοι πολυέλαιοι κι οι πελάτες σπάζουν πιάτα. Ο Βαμβακάρης, η Νίνου, ο Παπαϊωάννου πέθαναν. Κι ο Άγγελος Γριμάνης, με το παιδικό πρόσωπο και τα φτερωτά πόδια, βρέθηκε τον Νοέμβρη του '79 νεκρός σ' ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας στην Αθήνα.

Η μουσική του φίλου μου της Πάτρας του '50, κι ας έγινε πασίγνωστη στο μεταξύ, δεν έχει πια να κάνει, άμεσα, με τα ρεμπέτικα. Αυτός, τουλάχιστον, πρωτοπόρος σε όλα, φρόντισε να μην αντιγράψει ποτέ τη μόδα. Τον βλέπω αραιά και πού, τα καλοκαίρια στην πλατειούλα που βρίσκεται ο «Μαγικός Αυλός». Έκοψε το κάπνισμα και τους πολλούς καφέδες, και μένει το ίδιο μεγάλο σοφό και άτακτο παιδί. Μιλά με καλοσύνη για όσους το αξίζουν και είναι αδέκαστος για τους δεκαρολόγους.

Οι μόδες έρχονται και παρέρχονται. Άλλοι γνήσιοι κι άλλοι κάλπηδες. Κι η Αθήνα ήλθε και παρήλθε κι αυτή. Στη βιτρίνα του «Μπραζίλιαν», εκεί όπου άλλοτε καθρεφτίζονταν οι ποιητές μας, σήμερα μπίζνεσμεν καπνίζουν πούρα σοσιαλιστικά της Κούβας. Κι οι λαϊκοί έφηβοι του '50 απολιθώθηκαν. Έγιναν πανάκριβοι πίνακες στα σαλόνια των πλουσίων, αυτών που άλλοτε τους αγόραζαν ζωντανούς, για ένα κατοστάρικο, στην Ομόνοια. Σήμερα, άλλοι έφηβοι μεγαλώνουν. Προκλητικά καθισμένοι στις μηχανές τους, με γελεκάκια τζην φορεμένα κατάσαρκα να φαίνονται όλα τους τα μπράτσα, περιφέρονται περιμένοντας τη σειρά τους. Άραγε ποιος θα τους αποθανατίσει αυτούς;

Εγώ, πάντως, πιστός στην εποχή μου, τα βράδια κυκλοφορώ με αυτοκίνητα φίλων - «ανάμεσα στην οικογένεια και στους δρόμους», όπως είπε κάποτε κι ο Πολίτης σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις του. Οι δρόμοι στην πόλη απόχτησαν μια νέα και άγρια ομορφιά. Τρέχω μέσα στη νύχτα κι αφήνω πίσω μου διαφημίσεις, πολυκατοικίες, πολυκαταστήματα, βενζίνες. Βλέπω τους αριθμούς να ξετυλίγονται στο καντράν κι ακούω κάποιο μαύρο σκυλί να γαβγίζει. Άραγε, γιατί πάντα μαύρο; Τώρα πια μαντεύω τι περίπου πάσχιζε να μου πει. Πως όλα αυτά, ποιήματα, ρεμπέτικα, παρέες με συγγραφείς και μουσικούς, άλλο δεν ήταν παρά μια πρόφαση, όπως πρόφαση είναι κι η Πάτρα. Ανήκω κι εγώ σ' αυτούς που ονειρεύονται, μάταια ίσως, με πρόσωπα της φαντασίας να υποκαταστήσουν τα καθημερινά, πασχίζοντας να φτιάξω με λέξεις μια δεύτερη ζωή - καλύτερη ή όχι δεν έχει σημασία -, πάντως πιο ελεύθερη και πιο κοντινή σ' αυτό που ζει κανείς μία και μοναδική φορά - νέος.

Χιονίζει για μένα πάντοτε στην Πάτρα, ακόμα και με τον πιο λαμπρό καιρό.

Μένης Κουμανταρέας, «Το μαύρο σκυλί της Πάτρας», Πλανόδιος σαλπιγκτής, Αθήνα, Κέδρος, 1989, σσ. 116-127.