Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΤΡΟΦΩΝΙΟΣ

 

Καταγωγή, δράση, θάνατος

Το όνομα Τροφώνιος προέρχεται ετυμολογικά από το τρέφω και αυτός είναι πιθανώς ο λόγος που ο Στράβων και αρκετά επιγραφικά μνημεία τον ονομάζουν Τρεφώνιο. Σύμφωνα με τον Παυσανία θνητός πατέρας του Τροφώνιου είναι ο Ορχομένιος βασιλιάς Εργίνος και θεϊκός ο Απόλλων από την Επικάστη. Ανάλογα με το ποιος γίνεται αποδεκτός ως πατέρας του, ο Τροφώνιος εμφανίζεται άλλοτε ως προγονός και άλλοτε ως αδελφός του Αγαμήδη. Μυθικός μάντης και αρχιτέκτονας χρησιμοποίησε μαζί με τον Αγαμήδη τον λίθο στην κατασκευή μνημείων, σε αντικατάσταση των πλίνθων και των ξύλων. Ανάμεσα στα μνημεία που τους αποδίδονται είναι το σπίτι του Αμφιτρύωνα και της Αλκμήνης στη Θήβα, οι θησαυροί του Υριέα στην Υρία και του Αυγεία στην Ήλιδα, ο ναός του Ποσειδώνα στη Μαντίνεια, ένας ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς (Ὁμηρικός Ὕμνος εἰς Ἀπόλλωνα, στ. 281-304). Μόνος του ο Τροφώνιος ανέλαβε τον ναό του Απόλλωνα στις Παγασές και το δικό του μαντικό ιερό στη Λεβάδεια, όπου και λατρεύτηκε ως χθόνιος θεός και μάντης.

Ωστόσο, θεωρείται και κλέφτης, κάτι που προκάλεσε και τη διακωμώδησή του. Όταν ο Αγαμήδης και ο Τροφώνιος, κατασκεύασαν το θησαυρό του Υριέα, φρόντισαν ώστε αφαιρώντας κάποιο λίθο να μπορούν να μπαίνουν κρυφά στο κτίσμα και να αφαιρούν από τον θησαυρό. Καταλαβαίνοντας ο Υριέας ότι του έλειπε χρυσάφι, άλλοτε μόνος του, άλλοτε αφού συμβουλεύτηκε τον Δαίδαλο, έστησε παγίδα μέσα στην οποία πιάστηκε ο Αγαμήδης. (Εικ. 289) Τότε ο Τροφώνιος έκοψε το κεφάλι του συνεργάτη του, για να μην αποκαλύψει και τη δική του ταυτότητα. Φτάνοντας στη Λεβάδεια, κοντά στον ποταμό Έρκυνα, η γη σχίστηκε στα δυο και ο Τροφώνιος χάθηκε σε χάσμα (όπως ο Αμφιάραος) που ονομάστηκε «Λάκκος του Αγαμήδη», ενώ παραδίπλα υπήρχε και στήλη με το όνομά του. Άλλη εκδοχή θέλει τον εξαπατημένο βασιλιά να ανακαλύπτει τον κλέφτη από τις σταγόνες του κομμένου κεφαλιού του Αγαμήδη, οπότε ο Τροφώνιος άνοιξε υπόγειο θάλαμο στη γη και κρύφτηκε. Αυτόν τον τόπο θεώρησαν οι μεταγενέστεροι ιερό και τον λάτρεψαν σαν θεό.

Άλλες πηγές θέλουν τον θάνατο του Τροφώνιου αντίτιμο δωρεάς του Απόλλωνα προς τους αρχιτέκτονες του ναού του. Λεγόταν ότι όταν ζήτησαν την αμοιβή τους από τον θεό, εκείνος τους υποσχέθηκε ότι θα τους πληρώσει σε οκτώ μέρες· στο διάστημα αυτό τους συμβούλευσε να διασκεδάσουν. Την όγδοη νύχτα πέθαναν και οι δυο από γλυκό θάνατο - η καλύτερη αμοιβή ενός θεού προς θνητούς.

Το χάσμα ή σπήλαιο του Τροφώνιου ξεχάστηκε και ανακαλύφθηκε εκ νέου όταν οι Λιβαδείτες υπέφεραν από λιμό, και συμβουλεύτηκαν το μαντείο των Δελφών. Η Πυθία τους αποκάλυψε πως ένας ανώνυμος ήρωας είχε θυμώσει γιατί ήταν παραμελημένος. Έπρεπε, λοιπόν, να βρουν το τάφο του και να του προσφέρουν εφεξής λατρεία. Μετά από πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες ένας νεαρός βοσκός ακολουθώντας τις μέλισσες ανακάλυψε μια τρύπα στο έδαφος, ένα χάσμα δηλαδή. Εκεί αντί για μέλι συνάντησε έναν δαίμονα. (Εικ. 290) Ο λιμός σταμάτησε και η Λεβάδεια απέκτησε το διάσημο μαντείο της. Όσοι αναζητούσαν χρησμό από τον Τροφώνιο έπρεπε να θυσιάσουν κριό στον λάκκο, στο άλσος της Λεβάδειας.

Η κατάποση και του Τροφωνίου από τη γη, η ίδρυση μαντείου στο άντρο του με θυσίες σε χθόνιες θεότητες και στην τροφό του Δήμητρα-Ευρώπη (Παυσ. 9.39.5), αλλά και η ετυμολογία του ονόματος του, παραπέμπουν σε έναν αρχέγονο χθόνιο θεό της γονιμότητας που υποβιβάστηκε σε τοπικό ήρωα. Τον χθόνιο χαρακτήρα του ενισχύουν τα ιερά φίδια του άντρου του, που συνιστούν «εμβληματικό» χαρακτηριστικό που ο Βοιωτός μάντης μοιράζεται με τον Αμφιάραο και τον Ασκληπιό, και το οποίο συνοδεύει, άμεσα ή έμμεσα, όλες τις μαντικές/θεραπευτικές μυθικές μορφές, θνητούς, θεούς και ημίθεους ήρωες.

Σε αναθηματικό ανάγλυφο του 4ου αι. π.Χ. από τη Λιβαδειά παριστάνεται ο Τροφώνιος ανάμεσα σε γνωστές θεότητες (Πάνα, Κυβέλη, Αρτέμιδα, Διόνυσο, Διοσκούρους) και προσκυνητές (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, αρ. 3942).

 

Το μαντείο στη Λεβάδεια

Η χρησμοδότηση στο Τροφώνιο ήταν ενεργή από τα αρχαϊκά χρόνια, σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές (Ηρόδοτος και Αριστοφάνης), που μιλούν για χρησμούς στον Κροίσο (550 π.Χ.) και στον απεσταλμένο του Μαρδόνιου (480 π.Χ.). Ωστόσο, το μαντείο του Τροφωνίου, (Εικ. 9, 10, 11, 291, 292, 293) γνωστού ενίοτε και ως Δία Τροφώνιου, απέκτησε ιδιαίτερη δημοτικότητα και αίγλη κυρίως στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια της ατομικότητας και λιγότερο των κοινωνικών δραστηριοτήτων. Γι' αυτό σε φιλολογικά και επιγραφικά κείμενα των ρωμαϊκών χρόνων η Λιβαδειά αποκαλείται ιερά πόλις. Μάλιστα οι πηγές μαρτυρούν και την τέλεση αγώνων προς τιμήν του Τροφώνιου σε συνδυασμό με τα Βασίλεια, αγώνες προς τιμήν του Διός Βασιλέως.

Η λατρεία στο Τροφώνιο έχει πολλά κοινά σημεία γενικά με τα μυστηριακά ιερά και με τις δοκιμασίες που αυτά απαιτούσαν από τους προσκυνητές και τους μύστες (καθαρμούς, εγκοίμηση, ειδική δίαιτα, λουτρό, πόση ύδατος, προσευχές, ένδυση με λινή εσθήτα και σάνδαλα). Όλα αυτά, καθώς και η μορφή και το μαντείο του Τροφώνιου περιγράφηκαν από αρχαίους συγγραφείς, μερικοί από τους οποίους, όπως ο Δικαίαρχος και ο Πλούταρχος συνέγραψαν ειδικά και ομότιτλα έργα (Περί της εις Τροφωνίου καταβάσεως). Η σκοτεινή και μυστηριακή λατρεία και μαντική του διακωμωδήθηκαν ήδη από τους κλασικούς ποιητές (Αριστοφ., Νεφέλες, 506-508, Ευρ., Ίων 300, 393, 405) και από τους ποιητές της νέας κωμωδίας Άλεξι και Μένανδρο σε έργα τους με τίτλο Τροφώνιος, ενώ ο Antonio Salieri (1750-1825) συνέθεσε κωμική όπερα σε δύο πράξεις, με τίτλο La Grotta di Trofonio (Η σπηλιά του Τροφωνίου), όπου ο μάντης αντιστρέφει τις ιδιότητες του χαρακτήρα δύο ζευγαριών, ώστε τα παντρολογήματα να είναι ταιριαστά. Πάντως, οι πιο πολλές και συστηματικές πληροφορίες για το μαντείο και τα τελετουργικά του περιέχονται στην περιγραφή του Παυσανία, η οποία, ωστόσο, δεν αποκλείεται να αντανακλά μια αναδιοργάνωση στην ελληνιστική περίοδο.