Εξώφυλλο

Αριάδνη

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας

της Δήμητρας Μήττα

ΔΕΣΜΟΙ

Οι κριτές του Κάτω Κόσμου

ἐγὼ μὲν οὖν ταῦτα ἐγνωκὼς πρότερος ἢ ὑμεῖς ἐποιησάμην δικαστὰς ὑεῖς ἐμαυτοῦ͵ δύο μὲν ἐκ τῆς Ἀσίας͵ Μίνω τε καὶ Ραδάμανθυν͵ ἕνα δὲ ἐκ τῆς Εὐρώπης͵ Αἰακόν· οὗτοι οὖν ἐπειδὰν τελευτήσωσι͵ δικάσουσιν ἐν τῷ λειμῶνι͵ ἐν τῇ τριόδῳ ἐξ ἧς φέρετον τὼ ὁδώ͵ ἡ μὲν εἰς μακάρων νήσους͵ ἡ δ΄ εἰς Τάρταρον. καὶ τοὺς μὲν ἐκ τῆς Ἀσίας Ραδάμανθυς κρινεῖ͵ τοὺς δὲ ἐκ τῆς Εὐρώπης Αἰακός· Μίνῳ δὲ πρεσβεῖα δώσω ἐπιδιακρίνειν͵ ἐὰν ἀπορῆτόν τι τὼ ἑτέρω͵ ἵνα ὡς δικαιοτάτη ἡ κρίσις ᾖ περὶ τῆς πορείας τοῖς ἀνθρώποις. (Πλάτων, Γοργίας 523.e.7-524.a.7)

Ἐγώ λοιπόν [ο Δίας] κατανοήσας πρωτύτερα ἀπό σᾶς τὰς γινομένας ἀδικίας, διώρισα δικαστὰς τοὺς υἱοὺς μου, δύο μὲν ἐκ τῆς Ἀσίας, τὸν Μίνωα καὶ τὸν Ραδάμανθυν, ἓνα δὲ ἐκ τῆς Εὐρώπης, τὸν Αἰακόν· οὗτοι λοιπόν, ὅταν ἀποθάνουν, θὰ δικάζουν εἰς τὸν λειμῶνα, εἰς τὴν τρίοδον, ἐκ τῆς ὁποίας φέρουν δύο δρόμοι, ὁ μὲν εἷς εἰς τὰς νήσους τῶν μακάρων, ὁ δὲ ἄλλος εἰς τὸν Τάρταρον. Καὶ τοὺς μὲν καταγομένους ἐκ τῆς Ἀσίας θὰ δικάζῃ ὁ Ραδάμανθυς, τοὺς δὲ ἐξ Εὐρώπης καταγομένους ὁ Αἰακός· εἰς τὸν Μίνωα δὲ θα δώσω τὸ προνόμιον να ἐπιφέρῃ τὴν ὁριστικήν κρίσιν εἰς ἀπορίας τοῦ ἑνὸς ἤ τοῦ ἂλλου ἐκ τῶν κυρίως δικαστῶν, διὰ νὰ εἶναι δικαιοτάτη ἡ κρίσις εἰς ποῖον δρόμον πρέπει νὰ πορεύεται ἓκαστος ἂνθρωπος. (Μετ. Στ. Τζουμελέας, Αθήνα: Ζαχαρόπουλος, χ.χ.)

 

Ερυθρές

Ἐρυθραῖοι δὲ τὸ μὲν ἐξ ἀρχῆς ἀφικέσθαι σὺν Ἐρύθρῳ τῷ Ῥαδαμάνθυός φασιν ἐκ Κρήτης καὶ οἰκιστὴν τῇ πόλει γενέσθαι τὸν Ἔρυθρον· ἐχόντων δὲ αὐτὴν ὁμοῦ τοῖς Κρησὶ Λυκίων καὶ Καρῶν τε καὶ Παμφύλων, Λυκίων μὲν κατὰ συγγένειαν τὴν Κρητῶν -καὶ γὰρ οἱ Λύκιοι τὸ ἀρχαῖόν εἰσιν ἐκ Κρήτης, οἳ Σαρπηδόνι ὁμοῦ ἔφυγον-, Καρῶν δὲ κατὰ φιλίαν ἐκ παλαιοῦ πρὸς Μίνω, Παμφύλων δὲ ὅτι γένους μέτεστιν Ἑλληνικοῦ καὶ τούτοις-εἰσὶ γὰρ δὴ καὶ οἱ Πάμφυλοι τῶν μετὰ ἅλωσιν Ἰλίου πλανηθέντων σὺν Κάλχαντι-, τούτων τῶν κατειλεγμένων ἐχόντων Ἐρυθράς, Κλέοπος ὁ Κόδρου συλλέξας ἐξ ἁπασῶν τῶν ἐν Ἰωνίᾳ πόλεων ὅσους δὴ παρὰ ἑκάστων ἐπεισήγαγεν Ἐρυθραίοις συνοίκους. (Παυσανίας 7.371-14)

 

Τάλος, παραλλαγή του μύθου

Σύμφωνα με μιαν άλλην εκδοχή ο Τάλως διέμενε στη Σαρδηνία, όπου και εξολόθρευε όσους τον συναντούσαν· τους έσφιγγε πάνω στο στήθος του και ριχνόταν μαζί τους σε ένα καμίνι. Ο μορφασμός των ετοιμοθάνατων θυμάτων του αποτελούσε πιθανώς μία από τις πηγές του σαρδόνιου μειδιάματος (Σχόλια στον Πλάτωνα, Πολ., 337a.24-25).

 

Καταμερισμός εξουσίας

Ο καταμερισμός της εξουσίας στα τρία αδέλφια ή σε τρεις περιφέρειες με κέντρα την Κνωσό, τη Φαιστό, την Κυδωνία (η πρώτη έβλεπε στην Ασία, η δεύτερη στην Αφρική, η τρίτη στην Ευρώπη) δεν φαίνεται πιθανός στη μινωική Κρήτη, θα πρέπει δηλαδή να είναι μεταγενέστερη προσθήκη στον μύθο. Πάντως, η διπλή εκδοχή για τη διαδοχή στην εξουσία φαίνεται ότι είναι κοινό μοτίβο σε πολλές μυθολογικές οικογένειες, για παράδειγμα στους Ατρείδες.

 

Τεχνικές χαλκού

Ο A. B. Cook υποθέτει ότι ο μύθος του Τάλου αντανακλά τη μέθοδο χύτευσης των αγαλμάτων με την τεχνική του «χαμένου κεριού» (A. B. Cook, Zeus, Cambridge, 1914, I, σ. 723-4) και η Φρανσουάζ Φροντιζί-Ντυκρού ότι πίσω από το ζεύγος που σχηματίζουν ο Δαίδαλος και ο Τάλος διαφαίνεται ο συνδυασμός δύο διαφορετικών τεχνικών στην κατεργασία του μετάλλου, της σφυρηλάτησης φύλλων ορείχαλκου από τη μια και της κοίλης χύτευσης με την τεχνική του χαμένου κεριού από την άλλη (Φρανσουάζ Φροντιζί-Ντυκρού, Ο Δαίδαλος. Η μυθολογία του τεχνίτη στην αρχαία Ελλάδα. Μετάφραση: Χρήστος Μεράντζας. Αθήνα: Ολκός, 2002, σ. 144). Ωστόσο, η εισαγωγή της μεθόδου είναι μάλλον μεταγενέστερη της διαμόρφωσης του θρύλου από τους Σάμιους γλύπτες Ροίκο και Θεόδωρο, που χρονικά τοποθετούνται τον 6ο αι. π.Χ. Πάντως, η Ντυκρού επισημαίνει τον ρόλο της Ανατολής από τον 9ο έως τον 7ο αι. π.Χ. στην εισαγωγή στην Ελλάδα ή στην εκ νέου ανακάλυψη των διαφόρων τεχνικών, πριν ακόμη την ανατολίζουσα περίοδο. «Μια ανάλογη επιρροή σχετικά με τη δημιουργία των θρύλων είναι κάτι παραπάνω από πιθανή» (σ. 146). Επιπλέον, «το μυθικό πρότυπο που χρησίμευσε στον σχηματισμό της μορφής του βιοτέχνη Δαίδαλου προσαρμόστηκε έπειτα στον θρύλο, ο οποίος ενδεχομένως ήταν ιστορικό γεγονός, του γλύπτη Θεοδώρου…» (σ. 149).

 

Ταραχώδης διαδοχή στην εξουσία

Την Ευρώπη την παντρεύτηκε ο βασιλιάς των Κρητών Αστέριος και ανέτρεφε τα παιδιά της. Αυτά, όταν μεγάλωσαν, συγκρούστηκαν μεταξύ τους· γιατί ερωτεύτηκαν ένα νέο, που ονομαζόταν Μίλητος, γιο του Απόλλωνα και της Αρείας, κόρης του Κλεόχου. Επειδή όμως ο νέος έκλεινε μάλλον προς τον Σαρπηδόνα, ο Μίνωας κίνησε πόλεμο εναντίον τους και τους νίκησε. Και εκείνοι έφυγαν. Και ο Μίλητος πήγε προς την Καρία και εκεί ίδρυσε τη Μίλητο, που την ονόμασε έτσι από το όνομά του, ενώ ο Σαρπηδόνας, αφού συμμάχησε με τον Κίλικα, που βρισκόταν σε πόλεμο με τους Λυκίους, με αντάλλαγμα ένα μέρος της χώρας του, βασίλεψε στη Λυκία. Σε αυτόν έδωσε ο Δίας το προνόμιο να ζήσει για τρεις γενιές. Μερικοί λένε ότι είχαν ερωτευτεί τον Ατύμνιο, γιο του Δία και της Κασσιέπειας, και ότι για χάρη του ήλθαν σε ρήξη μεταξύ τους. (Απολλόδωρος 3.5)

 

Κιρκαία ρίζα

[…] ο Κέφαλος, ο γιος του Δηιόνα παντρεύτηκε την Πρόκριδα. Όμως αυτή κοιμήθηκε με τον Πτελέοντα, που της χάρισε χρυσό στεφάνι, και επειδή την έπιασε επ' αυτοφώρω ο Κέφαλος, έφυγε και πήγε στον Μίνωα. Εκείνος πάλι την οφ και την έπεισε να σμίξουν. Όμως αν μια γυναίκα κοιμόταν με τον Μίνωα, ήταν αδύνατο να σωθεί· γιατί η Πασιφάη, καθώς ο Μίνωας πλάγιαζε με πολλές γυναίκες, του έκανε μαγικά και κάθε φορά που εκείνος έσμιγε με άλλη γυναίκα, έβγαιναν ερπετά από τα γεννητικά του όργανα· με αυτόν τον τρόπο εκείνες χάνονταν. Αυτός λοιπόν είχε ένα γρήγορο σκύλο κι ένα ακόντιο που δεν έχανε ποτέ τον στόχο· με αυτά ως αντάλλαγμα η Πρόκρις του έδωσε να πιει την Κιρκαία ρίζα, ώστε να μην τη βλάψει, και έσμιξε μαζί του. Επειδή όμως εξακολουθούσε να νιώθει φόβο για τη γυναίκα του Μίνωα, επέστρεψε στην Αθήνα […] (Απολλόδωρος 3.15)

 

Ανδρόγεως, Νίσος, Σκύλλα

Ο ίδιος επέστρεψε στην Αθήνα και τέλεσε τον αγώνα των Παναθηναίων, στον οποίο ο γιος του Μίνωα Ανδρόγεως τους νίκησε όλους. Ο Αιγέας τον έστειλε εναντίον του ταύρου του Μαραθώνα, από τον οποίο σκοτώθηκε. Κάποιοι πάλι λένε ότι, πηγαίνοντας για τη Θήβα, για να πάρει μέρος στους αγώνες του Λάιου, οι συναγωνιστές του του έστησαν ενέδρα, επειδή τον ζήλευαν, και τον σκότωσαν. Ο Μίνωας, στον οποίο έφτασε το μήνυμα του θανάτου την ώρα που θυσίαζε στην Πάρο για τις Χάριτες, πέταξε από το κεφάλι του το στεφάνι και σταμάτησε τον αυλό, όμως τέλεσε τη θυσία όπως έπρεπε· γι' αυτό ακόμη και σήμερα θυσιάζουν στις Χάριτες χωρίς αυλούς και στεφάνια. Ύστερα από λίγο καιρό, επειδή ήταν θαλασσοκράτορας, πολέμησε με στόλο εναντίον της Αθήνας και κυρίευσε τα Μέγαρα, που είχαν τότε βασιλιά τον Νίσο, και σκότωσε τον Μεγαρέα, γιο του Ιππομένη από την Ογχηστό, που είχε έρθει σύμμαχος του Νίσου. Πέθανε και ο Νίσος με προδοσία της κόρης του. Αυτός δηλαδή είχε στην κορυφή του κεφαλιού μια πορφυρή τρίχα που αν του την ξερίζωναν υπήρχε χρησμός ότι θα πεθάνει· αλλά η κόρη του, η Σκύλλα, επειδή ερωτεύτηκε τον Μίνωα, του έβγαλε την τρίχα. Όταν ο Μίνωας κυρίευσε τα Μέγαρα, έδεσε την κόρη από τα πόδια στην πρύμνη και την έπνιξε στη θάλασσα.

Και επειδή ο πόλεμος τραβούσε σε μάκρος, μη μπορώντας να καταλάβει την Αθήνα, προσευχήθηκε στον Δία να εκδικηθεί τους Αθηναίους. Και καθώς έπεσε στην πόλη πείνα και αρρώστεια, αρχικά οι Αθηναίοι, ακολουθώντας έναν παλιό χρησμό, έσφαξαν στον τάφο του Κύκλωπα Γεραίστου τις κόρες του Υάκινθου, την Ανθηίδα, την Αιγληίδα, τη Λυταία και την Ορθαία· πατέρας τους ήταν ο Υάκινθος που είχε έλθει από τη Σπάρτη και κατοικούσε στην Αθήνα. Επειδή όμως δεν είδαν κανένα όφελος από τη θυσία, ζήτησαν χρησμό πώς θα γλιτώσουν. Και ο θεός τους απάντησε να ικανοποιήσουν κάθε αίτημα που θα πρόβαλλε ο Μίνωας. Έστειλαν λοιπόν ανθρώπους στον Μίνωα ότι του έδιναν το δικαίωμα να ζητήσει την ικανοποίηση που ήθελε. Και ο Μίνωας αξίωσε να στέλνουν άοπλους επτά νέους και άλλες τόσες νέες τροφή στον Μινώταυρο. (Απολλόδωρος 23.209-213)

 

Γλαύκος, Πολύιδος

Ο Γλαύκος, σε πολύ μικρή ηλικία, κυνηγώντας ένα ποντίκι έπεσε σε ένα πιθάρι γεμάτο μέλι και πέθανε. Και καθώς το παιδί έγινε άφαντο, ο Μίνωας, αφού το αναζήτησε παντού, 3.18 ζήτησε χρησμό από τους μάντεις, για να μπορέσει να το βρει. Και οι Κούρητες του είπαν ότι στα κοπάδια του έχει έναν τρίχρωμο ταύρο και ότι αυτός που θα μπορέσει να περιγράψει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα χρώματά του θα του παραδώσει το παιδί ζωντανό. Στη συγκέντρωση, λοιπόν, των μάντεων, ο Πολύιδος, ο γιος του Κοιρανού, παρομοίασε το χρώμα του ταύρου με του βατόμουρου[xxiv]· αναγκασμένος να βρει το παιδί, με κάποια μαντεία το βρήκε. Όταν ο Μίνωας του είπε ότι πρέπει να παραλάβει το παιδί, και μάλιστα ζωντανό, κλείστηκε μέσα μαζί με το νεκρό παιδί. Και εκεί που καθόταν τελείως αμήχανος, είδε ένα φίδι να προχωρά προς το νεκρό σώμα του παιδιού· το χτύπησε με πέτρα και το σκότωσε, επειδή φοβήθηκε μήπως και ο ίδιος πεθάνει αν πάθει κάτι το νεκρό σώμα. Ύστερα όμως ήρθε και άλλο φίδι που μόλις είδε νεκρό το πρώτο έφυγε· επέστρεψε όμως φέρνοντας ένα βοτάνι που το άπλωσε πάνω σε όλο το σώμα του άλλου φιδιού· 3.20 όταν του έβαλε το βοτάνι, το φίδι αναστήθηκε. Έκπληκτος ο Πολύιδος με ό,τι έβλεπε, έβαλε το ίδιο βοτάνι στο σώμα του Γλαύκου και τον ανέστησε. Ο Μίνωας πήρε το παιδί του, όμως ύστερα από αυτό δεν άφηνε τον Πολύιδο να επιστρέψει στο Άργος, προτού διδάξει τη μαντική τέχνη στον Γλαύκο · αναγκαστικά λοιπόν ο Πολύιδος του τη δίδαξε. Όμως όταν ήταν να αποπλεύσει, ζήτησε από τον Γλαύκο να φτύσει μέσα στο στόμα του· μόλις το έκανε αυτό ο Γλαύκος, λησμόνησε τη μαντική τέχνη. (Απολλόδωρος 3.17-3.20)

 

Οι έρωτες της Πασιφάης

Οργισμένος μαζί του [με τον Μίνωα] ο Ποσειδώνας επειδή δεν θυσίασε τον ταύρο, τον εξαγρίωσε, ενώ στην Πασιφάη ξύπνησε τον πόθο να ενωθεί με αυτόν. Πράγματι, ερωτευμένη εκείνη με τον ταύρο, ζήτησε τη βοήθεια του Δαίδαλου, που ήταν αρχιτέκτονας εξόριστος από την Αθήνα για φόνο. Αυτός κατασκεύασε μια ξύλινη αγελάδα πάνω σε τροχούς και αυτή… την κατέσκαψε από μέσα, ώστε να γίνει κούφιο το εσωτερικό της και, αφού έγδαρε μιαν αγελάδα, έρραψε το δέρμα της γύρω γύρω· ύστερα την τοποθέτησε στο λιβάδι όπου ο ταύρος συνήθιζε να βόσκει, και έβαλε μέσα την Πασιφάη. Και ο ταύρος ήρθε 3.11 και ενώθηκε μαζί της σαν να ήταν αληθινή αγελάδα. Και αυτή έφερε στον κόσμο τον Αστέριο που επονομάστηκε Μινώταυρος. Αυτός είχε πρόσωπο ταύρου, σε όλα τα υπόλοιπα είχε τη μορφή άνδρα· και ο Μίνωας, ακολουθώντας κάποιους χρησμούς, τον έκλεισε στον λαβύρινθο, όπου και έβαλε φρουρούς να τον φυλούν. Ο λαβύρινθος αυτός, που ο Δαίδαλος είχε κατασκευάσει, ήταν ένα οίκημα με πολύπλοκους καμπύλους διαδρόμους που παρέσερναν μακριά από την έξοδο. (Απολλόδωρος 3.10-11)

 

Το ταξίδι του ήρωα

Η κατανίκηση ενός θηρίου με υπερφυσικές δυνάμεις ή δαιμόνων είναι κάτι συνηθισμένο για έναν ήρωα ή για ένα βασιλιά σε όλες τις μυθολογίες. Η κατανίκηση προϋποθέτει ταξίδι σε μακρινές περιοχές, ακόμη και καθόδους στον Άδη. Στην ελληνική μυθολογία χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Ηρακλή και του Θησέα, του Κάδμου αλλά και του Απόλλωνα. Ο βασιλιάς ή ο ήρωας κυριαρχεί στην περιοχή του τέρατος ή στην εποχή που το ζώο κυβερνά. Τις περισσότερες φορές αντίπαλός τους είναι ένας ταύρος ή κάποιος μεταμφιεσμένος σε ταύρο, οπότε η κατανίκησή του σηματοδοτεί τη, θεωρητική έστω, κυριαρχία του ήρωα στις εποχές, μια και ο ταύρος από παλιά είχε νοηματοδοτηθεί ως στοιχείο του ουρανού.

 

Ο οίκος του Κατρέα: Αερόπη, Κλυμένη, Απημοσύνη, Αλθαιμένης

Από τον Κατρέα, τον γιο του Μίνωα, γεννήθηκαν η Αερόπη, η Κλυμένη, η Απημοσύνη και ένας γιος, ο Αλθαιμένης. Όταν ο Κατρέας ζήτησε χρησμό για το πώς θα τελειώσει η ζωή του, 3.13 ο θεός του απάντησε ότι θα πέθαινε από κάποιο από τα παιδιά του. Και ο Κατρέας κράτησε μυστικό τον χρησμό, τον έμαθε όμως ο Αλθαιμένης και επειδή φοβήθηκε μήπως γίνει φονιάς του πατέρα του, απέπλευσε από την Κρήτη μαζί με την αδελφή του Απημοσύνη, προσάραξε σε κάποια περιοχή της Ρόδου, την οποία, αφού κατέλαβε, την ονόμασε Κρητινία. Ύστερα, σκαρφάλωσε στο βουνό που ονομαζόταν Αταβύριο και ατένισε τα γύρω νησιά· ανάμεσά τους ξεχώρισε και την Κρήτη, και καθώς έφερε στο μυαλό του τους πατρογονικούς θεούς, ίδρυσε βωμό προς τιμή του Διός Αταβυρίου. Ύστερα από λίγο καιρό σκότωσε την αδελφή του με τα ίδια του τα χέρια. Όταν, δηλαδή, ο Ερμής την ερωτεύτηκε, καθώς εκείνη ξεγλιστρούσε και δεν μπορούσε να την πιάσει (διότι τον ξεπερνούσε σε ταχύτητα), κάλυψε τον δρόμο με φρεσκογδαρμένα δέρματα, πάνω στα οποία γλίστρησε η κοπέλα γυρνώντας από την κρήνη· και τότε, ο θεός τη βίασε. Και αυτή φανέρωσε το γεγονός στον αδελφό της· αυτός όμως, επειδή θεώρησε ότι η ιστορία με τον θεό ήταν πρόφαση, όρμηξε επάνω της και τη σκότωσε χτυπώντας την με κλωτσιές. 3.15 Όσο για την Αερόπη και την Κλυμένη ο Κατρέας τις έδωσε στον Ναύπλιο για να τις πουλήσει σε ξένα μέρη. Τη μία από αυτές, την Αερόπη, την παντρεύτηκε ο Πλεισθένης και έκανε δυο γιους, τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο, ενώ την Κλυμένη την παντρεύτηκε ο Ναύπλιος και έγινε πατέρας αγοριών, του Οίακα και του Παλαμήδη. Αργότερα, σε βαθιά γεράματα ο Κατρέας επιθυμούσε να παραδώσει την εξουσία στον γιο του Αλθαιμένη, και γι' αυτόν τον λόγο 3.16 ήλθε στη Ρόδο. Όταν μαζί με τα παλικάρια του αποβιβάστηκε σε κάποιο ερημικό σημείο του νησιού, κυνηγήθηκε από βοσκούς που πίστεψαν ότι είχαν εισβάλει ληστές, μια και δεν μπορούσαν να τον ακούσουν που τους έλεγε την αλήθεια, γιατί τα σκυλιά γαύγιζαν δυνατά· του επιτέθηκαν, λοιπόν, κι εκείνοι, και ο Αλθαιμένης που έφθασε έρριξε το ακόντιό του και σκότωσε τον Κατρέα χωρίς να ξέρει ποιος είναι. Όταν, κατόπιν, το έμαθε, προσευχήθηκε και κρύφθηκε μέσα σε ένα χάσμα της γης. (Απολλόδωρος 3.12-16)

 

ὕστερον δὲ τούτων Ἀλθαιμένης ὁ Κατρέως υἱὸς τοῦ Κρητῶν βασιλέως περί τινων χρηστηριαζόμενος ἔλαβε χρησμόν, ὅτι πεπρωμένον ἐστὶν αὐτῷ τοῦ πατρὸς αὐτόχειρα γενέσθαι. βουλόμενος οὖν τοῦτο τὸ μύσος ἐκφυγεῖν ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾶραι, πλειόνων ὄντων. οὗτος μὲν οὖν κατέπλευσε τῆς Ῥοδίας εἰς Κάμειρον καὶ ἐπὶ [μὲν] ὄρους Ἀταβύρου Διὸς ἱερὸν ἱδρύσατο τοῦ προσαγορευομένου Ἀταβυρίου· διόπερ ἔτι καὶ νῦν τιμᾶται διαφερόντως, κείμενον ἐπί τινος ὑψηλῆς ἄκρας, ἀφ᾽ ἧς ἐστιν ἀφορᾶν τὴν Κρήτην. ὁ μὲν οὖν Ἀλθαιμένης μετὰ τῶν συνακολουθησάντων κατῴκησεν ἐν τῇ Καμείρῳ, τιμώμενος ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων· ὁ δὲ πατὴρ αὐτοῦ Κατρεύς, ἔρημος ὢν ἀρρένων παίδων καὶ διαφερόντως ἀγαπῶν τὸν Ἀλθαιμένην, ἔπλευσεν εἰς Ῥόδον, φιλοτιμούμενος εὑρεῖν τὸν υἱὸν καὶ ἀπαγαγεῖν εἰς Κρήτην. τῆς δὲ κατὰ τὸ πεπρωμένον ἀνάγκης ἐπισχυούσης, ὁ μὲν Κατρεὺς ἀπέβη μετά τινων ἐπὶ τὴν Ῥοδίαν νυκτός, καὶ γενομένης συμπλοκῆς καὶ μάχης πρὸς τοὺς ἐγχωρίους ὁ Ἀλθαιμένης ἐκβοηθῶν ἠκόντισε λόγχῃ καὶ δι᾽ ἄγνοιαν παίσας ἀπέκτεινε τὸν πατέρα. γνωσθείσης δὲ τῆς πράξεως, ὁ [μὲν] Ἀλθαιμένης οὐ δυνάμενος φέρειν τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς τὰς μὲν ἀπαντήσεις καὶ ὁμιλίας τῶν ἀνθρώπων περιέκαμπτε, διδοὺς δ᾽ ἑαυτὸν εἰς τὰς ἐρημίας ἠλᾶτο μόνος καὶ διὰ τὴν λύπην ἐτελεύτησεν· ὕστερον δὲ κατά τινα χρησμὸν τιμὰς ἔσχε παρὰ Ῥοδίοις ἡρωικάς. (Διόδωρος Σ. 5.59.1-5)

 

Η Απημοσύνη στην αγκαλιά του Ερμή

Για τη σύλληψη του κοριτσιού φαίνεται ότι ο ποιμένας θεός Ερμής εφάρμοσε γνωστές μεθόδους κυνηγετικές ή συλλογής του χρυσού.

οὗτοι οἱ βίσωνες χαλεπώτατοι θηρίων εἰσὶν ἁλίσκεσθαι ζῶντες, καὶ δίκτυα οὐκ ἂν οὕτω γένοιτο ἰσχυρὰ <ὡς ἀντισχεῖν> τῇ ἐμβολῇ. θηρεύονται δὲ οὗτοι τρόπον τοιόνδε. ἐπειδὰν χωρίον οἱ ἀγρεύοντες πρανὲς εὕρωσι καθῆκον ἐς κοιλότητα, πρῶτα μὲν φράγματι ἰσχυρῷ πέριξ ὠχυρώσαντο, δεύτερον δὲ τὸ κάταντες καὶ τὸ περὶ τῷ πέρατι ὁμαλὸν αὐτοῦ νεοδάρτοις βύρσαις κατεστόρεσαν· ἢν δὲ τύχωσιν ἀποροῦντες βυρσῶν, τότε καὶ τὰ αὖα τῶν δερμάτων ὑπὸ ἐλαίου σφίσιν ὀλισθηρὰ ποιεῖται. τὸ δὲ ἐντεῦθεν οἱ μάλιστα ἱππεύειν ἀγαθοὶ συνελαύνουσιν ἐς τὸ εἰρημένον χωρίον τοὺς βίσωνας· οἱ δὲ εὐθὺς ἐν ταῖς πρώταις τῶν βυρσῶν ὀλισθόντες κατὰ τοῦ πρανοῦς κυλίνδονται, ἕως κατενεχθῶσιν ἐς τὸ ὁμαλόν. ἐρριμμένοι δὲ ἐνταῦθα ἠμέληνται κατ᾽ ἀρχάς· τετάρτῃ δὲ ἢ πέμπτῃ μάλιστα ἡμέρᾳ τῶν μὲν ἤδη τοῦ θυμοῦ τὸ πολὺ ὁ λιμὸς ἀφαιρεῖ καὶ ἡ ταλαιπωρία, οἱ δέ σφισιν, οἷς τέχνη τιθασεύειν, προσφέρουσιν ἔτι κειμένοις πίτυος τῆς ἡμέρου καρπὸν προεκλέξαντες ἐκ τῶν ἐλαχίστων ἐλύτρων· ἑτέρας δὲ οὐκ ἂν τροφῆς τό γε παραυτίκα ἅψαιτο τὰ θηρία· τέλος δὲ διαλαβόντες δεσμοῖς ἄγουσι. (Παυσ. 10.13.1.3-10.13.3.5)

Υπάρχει και χάλκινο κεφάλι βίσονα, δηλ. ταύρου της Παιονίας, που το έστειλε στους Δελφούς ο βασιλιάς των Παιόνων Δρωπίωνας, γιος του Λέοντα. Οι βίσονες αυτοί είναι πολύ άγρια θηρία και δεν μπορείς να τα πιάσεις εύκολα ζωντανά, επειδή δεν γίνονται τόσο ισχυρά δίχτυα που να αντέχουν στην ορμή τους. Κυνηγούν τους βίσονες ως εξής. Βρίσκουν κατηφορική πλαγιά που απολήγει, σε πολύ κλειστή κοιλότητα και ύστερα περιφράζουν την περιοχή αυτή με δυνατό τείχος. Κατόπιν, στρώνουν με φρεσκογδαρμένα τομάρια τόσο την πλαγιά χαμηλά, όποως και την κατηφοριά της, όπου καταλήγει. Αν δεν έχουν φρέσκα δέρματα, κάνουν γλιστερά τα ξηρά, αλείφοντας τα με λάδι. Τότε οι καλύτεροι ιππείς συγκεντρώνουν τους βίσονες στο μέρος που ανέφερα· αυτοί μόλις πατήσουν στα πρώτα τομάρια γλιστρούν και κυλούν προς τα κάτω μέχρι να φτάσουν σε ομαλό έδαφος. Στην αρχή τους αφήνουν εκεί ριγμένους. Την τέταρτη ή την πέμπτη μέρα, όταν πια τα ζώα έχουν αποκάμει από την πείνα και την ταλαιπωρία, τα πλησιάζουν ειδικοί στο να τα εξημερώνουν, ταΐζοντάς τα με καθαρισμένους καρπούς πεύκου, γιατί στην αρχή τα ζώα δεν τρώνε τίποτε άλλο. Τέλος, αφού τα δέσουν, τα κουβαλούν.

 

 

[Εχέδωρος] Ποταμός Μακεδονίας, ὁ πρότερον Ἡδωνὸς καλούμενος· ὁ ἔχων (φησὶ) δῶρα· χρυσοῦ γὰρ καταφέρων ψήγματα, οἱ ἐγχώριοι ἀρύονται, δέρματα αἰγῶν κείραντες καί καθιέντες εἰς τὸ ὕδωρ […] (Etym. Mag.)

 

Το σουρεαλιστικό περιοδικό Minotaure και ο Πικάσο

Ο ταύρος θυμίζει τα κρητικά ταυροκαθάψια και τον μύθο του Μινώταυρου, τη μορφή του Δία όταν ενώνεται με την Ευρώπη, τις ισπανικές ταυρομαχίες αλλά και στην επαναφορά του θέματος του ταύρου στην ευρωπαϊκή τέχνη του μεσοπολέμου.

Το γαλλικό σουρεαλιστικό περιοδικό Minotaure (1933-1939) ιδρύθηκε από τον Ελβετό εκδότη Albert Skira και τον Στρατή Ελευθεριάδη (Tériade) στο Παρίσι και εκδότες τους Pierre Mabille και André Breton, ο οποίος ζήτησε από τον Πικάσο να σχεδιάσει το εξώφυλλο για το πρώτο τεύχος του περιοδικού. (Εικ. 1) Στη συνέχεια, και για κάθε τεύχος το εξώφυλλο φιλοτεχνούνταν από διαφορετικό καλλιτέχνη. Το περιοδικό ανέδειξε καλλιτέχνες όπως οι: Hans Bellmer, Victor Brauner, Paul Delvaux, Alberto Giacometti, Roberto Matta. Σε αυτό δημοσιεύονται και άρθρα για την αρχιτεκτονική, όπως του Tristan Tzara, του Salvador Dalí, του Roberto Matta.

Θυμίζουμε τους πολλούς πίνακες του Πικάσο, όπου ο ταύρος κυριαρχεί την περίοδο αυτή: τον Μινώταυρο που κοσμούσε το εξώφυλλο του 1ου τεύχους της ομώνυμης επιθεώρησης (1933), τη Μινωταυρομαχία (1935), Το τέλος ενός τέρατος και τη Γκερνίκα (1937), καθώς και τα έργα Ο τυφλός ταύρος οδηγείται από ένα μικρό κορίτσι που κρατά αγριολούλουδα και Ο τυφλός ταύρος οδηγείται μέσα στη νύχτα από ένα κορίτσι με περιστέρι (1934). Ο ταύρος μοιάζει να είναι το πρόσχημα για να μιλήσει κανείς για το μη έλλογο κομμάτι του ανθρώπου που μπορεί να καθίσταται καταστροφικό (άνοδος φασισμού ) ή για το ένστικτο του ανθρώπου, τη σημασία του οποίου αποκάλυπτε την ίδια εποχή η ψυχανάλυση.

Πρβ. τους στίχους του Οδυσσέα Ελύτη από το ποίημά του Ωδή στον Πικασσό (1948):

 

Πικασσό Παύλε αρπάζεις το Θάνατο από τους καρπούς των χεριών

Και τον παλεύεις ωσάν ωραίο κι ευγενικό Μινώταυρο

Που όσο χάνει εκείνος το αίμα του τόσον εσύ αντρειεύεσαι

 

Βλ. και http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/history/art/page_191.html.

 

Ιδομενέας και Μηριόνης στην Τροία

στο μέρος που ο γενναίος

Ιδομενεύς εσύνταζε τους Κρήτας εις την μάχην,

και στους προμάχους έστεκε με τόλμην χοίρου αγρίου

και τες οπίσω φάλαγγες κυβέρνα ο Μηριόνης.

(Δ 252-254)

 

και ως έφθασεν ο Ιδομενεύς στην εύμορφην σκηνήν του,

κι εζώσθη τα λαμπρ΄ άρματα, κι επήρε δυο κοντάρια,

κι εκίνησεν ως κεραυνός, που εφούκτωσε ο Κρονίδης

και απ΄ τον φωτερόν Όλυμπον ετίναξε να δείξει

μέγα σημείον των θνητών, και πέρ΄ αστράφτει η λάμψις·

όμοια κι εκείνου ως έτρεχεν ελάμπαν τ΄ άρματά του.

Και ακόμη στην σκηνήν εγγύς τον ήβρε ο Μηριόνης

ο ακόλουθός του ως πήγαινεν άλλην να πάρει λόγχην.

«Υιέ του Μόλου αδάμαστε», του είπε ο Ιδομενέας,

«ω ποθητέ μου όσο κανείς των φίλων, Μηριόνη,

πώς εδώ ήλθες και άφησες τον ιερόν αγώνα;

Μη βέλος σ΄ εύρηκε πικρό κι η άκρη του σε σφάζει;

Ή μηνυτής μου έρχεσαι, διότι ούδ΄ εγώ θέλω

αργός να μένω εις τες σκηνές, αλλά να πολεμήσω».

Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:

«Ω Ιδομενέα, των Κρητών χαλκοχιτώνων πρώτε,

ήλθα να πάρω, αν σου ΄μεινε εις τες σκηνές κανένα

κοντάρι, ότι μου εκόπηκεν εκείνο που εφορούσα,

του υπερηφάνου ως κτύπησα Δηιφόβου την ασπίδα».

Και των Κρητών ο αρχηγός ο Ιδομενεύς αντείπεν:

«Κοντάρι΄ αν θέλεις κι είκοσι θα έβρεις στην σκηνήν μου

στον λαμπρόν τοίχον στυλωτά, των Τρώων, που φονεύω,

άρματα αιματοστάλακτα, διότι εγώ να κάμνω

με τους εχθρούς τον πόλεμον δεν συνηθώ μακρόθεν,

όθεν κοντάρια, κόρυθες και ομφαλωτές ασπίδες

και ακτινοβόλοι θώρακες μου υπάρχουν φυλαγμένοι».

Και προς αυτόν ο συνετός αντείπε Μηριόνης:

«Πολλά ΄χω λάφυρα κι εγώ παρμέν΄ από τους Τρώας

εις την σκηνήν· αλλά σιμά δεν είναι να τα λάβω˙

ότι ούδ΄ εμέ δεν άφησε, πιστεύω, η πρώτη ανδρεία·

και όταν ανάφτη λυσσερό το πείσμα του πολέμου

στην μάχην, δόξαν των ανδρών, προβάλλω με τους πρώτους·

κι εάν κανείς των Αχαιών χαλκοχιτώνων άλλος

τούτο δεν ξεύρει, καν εσύ, θαρρώ να το γνωρίζεις».

Και των Κρητών ο αρχηγός: «Πόσον γενναίος είσαι

το ξεύρω· να το λέγεις συ ποσώς δεν είναι ανάγκη.

Διότι αν εκλεγόμασθεν οι πρώτοι πολεμάρχοι

δια το καρτέρι, όπ΄ άσφαλτα διακρίνετ΄ η ανδρεία

όπου ο δειλός γνωρίζεται και δείχνεται ο γενναίος -

του ανάνδρου βλέπεις τη θωριά να συχναλλάζει χρώμα,

δεν τον αφήν΄ η αστήρικτη ψυχή του να ησυχάζει,

αλλά στες δύο φτέρνες του συχνά καθίζει επάνω,

σφόδρα η καρδία του βροντά στα στήθη, ως βλέπει εμπρός του

τες μοίρες, και τα δόντια του τριζοκοπούν στο στόμα.

Αλλ΄ ο γενναίος την θωριά δεν άλλαξε, αλλά μένει

εις την καθίστραν άφοβος με τους ανδρειωμένους

και ολόψυχα παρακαλεί πότε ν΄ αρχίσ΄ η μάχη. -

Και μηδ΄ αυτού δεν θα ΄ψεγε κανείς την δύναμίν σου·

διότι αν λόγχη σ΄ έβρισκε μαχόμενον ή ξίφος

μήτε στο ζνίχι θα ΄πεφτε το βέλος ή στην πλάτην,

αλλά τα στήθη θα πληκτεν εμπρός ή την γαστέρα,

ως πρόθυμος θα πρόβαλλες μες στους συντρόφους πρώτος.

Αλλ΄ ας μη στέκωμεν εδώ σα νήπια μωρολόγα

μήπως απότολμος κανείς πικρά μας ονειδίσει.

Αλλ΄ άμε, πάρε απ΄ την σκηνήν το στερεό κοντάρι».

Είπεν αυτά και ο ισόπαλος του Άρη Μηριόνης

γρήγορα επήρε απ΄ την σκηνήν το χάλκινο κοντάρι

κι έτρεξε πάλι όλος φωτιά προς τον Ιδομενέα.

 

[…]

Ομοίως μ' άρματα λαμπρά στην μάχην κατεβαίναν

οι πολεμάρχ' Ιδομενεύς ομού και Μηριόνης.

«Ω Δευκαλίδη», του 'λεγεν ο Μηριόνης πρώτος,

«πόθεν στα πλοία του στρατού να προχωρήσεις θέλεις·

στο δεξιόν, στο μεσινόν ή στ' αριστερό μέρος;

Ότι εκεί πλέον παρ' αλλού, θαρρώ, στενοχωρούνται

οι ανδρειωμένοι Δαναοί απ' των εχθρών τα πλήθη».

Και των Κρητών ο αρχηγός αντείπ' ο Ιδομενέας:

«Στην μέσην και άλλοι μάχονται να σώσουν τα καράβια,

και πολεμούν οι Αίαντες και ο Τεύκρος, φημισμένος

τοξότης, και από σύνεγγυς πολεμιστής ανδρείος·

θα τον χορτάσουν πόλεμον, μ' όσην και αν έχει ανδρείαν,

τον Πριαμίδην Έκτορα· άκρον θα έχει αγώνα

την δύναμιν ασύντριφτην κλονώντας των ηρώων

να κάψει τα καράβια μας· έξω αν θελήσει ο Δίας

δαυλόν ο ίδιος εις αυτά να βάλει φλογοβόλον.

Ότ' εις θνητόν πόχει τροφήν της Δήμητρας το δώρον,

οπού χαλκός και φονικά λιθάρια τον λαβώνουν,

τόπον δεν κάμνει ο φοβερός υιός του Τελαμώνος,

ουδέ στον σπάστην των ανδρών λεοντόψυχον Πηλείδην

θα υποχωρούσε, αν τύχαινε, και στην σταδίαν μάχην·

ότι στον δρόμον δεν νικά κανείς τον Αχιλλέα.

Αλλά της μάχης κίνησε στ' αριστερά, να δείξει

αν άλλους θα δοξάσομεν ή εμείς να δοξασθούμεν»

(Όμ., Ιλ. Ν 240-296, 304-327, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Το συμβούλιο των γερόντων

και των Παναχαιών εκεί τους γέροντας καλούσε [ο Αγαμέμνων]

και πρώτιστα τον Νέστορα και τον Ιδομενέα,

τους δυο κατόπιν Αίαντες, και τον Τυδείδην, κι έκτον

τον Οδυσσέα, πόμοιαζε στην γνώση με τον Δία,

και μόνος αυτοκάλεστος του ήλθεν ο γενναίος

Μενέλαος […]

(Όμ., Ιλ. Β 404-409, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ιδομενέας - Αίαντας: φραστικές αντιπαραθέσεις

Ιδομενέα, φαφλατάς παράκαιρα· και πέρα

ανάερα σηκώνονται πετώντας οι φοράδες.

Μες στους Αργείους, ως θαρρώ, τόσο δεν είσαι νέος,

και μάτια τόσο καθαρά δεν έχ΄ η κεφαλή σου˙

πάντοτ΄ εσύ ΄σαι φαφλατάς, αλλ΄ όπου ευρίσκοντ΄ άλλοι

άνδρες καλύτεροι από σε, προς τι να φαφλατίζεις;

(Ψ 474-479)

 

Γενεαλογικό δέντρο Ιδομενέα

Ο Ιδομενέας, σκοτώνοντας τον Αλκάθοον, υιόν του Αισυήτου, επιδείχθηκε με επαίνους για τη γενιά του στον Δηίφοβο, που έφτανε μέχρι τον Δία:

Ω τρομερέ, [Δηίφοβε] καυχάσαι

άδικα, αλλά προχώρησε και συ στήσου έμπροσθέν μου

ποίος απόγονος να ιδείς σας ήλθα εδώ του Δία

που γέννησε τον Μίνωα, της Κρήτης άρχον πρώτον,

και αυτός τον Δευκαλίωνα εγέννησε τον θείον,

και ο Δευκαλίων πάλι εμέ στην Κρήτην βασιλέα

ανδρών πολλών, και τώρα εδώ με φέραν τα καράβια

κακό σ' εσέ και του πατρός και όλων ομού των Τρώων.

(Όμ., Ιλ. Ν 446-454, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ιδομενέας, αρχηγός των Κρητών

Και των Κρητών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,

όσους απόστειλε η Κνωσός και η πυργωμένη Γόρτυς

και ο λευκόγειος Λύκαστος και η Μίλητος και η Λύκτος,

το Ρύτιον και η Φαιστός χώρες λαμπρές και άλλοι

οπού την εκατόμπολιν εκατοικούσαν Κρήτην·

όλων αυτών ήτο αρχηγός ο Ιδομενεύς ο ανδρείος,

και ο Μηριόνης όμοιος του ανθρωποφόνου Άρη·

κι είχαν ογδόντα ολόμαυρα κατόπι τους καράβια.

(Όμ., Ιλ. Β 645-652, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Επιστροφή Ιδομενέα στην Κρήτη

κι όλους του τους ανθρώπους

με το καλό τους έφερε στην Κρήτη ο Ιδομενέας,

όσοι απ' τη μάχη γλίτωσαν, κανένα δεν του πήρε

η θάλασσα.

(Όμ., Οδ. γ 191-194, Ζ. Σιδέρης)

 

Διὸς υἱὸν ὀνομαζόμενον. Μίνῳ δέ φασιν υἱοὺςγενέσθαι Δευκαλίωνά τε καὶ Μόλον· καὶ Δευκαλίωνος μὲν Ἰδομενέα, Μόλου δὲ Μηριόνην ὑπάρξαι. τούτους δὲ ναυσὶν ἐνενήκοντα στρατεῦσαι μετ᾽ Ἀγαμέμνονος εἰς Ἴλιον, καὶ διασωθέντας εἰς τὴν πατρίδα τελευτῆσαι καὶ ταφῆς ἐπιφανοῦς ἀξιωθῆναι καὶ τιμῶν ἀθανάτων. καὶ τὸν τάφον αὐτῶν ἐν τῇ Κνωσῷ δεικνύουσιν, ἐπιγραφὴν ἔχοντα τοιάνδε, Κνωσίου Ἰδομενῆος ὅρα τάφον. αὐτὰρ ἐγώ τοι πλησίον ἵδρυμαι Μηριόνης ὁ Μόλου. τούτους μὲν οὖν ὡς ἥρωας ἐπιφανεῖς τιμῶσιν οἱ Κρῆτες διαφερόντως, θύοντες καὶ κατὰ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις κινδύνους ἐπικαλούμενοι βοηθούς. (Διόδ. Σικ. 5.79.4.1-13)

 

Ἆθλα επί Πατρόκλῳ: ο αγώνας τοξοβολίας

Το σίδερο το μελαψό των τοξευτών βραβείον,

αξίνες δέκα δίστομες, δέκα μονές προβάλλει,

και αφού κατάρτι έστησε πέρα υψηλό στον άμμον

σ' εκείνο με λεπτήν κλωστήν προσδένει περιστέρι

από το πόδι, και σ΄ αυτό τους λέγει να τοξεύσουν.

«Κείνος που το δειλόψυχο πετύχει περιστέρι

όλες θα πάρει σπίτι του τες δίστομες αξίνες.

Και όποιος πετύχει την κλωστήν, χωρίς το περιστέρι,

θα πάρει εκείνος τες μονές, κατώτερος τοξότης».

Είπε, κι ευθύς σηκώθηκαν ο Τεύκρος πολεμάρχης

και ο Μηριόνης οπαδός λαμπρός του Ιδομενέως.

Εις ένα κράνος χάλκινο ετίναξαν τους κλήρους

και ο Τεύκρος πρώτος έλαχε· κι έριξ' ευθύς το βέλος

σφοδρότατα, και του θεού δεν έταξε να δώσει

από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.

Και το πουλί δεν πέτυχεν, ότι αντιστάθη ο Φοίβος·

κι επήρε μόνον την κλωστήν στο πόδι του δεμένην

το βέλος και την έκοψε· κι ευθύς το περιστέρι

πέταξε προς τον ουρανόν, και αυτού ξετεντωμένη

προς την γην έκλινε η κλωστή και αλάλαξαν τα πλήθη.

Το τόξον ευθύς άρπαξε του Τεύκρου ο Μηριόνης

και βέλος από την αρχήν στο χέρι του κρατούσε.

Κατόπι ευθύς ετάχθηκε του μακροβόλου Φοίβου

από αρνιά πρωτότοκα εξαίσιαν εκατόμβην.

Το περιστέρ' είδε υψηλά στα σύννεφ' από κάτω

να φέρνει γύρες ήσυχα, και κάτω απ' την φτερούγα

κατάστηθα το ετόξευσε κι εγύρισε το βέλος

κι εμπρός του εμπήχθη μες στην γην· κι ευθύς η περιστέρα

εις το κατάρτι εκάθισε με τα φτερά λυμένα,

και τον λαιμόν εκρέμασε, κι επέταξε η ψυχή της

από τα μέλη τα νεκρά και πέρα εκεί στον άμμον

έπεσε χάμω και οι λαοί θωρούσαν κι εθαυμάζαν.

Ο Μηριόνης πήρ' ευθύς τες δίστομες αξίνες

κι έφερε ο Τεύκρος τες μονές μέσα στα κοίλα πλοία.

(Όμ. Ιλ. Ψ 850-883, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Μηριόνης στην πόλη Εγγύιο της Σικελίας

πόλις ἐστὶ τῆς Σικελίας Ἐγγύιον οὐ μεγάλη, ἀρχαία δὲ πάνυ καὶ διὰ θεῶν ἐπιφάνειαν ἔνδοξος, ἃς καλοῦσι Ματέρας. ἵδρυμα λέγεται Κρητῶν γενέσθαι τὸ ἱερόν· καὶ λόγχας τινὰς ἐδείκνυσαν καὶ κράνη χαλκᾶ, τὰ μὲν ἔχοντα Μηριόνου τὰ δὲ Οὐλίξου, τουτέστιν Ὀδυσσέως, ἐπιγραφάς, ἀνατεθεικότων ταῖς θεαῖς. (Ποσειδώνιος, Fragmenta 93.9-93.13· πρβ. και Πλούτ., Μάρκελλος 20.3-4)

 

Ο έρωτας της Φαίδρας για τον Ιππόλυτο

Φαίδρα:

Τι να 'ναι άραγε αυτό που οι άνθρωποι ονομάζουν έρωτα;

 

Τροφός:

Το πιο γλυκό, παιδί μου, και το πιο πικρό συγχρόνως.

 

Φαίδρα:

Εγώ μονάχα το πικρό γνωρίζω.

 

Τροφός:

Τι λες, παιδί μου; Είσαι ερωτευμένη; Με ποιον;

 

Φαίδρα:

Το γιο της Αμαζόνας, όποιος και αν είναι αυτός…

 

Τροφός:

Λες τον Ιππόλυτο;

 

Φαίδρα:

Εσύ το είπες, όχι εγώ.

 

Τροφός:

Αλίμονο, τι λες, παιδί μου; Με σκότωσες.

Γυναίκες, μου είναι αβάσταχτο. Να ζήσω

δεν θ' αντέξω πια· η μέρα εχθρός μου και το φως της.

Θα πέσω στο γκρεμό, ν' απαλλαγώ απ' το σώμα μου.

Έσβησε η ζωή μου· σας αποχαιρετώ· πια δεν υπάρχω.

Κι οι συνετοί έλκονται απ' το κακό, κι ας μην το θέλουν.

Εντέλει η Κύπριδα δεν είναι απλή θεά,

μα κάτι ανώτερο -αν υπάρχει· αυτή

αφάνισε τη Φαίδρα, το παλάτι μας και μένα.

(Ευρ., Ιππόλυτος 752-776, μετ. Ε. Μερκενίδου)

 

 

Η Φαίδρα του Σενέκα

ΦΑΙΔΡΑ

Μεγάλη Κρήτη, αφέντισσα στο μέγα

πέλαο, που απ' το κάθε σου ακρογιάλι

τ' αρίφνητα καράβια σου δαμάζουν

τον πόντο· αφού ως τη χώρα φτάνεις

της Ασσυρίας, περνώντας του Νηρέα

τις απλωσιές με τα πλεούμενά σου,

γιατί σαν όμηρο έτσι δίνοντάς με

σε σπίτι μισητό και μ' έναν εχθρό μου

παντρεύοντας να ζήσω μ' αναγκάζεις

στα δάκρυα και στις συμφορές; Φευγάτος

μακριά γυρίζει ο άντρας μου και πίστη

σ' εμένα δείχνει τέτοια, που ο Θησέας

μονάχα συνηθίζει. Αντρειωμένος

σύντροφος μ' έναν αδιάντροπο μνηστήρα

στης λίμνης της αγύριστης πηγαίνει

τα τρίσβαθα σκοτάδια, τη γυναίκα

του βασιλιά του Άδη για ν' αρπάξει

από το θρόνο· βοηθός ξετρέχει

τρέλας αμαρτωλής· δεν τον κρατήσαν

ο φόβος και το σέβας. Ο πατέρας

του Ιππόλυτου γυρεύει ντροπιασμένες

κι ανόσιες αγάπες μες στα βάθη

του Αχέροντα. Μα τώρα πιο μεγάλος

πόνος τη δόλια με βαραίνει. Μήτε

της νύχτας η γαλήνη κι ο βαθύς ύπνος

απ' τις πικρές με ξαλαφρώνουν έγνοιες.

Θρέφεται το κακό κι όλο φουντώνει

και την καρδιά μου καίει σαν τη λάβα

που ξεπηδά απ' την Αίτνα. Της Παλλάδας

άνεργος μένει ο αργαλειός, τ' αδράχτια

γλιστρούν από τα χέρια μου· δε στέργω

με προσφορές και δώρα να φροντίζω

τους ναούς και τους βωμούς τριγύρω,

μαζί με τις γυναίκες της Αθήνας,

σε ιερές, βουβές τελετουργίες

τις δάδες να στριφογυρίζω· μήτε

με προσευχές αγνές ή και με πράξεις

ευλαβικές, καθώς είναι συνήθειο,

τη θεά να προσκυνάω, την αφέντρα

της χώρας που την πήρε για βραβείο.

Νιώθω χαρά να κυνηγάω τ' αγρίμια,

σαν τρέχουν τρομαγμένα, και να ρίχνω

με τ' απαλό μου χέρι το κοντάρι.

Πού φτερουγάς, καρδιά μου; Γιατί τόσο

τα δάση ξέφρενα ποθείς; Της δόλιας

μάνας μου το μοιρόγραφτο θυμάμαι

κακό. Μέσα στα δάση έχουμε μάθει

τον έρωτα τον άνομο κι οι δυο μας.

Σε συμπονώ, μητέρα· ανόσιος πόθος

σε συνεπήρε και τον άγριο ταύρο,

σ' ανήμερα γελάδια πρωτολάτη,

τόλμησες ν' αγαπήσεις· τραχύς ήταν

και στο ζυγό ανυπόταχτος εκείνος

ο εραστής που οδήγαε το κοπάδι

τ' αδάμαστο, μα κάποια ένιωθε αγάπη.

Της δύστυχης εμέ ποιος θα μπορούσε

θεός ή Δαίδαλος να ξαλαφρώσει

τις φλόγες μου; Ούτε κι αν εκείνος πάλι

γυρνούσε πίσω που ήταν μαθημένος

στης Αττικής τις τέχνες, που 'χε κλείσει

στο σκοτεινό λαβύρινθο το τέρας,

καμιά δε θα μας έδινε βοήθεια

στις συμφορές μας. Τη γενιά μισώντας

του εχθρού της Ήλιου η Αφροδίτη, παίρνει

εκδίκηση από μας για το δικό της

και του Άρη αλυσόδεμα και κάθε

γόνο του Φοίβου με ντροπές γεμίζει

ανείπωτες. Καμιά του Μίνωα κόρη

στον έρωτα δεν ξέφυγε απ' το αίσχος·

πάντα την ακολούθαγε το κρίμα.

(Σενέκας, Ιππόλυτος ή Φαίδρα, στ. 85-129, μετ. Τάσος Ρούσσος. Αθήνα: Καστανιώτης2000)

 

 

Το πάθος της Φαίδρας του Ρακίνα

Η Φαίδρα εξομολογείται το πάθος της για τον Ιππόλυτο στην έμπιστη τροφό της, την Οινώνη:


Το πάθος μου αρχίζει από παλιά. Μόλις ο γιος του Αιγέα

Με γάμο νόμιμο γυναίκα του με πήρε,

Η ευτυχία κι η γαλήνη μου μοιάζανε στεριωμένες·

Η Αθηνά τον αγέρωχο μου φανερώνει εχθρό μου.

Τον βλέπω και στη θέα του χλομιάζω, κοκκινίζω·

Μια ταραχή σηκώνεται στην έκθαμβη ψυχή μου·

Ούτε να δω μπορούσα πια ούτε και να μιλήσω·

Και πάγωνα και φλέγομουν παντού σ' όλο το σώμα.

Την Αφροδίτη ένιωσα, τις τρομερές φωτιές της,

Μαρτύρια αναπόφευκτα γενιάς που κατατρέχει.

Με προσευχές ατέρμονες ότι γινόταν πίστεψα να τα αποδιώξω:

Ναό της έχρισα, και φρόντισα να τον στολίσω.

Όλη την ώρα γύρω μου σφαγμένα ζώα,

έψαχνα μες στα μέλη τους τα πλανημένα λογικά μου.

Φάρμακα ανίσχυρα μιας αθεράπευτης αγάπης!

Μάταια στους βωμούς το χέρι μου έκαιε το λιβάνι:

Όταν το στόμα μου ικέτευε τ' όνομα της Θεάς, εγώ

Λάτρευα τον Ιππόλυτο· και βλέποντάς τον αδιάκοπα,

Ακόμα και στα πόδια των βωμών, όπου άναβα θυσίες,

Όλα τα πρόσφερα σε τούτον το Θεό που δεν τολμούσα να ονομάσω.

Παντού τον αποφεύγω. Ω κορυφή της δυστυχίας!

Τα μάτια μου στην όψη του πατέρα του τον ξαναβρίσκουν.

Τέλος τολμώ κι αντίθετα πράττω απ' ό,τι νιώθω:

Ερέθισα το ζήλο μου να τον καταδιώξω,

Για ν' αφανίσω έναν εχθρό που σαν θεό λατρεύω,

Μιας άδικης κάνω πως νιώθω μητριάς τη μοχθηρία·

Την εξορία του ταχύνω, κι οι ατελείωτες κραυγές μου

Απ' την αγκάλη κι απ'το στήθος το πατρικό τον ξεριζώνουν.

Ανάσανα, Οινώνη· κι απ' τον καιρό που έφυγε,

Αθώες και γαλήνιες οι μέρες μου κυλούσαν.

Υπάκουη στον άντρα μου, και κρύβοντας τον πόνο,

Του ολέθριου του γάμου μας φρόντιζα τα βλαστάρια.

Μάταιες προφυλάξεις! Άσπλαχνο πεπρωμένο!

Ο ίδιος μου ο άντρας τον ξαναφέρνει στην Τροιζήνα,

Και ξαναβλέπω τον εχθρό που είχα απομακρύνει:

Αμέσως μάτωσε η ολοζώντανη λαβωματιά μου.

Δεν ήταν πια μια λαύρα στις φλέβες μου κρυμμένη:

Η Αφροδίτη ολόκληρη έσφιγγε τη βορά της.

Ένιωσα για το κρίμα μου δίκαιο τρόμο·

Είδα με μίσος τη ζωή, τη φλόγα μου με φρίκη.

Πεθαίνοντας να σώσω ήθελα την τιμή μου,

Να σβήσω από το φως μια φλόγα τόσο μαύρη:

Τα δάκρυα, το πείσμα σου δεν μπόρεσα ν' αντέξω·

Όλα σου τα ομολόγησα· γι' αυτό δε μετανιώνω,

Φτάνει κι εσύ να σεβαστείς που ο θάνατος μ' αγγίζει,

Και μ' επιθέσεις άδικες να μη με φαρμακώνεις,

Και με φροντίδες μάταιες να μην ανασκαλεύεις

Λίγη ετοιμόσβεστη φωτιά που μένει απ' τη ζωή μου.

(στ. 269-316, μετ. Στρατής Πασχάλης)

 

Σχόλιο του μεταφραστή για τη Φαίδρα του Ρακίνα

«Η Φαίδρα είναι το τελευταίο […] έργο της θεατρικής σταδιοδρομίας του Ρακίνα πριν από τη μεταστροφή του στον ιανσενισμό και στην κλειστή ζωή της οικογένειας. Οι ειδικοί θέλουν να το θεωρούν ένα συμβόλαιο επανασύνδεσης του συγγραφέα με το Πορ-Ρουαγιάλ, υποστηρίζοντας ότι η νοσταλγία του ποιητή για τη θρησκεία και την πνευματική αναχώρηση είχε κιόλας αρχίσει πριν από τη σκευωρία, που δεν υπήρξε ουσιαστικά η αίτια αλλά η αφορμή της μεταστροφής. Πεποίθηση που τη στηρίζουν αφενός σε ορισμένα σημεία του προλόγου και αφ' ετέρου στο πνεύμα που κυριαρχεί σε ολόκληρο το δράμα· ένα πνεύμα χριστιανικού πεσιμισμού, όπου οι μόνες ενδείξεις για τον μη χριστιανικό κόσμο, στον οποίο η ηρωίδα ανήκει, είναι τόσο η τελική αυτοκτονία της, που ανακαλεί τη φιλοσοφία των στωικών, όσο και η απουσία της δυνατότητας να σωθεί από τη θεία χάρη. Γνωρίσματα που καθιστούν τη Φαίδρα μια χριστιανή πριν από τον Χριστό ή μια μαρτυρική μορφή χωρίς θεό.

Άλλωστε ο θρηνητικός τόνος με τους μακρόσυρτους ρυθμούς, που γεμίζουν το έργο απ' άκρη σ' άκρη, θυμίζει τους βιβλικούς κλαυθμούς των προφητών και των Ψαλμών του Δαυίδ για κάποιο προαιώνιο ανόμημα. Το ένοχο πάθος της γυναίκας του Θησέα δεν είναι μια δική της επιλογή αλλά η κληρονομιά ενός προγονικού αμαρτήματος. Κι εκείνη, μην έχοντας άλλη αναφορά έξω από τον εαυτό της και τις φυσικές αρχές, λαμπρές ή ζοφερές, του κόσμου ετούτου, εγκαταλείπεται «εαυτοτιμωρούμενη» στο σατανικό παιχνίδι της μοίρας, που την οδηγεί στον όλεθρο.

Το έργο δεν έχει όμοιό του σε λιτότητα εκφραστική. Στην ποιητική παλέτα του Ρακίνα θα 'λεγες πως δεν υπάρχουν παρά τρία μόνο χρώματα: η ώχρα, το κόκκινο και το μαύρο -που άλλοτε αναμειγνύονται δίνοντας ποικίλα χρωματικά παράγωγα κι άλλοτε απλώνονται πηχτά ή διαφανή επάνω στη σκληρότητα του άσπρου: ήλιος, φως, μέρα-αίμα, φωτιά, μανία-νύχτα, κάπνα, θεριό· σε άπειρες παραλλαγές. Με αποκορύφωμα τον περίφημο στίχο La fille de Minos et de Pusiphae (Της Πασιφάης και του Μίνωα τη θυγατέρα), μια απλούστατη περίφραση που πέρα από τη ρυθμική της κομψότητα γίνεται μια ανάγλυφη μετώπη δίνοντας, μέσα από το πλησίασμα των δυο συμβολικών ονομάτων, υπαινικτικές προεκτάσεις στο πρόσωπο της ηρωίδας, αυτής της κόρης του Φωτός και του Σκότους.

Η Φαίδρα είναι η τραγωδία που θέτει το πρόβλημα μιας φρεναπάτης: της αντίληψης ότι ό άνθρωπος είναι ελεύθερος. Κάτι που μας οδηγεί όχι μόνο στο ερώτημα που απασχόλησε τον κόσμο του 17ου αιώνα σχετικά με τον από τα πριν καθορισμένο προορισμό του άνθρωπου, αλλά και στον ντετερμινισμό του 19ου αιώνα, καθώς και στον σύγχρονο υπαρξιακό μηδενισμό, φτάνοντας έτσι να συνοψίσει το ψυχολογικό θέατρο σε όλο του το φάσμα: από τον ρεαλισμό και τον νατουραλισμό του Ίψεν και του Στρίντμπεργκ μέχρι τους αμερικανούς δραματουργούς και το θέατρο του παραλόγου.» (Στρατής Πασχάλης, από την Εισαγωγή στη μετάφραση του έργου. Αθήνα: Ίκαρος, 1990)

 

Η Φαίδρα του Γιάννη Ρίτσου

Τελευταίοι στίχοι και επίλογος:

Φύγε, λοιπόν. Τι μου στέκεις εκεί απολιθωμένος; Έμπα στο λουτρό σου, έμπα να ξεπλυθείς απ' τ' ανόσια μου λόγια, απ' τ' ανόσια μου μάτια, απ' τα κόκκινα, λασπωμένα μου μάτια.

Ίσως κει μέσα

ν' αφαιρέσεις για λίγο και συ το προσωπείο σου, τη γυάλινή σου πανοπλία,

την παγωμένην αγιοσύνη σου, τη φονική σου δειλία. Φεύγα σου λέω.

Δεν αντέχω

την ύβρη της σιωπής σου. Την εκδίκηση την έχω ετοιμάσει. Θα δεις.

Κρίμα -

δε θα μπορέσεις για πολύ να τη θυμάσαι. Τι πάθαν απόψε τα βατράχια;

φωνές, φωνές, φωνές, -τι πάνε να πουν; και σε ποιον; Τι πάνε να

κρύψουν;

ποια μέθη; ποιον πόνο; ποιαν αλήθεια; Τι όμορφη αδέκαστη νύχτα -

αδέκαστη, αδέκαστη, αδέκαστη - τι όμορφη νύχτα -

 

(Σηκώνεται πρώτη. Προχωρεί προς τη μεσαία πόρτα, την ανοίγει, εξαφανίζεται. Το σκοτάδι δεν επιτρέπει να διακρίνουμε την έκφραση της κίνησής της, του προσώπου της. Ο νέος φεύγει αριστερά - πιθανόν προς το λουτρώνα. Η αίθουσα ολότελα άδεια, βουβή. Άξαφνα κατακλύζεται από ήχους νερού που διαρκώς δυναμώνουν σαν κάποιος, πλάι, εκεί κοντά, να παίρνει το λουτρό του εξαγνισμού. Ο ήχος αυτός υπογραμμίζει τη σιωπηλότητα της μεσαίας πόρτας που έχει μείνει ανοιχτή. Σε λίγο ακούγονται, σαν μέσα στην ίδια κάμαρα, τα παράφορα κοάσματα των βατράχων - κάτι ελαστικό, γλοιώδες, αισθησιακό, οδυνηρό κι αηδιαστικό ταυτόχρονα. Πάλι σιωπή. Μονάχα ο ήχος απ' την πτώση του νερού, εκτονωμένος κάπως. Λίγο αργότερα, έξω στην αυλή, θόρυβος από τροχούς άμαξας και οπλές αλόγων. Απ' τα δεξιά, μπαίνει ένας άντρας. Ανάστημα επιβλητικό, σκοτεινό. Κανείς εδώ; Ανάβει ένα σπίρτο. Φωτίζεται η πυκνή, χοντρή, σγουρή γενειάδα. Ανάβει τη λάμπα. Πλησιάζει τη μεσαία πόρτα. Φωτίζεται το εσωτερικό. Στο δοκάρι της οροφής, η κρεμασμένη. Ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στη ζώνη της. Το παίρνει. Διαβάζει: «Ο γιος σου, ο γιος της Αντιόπης, δοκίμασε να με βιάσει». Κραυγή. Όχι θρήνος. Κατάρα. Η τρομερή προσταγή. Συνάζονται- δούλοι, αμαξάδες, η γριά τροφός, υπηρέτριες. Ο νέος βγαίνει απ' το λουτρό, γυμνός, στάζοντας όλος, με την πετσέτα δεμένη στη μέση του. Ακούει σιωπηλά την καταδίκη του. Γονατίζει. Έξω, στην αυλή, οι προβολείς των δύο αμαξιών - αυτού που μόλις ήρθε και του άλλου που ετοιμάστηκε αστραπιαία για την εξορία - ρίχνουν σταυρωτά τις σκιές των δύο αγαλμάτων, της Αφροδίτης και της Άρτεμης, πάνω στο σώμα της κρεμασμένης).

 

Η μυρτιά της Φαίδρας

μυρσίνη δέ ἐστι Τροιζηνίοις τὰ φύλλα διὰ πάσης ἔχουσα τετρυπημένα· φῦναι δὲ οὐκ ἐξ ἀρχῆς αὐτὴν λέγουσιν, ἀλλὰ τὸ ἔργον γεγενῆσθαι τῆς ἐς τὸν ἔρωτα ἄσης καὶ τῆς περόνης ἣν ἐπὶ ταῖς θριξὶν εἶχεν ἡ Φαίδρα. (Παυσ. 1.22.2)

[Υπάρχει μια μυρτιά στην Τροιζήνα που έχει εξ ολοκλήρου διάτρητα τα φύλλα της· λένε πως δεν είχε φυτρώσει έτσι απ' αρχής, αλλά αυτό έγινε από την ερωτική θλίψη της Φαίδρας με την περόνη που είχε στα μαλλιά της.]

 

 

 

Ακακαλλίδα και Απόλλων

 

ἔστι δὲ ἐν τοῖς Κρητικοῖς ὄρεσι καὶ κατ᾽ ἐμὲ ἔτι Ἔλυρος πόλις· οὗτοι ὖν αἶγα χαλκῆν ἀπέστειλαν ἐς Δελφούς, δίδωσι δὲ νηπίοις ἡ αἲξ Φυλακίδῃ καὶ Φιλάνδρῳ γάλα· παῖδας δὲ αὐτοὺς οἱ Ἐλύριοί φασιν Ἀπόλλωνός τε εἶναι καὶ Ἀκακαλλίδος νύμφης, συγγενέσθαι δὲ τῇ Ἀκακαλλίδι Ἀπόλλωνα ἐν πόλει Τάρρᾳ καὶ οἴκῳ Καρμάνορος. (Παυσ. 10.16.5)
Στα βουνά της Κρήτης υπάρχει και στην εποχή μου η πόλη Έλυρος. Οι κάτοικοι έστειλαν στους Δελφούς μιαν αίγα χάλκινη που θήλαζε με το γάλα της τον Φίλανδρο και τον Φυλακίδη. Τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν, κατά τους Ελυρίους, από την Ακακαλλίδα και τον Απόλλωνα που είχαν συνευρεθεί στο σπίτι του Καρμάνορα στην πόλη Τάρρα…

 

 

(Ο Απόλλωνας βρέθηκε στην Κρήτη αναζητώντας τον ιερέα Καρμάνορα για να τον εξαγνίσει από τον φόνο του Πύθωνα στους Δελφούς.)

 

Ο Ηρόδοτος για τους Γαράμαντες

[4.183.1] Κι ύστερ᾽ από δρόμο άλλων δέκα ημερών από τα Αύγιλα, άλλος λόφος από αλάτι και νερό και πολλές φοινικιές που δίνουν καρπό, παρόμοια με τους άλλους λόφους· εκεί ζουν άνθρωποι που τ᾽ όνομά τους είναι Γαράμαντες, έθνος εξαιρετικά μεγάλο, που κουβαλούν χώμα και το στρώνουν πάνω στο αλάτι κι έτσι σπέρνουν. [4.183.2] Από τη χώρα τους ώς τους Λωτοφάγους η πιο σύντομη απόσταση είναι δρόμος τριάντα ημερών. Στη χώρα τους είναι που ζουν τα βόδια που βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, για τον εξής λόγο· έχουν τα κέρατά τους κυρτωμένα προς τα μπρος· [4.183.3] κι έτσι βόσκουν προχωρώντας προς τα πίσω, αφού δεν μπορούν να προχωρήσουν προς τα μπρος, γιατί τα κέρατά τους καρφώνονται στη γη. Διαφορά άλλη από τ᾽ άλλα βόδια δεν έχουν, παρά μονάχα σ᾽ αυτό και στο δέρμα τους, που είναι πιο παχύ και πιο ανθεκτικό. [4.183.4] Κι οι Γαράμαντες αυτοί βγαίνουν και κυνηγούν τους τρωγλοδύτες Αιθίοπες με άρματα που τα σέρνουν τέσσερα άλογα. Γιατί οι τρωγλοδύτες Αιθίοπες είναι πιο γοργοπόδαροι απ᾽ όλους τους λαούς, απ᾽ αυτούς για τους οποίους μας έρχονται πληροφορίες. Και τρέφονται οι τρωγλοδύτες με φίδια και σαύρες κι άλλα παρόμοια ερπετά· η γλώσσα που μιλούν δε μοιάζει με καμιά άλλη, είναι κάτι σαν τα τσιρίσματα που βγάζουν οι νυχτερίδες.

 

Ο Ηρόδοτος αγνοεί τελείως τη σύνδεση των Γαραμάντων με την Κρήτη, θα πρέπει, επομένως, να τη θεωρήσουμε μεταγενέστερη του ιστορικού μυθολογική προσθήκη.

 

Ο Μίλητος, το παιδί του Απόλλωνα και της Ακακαλλίδας

Ἀπόλλωνος καὶ Ἀκακαλλίδος τῆς Μίνω θυγατρὸς ἐγένετο παῖς ἐν Κρήτῃ Μίλητος. τοῦτον ἡ Ἀκακαλλίς, δείσασα Μίνω, ἐξέβαλλεν εἰς τὴν ὕλην, καὶ αὐτὸν ἐπιφοιτῶντες λύκοι βουλῇ Ἀπόλλωνος ἐφύλαττον καὶ ὤρεγον παρὰ μέρος γάλα. ἔπειτα δὲ βουκόλοι περιτυχόντες ἀνείλοντο καὶ ἔτρεφον ἐν τοῖς οἰκείοις. ἐπεὶ δὲ ὁ παῖς ηὔξετο καὶ ἐγένετο καλὸς καὶ δραστήριος καὶ ὁ Μίνως κατὰ πόθον ἐνεχείρει βιάζεσθαι, τότε νυκτὸς ὁ Μίλητος ἐμβὰς εἰς ἄκατον βουλῇ Σαρπηδόνος εἰς Καρίαν ἀποδιδράσκει καὶ πόλιν ἐνταυθοῖ κτίσας Μίλητον ἔγημεν Εἰδοθέην τὴν Εὐρύτου θυγατέρα τοῦ βασιλέως τῶν Καρῶν. καὶ ἐγένοντο δίδυμοι παῖδας αὐτῇ Καῦνος [καὶ Βυβλίς], ἀφ᾽ οὗ πόλις ἐστὶν ἔτι νῦν ἐν Καρίᾳ Καῦνος, καὶ Βυβλίς. (Αντωνίνος Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή 30.1.1-30.2.8)

 

Η πόλη Μίλητος

«Υπάρχουν αρκετές αντιφατικές μυθολογικές παραδόσεις σχετικά με την ίδρυση της πόλης της Μιλήτου στα παράλια της Μ. Ασίας. Σύμφωνα με την εκδοχή του Παυσανία (7.2.5), οι πρώτοι κάτοικοι ήταν αυτόχθονες Κάρες, υπό τον Άνακτα και τον Αστέριο, τους οποίους πλαισίωσαν Κρήτες άποικοι υπό τον Μίλητο, σταλμένοι από το Μίνωα. Οι Μινωίτες συνυπήρξαν με τους Κάρες και συνοίκισαν την πόλη, που έκτοτε άλλαξε όνομα και από Ανακτορία καλούνταν Μίλητος. Αντίθετα, ο Στράβωνας θεωρεί ότι οι Κρήτες είχαν οικιστή το Σαρπηδόνα και προέρχονταν από την κρητική πόλη Μίλητο. Ο Αριστόκριτος της Μιλήτου παραθέτει τις παλαιότατες παραδόσεις των ίδιων των Μιλησίων, σύμφωνα με τους οποίους ο Μίλητος ήταν γιος του Απόλλωνα και κατέφυγε στην Καρία για να γλιτώσει από το φθόνο του βασιλιά Μίνωα, ιδρύοντας εκεί μια πόλη που πήρε το όνομά του.» ( http://www.fhw.gr/choros/miletus/gr/proistoria.php?menu_id=1 · βλ. και http://asiaminor.ehw.gr/forms/fLemmaBodyExtended.aspx?lemmaID=5354)

 

Ο αιγυπτιακός και ο κρητικός λαβύρινθος

[…] οι Αιγύπτιοι α­νάκτησαν την εξουσία κι έβαλαν δικό τους βασιλιά, τον Μένδη, που μερικοί ονομάζουν Μάρρο. Πολεμικό έργο αυτός δεν έκανε κανένα, αλλά κατασκεύασε για τον εαυτό του τάφο, τον λεγόμενο λαβύρινθο, θαυμαστό όχι τόσο για το μέγεθος όσο για την εξαιρετικά δύσκολη μίμησή του ένεκα της ευφυ­έστατης σχεδίασης του· γιατί όποιος μπει σ' αυτόν δεν μπο­ρεί εύκολα να βρει την έξοδο, εκτός αν τον συνοδεύει πολύ έμπειρος οδηγός. Μερικοί μάλιστα λένε πως και ο Δαίδαλος ήρθε στην Αίγυπτο, θαύμασε την τέχνη του κτίσματος και μετά κατασκεύασε για τον βασιλιά της Κρήτης Μίνωα λα­βύρινθο όμοιο με της Αιγύπτου, όπου βρισκόταν κατά τον μύθο ο λεγόμενος Μινώταυρος. Αλλά ο λαβύρινθος στην Κρήτη εξαφανίστηκε τελείως, είτε επειδή τον γκρέμισε κά­ποιος δυνάστης είτε από το καταστροφικό έργο του χρόνου, ενώ στην Αίγυπτο διατηρήθηκε στο ακέραιο η όλη κατα­σκευή μέχρι των ημερών μας. (Διόδωρος Σ. 1.61, μεταφραστική ομάδα Κάκτου)

 

Έλληνες στην Αίγυπτο

Οι ιερείς των Αιγυπτίων ιστορούν από τις καταγραφές στα ιερά τους βιβλία ότι τους επισκέφτηκαν τα παλαιά χρό­νια ο Ορφέας, ο Μουσαίος, ο Μελάμπους και ο Δαίδαλος, καθώς και ο ποιητής Όμηρος και ο Λυκούργος ο Σπαρτιά­της, ο Σόλων ο Αθηναίος και ο φιλόσοφος Πλάτων, ήλθε επίσης ο Πυθαγόρας ο Σάμιος και ο μαθηματικός Εύδοξος, καθώς επίσης ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης και ο Οινοπίδης ο Χίος. Τεκμήρια της επίσκεψης όλων ετούτων δεί­χνουν για άλλους τα αγάλματα τους και για άλλους τοπο­θεσίες ή κτίρια που φέρουν τ όνομα τους, και φέρνουν απο­δείξεις από τον τομέα της γνώσης που υπηρέτησε ο καθένας τους, βγάζοντας το συμπέρασμα πως από την Αίγυπτο πή­ραν όλες τις γνώσεις για τις οποίες θαυμάστηκαν από τους Έλληνες. (Διόδωρος Σ. 1.96.2-3, μεταφραστική ομάδα Κάκτου)

 

Ο Δαίδαλος στην Αίγυπτο

Όσο για τον Δαίδαλο, λένε πως μιμήθηκε την πολυπλοκότητα του λαβύρινθου, που σώζεται μέχρι σήμερα, τον οποίο έχτισε, άλλοι λένε, ο Μένδης, κι άλλοι, ο βασιλιάς Μάρρος, πολλά χρόνια πριν τη βασιλεία του Μίνωα. Ο ρυθμός των αρχαίων ανδριάντων της Αιγύπτου είναι ίδιος με τον ρυθμό των αγαλμάτων που κατασκεύασε ο Δαίδαλος στους Έλληνες. Όσο για το ωραιότατο πρόπυλο του ναού του Ηφαίστου στη Μέμφιδα λένε πως χτίστηκε επίσης από τον Δαίδαλο, που επειδή θαυμάστηκε πολύ, τιμήθηκε με ξύλινο άγαλμα που σκάλισε με τα ίδια του τα χέρια και στήθηκε στον εν λόγω ναό, και πέρα απ αυτά απέκτησε μεγάλη δόξα για την ευφυΐα του και τιμήθηκε σαν θεός για τις πολλές του ανακαλύψεις· για­τί σ ένα νησί προς τη Μέμφιδα υπάρχει ακόμη ιερό του Δαιδάλου που τιμούν οι κάτοικοι της περιοχής. (Διόδωρος Σ. 1.97.5-7, μεταφραστική ομάδα Κάκτου)

 

Θάνατος του Μίνωα

Ο Μίνωας, ο βασιλιάς των Κρητών, που εκείνη την εποχή ήταν θαλασσοκράτορας, όταν έμαθε ότι ο Δαίδαλος κατέφυγε στη Σικελία, αποφάσισε να εκστρατεύσει εναντίον της. Αφού ετοίμασε αξιόλογη ναυτική δύναμη, ορμήθηκε από την Κρήτη και κατέπλευσε στην περιοχή του Ακράγαντα, που ονομάστηκε από αυτόν Μινώα. Αφού αποβίβασε τον στρατό του, έστειλε αγγελιαφόρους προς τον βασιλιά Κώκαλο και ζητούσε να του παραδώσει τον Δαίδαλο για να τον τιμωρήσει. Ο Κώκαλος κάλεσε τον Μίνωα να συζητήσουν και, αφού του υποσχέθηκε ότι θα πράξει όλα όσα του ζητάει, τον οδήγησε στο σπίτι του για να τον φιλοξενήσει. Κι εκεί που έπαιρνε το λουτρό του, ο Κώκαλος τον κράτησε περισσότερη ώρα στο ζεματιστό νερό και τον ξέκαμε. Κι έδωσε πίσω στους Κρήτες το σώμα του προφασιζόμενος για τον θάνατό του ότι τάχα γλίστρησε στο λουτρό κι έπεσε μέσα στο ζεστό νερό και πέθανε. Ύστερα από αυτά, οι σύντροφοί του στην εκστρατεία έθαψαν το σώμα του βασιλιά τους με μεγαλοπρέπεια. Κι έχτισαν έναν τάφο με δυο διαμερίσματα. Στο κρυφό, το υπόγειο διαμέρισμα, τοποθέτησαν τα οστά και το άλλο, το ορατό, έκαναν ένα ιερό της Αφροδίτης. Τον Μίνωα τον τιμούσαν εδώ επί πολλές γενεές και οι κάτοικοι πρόσφεραν εκεί θυσίες με την ιδέα ότι ήταν ένας ναός της Αφροδίτης. Στα νεότερα χρόνια, όταν κτίσθηκε η πόλη των Ακραγαντίνων, ο τάφος γκρεμίστηκε και τα οστά δόθηκαν πίσω στους Κρήτες, όταν βασιλιάς των Ακραγαντίνων ήταν ο Θήρων. [Σημ.: Ο Θήρων πέθανε το 472 μετά από δεκαέξι χρόνια εξουσίας] (Διόδωρος Σ. 4.79.1-5)

 

Κρητικοί εποικισμοί στη Σικελία

Αλλά οι Κρήτες της Σικελίας, μετά τον θάνατο του Μίνωα, καθώς είχαν μείνει χωρίς βασιλιά, εστασίασαν και μετά τον εμπρησμό των πλοίων τους από τους Σικανούς του Κωκάλου έχασαν κάθε ελπίδα για την επάνοδο στην πατρίδα. Αποφάσισαν λοιπόν να εγκατασταθούν στη Σικελία και ορισμένοι έκτισαν στο νησί μια πόλη που την είπαν Μινώα από το όνομα του βασιλιά τους, ενώ άλλοι περιπλανήθηκαν στην ενδοχώρα του νησιού, κατέλαβαν μια τοποθεσία με φυσική οχύρωση και έκτισαν πόλη που ονόμασαν Έγγυιο από την πηγή που έτρεχε εκεί. Και αργότερα, μετά την άλωση της Τροίας, όταν ο Μηριόνης ο Κρήτας έπιασε στεριά στη Σικελία, υποδέχθηκαν φιλικά λόγω συγγένειας τους Κρήτες που κατέπλευσαν εκεί και τους έκαναν συμπολίτες τους. Και χρησιμοποιώντας ως ορμητήριο την οχυρή πόλη τους έκαναν πολέμους με τους περιοίκους και κατέκτησαν αρκετά εδάφη. Και όπως γίνονταν όλο και δυνατότεροι, έκτισαν ένα ναό των Μητέρων και απένειμαν σε αυτές τις θεές πολύ μεγάλες τιμές στολίζοντας τον ναό τους με πολλά αναθήματα. Λεγόταν ότι η λατρεία αυτών των θεών μεταφέρθηκε από την πατρίδα τους την Κρήτη, γιατί οι Κρήτες τιμούσαν αυτές τις θεές ξεχωριστά. (Διόδωρος Σ. 4.79.5-7)

 

Ο Δαίδαλος στην Αθήνα

 

1. Ο Δαίδαλος ήταν Αθηναίος την καταγωγή και ήταν ονομαστός ως ένας από τη γενιά των Ερεχθειδών, γιατί ήταν γιος του Μητίονα που ήταν γιος του Ευπάλαμου του γιου του Ερεχθέα· καθώς από φύση του ήταν πολύ ανώτερος απ' όλους τους άλλους, αφοσιώθηκε στην αρχιτεκτονική, στην κατασκευή αγαλμάτων και στην επεξεργασία της πέτρας. Υπήρξε ο εφευρέτης πολλών που συνέβαλαν στην ανάπτυξη της τέχνης του και κατασκεύασε έργα θαυμαστά σε πολλά μέρη της οικουμένης. 2. Ως προς την κατασκευή, μάλιστα, των αγαλμάτων, ξεπέρασε τόσο πολύ όλους τους άλλους, ώστε οι μεταγενέστεροι έπλασαν γι' αυτόν τον μύθο ότι τα αγάλματα που κατασκεύαζε ήταν απολύτως όμοια με τα ζωντανά πρότυπά τους· διότι έβλεπαν, περπατούσαν και γενικά διατηρούσαν συνολικά μια τέτοια κατάσταση σώματος, ώστε να θεωρείται πως το κατασκεύασμα είναι ζωντανό και έμψυχο. 3. Καθώς πρώτος εκείνος έβαλε μάτια κι έφτιαξε τα πόδια ανοιχτά, κατασκεύαζε επίσης και τα χέρια απλωμένα, είναι φυσικό που οι άνθρωποι τον θαύμαζαν· διότι, πριν από εκείνον, οι τεχνίτες κατασκεύαζαν τα αγάλματα με μάτια κλειστά και με χέρια πεσμένα, κολλημένα στα πλευρά. 4. Ο Δαίδαλος, λοιπόν, μολονότι τον θαύμαζαν για την τέχνη του, εκδιώχτηκε από την πατρίδα του, όταν καταδικάστηκε για φόνο για τις εξής αιτίες. Ο Τάλως, ο γιος της αδελφής του Δαιδάλου, μαθήτευε πλάι στον Δαίδαλο, από παιδί ακόμη· 5. καθώς ήταν πιο ευφυής από τον δάσκαλό του, ανακάλυψε τον τροχό της κεραμικής και κάποτε που βρήκε ένα σαγόνι φιδιού, πριόνισε μ' αυτό ένα ξυλαράκι και προσπάθησε να μιμηθεί την τραχύτητα των δοντιών του φιδιού· έτσι, λοιπόν, κατασκεύασε πριόνι σιδερένιο, με το οποίο πριόνιζε τα ξύλινα μέρη των έργων του, και απέκτησε τη φήμη πως ανακάλυψε κάτι πολύ χρήσιμο στην ξυλουργική τέχνη. Καθώς ανακάλυψε τον τόρνο και μερικά άλλα εργαλεία απέκτησε μεγάλη φήμη. 6. Ο Δαίδαλος, που φθόνησε το παιδί και θεώρησε πως θα ξεπεράσει σε φήμη τον δάσκαλό του, το δολοφόνησε. Την ώρα που το έθαβε κάποιος τον είδε, κι όταν ρωτήθηκε ποιον θάβει, απάντησε πως παραχώνει ένα φίδι. Αξίζει να θαυμάσει κανείς το παράδοξο του πράγματος, ότι, δηλαδή, το ζώο που οδήγησε στην ανακάλυψη του πριονιού ήταν εκείνο μέσω του οποίου έτυχε να αποκαλυφθεί ο φόνος. 7. Μετά την κατηγορία και την καταδίκη για φόνο από τους Αρεοπαγίτες, στην αρχή κατέφυγε σ' έναν από τους δήμους της Αττικής, του οποίου οι κάτοικοι ονομάστηκαν από εκείνον Δαιδαλίδες.

class="MsoNormal" (Διόδωρος Σ. 4.76.1-7, μεταφραστική ομάδα Κάκτου)

 

 

 

Ο Δαίδαλος στην Κρήτη

77. Αργότερα ο Δαίδαλος διέφυγε από την Αττική στην Κρήτη, όπου τον θαύμαζαν για τη δόξα που είχε αποκτήσει λόγω της τέχνης του· έτσι έγινε φίλος του βασιλιά Μίνωα. Η παράδοση διέσωσε τον μύθο ότι η Πασιφάη, η γυναίκα του Μίνωα, ερωτεύτηκε τον ταύρο και ο Δαίδαλος κατασκεύασε ομοίωμα αγελάδας και βοήθησε την Πασιφάη να ικανοποιήσει το πάθος της. 2. Οι μυθογράφοι λένε ότι ο Μίνωας, πριν από αυτό το γεγονός, κάθε χρόνο συνήθιζε να αφιερώνει στον Ποσειδώνα τον ωραιότερο ταύρο της αγέλης του και να τον θυσιάζει σε αυτόν τον θεό. Αλλά όταν γεννήθηκε ένας ταύρος με ξεχωριστή ομορφιά, ο Μίνωας θυσίασε στη θέση του κάποιον άλλον από αυτούς που ήταν λιγότερο όμορφοι. Και ο Ποσειδώνας οργίστηκε με τον Μίνωα και ενέπνευσε στην Πασιφάη τον έρωτα του ταύρου. 3. Χάρη στην εφευρετικότητα και την τέχνη του Δαίδαλου η Πασιφάη ενώθηκε με τον ταύρο και γέννησε τον Μινώταυρο, γνωστό από τους μύθους. Αυτό το πλάσμα λένε ήταν δίμορφο. Στο πάνω μέρος του σώματος ως τους ώμους ήταν ταύρος, στο υπόλοιπο ήταν άνθρωπος. 4. Για τη διαμονή αυτού του τέρατος λένε ότι ο Δαίδαλος κατασκεύασε τον λαβύρινθο με περίπλοκους διαδρόμους, που ήταν πολύ δύσκολο για όσους δεν ήξεραν να βγουν από αυτόν. Σε αυτόν τον λαβύρινθο, λοιπόν, έμενε ο Μινώταυρος και εκεί καταβρόχθιζε τους εφτά νέους και τις εφτά νέες που αποστέλλονταν από την Αθήνα […].(Διόδωρος Σ. 4.77.1-4)

 

Η φυγή του Δαίδαλου και του Ίκαρου από το νησί της Κρήτης

77.5 Αλλά ο Δαίδαλος, λένε, μαθαίνοντας ότι ο Μίνωας τον απειλούσε για την κατασκευή της αγελάδας, φοβήθηκε την οργή του βασιλιά και αναχώρησε από την Κρήτη με τη βοήθεια της Πασιφάης που του προμήθευσε ένα πλοίο. 6. Μαζί του έφυγε και ο γιος του Ίκαρος και έφτασαν σε κάποιο νησί στο ανοιχτό πέλαγος, όπου ο Ίκαρος πήγε να αποβιβαστεί απρόσεκτα, έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε· σε ανάμνησή του το πέλαγος ονομάστηκε Ικάριο και το νησί Ικαρία. Ο Δαίδαλος απέπλευσε και από αυτό το νησί με κατεύθυνση προς τη Σικελία, στην περιοχή που βασίλευε ο Κώκαλος, ο οποίος υποδέχθηκε τον Δαίδαλο και τον έκανε στενό του φίλο για την ευφυΐα και τη δόξα του. 7. Μερικοί μυθογράφοι αναφέρουν ότι, όταν ο Δαίδαλος ήταν ακόμη στην Κρήτη και κρυβόταν από την Πασιφάη, ο βασιλιάς Μίνωας, που ήθελε να τιμωρήσει τον Δαίδαλο αλλά δεν μπορούσε να τον βρει, ερευνούσε όλα τα πλοία στο νησί και υποσχέθηκε να δώσει πολλά χρήματα σε όποιον ανακαλύψει τον Δαίδαλο. 8. Τότε ο Δαίδαλος, αφού έχασε κάθε ελπίδα διαφυγής από τη θάλασσα, κατασκεύασε με θαυμαστή τέχνη φτερούγες, πολύ σοφά σχεδιασμένες και κολλημένες θαυμάσια με κερί. Και εφαρμόζοντάς τες στο σώμα του γιου του και στο δικό του, τις άπλωσε και μπόρεσε, προς έκπληξη όλων, να πετάξουν και να διαφύγουν πάνω από το Κρητικό πέλαγος. 9. Και ο Ίκαρος, με την απειρία της νιότης, πέταξε πολύ ψηλά και έπεσε στη θάλασσα, γιατί ο ήλιος έλιωσε το κερί που συγκρατούσε τις φτερούγες, ενώ αυτός [ο Δαίδαλος], πετώντας σε μικρό ύψος πάνω από τη θάλασσα και υγραίνοντας κατ' επανάληψη τις φτερούγες, κατόρθωσε παραδόξως να φτάσει σώος στη Σικελία. […] (Διόδωρος Σ. 4.77.5-9)

 

Ο Δαίδαλος στη Σικανία (Σικελία)

78. Ο Δαίδαλος έμεινε αρκετό καιρό στον Κώκαλο και στους Σικανούς, όπου θαυμάστηκε για την εξαιρετική του τέχνη. Σ' αυτό το νησί, μάλιστα, κατασκεύασε και κάποια έργα που διασώζονται μέχρι σήμερα. Κοντά στη Μεγαρίδα, για παράδειγμα, έφτιαξε με μεγάλη τέχνη την ονομαζόμενη κολυμπήθρα [πιθανώς αποχετευτική δεξαμενή ή κάποιο μηχάνημα ή άλλο έργο για τον έλεγχο της ροής του ποταμού], από την οποία μέγας ποταμός εκβάλλει στην κοντινή θάλασσα, ο λεγόμενος Αλαβών. Στην περιοχή, επίσης, του Ακράγαντα, στον λεγόμενο Καμικό ποταμό, έχτισε πάνω σε βράχους πόλη, την πιο οχυρή της Σικελίας, απόρθητη και στις πιο βίαιες επιθέσεις· γιατί σχεδίασε και κατασκεύασε τον δρόμο που ανέβαζε σ' αυτή στενό και ελικοειδή, ώστε να μπορούν να τον φρουρούν τρεις τέσσερις άνθρωποι. Γι' αυτό ακριβώς και ο Κώκαλος σ' εκείνη την πόλη έκανε το παλάτι του και αποθήκευσε τους θησαυρούς του και την κράτησε απόρθητη χάρη στο εφευρετικό πνεύμα του τεχνίτη. Τρίτο, κατασκεύασε σπήλαιο στην περιοχή του Σελινούντα, όπου ρύθμιζε τον ατμό που έβγαινε από τη φωτιά μέσα του με τόση επιτυχία, ώστε από τη βαθμιαία επενέργεια της θερμότητας να ιδρώνουν σταδιακά και ανεπαίσθητα όσοι κάθονταν στη σπηλιά και να θεραπεύουν με ευχαρίστηση το σώμα τους, χωρίς να ενοχλούνται στο παραμικρό από τη θερμοκρασία. Στον Έρυκα, επίσης, όπου υπάρχει βράχος απότομος με ύψος δυσθεώρητο και το στενό μέρος, όπου βρίσκεται το ιερό της Αφροδίτης, τους υποχρέωνε να τον κτίσουν στην απότομη κορυφή του βράχου, αυτός κατασκεύασε πάνω σ' αυτόν τον γκρεμό έναν τοίχο προεκτείνοντας με αυτόν τον εκπληκτικό τρόπο το επίπεδο της κορυφής του βράχου. Λένε, ακόμη, ότι φιλοτέχνησε ένα χρυσό κριάρι για την Αφροδίτη την Ερυκίνη, δουλεμένο με πολύ τέχνη, ώστε να μοιάζει απαράλλαχτα με αληθινό κριάρι. Μιλούν και για πολλά άλλα έργα του στη Σικελία, που καταστράφηκαν από τον χρόνο.

(Διόδωρος Σ. 4.78, κατά βάση μεταφραστική ομάδα Κάκτου)

 

Το ιερό του Αταβυρίου Διός

Το ιερό του Αταβυρίου Διός βρίσκεται στην ψηλότερη κορυφή του ορεινού όγκου Αταβύρου, σε υψόμετρο 1215μ., στα όρια της αρχαίας Καμειρίδος. […] Πλούσιοι λάκκοι με αποθέτες πρωϊμότεροι των κλασικών χρόνων έχουν εντοπισθεί διάσπαρτοι στον χώρο, οι οποίοι περιλαμβάνουν μεταλλικά, χάλκινα και μολύβδινα αναθήματα, κυρίως συμπαγή ειδώλια ποικίλων τύπων βοοειδών (βουβάλια, βίσονες, ταύροι), ερπετών (σαύρες, φίδια), εντόμων (ακρίδες) και μικρά ζώα (χελώνες, τρωκτικά), αλλά και περίτμητα ελάσματα ταύρων και βοών που χρονολογούνται στον 9ο και 8ο αι. π. Χ. καθώς και χάλκινα σκήπτρα εξουσίας ή αναθηματικά αγγεία. Εξαιρετικό ενδιαφέρον για τις απαρχές της ίδρυσης του ιερού έχουν τα προϊστορικά κινητά ευρήματα, όπως λίθινοι πελέκεις, οψιανοί και πυριτόλιθοι που ανάγονται στην Τελική Νεολιθική (ύστερη 3η π. Χ. χιλιετία) και πιθανώς συνδέονται με τη χρήση του χώρου ως ιερού κορυφής, αλλά και με το γνωστό μύθο της ίδρυσης του ιερού του Αταβυρίου Διός από τον κρητικό βασιλέα Αλθαιμένη που εξόριστος βρήκε προστασία στο όρος Ατάβυρος. Η επιβίωση της λατρείας του Διός κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους στην κορυφή του όρους επιβεβαιώνεται από τις πάμπολλες επιγραφές, τις βάσεις αναθημάτων μαρμάρινων και χάλκινων αγαλματίων που αναθέτονταν στο ιερό, όπως των χάλκινων αγαλματίων εικονογραφικού τύπου του Διός Αταβυρίου, αλλά και μαρμάρινων μνημειωδών αναθημάτων (π. χ. εξέδρες, πολεμικές τριήρεις με ενεπίγραφα έμβολα), καθώς και της ευτελέστερης χρηστικής μελαμβαφούς και ερυθροβαφούς κεραμικής. (Δρ Παύλος Τριανταφυλλίδης, Αρχαιολόγος ΚΒ΄ ΕΠΚΑ, http://pavlostriantafyllidis.blogspot.gr/2009/10/blog-post_6939.html)

 

Στο όρος κάνουν αναφορά συγγραφείς όπως ο Απολλόδωρος (3.13), ο Διόδωρος (5.59), ο Πίνδαρος (Ο 7.87), ο Στράβων (14.2.12), ο Πολύβιος (9.27.7), ο Αππιανός (Μιθρ. 103-104), ο Τζέτζης, ο οποίος συγκεκριμένα γράφει: ῥόδιον ἐστιν ὅρος, τὴν κλῆσιν Ἀταβύριον, χαλκόν ἔχον βόας, αἵ μηκυθμόν ἐξέπεμπον, χωρούσης Ρόδῳ βλάβης… Υπήρχαν, δηλαδή, ομοιώματα χάλκινων ιερών αγελάδων στον Ατάβυρο, που ειδοποιούσαν με μυκηθμούς τους Ροδίτες και τους ιερείς του Αταβυρίου Διός, όταν ερχόταν κάποιο κακό για τη Ρόδο.

 

Μονομαχία Ιδομενέα και Οθρυονέα

Και τότε με τους Δαναούς ο Ιδομενεύς, αν κι ήταν

μισοασπρομάλλης όρμησε κι εσκόρπισε τους Τρώας.

Τον Οθρυονέα φόνευσε, που απ' τα Καβήσια μέρη

στην Τροίαν ήλθε, ως άκουσε την φήμην του πολέμου,

και του Πριάμου την καλήν απ' όλες θυγατέρα,

Κασσάνδραν, νύμφην άπροικα ζητούσε κι έργον μέγα

υπόσχονταν, τους Δαναούς να διώξει από την Τροίαν.

Και ο γέρος Πρίαμος ρητώς την κόρην του υπεσχέθη·

κι εκείνος εις τον λόγον του θαρρώντας πολεμούσε·

τον λόγχισεν ο Ιδομενεύς ενώ με υψηλό βήμα

κινούσεν, ουδέ ο θώρακας εκράτησε την λόγχην

ο χάλκινος, κι η άκρη της του εμπήχθη στην γαστέρα·

χάμω με βρόντον έπεσε κι εκείνος εκαυχήθη:

«Οθρυονέα, των θνητών θα σε κηρύξω πρώτον,

αν όσ' ανάλαβες σωστά τελειώσεις του Πριάμου,

αφού την θυγατέρα του κι εκείνος σου υποσχέθη.

Ομοίαν θα εκτελούσαμε κι εμείς υπόσχεσίν μας·

απ' τ' Άργος θα σου φέρναμε του Ατρείδη θυγατέρα

στα κάλλη της ασύγκριτην, γυναίκα να την έχεις,

την πυργωμένην Ίλιον αν συ μας εκπορθήσεις.

Στες πρύμνες ακολούθα εμέ να ειπούμε δια τους γάμους,

να ιδείς τι δώρα νυφικά δίδομ' εμείς γενναία».

Είπε και τον ποδόσερνε στην ταραχήν της μάχης.

(Ιλ. Ν 361-383, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο Αγαμέμνονας για τον Ιδομενέα

Άμα τους είδ΄ εχάρηκεν ο κραταιός Ατρείδης,

κι εγλυκομίλησεν ευθύς προς τον Ιδομενέα:

« Των ιππομάχων Δαναών τιμώ σε Ιδομενέα,

εξόχως και στον πόλεμον και σ΄ ό,τι άλλο ακόμη˙

και στο τραπέζι που εκλεκτό κρασί και πυρωμένο

εις τον κρατήρα συγκερνούν οι πρώτοι πολεμάρχοι

οι ανδρειωμένοι Αχαιοί το πίνουν μετρημένο

καθένας, αλλά πάντοτε συ έχεις το ποτήρι

γεμάτο εμπρός ως το χω εγώ, να πίνεις όταν θέλεις·

αλλ΄ όρμησε στον πόλεμον και δείξου ως ήσουν πρώτα »

(Ιλ. Δ 255-264, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

 

Ο τάφος του Ιδομενέα και του Μηριόνη στην Κνωσό

Μίνῳ δέ φασιν υἱοὺς γενέσθαι Δευκαλίωνά τε καὶ Μόλον· καὶ Δευκαλίωνος μὲν Ἰδομενέα, Μόλου δὲ Μηριόνην ὑπάρξαι. τούτους δὲ ναυσὶν ἐνενήκοντα στρατεῦσαι μετ᾽ Ἀγαμέμνονος εἰς Ἴλιον, καὶ διασωθέντας εἰς τὴν πατρίδα τελευτῆσαι καὶ ταφῆς ἐπιφανοῦς ἀξιωθῆναι καὶ τιμῶν ἀθανάτων. καὶ τὸν τάφον αὐτῶν ἐν τῇ Κνωσῷ δεικνύουσιν, ἐπιγραφὴν ἔχοντα τοιάνδε, Κνωσίου Ἰδομενῆος ὅρα τάφον. αὐτὰρ ἐγώ τοι πλησίον ἵδρυμαι Μηριόνης ὁ Μόλου. τούτους μὲν οὖν ὡς ἥρωας ἐπιφανεῖς τιμῶσιν οἱ Κρῆτες διαφερόντως, θύοντες καὶ κατὰ τοὺς ἐν τοῖς πολέμοις κινδύνους ἐπικαλούμενοι βοηθούς. (Διόδωρος Σ. 5.79.4.1-13)

 

Ο θάνατος της Φαίδρας

Χορός

Λευκόφτερο πλεούμενο της Κρήτης,

που τ' αφρισμένο κύμα του πελάγου διέσχισες

κι έφερες τη βασίλισσά μου

απ' τα χαρούμενα παλάτια της εδώ

τον πιο κακό γάμο κάνει.

Αλήθεια, πέταξε από την Κρήτη

ως την ένδοξη Αθήνα

οιωνός κακός και για τις δύο χώρες,

όταν στης Μουνυχίας το λιμάνι

δέσαν τα σχοινιά

και στη στεριά κατέβηκαν.

Έτσι κλονίστηκε ο νους της φοβερά

από έρωτα αμαρτωλό/ανόσιο

που η Αφροδίτη έστειλε.

Και μη βαστώντας το κακό,

θηλιά στον άσπρο της λαιμό θα βάλει

μες στο νυφιάτικο δωμάτιό της.

Τόσο την τρόμαξε η μοίρα,

μα και για να πεθάνει τιμημένη,

αφού τον άθλιο έρωτα

από την καρδιά της ξεριζώσει.

(Ευρ., Ιππόλυτος 752-776, μετ. Ε. Μερκενίδου)

 

Ο Μόλος στην τελετουργία

ἔνιοι δὲ τοὐναντίον, ὥσπερ ἐν Κρήτῃ χρόνον συχνὸν διάγων ἔγνων ἄτοπόν τινα τελουμένην ἑορτήν, ἐν ᾗ καὶ εἴδωλον ἀνδρὸς ἀκέφαλον ἀναδεικνύουσι καὶ λέγουσιν ὡς οὗτος ἦν Μόλος ὁ Μηριόνου πατήρ, νύμφῃ δὲ πρὸς βίαν συγγενόμενος ἀκέφαλος εὑρεθείη. (Πλούτ., Περί των εκλελοιπότων Χρηστηρίων, 417.E.1-5)

 

Μολιονίδες

Ἴβυκος δὲ ἐν πέμπτῳ μελῶν περὶ Μολιονιδῶν φησι ( fr. 16 B 4 )·

τούς τε λευκίππους κόρους

τέκνα Μολιόνας κτάνον,

ἅλικας, ἰσοκεφάλους, ἑνιγυίους,

ἀμφοτέρους γεγαῶτας ἐν ὠέῳ

ἀργυρέῳ.

[Τους νέους με τα λευκά τα άλογα

της Μολιόνης γιους

συνομίληκοι με ίσα κεφάλια και ίσα μέλη,

η σύλληψή τους είχε γίνει σε αυγό

ασημένιο

(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 2.50.28-2.50.34

 

 

Θάνατος Μολιονιδών

Ο Αυγείας, όταν πληροφορήθηκε για τον πόλεμο που ετοίμαζε εναντίον του ο Ηρακλής, όρισε στρατηγούς των Ηλείων τον Εύρυτο και τον Κτέατο, που ήταν ενωμένοι μεταξύ τους και υπερείχαν σε δύναμη από όλους τους ανθρώπους τότε, παιδιά της Μολιόνης και του Άκτορα, άλλοι πάλι τους θεωρούσαν γιους του Ποσειδώνα· ο Άκτορας ήταν αδελφός του Αυγεία. Έτυχε, όμως στη διάρκεια της εκστρατείας ο Ηρακλής να αρρωστήσει· γι' αυτό και έκλεισε ειρήνη με τους Μολιονίδες. Εκείνοι, όμως, όταν αργότερα έμαθαν ότι ήταν άρρωστος, επιτέθηκαν εναντίον του στρατού του και σκότωσαν πολλούς. Τότε, λοιπόν, υποχώρησε ο Ηρακλής· όταν πάλι τελούνταν για τρίτη φορά τα Ίσθμια, και οι Ηλείοι έστειλαν τους Μολιονίδες να πάρουν μέρος στην τέλεση των θυσιών, ο Ηρακλής έστησε ενέδρα στις Κλεωνές [πριν την Κόρινθο] και τους σκότωσε, εκστράτευσε εναντίον της Ήλιδας [με στρατό από το Άργος, την Αρκαδία, τη Θήβα] και κυρίευσε την πόλη. (Απολλόδ. 2.7.2)

 

 

Οι συμβουλές του Δαίδαλου στον Ίκαρο, η πτήση και η πτώση

… Καί μέσην, λέγει, Ἴκαρε, τὴν σὴν πορείαν τρέπε,

ἵνα μὴ χαμηλώτερον ἧς παραινῶ σε τρίβου

τὰς σὰς βαρύνῃ πτέρυγας τὸ τῆς θαλάσσης ὕδωρ

[…]

Μηδὲ τὰς ὄψεις, Ἴκαρε πρὸς τὸν Βοώτην τρέπε

[…]

Τῆς πτήσεως τὴν μέθοδον ἅμα δ' αὐτῷ διδάσκει,

καὶ τὰς ἀγνώστους πτέρυγας τοῖς ὤμοις τούτου δένει…

 

[…]

Τῷ τέρατι ἐκπλήττεται πᾶς ὁ τὴν πτῆσιν βλέπων

(ἤ ἁλιεύς ἐπ' ἀκτῆς ὁ θεατὴς τυγχάνει

ἤ ῥαβδῳ ἐρειδόμενος ἐν τοῖς ἀγροῖς βουκόλος…)

καὶ τούτους βλέπων σχίζοντας τὰ τοῦ ἀέρος ὕψη

θεούς πιστεύει ἄνακτας τοὺς δυναμένους τοῦτο…

 

[…]

Ἴκαρε, κράζει, Ἴκαρε, ποῦ φίλον τέκνον εἶσαι;

ποῦ τοῦ πελάγους ἔπεσες;

(Οβίδιος, Μεταμορφώσεις Η 317 κ.ε., 341 κ.ε., 366-7, μτφρ. Α.Σ. Κάσδαγλης)

 

Η φυγή από την Κρήτη με πλοιάρια και ο πνιγμός του Ίκαρου

Οι Θηβαίοι πιστεύουν πως το αρχαίο ξόανο [του Ηρακλή] είναι έργο του Δαίδαλου. Και εγώ νομίζω πως έτσι είναι. Λέγεται πως το είχε αφιερώσει ο ίδιος ο Δαίδαλος, επειδή ο Ηρακλής τον είχε ευεργετήσει. Όταν ήθελε να φύγει από την Κρήτη, ναυπήγησε δύο πλοιάρια, ένα για τον ίδιο και ένα για τον γιο του Ίκαρο, επινόησε τα ιστία, που ως τότε δεν είχαν εφευρεθεί, και τα έβαλε στα πλοία αυτά, ώστε να ξεφύγει από το ναυτικό του Μίνωα, τα πλοία του οποίου κινούνταν με κουπιά. Και ο ίδιος σώθηκε αλλά λένε πως ο Ίκαρος, άμαθος στη ναυσιπλοΐα, πνίγηκε, γιατί ανατράπηκε το πλοίο του· το πτώμα του ξεβράστηκε σε νησί πάνω από τη Σάμο, ανώνυμο ως τότε. Ο Ηρακλής βρήκε τον νεκρό, τον αναγνώρισε και τον έθαψε στο σημείο που και σήμερα υπάρχει ένας όχι ιδιαίτερα μεγάλος σωρός από χώμα, σε ακρωτήρι πιο ψηλά στο Αιγαίο (Παυσανίας 11.4-5).

 

Η πόλη Καύνος

Η παράδοση για την κρητική καταγωγή των Καυνίων μαρτυρείται αλλά και αμφισβητείται ταυτόχρονα από τον Ηρόδοτο (1.172): «Παρό το γεγοός ότι οι Καύνιοι λένε ότι προέρχονται από την Κρήτη, εγώ πιστεύω ότι είναι αυτόχθονες». Αντίθετα, ο Στράβων (14.2) αποδέχεται την παράδοση για την καταγωγή των κατοίκων και της νομοθεσίας τους από την Κρήτη. Όσο για τον Στέφανο Βυζάντιο μαρτυρεί πόλη με αυτό το όνομα και στην Κρήτη, πιθανόν όμως πρόκειται για την Καύδο που δεν ἠταν πόλη αλλά το νησί Γαύδος.

Δεν αποκλείεται η επινόηση του κρητικού πρίγκηπα, δισέγγονου του Μίνωα όχι μόνο να μνημειώνει την κρητική προέλευση της Καύνου, ή την επιθυμία για κρητική προέλευση, αλλά και η επινόηση του ονόματός του να αιτιολογείται από τα θερινά καύματα που έκαμναν δυσάρεστο το κλίμα της πόλης (Στράβων 14.2) ή από το ερωτικό πάθος του για την αδελφή του ή της αδελφής του γι' αυτόν.

 

Καύνιος έρως

Ο Αριστοτέλης, μιλώντας για την παθολογία του έρωτα στη Ρητορική δηλώνει:

λέγω δὲ ἀφ᾽ ἑαυτοῦ μέν, οἷον εἰ περὶ ἔρωτος εἴη τὸ ἐνθύμημα ὡς σπουδαῖος, ἡ ἔνστασις διχῶς· ἢ γὰρ καθόλου εἰπόντα ὅτι πᾶσα ἔνδεια πονηρόν, ἢ κατὰ μέρος ὅτι οὐκ ἂν ἐλέγετο Καύνιος ἔρως, εἰ μὴ ἦσαν καὶ πονηροὶ ἔρωτες. (Αρ., Ρητ., 1402a36-1402b3).

Ο Αριστοτέλης αναφέρεται εδώ στον αιμομικτικό έρωτα του Καύνου για τη δίδυμη αδελφή του, τον οποίο χρησιμοποιεί ως παρά­δειγμα για να δείξει αφενός τα δεινά που μπορεί να προκαλέσει ο έρωτας, αφετέρου για να τονίσει τη διττή πλευρά του, ότι δηλ. μπορεί να αποβεί θετικό πρά­γμα για τη ζωή του ανθρώπου αλλά και αρνητικό.

Τέλος, και ο ο Στέφανος Βυζάντιος αναφέρεται στην παροιμία Καύνιος έρως (=παράνομος, αιμομικτικός έρως).

 

 

Βυβλίδα και Καύνος

Ας μάθουν της Βυβλίδας τα δεινά, για ν' αγαπάνε φρόνιμα οι γυ­ναίκες

για κείνη τη Βυβλίδα σας μιλώ που πόθησε φριχτά τον αδερφό της.

Δεν ήτανε αγάπη αδελφική - αλλιώτικος ο πόθος της, και λάθος.

Δεν το 'νιωσε στην πρώτη του αρχή· κρυφόκαιγε η φωτιά μες στην καρδιά

της

και τα φιλιά που του 'δινε συχνά ποσώς δεν τα λογάριαζε για κρίμα,

μήτε τα χάδια και τις αγκαλιές όπως σφιχτά κρεμιόταν στο λαιμό του.

Τον αγαπούσε - αίμα κι αδερφός, κι όλο μ' αυτό το ψέμα ξεγελιόταν.

Αγάπη που ξεστράτισες μετά… Τώρα, σαν έρθει η ώρα να βρεθούνε,

ντύνεται και στολίζεται γι' αυτόν, θέλει γι' αυτόν να φαίνεται ωραία,

κι αν τύχει άλλη, πιο όμορφη, εκεί ζηλεύει που είναι όμορφη η άλλη.

Όμως κρατεί το πάθος της κρυφό· όσο κι αν έχει μέσα της καμίνι

την πεθυμιά της δεν την κάνει ευχή - μα το καμίνι μέσα της να καίει.

Έφτασε, τέλος, να τον προσφωνεί «αφέντη μου», μισεί το «αδερφέ μου»,

θέλει «Βυβλίδα» να τη λέει κι αυτός, τ' όνομα παρατώντας της συγ­γένειας.

Δεν την κολάζει ελπίδα πονηρή, δεν είναι τέτοια η τόλμη της - στον ξύπνο.

Ύστερα πάλι σε ύπνο γαληνό, καθώς ο νους της χαλαρώνει, βλέπει

συχνά-πυκνά εκείνο που ποθεί. Μες στ' όνειρο μια νύχτα τα κορμιά τους

είδε να σμίγουν· ένιωσε ντροπή κι ας ήτανε στο λήθαργο πεσμένη.

Τινάχτηκε απάνω, σιωπηλά γυρίζαν οι σκηνές μες στο μυαλό της

κι ύστερα πήρε να μονολογεί, αμφίβολη μέσα στη σύγχυσή της:

«Φριχτές εικόνες νύχτας σιωπηλής, αλίμονο, τι θέλετε να πείτε;

Μη σώσουνε και βγουν αληθινά, δεν πρέπουν τέτοια όνειρα σε μένα.

Ωραίος είναι, όπως κι αν τον δεις, μάτι κακό αυτό δε θα τ' αρνιόταν.

Αρέσει· λογικά μπορεί κι εγώ στον έρωτα για κείνον να 'χα πέσει,

κι ο έρωτάς μας θα 'ταν ταιριαστός - πλην είμασε αδέλφια, αυτό με

βλάφτει.

Ξύπνια ποτέ μη μπω σε πειρασμό! Αυτό ζητώ, κι αυτό μονάχα φτάνει!

Μόνο στον ύπνο, αν γίνεται, συχνά να έβλεπα αυτά που μόλις είδα…

Στα όνειρα δε μαρτυράει κανείς, κι ό,τι στον ύπνο ευφραίνεσαι είναι ψέμα.

Γλυκιά Αφροδίτη, του έρωτα θεά, κι εσύ πετούμενο παιδί της Αφροδίτης,

ποια σύγκορμη με πήρε ηδονή, πώς ένιωσα τη γλύκα ως την κορφή της,

και πώς κατόπι λύθηκα μεμιάς βαθιά χαλαρωμένη ως το μεδούλι.

Τα φέρνω στο μυαλό μου και μεθώ, κι ας ήταν όλα τόσο φευγαλέα,

κι ας έριξε με φθόνο βιαστική η νύχτα του ονείρου την αυλαία.

Ν' άλλαζα όνομα, αν ήταν δυνατό, να μοιραστώ τον έρωτα μαζί σου!

Θα 'μου για σένα νύφη ταιριαστή, θα χαίρονταν για μένα ο γονιός σου,

θα ήσουν, Καύνε, τέλειος γαμπρός, καμάρι και χαρά για τον γονιό μου!

Των αθανάτων να 'ταν η βουλή τα πάντα να μοιράζεσαι μαζί μου,

τα πάντα παρεχτός απ' τη γενιά - φτωχιά εγώ κι εσύ από αρχόντους.

Είσαι ωραίος, σε ποθούν πολλές, σίγουρα κάποια θα την κάνεις μάνα,

κάποια που όμως δε θα είμαι εγώ, γιατί οι γονιοί σου είναι γονιοί μου.

Για μένα θα 'σαι πάντα ο αδελφός. Αυτό που μοιραζόμαστε με βλάφτει.

Λοιπόν, τα όνειρα τι θέλουν να μου πουν; Όνειρα, θα μου πεις, κι ας πα' να

λένε…

Ή μήπως κάτι λένε τελικά και δε μπορώ να τ' αψηφήσω κιόλας;

Να με φυλάξουν οι θεοί… Οι θεοί; Που είχαν αδερφές για ερωμένες;

Τη Ρέα, όμαιμή του κι αδερφή, την πήρε για γυναίκα του ο Κρόνος,

ο Ωκεανός επήρε την Τηθύ, του Όλυμπου ο άρχοντας την Ήρα.

Ωστόσο, άλλοι οι νόμοι για θεούς, άλλα των ουρανών τα συνοικέσια·

ίσως και να 'ναι λάθος να μετρώ τ' ανθρώπινα με αλλιώτικη μεζούρα.

Ένα απ' τα δυο: ή ξεριζώνω ευθύς την άνομη αγάπη απ' την καρ­διά μου

ή, αν δε βρω τη δύναμη γι' αυτό, να με προκάνει θέλω ο μαύρος χά­ρος

κι εκεί στο ξόδι μου, άψυχο κορμί, να με νεκροφιλήσει ο αδερφός μου.

Μα πώς ν' αποφασίσω μοναχή; Να μη γνωρίζει αυτός τι συλλογιέμαι;

Πες πως εγώ το βρίσκω ταιριαστό, αλλά σ' εκείνον φαίνομαι κακούργα…

Για μια στιγμή… του Αίολου οι γιοι δεν μπήκανε σ' αδελφική παστάδα;

Το έκαναν - αλλά και τι μ' αυτό; ν' ακολουθήσω τα δικά τους χνάρια;

Και πού με βγάζουν τέτοιοι λογισμοί; Μακριά από μένα έρωτας κα­κούργος!

Όπως αρμόζει θα τον αγαπώ - σαν αδερφή, και τίποτα πιο πέρα!

Ας υποθέσω, όμως, πως αυτός ήταν ο πρώτος που έκανε το «λάθος»:

θ' αρνιόμουνα, αν το 'θελε αυτός, να μοιραστώ μαζί του τέτοιο πάθος;

Φαντάζομαι πως όχι, και αφού δεν θα αρνιόμουνα εν τοιαύτη περι­πτώσει,

πρέπει να του μιλήσω - αν μπορεί η γλώσσα μου τι νιώθω να αρθρώσει.

Άμα τη σμπρώξει ο έρωτας μπορεί - κι αν η ντροπή κρατήσει τη λαλιά

μου,

υπάρχει λύση: γράμμα μυστικό θα πει τον πόνο μου, θα πει τα μυ­στικά

μου».

Της φάνηκε πως έκανε καλά, κι οι δισταγμοί αφήκαν το μυαλό της.

Ανάγειρε στην κλίνη το κορμί και στηριγμένη πάνω στον αγκώνα

«ας μάθει», λέει, «πως έχω τρελαθεί· το ν έρωτα μου ας ομολογήσω!

Τραβάω τώρα ίσια στο γκρεμό, φωτιά και λάβρα ό,τι συλλογιέμαι».

Γράφει εκείνα που 'χει στο μυαλό. Σαν την ψυχή της έτρεμε το χέρι,

κρατάει τη γραφίδα στο δεξί, τη δέλτο στο άλλο για να γράψει απάνω.

Αρχίζει και διστάζει ξαφνικά, γράφει και καταριέται τα γραμμένα·

γράφει και ξανασβήνει τη γραφή, το 'να ταιριάζει τ' άλλο να τ' αλ­λάξει,

τη μια πετάει τη δέλτο μακριά, μετά ξανά στα χέρια της την πιάνει.

Τι θέλει, τι γυρεύει; Αγνοεί. Δεν της αρέσει αυτό που πάει να κάνει,

στην όψη καθρεφτίζονται μαζί όλη η ντροπή και όλη η αποκοτιά της.

Πήγε να γράψει πρώτα «αδερφή»· το έσβησε αμέσως και κατόπι

αλλάζοντας τις λέξεις στο κερί άλλη αρχή προτίμησε να κάνει.

«Πρώτα να 'σαι καλά και δυνατός· αυτό σ' το γράφει μια που σ' αγαπάει.

Μόνο αν το θες, θα 'ναι κι αυτή καλά. Άμα ρωτάς ποιο είναι τ' όνομά μου,

ντρέπομαι να το πω· κι άμα ρωτάς τι θέλω, κάλλιο δίχως να με ξέρεις

να την παλέψω τούτη τη δουλειά - πρώτα να ξέρω πως αυτό που ελπίζω

δεν είναι τόσο ανέλπιδο, μετά να μάθεις και το όνομα… Βυβλίδα.

Έχω πληγή βαθιά μες στην καρδιά, κι είναι σημάδια που το μαρ­τυράνε:

το φέγγρισμα της όψης, των ματιών το βούρκωμα και το χλομό το χρώμα,

οι στεναγμοί που βγάνω ξαφνικά, χωρίς γιατί, χωρίς καμιάν αιτία,

οι αγκαλιές και τα πολλά φιλιά. Θα το 'νιωθες αν πρόσεχες λιγάκι:

φιλιά και αγκαλιές της αδερφής που ωστόσο αδερφικά δεν πολυμοιάζαν.

Το τραύμα που έχω μέσα μου βαρύ, αρρώστια μαραζώνει την καρδιά μου,

η τρέλα μου, φωτιά και πυρκαγιά, μ' έχει ρημάξει, κι όμως - το φωνάζω -

μάρτυρες έχω τους θεούς, και τι δεν έκανα να βρω τη γιατρειά μου…

Πάσχισα κι αντιστάθηκα πολύ, πολέμησα τον Έρωτα με λύσσα

μήπως και τον απόδιωχνα, αλλά πόσο, θαρρείς, αντέχει ένα κορίτσι;

Ξεπέρασα κι αυτήν την αντοχή. Και τίποτε άλλο δε μου μένει τώρα

παρά να πω πως λύγισα, και πως τρεμάμενη ζητώ να με συνδράμεις.

Σε λαχταρώ και σ' έχω ερωτευτεί, στο χέρι σου η ζωή κι ο θάνα­τος μου.

Εσύ θ' αποφασίσεις ποιο απ' τα δυο. Δεν ειν' εχθρός που σε παρα­καλάει,

ικέτιδα στα πόδια σου αυτή που όντας κιόλας πλάι σου γυρεύει

αχώριστα με σένα να ενωθεί και να σφιχτεί απάνω σου δεμένη.

Άσε τούς γέροντες να ξέρουν το σωστό: λάθος, σωστό, τι πρέπει, τι δεν

πρέπει,

τι δεν ταιριάζει, ποιο είναι το καλό με τους δικούς τους νόμους ας ορίζουν.

Για μας η Αφροδίτη λέει «ναι» και τόλμη απ' τη νιότη μας ζητάει.

Ακόμα δεν το μάθαμε το «μη», κι αυτό είναι το πιστεύω μας: τα πάντα

για τα χρυσά μας νιάτα επιτρεπτά, και οι θεοί μας δείχνουνε τον δρόμο.

Τι μας κρατάει; Πατρική οργή, έγνοια του κόσμου, φήμη, τ' όνομα μας

ή τάχα φόβος; Είναι, θα μου πεις, πολλά που μας φοβίζουν όμως, τότε

θα 'μαστε αδερφός και αδερφή και θα 'χουμε κρυφό τον έρωτά μας.

Έχω το ελεύθερο μαζί σου να μιλώ, χώρια και μακριά από τούς άλ­λους,

σαν αδερφή σου που είμαι φανερά παίρνεις τις αγκαλιές και τα φιλιά μου.

Ό,τι απομένει ας γίνεται κρυφά - δεν είναι άλλωστε πολύ το παρα­πέρα…

Δείξε συμπόνια, δεν μιλώ εγώ, μιλάει το πάθος που είναι θεριεμένο,

αλλιώς θα πουν με σκότωσες εσύ, γιατί αυτό θα γράφει πάνω ο τάφος».

Τόσα χαμένα λόγια - η γραφή απλώνονταν στο κερωμένο ξύλο,

φτάνοντας ως την άκρη χαμηλά την τελευταία αράδα του μαντάτου.

Ήταν στεγνή η γλώσσα της γι' αυτό στο δαχτυλίδι της την πέτρα με το

δάκρυ

την έβρεξε μονάχα και μ' αυτό εσφράγισε τα αίσχη της γραφής της.

Παράγγειλε έναν δούλο της να 'ρθει, κι απ' τη ντροπή της ήταν ξα­ναμμένη.

Τρέμοντας τον καλόπιασε «Πιστό, καλό μου παλικάρι, σύρε αμέσως

να δώσεις…» (λίγο κόμπιασε εδώ) «…στον αδερφό μου τούτο εδώ το

γράμμα».

Έκανε να τη δώσει, κι η γραφή έπεσε καταγής - κακό σημάδι.

Αψήφησε την κακοσημαδιά, και το 'στειλε. Ο δούλος βρήκε ώρα

και τα φανερωμένα της γραφής επήγε και παράδωσε στον Καύνο.

Σαν αστραπή τον βάρεσε η οργή· μέσα στη σαστιμάρα του εκείνος

το γράμμα διαβασμένο ως τα μισά αφήνοντας το πέταξε μακριά του

κι όρμηξε του τρεμάμενου παιδιού ν' αρπάξει το λαρύγγι με το χέρι:

«Τσακίσου όσο ακόμα το μπορείς, ρουφιάνε ανόσιας λύσσας!» του φω­νάζει,

«κι άμα δεν ήταν να ξεσκεπαστεί μαζί με τη ντροπή της κι η δικιά μου,

θάνατος απ' τα χέρια μου αυτά θα ήτανε η άξια πλερωμή σου».

Έφυγε ο δούλος μες στην ταραχή να φέρει το μαντάτο στην κυρά του,

πως έγινε ο Καύνος σα θεριό. Το άκουσε και χλόμιασε η Βυβλίδα -

της πλάκωσε μια ψύχρα την καρδιά και το κορμί της σα παραλυμένο.

Ο νους της καταλάγιασε μετά, όμως το πάθος φούντωνε ακόμα,

άρθρωσε λίγα λόγια σιγανά και η φωνή ακούγονταν πνιγμένη:

«Καλά να πάθω, αστόχαστη εγώ, που έδωσα ολοφάνερα σημάδια

κι άνοιξα την καρδιά μου. Μυστικά τα μυστικά μου έπρεπε να μείνουν

κι όχι σε γράμμα τόσο βιαστικό να εμπιστευτώ αισθήματα και λόγια.

Με τα μισόλογα και με το μαλακό έπρεπε πρώτα να τον δοκιμάσω,

κι έτσι να δω τι έχει κατά νου. Δεν έπρεπε ν' απλώσω τα πανιά μου

προτού να σιγουρέψω τον καιρό και με φυσήξει πρύμο τ' αεράκι.

Έτσι μονάχα θα 'χα σιγουριά σε τούτο το απόκοτο ταξίδι.

Τώρα τι έκανα; Αμόλησα πανιά, άφησα το καράβι στους άνεμους

κι όπως με πάει στα βράχια θα ριχτώ. Με πλάκωσε τ' αγριεμένο κύμα,

κι εδώ που είμαι τώρα, στα βαθιά, αδύνατο τη ρότα μου ν' αλλάξω.

Αψήφησα την κακοσημαδιά· σίγουρα τα σημάδια και μου λέγαν

στο πάθος τούτο να μην αφεθώ. Το είδα φανερά την ώρα εκείνη

που έπεσε το γράμμα καταγής σα να 'λεγε «κι η ελπίδα σου θα πέσει».

Δεν ήτανε η μέρα τυχερή… τη μέρα έπρεπε ν' αλλάξω ή το σχέδιο -

μάλλον η μέρα έφταιξε, θαρρώ. Ένας θεός μου έκανε σινιάλο,

τα προμηνούσε όλα καθαρά, όμως ο νους μου ήταν τυφλωμένος.

Να πάω, να του μιλήσω, να τον δω, η ίδια να του πω τον έρωτά μου -

αυτό ήταν το πρεπούμενο, κι εγώ αντίς γι' αυτό στηρίχτηκα στο γράμμα.

Θα έβλεπε το δάκρυ μου καυτό, θα 'νιώθε τη λαχτάρα μου στο βλέμμα,

θα του 'λεγα με λόγια ζωντανά αυτά που δε χώρεσαν στη γραφή μου.

Ακόμα κι αν δεν το 'θελε, εγώ στην αγκαλιά του μέσα θα ριχνόμουν,

ακόμα κι αν μ' αρνιόταν, πάλι εγώ με όψη σα χλομή και πεθαμένη

θα έπεφτα στα πόδια του, νεκρή, θα γύρευα να μ' αναστήσει εκείνος.

Θα έκανα ό,τι ήταν δυνατόν, κι αν το καθένα χώρια ήταν λίγο

τη γνώμη του ν' αλλάξει, όλα μαζί θα ήταν αρκετά για να λυγίσει.

Εξάλλου είναι πάντα πιθανό το φταίξιμο να το 'χει ο ταχυδρόμος:

μπορεί να μην του το 'πε μαλακά, να 'ταν στραβή η ώρα που τον βρήκε,

μπορεί κι εκείνος να 'χε κατά νου άλλες σκοτούρες κι άλλα να σκε­φτόταν.

Όλα αυτά μου κάναν τη ζημιά, γιατί ο Καύνος μου δεν είναι δα και τέρας,

δεν τον εγέννησε ανήμερο θεριό, δεν είναι σίδερο και πέτρα η καρδιά του -

όχι, δεν τον ανάθρεψαν θεριά, δε βύζαξε της λέαινας το γάλα!

Θα νικηθεί! Τη δεύτερη φορά! Το άρχισα και δεν αλλάζω γνώμη,

κι ούτε θα κάνω πίσω όσο ζω κι έχω ανάσα μέσα μου ακόμη.

Ξέγραψ' τα, πες δεν έγιναν ποτέ… αυτά θα 'ταν καλύτερο για μένα,

μα τώρα που έχω αρχίσει προτιμώ να βγάνω πέρα τα αρχινισμένα.

Πες ότι το σκοπό μου παρατώ· αυτό θα ήταν ίσως κάποια λύση·

πλην τόλμησα, αυτό είναι γεγονός, κι εκείνος δε μπορεί να λησμονήσει.

Αν σταματήσω τώρα, θα σκεφτεί «ένα παιχνίδι ήταν, τίποτ' άλλο»,

πως μια παγίδα έστησα απλά σε πειρασμό μονάχα να τον βάλω

Όχι, δεν ήταν, θα συλλογιστεί, του έρωτα η ανίκητη μανία,

ήτανε καθαρή διαστροφή, γυναικείο βίτσιο, αστόχαστη λαγνεία.

Το κρίμα το έχω κάνει, τελικά, αυτό δε γίνεται με τίποτα ν' αλλάξει:

τον κάλεσα σε κλίνη ερωτική, δεν το 'κρυψα και του το έχω γράψει.

Ακόμα κι αν σταμάταγα εδώ, δεν είναι πια αθώα η Βυβλίδα -

και όπου δε χωρεί άλλο κακό, υπάρχει χώρος μόνο για ελπίδα».

Κουβάρι στο μυαλό οι λογισμοί· που τόλμησε την τρώει το σαράκι,

κι όμως ορέγεται ξανά τη δοκιμή. Η δυστυχής δοκίμασε τα πάντα,

τα πάντα καταλήξαν στο μηδέν, εκείνος την κρατούσε μακριά του.

Στην τρέλα δε φαινόταν τελειωμός, έτσι ο Καύνος σκέφτηκε ν' αφήσει

το αίσχος και μαζί το πατρικό, να χτίσει άλλη πόλη σ' άλλα μέρη.

Λένε πως τότε μες στην ταραχή ξεσάλωσε η κόρη της Μιλήτου·

την έκανε η θλίψη μανιακή, ξέσκιζε ό,τι απάνω της φορούσε

και σα μαινάδα με τον οδυρμό μελάνιαζε τα στήθια και τα μπράτσα.

Της σάλεψε, το ξέρουν Όλοι πια, κι αυτή ό,τι ανόσιο λαχταρούσε

τ' ομολογάει τώρα όπου σταθεί κι αναζητεί τού πρόσφυγα τα χνάρια.

Τώρα που ο Καύνος έφυγε μακριά, πατρίδα σπίτι αδιάφορα για κείνην.

Σαν τις πιστές στον Ίσμαρο ψηλά, όταν τις κρούει ο θύρσος και βακχεύουν

στου τρίτου χρόνου απάνω τη γιορτή, καθώς τιμούν τον Βάκχο συ­ναγμένες,

παρόμοια ολόλυζε κι αυτή γυρνώντας στα χωράφια και τούς κάμπους -

μάρτυρες της Βουβάσσου οι κοπελιές. Πορεύτηκε κατόπι σ' άλλα μέρη

τους Λέλεγες περνώντας κι από κει στις χώρες της Λυκίας και τους Κάρες.

Διάβηκε τα νερά των ποταμών, τον Κράγο και τον Λίμυρο, τον Ξάνθο,

κι έφτασε ως τη ράχη του βουνού, της Χίμαιρας μονιά, που 'χει κε­φάλι

από λιοντάρι, του φιδιού ουρά κι ένα κορμί που ανασαίνει φλόγες.

Τον γύρεψες σε δάση και βουνά κι αποσταμένη κόπασες, Βυβλίδα.

Σωριάστηκες στο χώμα το σκληρό, με τα μαλλιά της κεφαλής χυμένα,

κρύβεις την όψη μες στις φυλλωσιές που στρώσανε τα δέντρα στο ρουμάνι.

Νύμφες πάσχιζαν κι άλλα ξωτικά με χέρι τρυφερό να σε σηκώσουν,

τον έρωτα σου τούτο τον πικρό πώς να τον γιάνεις όλες σε ορμήνευαν,

κουράγιο δίναν και παρηγοριά - κι ήταν κλειστά τ' αφτιά σου στις

ορμήνειες.

Αμίλητη πλαγιάζεις καταγής, κρατείς σφιχτά στα νύχια το χορτάρι

κι από τα μάτια δάκρυ ποταμός την πρασινάδα ολόγυρα νοτίζει.

Μια φλέβα δάκρυ δίχως τελειωμό λένε πως της χάρισαν οι Ναϊάδες,

κι ήταν το δάκρυ δώρο ταιριαστό, αστείρευτο να της κρατεί το κλάμα.

Σαν τις χοντρές σταγόνες ρετσινιού που βγάζει χαρακιά πάνω σε πεύκο,

σαν κατραμιού απόσταγμα παχύ, και σα νερό πρώτα κρουσταλλιασμένο

που λειώνει στου ζέφυρου την πνοή, του ερχομού της άνοιξης σημάδι,

σα χιόνι σε λιακάδα λαμπερή όταν πρωί το βρίσκει η ηλιαχτίδα,

έτσι κυλάει το δάκρυ της στη γη - και μες στο δάκρυ έλειωσε η Βυβλίδα.

Και γένηκε πηγή σε λαγκαδιά που τ' όνομα της κόρης έχει πάρει

και βγάνει ίσαμε σήμερα νερό πλάι σε πυκνό κατάμαυρο πουρνάρι.

(Οβ., Μεταμορφώσεις 9. 454-665, μετ. Θ.Δ. Παπαγγελής)

 

 

Το χοροστάσι της Αριάδνης

Κι έναν χορόν ιστόρησεν ο μέγας ζαβοπόδης,

όμοιον μ΄ αυτόν που ο Δαίδαλος είχε φιλοτεχνήσει

της Αριάδνης της λαμπρής εις της Κνωσού τα μέρη.

Αγόρια εκεί, πολύπροικες παρθένες εχορεύαν

κι εγύριζαν χεροπιαστοί· και οι κόρες εφορούσαν

λινά ενδύματα λεπτά, κι είχαν τα παλικάρια

από το λάδι λαμπερούς καλόγνεστους χιτώνες.

Λαμπρά στεφάνια είχαν αυτές, είχαν χρυσά εκείνοι

μαχαίρια που απ΄ αργυρούς κρεμιόνταν τελαμώνες·

και πότ΄ ετρέχαν κυλητά με πόδια μαθημένα,

ωσάν σταμνάς, οπού τροχόν αρμόδιον στην παλάμην

την τριγυρνά καθήμενος να δοκιμάσει αν τρέχει,

και πότε αράδα έτρεχαν αντίκρυ στην αράδα.

Και τον ασύγκριτον χορόν τριγύρω εδιασκεδάζαν

πολύς λαός και ανάμεσα ο αοιδός ο θείος

κιθάριζε· και ως άρχιζεν εκείνος το τραγούδι

δυο χορευτές στη μέση τους πηδούσαν κι εγυρίζαν.

(Όμ. Ιλ. 589-605, μετ. Ι. Πολυλάς)

 

Ο έρωτας της Αριάδνης για τον Θησέα

Ο Χρυσομάλλης ο Διόνυσος τη ξανθή Αριάδνη, τη θυγατέρα του Μίνωα, έκαμε θαλερή γυναίκα του. Κι αυτήν ο γυιός του Κρόνου την έκανε αθάνατη κι αγέραστη. (Ησ. Θεογονία 947-949)

 

Μόλις με μάτια αχόρταγα τον κοίταξε η παρθένα

(που η κλίνη της σκορπίζοντας τους μόσκους της αγνότης,

την έβλεπε στην αγκαλιά τηα μάνας της ν' αυξαίνη

σαν τη μερτιά που θρέφεται στα ρέματα του Ευρώτα

σαν τ' άνθια τα πολύχρωμα στης άνοιξης την αύρα),

δεν σήκωσε από πάνω του το φλογερό της βλέμμα,

πριν σ' όλο πήρε το κορμί της ερωτιάς τη φλόγα

κι άναψε ακέρια ως στου είναι της τα πιο βαθιά μεδούλια…

(Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος, Επύλλιο Πηλέα και Θέτιδας, 86-93, μετ. Λ. Αλεξίου)

 

Η εγκατάλειψη της Αριάδνης

Λένε πως τότε απ' της καρδιάς τη φλόγα φρενιασμένη

πότε έβγαζει απ' τα στήθη της φωνές τρανές του πόνου

και στα βουνά σκαρφάλωνε τα ολόρθα απελπισμενη

[…]

«Ψευτέορκε γι' αυτό μ' έσυρες απ΄ τους βωμούς του κύρη

για να με ρίξεις, άνομε, στην έρμη τούτη ξέρα;…»

(Γάιος Βαλέριος Κάτουλλος, Επύλλιο Πηλέα και Θέτιδας, 86-93, μετ. Λ. Αλεξίου)

 

Ο θάνατος της Αριάδνης

Ο Οδυσσέας, κατεβαίνοντας ζωντανός στον κάτω κόσμο, συνάντησε τις ψυχές διαφόρων, ανάμεσα σε αυτές και…

την όμορφη Αριάδνη,

που ο ξακουστός την έφερε Θησέας απ' την Κρήτη

στην βλογημένη ακρόπολη των Αθηνών. Μα ακόμα

πριν τη χαρεί, τη σκότωσε η Άρτεμη στη Δία,

γιατί έτρεξε ο Διόνυσος να της το μαρτυρήσει.

(Όμ., Οδ. λ 321-325, με. Ζ. Σιδέρης)

 

Το ξόανο της Αφροδίτης

Και στη Δήλο υπάρχει ένα, όχι πολύ μεγάλο, ξόανο της Αφροδίτης, με το δεξί χέρι κατεστραμμένο από τον χρόνο. Στο κάτω μέρος, αντί να απολήγει σε πόδια, απολήγει σε τετράγωνο. Εικάζω ότι το είχε παραλάβει η Αριάδνη από τον Δαίδαλο και όταν εκείνη ακολούθησε τον Θησέα πήρε το άγαλμα από το παλάτι. Οι Δήλιοι λέγανε ότι ο Θησέας, όταν την άφησε, αφιέρωσε το ξόανο της θεάς στον Δήλιο Απόλλωνα, για να μην το φέρει στην πατρίδα του και του θυμίζει την Αριάδνη και να βρίσκεται διαρκώς σε ερωτική στενοχώρια. (Παυσανίας 9.40.3-4)

 

Σαρπηδών και Τληπόλεμος

Κι έσπρωξ΄ η μοίρα ανίκητη τον μέγαν Ηρακλείδην

Τληπόλεμον ενάντια στον θείον Σαρπηδόνα·

και άμ΄ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον,

ο έγγονος με τον υιόν του βροντοφόρου Δία,

προσφώνησε ο Τληπόλεμος τον Σαρπηδόνα πρώτος:

«Τι σ΄ αναγκάζει, Σαρπηδών, ω των Λυκίων άρχε,

ως άνθρωπος απόλεμος να κρύβεσ΄ εδώ πέρα;

Ψεύδοντ΄ αν λέγουν πού ΄σαι υιός του αιγιδοφόρου Δία

κι είσαι πολύ κατώτερος εκείνων των ηρώων

οπού στες πρώτες γενεές έχει γεννήσει ο Δίας,

ως ήταν ο πατέρας μου, ως λέγουν, ο Ηρακλέας

λεοντόψυχος, ατρόμητος, που ότ΄ ήλθε εδώ να λάβει

τους ίππους του Λαομέδοντος, μ΄ έξι καράβια μόνα

και μ΄ ολιγότερον στρατόν, την πόλιν της Ιλίου

επόρθησε και από λαόν ορφάνωσε τους δρόμους·

και συ ψυχήν έχεις δειλήν και φθείροντ΄ οι λαοί σου.

Ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θενά ΄σαι συ των Τρώων,

αν και ανδρειωμένος βοηθός απ΄ την Λυκίαν ήλθες˙

αλλά θα ιδείς που η λόγχη μου στον Άδη θα σε στείλει».

Και ο Σαρπηδών απάντησε: «Τληπόλεμε, ότι εκείνος

την Ίλιον τότ΄ ερήμωσε, προήλθε απ΄ την μωρίαν

του σεβαστού Λαομέδοντος, που αυτόν οπού τον είχε

ευεργετήσει εξύβρισε, κι έλειψε να του δώσει

τους ίππους, που χάριν αυτών μακρόθεν είχεν έλθει·

και σένα λέγ΄ ότι απ΄ εμέ φόνον και μαύρην μοίραν

εδώ θα λάβεις και απ΄ αυτήν την λόγχην μου θα πέσεις,

το καύχημα να πάρω εγώ και ο Άδης την ψυχήν σου».

Κι εσήκωσε ο Τληπόλεμος το φράξινο κοντάρι·

σύγχρον΄ από τα χέρια τους τ΄ ακόντια πεταχθήκαν

το ζνίχι ο Σαρπηδών κτυπά και πέρα η πικρή λόγχη

εβγήκε και τα μάτια του μαύρο σκεπάζει σκότος.

Αλλά τ΄ αριστερό μερί του Σαρπηδόνος είχε

ήδη τρυπήσ΄ η μακριά του Τληπολέμου λόγχη

και μανιωμένη ξάκρισε ξυστά το κόκαλό του·

ακόμη από τον θάνατον τον φύλαγε ο πατέρας.

Και οι σύντροφοι απ΄ τον πόλεμον τον θείον Σαρπηδόνα

έπαιρναν· τον εβάρυνεν, ως το ΄σερνε, το μέγα

κοντάρι ότι βιαζόμενοι και στενοχωρημένοι

κανείς δεν σκέφθη, όπως αυτός ελεύθερα πατήσει,

να του αφαιρέσει απ΄ το μερί το φράξινο κοντάρι.

Ομοίως τον Τληπόλεμον επαίρναν οι γενναίοι

οι Αχαιοί… (Όμ., Ιλ. Ε 627-668)

 

Βριτόμαρτις ή Δίκτυννα

Βριτόμαρτιν δὲ τὴν προσαγορευομένην Δίκτυνναν μυθολογοῦσι γενέσθαι μὲν ἐν Καινοῖ τῆς Κρήτης ἐκ Διὸς καὶ Κάρμης τῆς Εὐβούλου τοῦ γεννηθέντος ἐκ Δήμητρος· ταύτην δ᾽ εὑρέτιν γενομένην δικτύων τῶν εἰς κυνηγίαν προσαγορευθῆναι Δίκτυνναν, καὶ τὰς μὲν διατριβὰς ποιήσασθαι μετὰ τῆς Ἀρτέμιδος, ἀφ᾽ ἧς αἰτίας ἐνίους δοκεῖν τὴν αὐτὴν εἶναι Δίκτυν-νάν τε καὶ Ἄρτεμιν, θυσίαις δὲ καὶ ναῶν κατασκευαῖς τετιμῆσθαι παρὰ τοῖς Κρησὶ τὴν θεὸν ταύτην. 5.76.4 τοὺς δ᾽ ἱστοροῦντας αὐτὴν ὠνομάσθαι Δίκτυνναν ἀπὸ τοῦ συμφυγεῖν εἰς ἁλιευτικὰ δίκτυα, διωκομένην ὑπὸ Μίνω συνουσίας ἕνεκα, διημαρτηκέναι τῆς ἀληθείας· οὔτε γὰρ τὴν θεὸν εἰς τοιαύτην ἀσθένειαν ἐλθεῖν πιθανὸν ὑπάρχειν ὥστε προσδεηθῆναι τῆς παρ᾽ ἀνθρώπων βοηθείας, τοῦ μεγίστου τῶν θεῶν οὖσαν θυγατέρα, οὔτε τῷ Μίνῳ δίκαιον προσάπτειν τοιαύτην ἀσέβειαν, παραδεδομένῳ συμφώνως δικαίαν προαίρεσιν καὶ βίον ἐπαινούμενον ἐζηλωκέναι. (Διόδωρος Σ. 5.76.3-5.77.1)

 

Άρτεμις Δίκτυννα

Ω κόρη της Λητώς,

Δίχτυννα εσύ βουνίσια,

προς την αυλή σου, προς του ωριόστυλου,

ναού τη χρυσοστόλιστη γρηπίδα,

έρχομαι, αγνή παρθένα,

της ιέρειας της αγνής εγώ δουλεύτρα·

(Ευρ., Ιφ. εν Τ. 126-131)

 

Ευρώπη Ελλωτία

Σέλευκος δ᾽ ἐν ταῖς Γλώσσαις ΕΛΛΩΤΙΔΑ καλεῖσθαί φησι τὸν ἐκ μυρρίνης πλεκόμενον στέφανον, ὄντα τὴν περίμετρον πηχῶν κ, πομπεύειν τε ἐν τῇ τῶν Ἑλλωτίων ἑορτῇ. φασὶ δ᾽ ἐν αὐτῷ τὰ τῆς Εὐρώπης ὀστᾶ κομίζεσθαι, ἣν ἐκάλουν Ἑλλωτίδα. ἄγεσθαι δὲ καὶ ἐν Κορίνθῳ τὰ Ἑλλώτια.(Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 15.22.9-14)

 

Σέλευκος δὲ ἑλλωτίδα φησὶ τὸν ἐκ μυῤῥίνης πλεκόμενον στέφανον, ὄντα τὴν περίμετρον πηχῶν εἴκοσι, πομπεύειν τε ἐν τῇ ἑορτῇ τῶν Ἑλλωτίων Κορινθόθι ἐπὶ Εὐρώπῃ, ἣν ἐκάλουν Ἑλλωτίδα. (Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 2.2.152.28-30)

 

Η κύστις της Πρόκριδος

Πασιφάη δ᾽ ἦν Ἡλίου θυγάτηρ ἀθάνατος. ἡ μ<ὲν> οὖν Πρόκρις ἐπὶ τῇ γονῇ Μίνωος μηχανᾶται τοιόνδε· κύστιν αἰγὸς ἐνέβαλεν εἰς γυναικὸς φύσιν καὶ ὁ Μίνως τοὺς ὄφεις πρότερον ἐξέκρινεν εἰς τὴν κύστιν, ἔπειτα δὲ παρὰ τὴν Πασιφάην εἰσιὼν ἐμίγνυτο. καὶ ἐπεὶ αὐτοῖς ἐγένοντο παῖδες, ὁ Μίνως διδοῖ τῇ Πρόκριδι τὸν ἄκοντα καὶ τὸν κύνα· τούτους δὲ οὐδὲν ἐξέφυγε θηρίον, ἀλλὰ πάντα ἐχειροῦντο. (Αντ. Λιβεράλις, Μεταμορφώσεων συναγωγή 41.5)

 

Σκύλλα

Όταν ο Μίνωας έφτασε στα Μέγαρα και επιχείρησε να καταλάβει την πόλη στην επιχείρηση εκδίκησης για τον θάνατο του γιου του Ανδρόγεου στην Αθήνα, η Σκύλλα τον ερωτεύτηκε ή δελεάστηκε από τον πονηρό ξένο που της πρόσφερε χρυσά κοσμήματα. Και όπως άλλες ερωτευμένες, βοήθησε τον Μίνωα αποσπώντας από το κεφάλι του πατέρα της Νίσου, γιου του Πανδίονα και αδελφού του Αιγέα της Αθήνας, την πορφυρή (ή χρυσή) τρίχα, χάρισμα των θεών, που τον καθιστούσε ανίκητο και αθάνατο. Σε αντάλλαγμα, ο Μίνωας υποσχέθηκε ότι θα την παντρευόταν. Νιώθοντας όμως, αποτροπιασμό για την πράξη προδοσίας της Σκύλλας απέναντι στον πατέρα της και την πατρίδα της, μετά την επίτευξη του σκοπού του, την έδεσε στην πλώρη του καραβιού του σαν ακρόπρωρο και αυτή πνίγηκε ή την έδεσε από τα πόδια πίσω από την πρύμνη του πλοίου. Οι θεοί τη λυπήθηκαν και τη μεταμόρφωσαν σε πουλί. Πίσω της έτρεχε ο Νίσος που και αυτός είχε μεταμορφωθεί σε θαλάσσιο αετό που κυνηγάει παντού το πουλί. Φυσικά, η ιστορία των μεταμορφώσεων πατέρα και γιου είναι προσθήκη των ελληνιστικών και ρωμαϊκών χρόνων.

 

Η κρητική καταγωγή του μύθου του Γανυμήδη

Όλοι κατηγορούμε τους Κρητικούς ότι έπλασαν τον μύθο του Γανυμήδη. Ήταν τόσο σίγουροι ότι οι νόμοι τους προήλθαν από τον Δία, ώστε τον φόρτωσαν με αυτόν τον μύθο για να έχουν ένα θεϊκό παράδειγμα, όταν ήθελαν να απολαμβάνουν και αυτό το είδος της ηδονής. (Πλάτων, Νόμοι 636c, μετ. Φιλολογική ομάδα Κάκτου)