Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Charles Lamb

Οι περιπέτειες του Οδυσσέα

Μετάφραση: Δήμητρα Τριανταφυλλίδου

(αποσπάσματα)


Κεφάλαιο 9


[…]

Ο Οδυσσέας λοιπόν δεν είχε δει τη γυναίκα του Πηνελόπη, κι ας είχαν περάσει τόσες μέρες από την επιστροφή του. Η βασίλισσα δεν καταδεχόταν να συναναστρέφεται με τους μνηστήρες στα συμπόσιά τους, αλλά, όπως άρμοζε σε αυτήν που ήταν η σύζυγος του ξακουστού Οδυσσέα, προτιμούσε να απομονώνεται στα πιο απόμακρα διαμερίσματα του παλατιού, κλώθοντας και φροντίζοντας άξια το νοικοκυριό της μαζί με τις θεραπαινίδες της. Μόνο τις μέρες τις αφιερωμένες στους θεούς άφηνε τα ψηλά της δώματα και φανέρωνε το πρόσωπό της στους μνηστήρες. Στην καρδιά του Οδυσσέα ένας πόθος δυνατός ξύπνησε να αντικρίσει τη γυναίκα του και πάλι, που είκοσι χρόνια δεν είχε δει. Κρυφά γλίστρησε μέσα στου όμορφου σπιτιού του τα περάσματα που γνώριζε από παλιά, μέχρι που είδε μπρος του τις σκλάβες να της φέγγουν τον δρόμο στον μεγαλοπρεπή διάδρομο που πήγαινε στην κάμαρά της. Κι όταν οι σκλάβες είδαν τον Οδυσσέα, είπαν αναμεταξύ τους: «Αυτός δεν είναι ο ζητιάνος που ήρθε στο παλάτι σήμερα, που ξεσήκωσε όλη την ταραχή κάτω στη μεγάλη αίθουσα; Τι ζητά εδώ;» Μα η Πηνελόπη διέταξε να της τον φέρουν εμπρός της λέγοντας: «Ίσως να είναι άνθρωπος ταξιδεμένος και να έχει ακούσει κάτι να λένε για τον Οδυσσέα».

Και αναγάλλιασε από χαρά ο Οδυσσέας που η βασίλισσά του τον ονομάτισε, που δεν τον είχε λησμονήσει κι ούτε είχε σβήσει η μεγάλη αγάπη που του είχε κι ας έλειψε τόσα χρόνια. Στάθηκε μπρος στη βασίλισσά του κι αυτή δεν γνώρισε πως ήταν ο Οδυσσέας, μα σα να ήταν φτωχός ταξιδιώτης τού μίλησε και τον ρώτησε από ποια χώρα ήταν.

Της αποκρίθηκε (όπως και στον Εύμαιο νωρίτερα) πως ήταν στην Κρήτη γεννημένος, και πως —κι ας φαινόταν τώρα φτωχός και κακομοίρης— ήταν από γενιά τρανή, αδερφός του Ιδομενέα, που ήταν εγγόνι του βασιλιά Μίνωα. Τώρα ζητιάνευε για ψωμί, χρόνια πριν όμως τα πλούτη του έφταναν για να φιλέψει πλούσια τον Οδυσσέα στο τραπέζι του. Ξεκίνησε λοιπόν να λέει ιστορίες ψεύτικες, πως τάχα ο Οδυσσέας ανοίγοντας πανιά από την Τροία, σπρωγμένος από αέρηδες, βρέθηκε στην ανάγκη να αράξει τα καράβια του σ’ ένα λιμάνι της Κρήτης, και πως εκεί δώδεκα μέρες τον φιλοξένησε ο ίδιος με όλες τις τιμές που ταιριάζουν σε ξένο. Και τα ρούχα ακόμα που φορούσε ο Οδυσσέας τής περιέγραψε, κι έτσι η Πηνελόπη πείστηκε πως ο ζητιάνος είχε συναντήσει τον κύρη της.

Έτσι μιλώντας, ο Οδυσσέας διηγήθηκε στη γυναίκα του πολλές ιστορίες για τον εαυτό του. Τις πιο πολλές τις έπλασε απ’ το μυαλό του, μα τόσο σαν αλήθειες έμοιαζαν που τα λόγια που έφταναν στα αυτιά της την πόνεσαν μέχρι τα βάθη της καρδιάς της. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν στο πρόσωπό της καθώς αναλογιζόταν τον κύρη της που τον νόμιζε νεκρό. Πικρά θρηνούσε τον χαμό αυτού που πεθυμούσε μα δεν μπορούσε να βρει, κι ας στ’ αλήθεια στεκόταν αυτός τόσο κοντά της.

Ο Οδυσσέας τα δάκρυά της συμπονούσε, μα τα δικά του μάτια τα κρατούσε στεγνά σαν από σίδερο ή κέρατο, δαμάζοντας τα πάθη της καρδιάς του μην τυχόν και φανούν.

Πιο μετά της διηγήθηκε, όπως τα είχε διηγηθεί και στον Εύμαιο, ότι είχε βρεθεί τελευταία στα παλάτια των Θεσπρωτών κι εκεί έμαθε για τον Οδυσσέα. Η Πηνελόπη θα ’θελε να πιστέψει πως υπήρχε κάποια πιθανότητα να είναι ζωντανός ο Οδυσσέας και είπε: «Είδα ένα όνειρο σήμερα το πρωί. Είχα θαρρείς είκοσι όρνιθες που έτρωγαν απ’ το χέρι μου στάρι μουσκεμένο στο νερό, και ξάφνου όρμησε από ψηλά ένα γεράκι γαμψόνυχο και τις κυνήγησε μέχρι που τις σκότωσε όλες στρίβοντάς τους τον λαιμό. Μετά πέταξε πάλι ψηλά στα σύννεφα. Και στ’ όνειρό μου έκλαιγα θαρρείς, και αναστέναζα βαθιά για τις όρνιθες και για τις καταστροφές που έκανε το γεράκι, κι οι σκλάβες μου ήρθαν κοντά μου και με παρηγορούσαν. Και πάνω που θρηνούσα κι οδυρόμουν ξαναγύρισε το γεράκι και καθισμένο πάνω στης κάμαράς μου τη δοκό, μου μίλησε μ’ ανθρώπινη φωνή, πράγμα παράξενο ν’ ακούς ακόμη και σε όνειρο, γεράκι να μιλά: “Κόρη του Ικάριου, μη στενοχωριέσαι”, μου είπε. “Δεν είναι όνειρο αυτό που βλέπεις μα τα μελλούμενα. Αυτά τα πουλιά που τόσο θρηνείς χωρίς λόγο κανένα είναι οι μνηστήρες που καταβροχθίζουν το βιος σου σαν τις όρνιθες που απ’ το χέρι σου τάιζες. Και το γεράκι είναι ο άντρας σου, που όπου να ’ναι επιστρέφει για να φέρει τον θάνατο στους μνηστήρες”. Και ξύπνησα και πήγα να δω αν οι όρνιθές μου ήταν ζωντανές, και τις βρήκα στις ταΐστρες τους να τρων στάρι, όλα καλά και ήσυχα, όπως ήταν πριν από το όνειρό μου.

Και τότε απάντησε ο Οδυσσέας: «Το όνειρο που είδες άλλη εξήγηση δεν μπορεί να έχει παρά αυτήν που σου ’δωσε το γεράκι, που είναι στ’ αλήθεια ο κύρης σου κι έρχεται όπου να ’ναι για να πράξει αυτά που σου ’παν τα λόγια του».

«Οι κουβέντες σου», του είπε, «καλέ μου γέρο, είναι τόσο γλυκές που, αν θέλεις σιμά μου καθισμένος να μου τις χαρίζεις, τα αυτιά μου δεν θα αφήσουν τα μάτια μου να κλείσουν τα βλέφαρά τους για να χαρούν τη μιλιά σου. Μα κανείς θνητός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τον ύπνο, που όμοιος θάνατος είναι. Για να κρατήσουν στον νου μας τη μνήμη της θνητότητάς μας, οι θεοί οι αθάνατοι έτσι το αποφάσισαν. Κάθε μέρα που ζωντανοί είμαστε φέρνει του ύπνου τον θάνατο. Και με τη σκέψη αυτή θα πάω να γείρω στο κρεβάτι μου, που κάθε νύχτα με τα δάκρυά μου το ποτίζω απ’ όταν αυτός που τη χαρά έφερνε στην κλίνη μου έφυγε για την πόλη τη μαύρη». Κι έτσι την ανέφερε, γιατί απ’ το στόμα της δεν έβγαινε το όνομα της Τροίας που τόσο μισούσε. Χώρισαν λοιπόν εκείνο το βράδυ, η Πηνελόπη για την κάμαρά της και ο Οδυσσέας για τον γιο του και τις αρματωσιές και τα δόρατα στην αίθουσα τη μεγάλη, όπου όλη νύχτα ξαγρύπνησαν καθαρίζοντας και φρουρώντας τα όπλα.

[…]


***


Κεφάλαιο 10


[…]

Τότε λοιπόν, κάποιες από τις σκλάβες της ανέβηκαν στο δώμα και είπαν στην Πηνελόπη τι είχε συμβεί και πώς ο κύρης της ο Οδυσσέας είχε γυρίσει και είχε σκοτώσει τους μνηστήρες. Μα αυτή καμιά προσοχή δεν έδωσε στα λόγια τους, νομίζοντας πως είχαν αλλοφρονήσει ή πως την κορόιδευαν· γιατί όσοι, όπως η Πηνελόπη, έχουν ζήσει τέτοιες αβάσταχτες στενοχώριες δεν μπορούν να το πιστέψουν όταν έρχεται κάποια χαρά μεγάλη. Και τις επιτίμησε και τις επέπληξε αυστηρά γιατί την ενόχλησαν. Μα αυτές ακόμη περισσότερο επέμεναν με τους όρκους τους να τη διαβεβαιώνουν ότι έλεγαν την αλήθεια· και κάποιες από αυτές είχαν δει που σέρνανε τα άψυχα κορμιά των μνηστήρων για να τα βγάλουν από τη σάλα. Και της είπαν: «Εκείνος ο φτωχός ζητιάνος, που χθες το βράδυ του μίλησες, ήταν ο Οδυσσέας». Τότε πια, αυτή ακόμη περισσότερο πείστηκε πως την κορόιδευαν και άρχισε να κλαίει. Μα της απάντησαν: «Είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα που είπαμε. Καθόμασταν κλεισμένες σε ένα μέσα δωμάτιο του παλατιού και οι πόρτες της σάλας ήταν σφαλισμένες να μην μπούμε, ακούγαμε όμως τις κραυγές και τα βογκητά των ανδρών που τους σκοτώνανε, αν και τίποτα δεν είχαμε δει μέχρι που, μετά από ώρα, ο γιος σου μας κάλεσε να μπούμε μέσα· και μόλις μπήκαμε, είδαμε τον Οδυσσέα να στέκεται αναμεσίς στους σκοτωμένους». Αλλά αυτή επέμενε να μην πιστεύει, λέγοντας πως κάποιος θεός τις είχε ξεγελάσει κάνοντάς τες να νομίζουν πως ήταν αυτό το πρόσωπο ο Οδυσσέας.

Την ώρα εκείνη ο Τηλέμαχος και ο πατέρας του είχαν πια ξεπλύνει τα χέρια τους από τους σκοτωμούς και είχαν φτάσει εκεί που η βασίλισσα μιλούσε με τις σκλάβες της· και μόλις είδε τον Οδυσσέα, στάθηκε αυτή ακίνητη και δεν μπορούσε λαλιά να βγάλει, γιατί άξαφνη έκπληξη και χαρά και φόβος και πάθη πολλά πάλευαν μέσα της. Κάποιες στιγμές της φαινόταν ξεκάθαρα πως ήταν ο άντρας της που έβλεπε μπροστά της, και κάποιες στιγμές οι αλλαγές που τα είκοσι χρόνια είχαν φέρει απάνω του την μπέρδευαν (κι ας μην ήταν τόσο πολλές) και δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Από την πολλή χαρά δεν μπορούσε να πειστεί, κι από την πολλή χαρά πάλι δεν μπορούσε παρά να πιστέψει. Και πιο πολύ απ’ όλα η απότομη αλλαγή από ζητιάνο σε βασιλιά ήταν που την προβλημάτιζε και γεννούσε ανησυχία και δισταγμούς στο μυαλό της. Μα ο Τηλέμαχος, βλέποντάς την απορημένη, την κατηγόρησε λέγοντας πως ήταν μια σκληρή και άπονη μάνα και πως έδειχνε μια παράξενα υπερβολική σεμνότητα που αρνιόταν να αγκαλιάσει τον πατέρα του και είχε αμφιβολίες για το ποιος ήταν, ενώ σε όλους γύρω ήταν φανερό πως ήταν στ’ αλήθεια ο πραγματικός Οδυσσέας.

Τότε έπαψε πια να αμφιβάλλει και έτρεξε και έπεσε επάνω του, τον σφιχταγκάλιασε και είπε: «Ας μη μου θυμώσει ο σύζυγός μου που τόση ώρα μακριά του σταμάτησα, περίεργα καθυστερώντας. Φταίνε οι θεοί που, κρατώντας μας χώρια για τόσον καιρό, γέννησαν μέσα μου αυτό το άπρεπο ξεμάκρεμα. Αν του Μενέλαου η γυναίκα είχε δείξει τη μισή από τη δική μου περίσκεψη, δεν θα είχε πέσει τόσο εύκολα στο κρεβάτι ενός ξένου και θα μας είχε γλιτώσει από όλες εκείνες τις συμφορές που μας βρήκανε εξαιτίας της ξεδιάντροπης πράξης της».

Οι λέξεις αυτές με τις οποίες η Πηνελόπη δικαιολογήθηκε πιο πολλή αγάπη ξύπνησαν μέσα στην καρδιά του Οδυσσέα από ό,τι αν με την πρώτη ματιά είχε παραδοθεί χωρίς δισταγμό στις αγκαλιές του. Και δάκρυσε από χαρά που είχε μια γυναίκα τόσο σεμνή, τόσο ταιριαστή με το δικό του φρόνιμο μυαλό, με τόσο κοφτερή ευφυΐα όσο και ο ίδιος, αλλά που επίσης έδινε τόση αξία στην αγνότητα και την αρετή. Και σκέφτηκε πως μια γυναίκα σαν την Πηνελόπη ήταν απόκτημα ασύγκριτα πολυτιμότερο από τα θέλγητρα της Κίρκης ή τις αθάνατες απολαύσεις που πρόσφερε η Καλυψώ· και οι μακροχρόνιοι αγώνες του και τα σκληρά του βάσανα τα περασμένα τού φαίνονταν ασήμαντα τώρα που βρήκαν την ανταμοιβή τους στη χαρά που του πρόσφερε η ενάρετη και πιστή γυναίκα του η Πηνελόπη. Και σαν τους δύστυχους ναυτικούς που το καράβι τους τσακίστηκε κοντά στην ακτή, και αυτοί κολυμπούν για να σωθούν, και μουσκεμένοι ώς το κόκαλο από τον αφρό και την αλμύρα έρποντας ανεβαίνουν σε ένα ασήμαντο κομμάτι γης, και κρατιούνται επάνω του με τέτοια χαρά λες και τους είχε δοθεί ο κόσμος ολάκερος χάρισμα, με τέτοια ευτυχία αγκάλιαζε αυτή η ενάρετη σύζυγος τον κύρη της που επέστρεψε, μέχρι που ο γοργός ερχομός της σκοτεινής νύχτας τής θύμισε άλλα ανταμώματα πιο χαρούμενα και ιδιαίτερα, όταν στο από χρόνια χηρεμένο κρεβάτι της και πάλι θα αγκάλιαζε έναν ζωντανό Οδυσσέα.

Και από τότε η χώρα ησύχασε από τους μνηστήρες. Και οι Ιθακήσιοι χαρούμενοι γιόρτασαν την επιστροφή του Οδυσσέα με ύμνους και ιερές θυσίες προς τιμήν των θεών· γιατί αυτός που τόσα χρόνια είχε λείψει επέστρεψε για να ξεπληρώσει το κακό επί των κεφαλών των δραστών· εκεί όπου είχαν διαπράξει τα κρίματά τους, εκεί τους εκδικήθηκε ο Οδυσσέας.

[…]


Charles Lamb. 2012. The Adventures of Ulysses. The Project Gutenberg Ebook. Μετάφραση αποσπασμάτων: Δήμητρα Τριανταφυλλίδου, Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2017.