Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Κωνσταντίνος Χρηστομάνος

Η κερένια κούκλα


(αποσπάσματα)


[...]

Χαμήλωνε τώρα ο ήλιος. Ο λόφος της Καστέλλας ακόμα φεγγοβολούσε κατακίτρινος, σα θειάφι. Μα τα σπίτια της Καλλιθέας κι ο Ελαιώνας, πιο πίσω, και στο βάθος πέρα το κόκκινο βουνό του Δαφνιού, το θαμνωμένο σαν από δασιά ορμή εφηβική, παίρνανε τώρα μια γλύκα τριανταφυλλένια. Η θάλασσα του Φαλήρου και της Αίγινας ήτονε βαθιά μαβιά, σα να ’χε μεστώσει ο πόθος της. Ο αέρας ήτονε μαλακός, γεμάτος ρευστό χρυσάφι, σαν κρασί γλυκό της Κύπρου.

Όταν, έτσι τρέχοντας, πέσανε μέσα σε κάτι λίμνες από ανεμώνες κόκκινες σαν αίμα —γιατ’ είχανε γεννηθεί απ’ του Άδωνη το αίμα—, η Λιόλια ξεφώνισε απ’ την αναγάλλιασή της (που από κείνην τη βραδιά του χορού σχεδόν η φωνή της δεν είχε ακουστεί):

«Κύριε Νίκο! Κύριε Νίκο, ελάτε! Εδώ ελάτε να δείτε πόσες έχει. Φέρτε το σουγιά σας να τις βγάλομε με το χώμα! Για κοιτάξτε, καλέ, είναι μια θάλασσα κόκκινη — κι όλα τα κεφαλάκια τους μαζί!»

Κι ο Νίκος έτρεξε και σκυμμένοι οι δυο τους, με τα κεφάλια τους μαζί σαν τις ανεμώνες, ξερίζωναν τα λουλούδια σαν αίμα και σαν χείλια αιματωμένα απ’ τα φιλιά. Τι κόκκινα που ήταν και τα δικά τους τα χείλια — και πριν ακόμα αιματωθούν απ’ τα φιλιά!

[...]

Σα χεροπιασμένες στέκονταν ένα γύρο οι μυγδαλιές, έτοιμες να χορέψουν. Μα δε σαλεύανε, γιατί ανάμεσά τους άνοιγε ένα ολοστρόγγυλο αλωνάκι, που ζούσαν εκεί, απόμονα, πανάψηλα χορτάρια και λουλούδια μύρια. Κάτι βάτα, ακόμα ξερά, μ’ αγκύλες, ήταν ολόγυρα πηχτοφυτρωμένα κι έτσι δε φαινόταν τίποτ’ απ’ τον κόσμο κι ούτε καν ο ουρανός, απ’ αυτό το λουλουδιασμένο αλωνάκι, που ’μοιαζε κούνια ή κρεβάτι νυφικό κάτω απ’ τον άσπρο θόλο που ’καναν τα ολάνθιστα κλαριά. Αλήθεια, είχαν κάνει άλλον ουρανό, δικό τους, οι μυγδαλιές με τ’ άνθη της παρθενιάς που στέλνει η Περσεφόνη απ’ του Πλούτωνος την κλίνη, κάθε άνοιξη, στις Κόρες του απάνω κόσμου.

Αχ, μυγδαλιές, γιατί να φανερωθείτε μπρος στα μάτια του κοριτσιού ενώ έτρεχε να ξεφύγει μακριά από τ’ αγόρι; Και γιατί να μην τα κλείσει τα μάτια της η κόρη, μόνο ν’ αφήσει να τηνε σύρει το γλυκό σας φέγγος κάτω απ’ τ’ ουρανού σας το λουλουδένιο μεθύσι;

Και παραμέρισε τα βάτα η Λιόλια και πήγε κάτω απ’ τις μυγδαλιές και ξέχασε όλα γύρω της: τον κάμπο με τα λουλούδια και τις μέλισσες που ηθέλανε να την τσιμπήσουν και τις πεταλούδες που την πείραζαν και το Νίκο που την είχε φιλήσει, και ξεφώνισε από λαχτάρα για τους ανθούς τους άσπρους...

Λιόλια μου, Λιόλια μου! Το Νίκο δεν έπρεπε να τον ξεχάσεις, αφού έτρεχες να μη σε πιάσει, κι ούτε να του φωνάξεις κρυμμένη μες στ’ άνθινό σου άντρο:

«Ελάτε, κύριε Νίκο, να κόψετε μερικά κλαδιά να πάρομε μαζί μας!»

[...]

Και το φεγγάρι στρογγυλοπρόσωπο, άσπρο σαν το γάλα, ολοένα ανέβαινε πιο ψηλά και ξεδίπλωνε την αχτιδένια κόμη του, που ολόγυρα στο πρόσωπό του ήτονε σαν κόκκινο χρυσάφι, μα καθώς άνοιγε κι έπεφτε πιο ανάρια κι από πιο ψηλά, γινόταν ένα πέπλο, μυριοξέδιπλο, υφασμένο απ’ ασημένια σιγαλιά και θλίψη γλυκιά, γλαυκή, που τύλιγε όλον τον ουρανό και τη γης μαζί, σ’ ένα σβήσιμο ευτυχίας αλάλητο... Και το φεγγάρι ακούμπησε τα γιασεμένια του τα μάγουλα στο τζάμι της Βεργινίας, που κειτόταν έρημη μες στη σκοτεινή την κάμαρη· και χύθηκε ένα φωτοπόταμο αργυρόγλαυκο απάνω στο κρεβάτι της· κι αυτό περνούσε πλατύ και ήρεμο πάνω απ’ την κουβέρτα της Βεργινίας και κατέβαινε, χωρίς να παφλάζει, κάτω στο πάτωμα και κυλιόταν αμίλητο, αργοστάλαγο, μπρος απ’ την πόρτα που ’βγαινε στην αυλή κι ίσαμε τον τοίχο κι ανέβαινε και στον τοίχο ακόμα, όπως κάνει το νερό του σιντριβανιού, ασάλευτο πάντα, μα και λαχταριστό στην ανθισμένη αφροκορφή του, ώς απάνω στο ταβάνι, κι εκεί έσβηνε, χάνονταν κάτω απ’ τη σκεπή...

Της Βεργινίας το πρόσωπο έμενε στο σκοτάδι: φέγγριζε κι αυτό με τη χλωμάδα του, σαν κάποιο άλλο φεγγάρι πεθαμένο. Κοίταζε η Βεργινία τη γλυκόυπνη κι ασημένια νάρκη του ποταμιού που κυλούσε απ’ τ’ αφάνταστα βάθη τ’ ουρανού —αναγάλλιασμα μιας άλλης ζωής, πιο γλυκιάς και πιο αιώνιας—, που περνούσε από πάνω απ’ αυτό το κρεβάτι του ανθρώπινου καημού και πάλι, αψηλώνοντας ώς τη σκεπή, έφευγε στ’ απόμακρα και στα ουράνια. Αχ, πόθησε να πάει μαζί του, η ποθοπλανταγμένη, να σβήσει τη λαχτάρα της μέσα σ’ αυτής της αγαλοστάλαγης φεγγαρίσιας λύπης το γάλα — το γλαυκόφεγγο, το γλυκοϋπνιασμένο.

[...]

Έξαφνα βρέθηκε ορθή έξω απ’ το κρεβάτι, αυτή που ’χ’ ένα μήνα να κουνήσει χέρι, περπατώντας, αυτή που νόμιζε πως είχε ξεχάσει το περπάτημα. Έκαμε μερικά βήματα γλήγορα, το ’να μέσα στ’ άλλο , σαν αέρινα, περνώντας μέσ’ απ’ τη λουρίδα του φεγγαριού που κειτότανε στο πάτωμα, μες στ’ άσπρο της το νυχτικό, πιο άσπρη ακόμα απ’ τη φεγγαρίσια λάμψη — λες και ζωντάνεψε το φεγγάρι και σηκώθηκε από χάμω και περπάταγε. Ηύρε το κουτί με τα σκονάκια, σα μέσα σ’ όνειρο, κι έπειτα έκαμε άλλο ένα βήμα κατά την πόρτα της αυλής, που ήτανε γερμένη, κι έσυρε ανάλαφρα το θυρόφυλλο...

Κοίταζε τώρα η Λιόλια το κεφάλι του αγαπημένου αντρός που βάραινε απάνω στο στήθος της: τη μύτη τη δυνατή και με το κόκαλο λιγάκι πεταχτό στη ρίζα, τα κλειστά ματόφυλλα, σα φύλλα λουλουδιών που τα γαλάζωνε στις άκρες ο Ύπνος με της γαλάζιας του φτερούγας την αντιφεγγιά, με τα μακριά κροσσωτά τσίνουρα κατά πάνω, που ’ριχναν ίσκιο στα μάγουλά του, κι η καρδιά της πλημμύριζε από κάτι απέραντο κι υπερδύναμο, που τόσον καιρό το ’χε κρατημένα μέσα της και της πονούσε τώρα, όπως πονεί το πρώτο γάλα στη μητέρα. Απ’ την ημέρα που ’χαν πάει στα λουλούδια, δεν είχε σηκώσει τα μάτια της πάνω του, απ’ το φόβο μήπως απαντήσει τα φριχτά μάτια της Βεργινίας που ξεφώνιζαν, άλαλα, από καημό κι απελπισία. Περισσότερο όμως ακόμα φοβότανε μήπως αντικρίσει τα δικά του μάτια!

[...]

Και τα μάτια της είδαν τότες πως σηκώθηκαν απ’ το σκαλοπάτι και βγήκαν έξω στο δρόμο μαζί με το Νίκο —πιασμένοι απ’ τα χέρια— και κατέβηκαν απ’ το βουνό τους κάτω στον κάμπο με τα λουλούδια που ’χαν πάει τις προάλλες, και πέρασαν όλον τον κάμπο και μπρος απ’ της Καλλιθέας τα σπίτια που ήταν τυλιγμένα μες στ’ ασημένια μαλλιά του φεγγαριού, τα ξέχυτα, και —πάντα χεροπιασμένοι με το Νίκο— ανεβήκανε σ’ εκείνο τ’ ολοστρόγγυλο το βουναλάκι, προτού ν’ ανοίξει ο κάμπος για τις Τζιτζιφιές, που ’χει στην κορφή του της εκκλησίτσα της Αγια-Σωτήρας. Εκεί στο βουναλάκι απάνω στεκόταν το φεγγάρι· μα δεν το ’βλεπαν καθώς ανεβαίνανε, γιατ’ ήτον κρυμμένο πίσω απ’ την εκκλησίτσα. Μόλις όμως έφθασαν απάνω στην εκκλησιά, ξεπρόβαλε και τους έλαμψε μες στο πρόσωπο, τόσο που θάμπωσαν τα μάτια τους.

«Καλωσορίσατε!» τους είπε το φεγγάρι. «Τι γινήκατε τόσον καιρό; Κανείς δεν έρχεται να με ιδεί εμένα που είμαι ολομόναχο πάνω στα βουνά. Τόσα μάγια κάνω εγώ των ανθρώπων: μπαίνω στις κάμαρές τους και τους φιλώ τα μάτια, πέφτω μες στις στέρνες τους και ξαπλώνομαι στα δρομάκια των περβολιών τους και σκαρφαλώνω μάντρες και γέρνω απάνω στις οξώπορτές τους και ξενυχτώ στα σκαλοπάτια· μόνο και μόνο για να βγούνε να με ιδούν· μ’ αυτοί μ’ αφήνουν ολομόναχο απάνω στο βουνό μου. Τώρα που ήρθατε εδώ πάνω, θα πάμε μες στην εκκλησιά· εγώ θα σας στεφανώσω».

Και καθώς μίλαγ’ έτσι το φεγγάρι, ξαφνίστηκεν η Λιόλια κι ο Νίκος, κι άνοιξαν πάλι τα μάτια τους, τα θαμπωμένα απ’ τη λάμψη του, για να το ιδούν: τι άσπρο που ’τον το φεγγάρι και τι λυπημένο! —σαν τη Βεργινία. Και καθώς το κοίταζαν ακόμαν, είδαν πως ήτον το πρόσωπο της Βεργινίας μες στο φεγγάρι. Τότες η Λιόλια έβγαλε ένα μεγάλο «αχ!» και πετάχτηκε ολόρθη με τα χέρια στον αέρα. Κι ο Νίκος ξετινάχτηκε απ’ τον ύπνο κατατρομαγμένος και κατρακύλησε απ’ το σκαλοπάτι.

Γύρισ’ η Λιόλια να μπει στην κάμαρη· η πόρτα ήτον ανοιχτή. Στο κατώφλι ήτον πεσμένο κάτι άσπρο: το φεγγάρι ήτον πεσμένο στο κατώφλι. Μα μες στην άσπρη λουρίδα του φεγγαριού φάνταζε κάτι πιο άσπρο ακόμα: ήτον η Βεργινία με το νυχτικό της ξαπλωμένη χάμω μπρος στην πόρτα — για να μπει κανείς μες στην κάμαρη έπρεπε να δρασκελίσει το κορμί της. Σα να’ χε πέσει το ίδιο το φεγγάρι απ’ τον ουρανό και να ’χε ξεψυχήσει εκεί δα, τυλιγμένο μες στα πέπλα των αχτίδων του — έτσι έδειχνε.

Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες στον ύπνο της ή της Βεργινίας, που ’χε κατεβεί από το κρεβάτι της κι είχε ανοίξει σιγαλά την ακουμπισμένη πόρτα;

[...]


Κωνσταντίνος Χρηστομάνος. 2013. Η κερένια κούκλα. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. [1η έκδ.: 1911, Αθήνα: Φέξης.]