Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου

Κλυταιμήστρα


Η ιστορία σε κατεδίκασε και σ’ έρριψεν ανάλγητος εις την περιφρόνησιν των μεταγενεστέρων. Όταν ακούσωμεν προφερόμενον το όνομα «Κλυταιμήστρα», πάραυτα αίσθημα αποστροφής κυριεύει την καρδίαν μας και αναλογιζόμεθα την προδότιδα σύζυγον, την οπλίσασαν την χείρα ρυπαρού φονέως.

Τοιαύτην παρέδωκε την μνήμην σου η ιστορία. Ο υιός σου σ’ εφόνευσεν, αλλά το αίμα σου δεν απέπλυνε την μελανήν κηλίδα του βίου σου. Σε καταρώνται και αθώοι και ένοχοι.

Αναλαμβάνω την υπεράσπισίν σου, χωρίς να έχω ελπίδα διά τα δικηγορικά.

Γυνή η οποία ανέθρεψε την Ιφιγένειαν, την Ηλέκτραν και τον Ορέστην, την Χρυσόθεμιν, την Λαοδίκην και την Ιφιάνασσαν, τας οποίας ανέφερεν ο Αγαμέμνων ως αρίστας συζύγους διά τον ωργισμένον Αχιλλέα, δεν ήτο κακή.

Ότε ο απηνής χρησμός αφαρπάζη την θυγατέρα της, η άπελπις μήτηρ κλείεται εις τον γυναικωνίτην και κλαίει την προσφιλή νεκράν και τον απόντα σύζυγον.

Φθάνουσιν ειδήσεις εκ Τροίας. Ο πόλεμος ευρίσκετο περί το τέλος του, διότι η Τροία δεν θ’ αντείχε προσβαλλομένη υπό του ισοθέου Αχιλλέως.

Τον Αχιλλέα, τον μνηστήρα του ατυχούς θύματος, της Ιφιγενείας, πώς τον ηγάπα η Κλυταιμήστρα!

Αλλ’ ο προσφιλής σύζυγος, διά τους κινδύνους του οποίου έτρεμεν η τεθλιμμένη καρδία της, εφάνη σύζυγος άπιστος και φίλος αγνώμων.

Η θυγάτηρ του γηραιού Χρύσου, την οποίαν τολμά (ο ασεβής) να συγκρίνη προς την σύζυγόν του, ήναψε φλόγα έρωτος εις τα στήθη του ήρωος και η απώλεια αυτής ταράττει τας φρένας του βασιλέως, όστις αρπάζει το γέρας του Αχιλλέως, χωρίς να αναλογισθή ότι ο Αχιλλεύς, τον οποίον τόσον ανάνδρως υβρίζει, ήλθε διά να εκδικήση την προσβληθείσαν τιμήν των Ατρειδών. Τοιουτοτρόπως αυτός ο άναξ ανδρών, ο άστοργος, παρατείνει διά τους λαούς του τα δεινά του αιμοχαρούς Άρεως. Ο Αχιλλεύς δεν θέλει να συμπολεμήση με τον αχάριστον, ο δ’ Έκτωρ εκείνον μόνον φοβείται.

Ο Αγαμέμνων ερίσας διά γυναίκα, προσέβαλε την Κλυταιμήστραν ως σύζυγον, ερίσας μετά του Αχιλλέως, προσέβαλεν αυτήν ως μητέρα ασεβήσας προν τον μνηστήρα του ατυχούς σφαγίου.

Αλλ’ όχι, οι κύριοι άνδρες από των αρχαιοτάτων χρόνων καθ’ ούς η γυνή εθεωρείτο άσημος δούλη, μέχρι των ημερών μας, οπότε η γυνή ανέρχεται διά των μικρών ποδών της τας βαθμίδας των πανεπιστημίων, δεν επιτρέπουσιν εις αυτήν να εξανίσταται κατά των αδικιών της. Οι νόμοι γραφέντες υπ’ ανδρών, δεν την υποστηρίζουσι και οι δικασταί, αν διαμαρτυρηθή, την στέλλουσιν ατάραχοι εις τα οικιακά έργα της.

Και η συνετή Πηνελόπη θα εξέσχιζε το ύφασμα, το οποίον την απηθανάτισε, και η Ανδρομάχη δεν θα έκλαιε τόσον περιπαθώς τον σύζυγόν της, αν η είδησις, η οποία ως κεραυνός έπληξε την Κλυταιμήστραν, έπιπτεν επ’ αυτών.

Έπρεπεν η κόρη του Τυνδάρεω να δεχθή πραεία και καρτερική το βαρύ τούτο τραύμα, αλλ’ η ζωηρά φύσις αυτής δεν ήτο εξ εκείνων, αίτινες δύουσιν ηρέμα εις την σκιάν. Ήθελε να εκδικηθή. Η συγχώρησις δεν ήτο τότε γνωστή· μετά χιλιετηρίδας την εδίδαξεν ο Χριστιανισμός.

Η Κλυταιμήστρα μετά μακράς νύχτας αγρυπνιών και δακρύων, τας οποίας μετά θλίψεως ανέφερον αι αμφίπολοι γυναίκες, συνεφώνησε μετά του Αιγίσθου εκδικουμένη.

Παρήλθεν έν έκτοτε έτος. Ο Αχιλλεύς εφονεύθη, η υψηλή Ίλιος εκυριεύθη και οι άνακτες μετά των νεών των επέστρεφον εις τας αγαπητάς πατρίδας των.

Ενώ τον ανέμενεν η Κλυταιμήστρα, η ατυχής και πάλι τον συγχωρεί και λέγει προ του χορού:

Γυναῖκα πιστήν ἐν δόμοις εὔροι μολὼν

ἐσθλήν ἐκείνῳ, πολεμίαν τοῖς δύσφροσι.

Αλλά νέα ύβρις αναμένει την βασιλικήν δέσποιναν.

Ο Αγαμέμνων άγει αιχμάλωτον την βασιλόπαιδα Κασσάνδραν, ήτις, όπως λέγει η Κλυταιμήστρα, «χαλινόν οὐκ ἐπίσταται φέρειν».

Ο νικητής βασιλεύς φέρει αντίζηλον υπό την στέγην της συζύγου.

Τα εκδικητικά σχέδια της Κλυταιμήστρας αναρριπίζονται, και από της στιγμής εκείνης ο Αγαμέμνων κατεδικάσθη.

Ο ανήρ όστις χάριν του αιματηρού πολέμου την μεν φιλτάτην θυγατέρα είχε την σκληρότητα να θυσιάση, τα δε ίδια πάθη χάριν του ιδίου πολέμου ουδέ να περιστείλη ηδυνήθη, ο ανήρ, όστις έφερεν αντίζηλον υπό την στέγην της Κλυταιμήστρας, κατεδικάσθη ν’ αποθάνη.

Ο Αίγισθος είνε όλως δευτερεύον πρόσωπον. Χάριν του Αιγίσθου τίποτε δεν έπραξεν η Κλυταιμήστρα· εξεδικήθη ως σύζυγος και ως μήτηρ.

Ο μετά του Αιγίσθου δεσμός της δεν ήτο δεσμός έρωτος. Ήτο δεσμός μίσους. Και οι δύο εμίσουν τον ίδιον άνδρα.

Το αίμα του πατρός του Αιγίσθου, Θυέστου, όπλισε την χείρα του, και μετά το έγκλημα δεν ομιλεί περί Κλυταιμήστρας, αλλά λέγει ως άνθρωπος ικανοποιηθείς:

«Ὦ φέγγος, εὖφρον ἡμέρας δικηφόρου!»

Η δε Κλυταιμήστρα ψιθυρίζει:

«Ἄξια δράσας ἄξια πάσχων κ.τ.λ.»

Κλυταιμήστρα! τας ολίγας ταύτας γραμμάς χαράττουσα, δεν έχω την αξίωσιν να σε παραστήσω ολόλευκον. Επεθύμουν να δείξω εις τους ανθρώπους και τας αιμασσούσας πληγάς της καρδίας σου. Έβλεπον μέχρι τούδε την αιματοβαφή χείρα σου και σε κατηρώντο.

Ο Αγαμέμνων εν τω Άδη ομιλών προς τον Οδυσσέα λέγει: «ἐπεὶ οὐκέτι πιστὰ γυναιξί». Τι δεν θα έλεγες και συ αν σε ηρώτα Οδυσσεύς τις;

Και τώρα εις εκείνην, η οποία θα δώσει λευκήν ψήφον εις την πελάτιδά μου, ας πέση η περιφρόνησις όλη των μεταγενεστέρων, διότι η κακία είνε πάντοτε κακία και η αρετή τόσον μεγάλη και στερεά, ώστε δεν είνε δυνατόν να την κλονήσωσι και την ανατρέψωσι τα βιοτικά βάσανα, και να την αλλοιώσσωσιν οι περισπασμοί.


Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. 1893. "Κλυταιμήστρα". Παρνασσός. Τόμος ΙΣΤ΄. Τεύχος 2 (Οκτώριος 1893): 144-146.