Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Βασίλης Μπουντούρης

Η άλλη Μήδεια


(αποσπάσματα)


[...]


ΜΗΔΕΙΑ

Γεννήθηκα στη χώρα

των Κόλχων

μετανάστης η μνήμη μου

γεμάτη Κόρινθο.

Γεννήθηκα μες στο χρυσάφι

της Αίας

φτωχή η καρδιά μου χωρίς

την Κόρινθο


Ο πατέρας ν’ ασπρίζει

η καρδιά να φτερουγίζει

ευχή και κατάρα να πάμε

στην Κόρινθο.


Γεννήθηκα εκεί

που υπάρχει ο βοριάς

μεγάλωσα για να ’ρθω

εκεί που υπάρχει ο νότος

ο πόθος ο ζεστός

η ωραία η Κόρινθος


Λέν’ οι εχθροί μου, πως ήρθα τάχα εδώ

λιώνοντας από έρωτα για τον Ιάσονα.

Φτάσαν στο σημείο να πουν, πως σκότωσα εγώ

με τα ίδια μου τα χέρια, τον αδερφό μου Άψυρτο

που μας κυνήγαγε με τα πλοία του πατέρα.

Έφτασαν στο σημείο να πουν

πως πέταγα τα μέλη του στη θάλασσα

για να χρονοτριβούν οι στρατιώτες.

Τόση σκληρότητα εγώ και τόση αφέλεια αυτοί.

Λες και τα μέλη του ήταν από ξύλο

και δε θα πήγαιναν στον πάτο.

Εγώ, του Ήλιου εγγονή

μια φόνισσα, στο ίδιο μου το γένος!

Εγώ, θα έσφαζα τον αδερφό μου!

Για τα μάτια του Ιάσονα...


ΔΟΥΛΑ

Σαν ο Αιήτης έμαθε πως η μοναχοκόρη του

έφυγε με τους Έλληνες,

έδωσε διαταγή στον αδερφό της τον Άψυρτο

να μας προλάβει

και να τη φέρει πίσω.

Αυτό, αν ήταν ακόμα παρθένα

και δεν είχε παντρευτεί κανέναν Έλληνα.

Η Μήδεια που ήξερε τα κατατόπια

οδήγησε το πλοίο απ’ άλλο δρόμο.

Έτσι μας έχασαν.

Όταν μας έφτασαν στην Κέρκυρα

οι γάμοι είχαν γίνει.

Ο Άψυρτος γύρισε πίσω πικραμένος...


ΜΗΔΕΙΑ

Γεννήθηκα εκεί

που ο ήλιος ανατέλλει

εκεί που το όνειρο

έρχεται και μένει

εκεί που ριζώνει

ο καημός.


Ο πατέρας ν’ ασπρίζει

η ψυχή να φτερουγίζει

ευχή και κατάρα

να πάμε στην Κόρινθο.


Ώσπου ήρθε ο Φρίξος

απ’ την Ελλάδα κυνηγημένος.

Απ’ τον Κριό, το δάσκαλό του

δασκαλεμένος

στην Αία, του Αιήτη να σωθεί.

Η αδερφή του, η Έλλη, χάθηκε

μες στα στενά του Πόντου

κι ο Φρίξος, μας έφτασε μαντατοφόρος.

Πως ο Βούνος απέθανε

και βασιλιάς στην Κόρινθο

ο Κρέων! Ο μισθοφόρος.

Ήμουν τότε εννιά χρονών.


Και είδα, τον πατέρα μου

αυτόν τον πιο περήφανο

κι από αετό

αυτόν που γύρισε τις θάλασσες

πόντο τον πόντο

αυτόν που έχτισε μια βασιλεία

τώρα ένα βήμα πριν

απ’ το θάνατο

να σκύβει το κεφάλι του

τα μάτια μια πικρία.

Ευχή και κατάρα

μην πάμε στην Κόρινθο.

Να μην πάμε, στην Κόρινθο.


Εγώ η Μήδεια να ξεγράψω έπρεπε

αυτό που ήδη αγαπούσα.

Το θρόνο της Κορίνθου.


[...]


Μια στιγμή αναμέτρησης. Ο Κρέων κάνει νόημα στους στρατιώτες που κινούνται κατά πάνω της πάνοπλοι.


ΜΗΔΕΙΑ

Εντάξει, νίκησες Κρέων. Δούλα σου γίνομαι

ό,τι πεις, φεύγω αυτή τη στιγμή

χάρισμά σου όλα! Όλα!

Μόνον τα παιδιά μου... Άφησέ μου τα παιδιά μου.

Σ’ εξορκίζω Κρέοντα, στο όνομα των παιδιών σου,

τί σου φταίνε τα παιδιά;

Αυτή τη στιγμή τα παίρνω και φεύγω.


Οι στρατιώτες την έχουν κυκλώσει, της βουλώνουν το στόμα και της παίρνουν το μαχαίρι. Τραβάνε βίαια τα παιδιά από κάτω της. Τα σέρνουν μπροστά στον Κρέοντα.


ΚΡΕΩΝ

Σφάξτε τα!


Οι φωνές της Μήδειας και η προσπάθειά της να ξεφύγει...


ΜΗΔΕΙΑ

Είναι και παιδιά του Ιάσονα, Κρέων!

Θα σ’ εκδικηθεί σαν πατέρας!

Μη τα παιδιά! Πάρε εμένα!


ΚΡΕΩΝ

Τι να σε κάνω εσένα ταλαίπωρη!

Σφάξτε τα!


Ο χορός των γυναικών που βγαίνει και παρακολουθεί...

Τα μαχαίρια υψώνονται...

Οι κραυγές των παιδιών, που κόβονται απ’ το μαχαίρι.

Η έσχατη κραυγή της Μήδειας ώς τον ουρανό...


ΜΗΔΕΙΑ

Φονιά!!!


Βρέχει δυνατά...

Οι στρατιώτες και ο Κρέων αποχωρούν...

Η Μήδεια σωριασμένη κάτω να λιώνει στο κλάμα...

Ο Κρέων σταματά μπροστά στη Μήδεια που έχει

αρχίσει να τρώει απ’ τον πόνο της χώμα...


ΚΡΕΩΝ

Τώρα, μείνε όσο θέλεις.


Η Μήδεια δεν έχει καν τη δύναμη να αντιδράσει, να του ρίξει καν ένα βλέμμα...

Όταν ο Κρέων απομακρυνθεί, η Μήδεια πάει και γονατίζει πάνω στα παιδιά της. Τα χαϊδεύει κλαίγοντας, τα παίρνει στην αγκαλιά της, μισότρελη, βγάζει τα στήθη της και τα δίνει να βυζάξουν...

Αρχίζει να τα μοιρολογεί...


ΜΗΔΕΙΑ

Σήκω, μάνα, κοίτα τον ήλιο

γιατί άργησα να φύγω...

Κάτσετε παιδιά μου λίγο ακόμα

κι είστε μικρά ακόμα.


Σήκω, μάνα, κοίτα τ’ αστέρια

γιατί άργησα να φύγω

είν’ τα κορμάκια σας μικρά

κι είναι βαρύ το χώμα.


Ξαφνικά αλλάζει ύφος.


Κατάρα! Τ’ αθώο αίμα τους

στα κεφάλια σας πάνω!


Η βροχή δυναμώνει...

Μπουμπουνητά.


[...]


Βασίλης Μπουντούρης. 1990. Η άλλη Μήδεια. Αθήνα: Γκοβόστης.