Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Παντελής Μπουκάλας

Ο μάντης


(αποσπάσματα)


[...]

Ύβρις· κι ανθρώπεψα έτσι· κι άλλο δρόμο να φτάσω ώς τον άνθρωπο μέσα μου, στις ζωές μου δε γνώρισα πάρεξ σφάλμα και ύβρι. Μου πήρε τότε το βλέμμα η θεά, ακουμπώντας μ’ ανήδονη δύναμη το χέρι της στα μάτια μου που τα είχε υγράνει το ανέφικτο. Τυφλός ξαφνικά· και δεσμώτης του νου μου. Να υπάρχω την κυριολεξία του δέρματος, να με μοιραίνει των ήχων των οσμών η ύλη βαριά ώς το πένθος. Αποσπασμένος από έναν κόσμο που με τρόπους πολλούς ιστορούσε την ομορφιά του, το κυρτό με το κοίλο αρμόζοντας, το πορφυρό με το πράσινο, το υψηλό γαλανό με το υγρό του αντίκρισμα, το θεριό με την έλαφο, τον καρπό με τα δόντια που τον δικαιώνουν, το ωμό με το πνεύμα, το τερπνό με τη λύπη, τη σποδό με τη μορφή, την πέτρα με δρόσο, την ηδονή με το δίδυμο άδειο, τη μέθη με τη βέβαιη θλίψη της, το πυκνό με το ξέφωτο, τη ροή με το ακίνητο, τη σάρκα με το τέλος της: την άλλη σάρκα.


Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω. Βαθιά να βλέπω, σε μια δίστομη όραση θητεύοντας. Το πίσω απ’ την εικόνα, το έξω, κι ό,τι οι θεοί είχανε τάξει της σκιάς. Τα δέντρα, απ’ τις ρίζες και κάτω μονάχα, εξόριστος πια όπως ήμουν από την ήπειρο του φαινομένου, του απλώς και αμέσως καλού. Το χρόνο ποτάμι να βλέπω και μονάχος εγώ να μπορώ, ευτυχία απαίσια περιούσιο άλγος, δυο φορές στα ίδια νερά του να μπω, τα μελλούμενα να ’ ναι από πριν παρελθόντα. Σκοτεινόβιος πορεύτηκα και στους άλλους το φως μου εδάνειζα, και συχνά μ’ αποστρέφονταν. Κι ώς τον Άδη κατέβηκα, των θεών και του είναι μου. Και τρομάζω ακόμα να πω ποιος πιο άγριος ήταν.


Α, ως ακουμπούσα με αφή τεταμένη και με δέρμα αειπάρθενο τις οπώρες, να σκιρτούν στο χέρι μου ένιωθα, να αναζητούν τον κόλπο του για να δέσουν εκεί την ομορφιά τους. Και τα φύλλα ποτέ τόσο πράσινα δεν τα είχα χαρεί, και ποτέ με τέτοια τρυφεράδα δεν είχαν δωρηθεί στα άλλοτε μάτια μου — σαν να κέρδιζα τώρα ό,τι η εικόνα προφανώς απέκρυπτε. Α, το νερό, σαν να εκκρεμούσε μια στιγμή στα δάχτυλά μου, ώσπου να λάβω ακέραιη τη δροσερή του αίγλη, και οι σταγόνες του βαριές ώς τον έρωτα ανοίγαν τους πόρους να εισέλθει το απίστευτο το μόλις πριν ταπεινό. Και τα σταφύλια, σπυριά αθανασίας, αργοπορούσαν ελεητικά την άνοδό τους στο στόμα, και μεθυσμένος ήδη εισέδυα στη σάρκα τους, με γλώσσα σεβασμού, σαν να τελούσα μυστήριο. Πολλαπλάσιος μες στην απώλεια. Προπαντός όταν χέρια και χείλη πολεμούσαν να πλάσουν με φαντασία απόκοτη την άπιαστη εικόνα του σώματος που φιλούσαν και χάιδευαν κι ερευνούσαν, να συνθέσουν το σπασμένο του νόημα, και λαμπρό το ετοίμαζαν, της αλήθειας του ανώτερο, και βοηθοί τους παράστεκαν οι ενδότατοι ήχοι, που αλλιώς, αν το αυτί δεν είχε γυμναστεί στην ακρότητα, ασύλληπτοι θα έφθιναν.


Οράματα μ’ αδυσώπητη ευκρίνεια δίωκαν τη χαμένη μου αίσθηση· από μέσα ανάβλυζαν, γλιτωμό να μην έχω. Όλο αίμα και σκιές και φλόγες· νόστοι ανέφικτοι — ποιος γίνεται ποιος να επιστρέψει στο κουφάρι του πριν του— και ανίεροι έρωτες —μα ποιος γίνεται ποιος έρωτας ιερός να υπάρξει· προσβολή είναι πάντα και ρήξη, αρπαγή και πλεκτάνη—, και σφαγές γενεών, και γονιών εκδιώξεις, και αδέρφια το χέρι να κινούν το εμφύλιο, κι αδερφές να μοιράζονται, να κλονίζονται από το βάρος μιας ιστορίας που δεν όφειλαν να την αναγνώσουν και να τη νοήσουν, μήτε είχαν αυτό το δικαίωμα, να τη ζήσουν μονάχα τούς είχε ταχθεί, και τείχη ψηλά να σωριάζονται, και στρατιές, προσφυγιές και δηώσεις, λιποτάκτες θεοί, κι όλο πύλες κρυφές, και τον κόσμο ν’ αλλάζει κι όμως ίδιος να μένει, κι όλο εφτά, το εφτά το εφτά σαν σημάδι να κλώθει τη μοίρα μου.


[...]

Αλλά νά που έφτασα στο τρισμέγιστο δώρο. Και δε λέω για τη ράβδο, κλαδί αγριοκερασιάς, που η θεά της σοφίας έθεσε στο χέρι μου, οδηγό ασφαλή, όταν τυφλό με άφησε ο πεπρωμένος θυμός της. Για τη χάρη της λέω να κατέχω τη γλώσσα των πουλιών, τα πετούμενα νοήματα, τι τ’ αηδόνια στις φωλιές τους λαλούν και στα ψηλά οι κούκοι, και τι ο πετροκότσυφας στα κορφοβούνια πάνω, και της πέτρας η πέρδικα ασφαλώς κι ό,τι άλλο τού έλαχε η ηδύτης του ύψους. Και το πρώτο που η έκπληξή μου διδάχτηκε ήταν τούτο: του τραγουδιού το νόημα, το τραγούδι είναι· η χαρά του, και της πέτρας απλούστερη· η υπόσχεση που βαθιά το συντάσσει. Και σκοπός του και τέλος του, η αρχή του κι η πράξη. Τα πουλιά, το ταξίδι τους είναι· ερωμένα του ύψους, ζουν το πρόσκαιρο το επιτέλους απέραντο. Ζουν το μάταιο το επιτέλους πανένδοξο. Διανύουν το τίποτε και βγαίνουν στο παν. Στον αέρα, στη διαύγεια, στην κορυφή που υπάρχει για να δείχνει μονάχα προς τα πού η ψηλότερη, στην ελευθερία που κυρίως στον τρόμο της απώλειας οφείλει το κρίσιμο λάμδα της.


Ώρες καθόμουν τ’ άκουγα, απ’ όταν η απολαμπή έπαιρνε να χαράζει στη σάρκα της ημέρας έρωτα θερμό κι ώσπου κατέβαινε η δροσιά και νύχτωνε στο δέρμα μου. Θησαύριζα τις φωνές τους καθώς παλιά θησαύριζα φιλιά, τα φύλασσα στο σώμα μου να γεωργώ την ερημία, κι αποθήκευα στις σπηλιές της αχόρταγης μνήμης τις εικόνες που θα ’ρχονταν. Να πλέκουν έρωτες τ’ άκουγα, να δοξάζουν τα δέντρα, το νερό, το χλωρό κι ό,τι πιο ταπεινό, τα σκουλήκια, να καλούν, να επιμένουν προπαντός όταν λόγος κανείς δεν υπήρχε, και πάλι απ’ την αρχή, και πάλι άλλο, και ποτέ ο ρυθμός να μη σταθμεύει στο ίδιο, ποτέ να μη γυρνάει σε επιθυμία τού εαυτού του. Με το μυαλό μου το μυαλό μου κλείδωνα, να μη με τρώει το σαράκι του νοούμενου, να γεύομαι την προσφορά όπως απλούστατα δινόταν. Κι ευτυχούσα. Για το λίγο. Που πανάκριβο ήταν. Και για λίγο. Που ατελεύτητο ήταν.


Και πολλά τα πουλιά μού προφήτεψαν. Κελαηδούσαν αυτά, ή πάλι παίρναν να λαλούν ανθρώπινη ομιλία όταν ωρίμαζε εντός τους θάνατος, κι η δεινή ακοή μου υφάρπαζε το λόγο του μέλλοντος. Και δεν είχα έτσι συχνή την ανάγκη, καθώς οι άλλοι εργάτες της μαντείας που ορέγονταν να γνωρίσουν τα τ’ εόντα τα τ’ εσσόμενα, προς τ’ εόντα, να μελετώ τις διοσημίες, των όρνιων το πέταγμα, της βροντής τον καίριο ήχο, του καπνού την αδέσποτη κίνηση που πρόσχαρα θυσιάζει του ανέμου τις μορφές που συνθέτει, των ονείρων τα έγκατα που πυκνά κατοικούνται, των σπλάχνων την αιμάτινη γεωγραφία, τον πηγασμό των υδάτων που ανεβάζουν τα υποχθόνια μυστικά. Γλώσσα ιερή αυτή που εισδύει για λίγο στο αίνιγμα της θείας βουλής το μυστικό να κλέψει το άρρητο και με άλυτη πείνα εξέρχεται πάντοτε· ιερή αυτή που ποθεί το άβατο και αρθρώνει το μοιραίο, αυτή που εκμαιεύει το μη γεγονός και φανερώνει τη χαμένη ερμηνεία του τετελεσμένου. Αλλά πιο ιερή, κι ας μη λέει η ψυχή μου κι η τέχνη μου να συναινέσει σε τούτο, η γλώσσα που θέτει τον άνθρωπο αντίκρυ στη μοίρα του κι όχι δούλο και μπαίγνιό της, η γλώσσα που ερωτεύεται και στον αλλότριο ουρανίσκο συλλαβίζει ασπαίρουσα τα φλέγοντα άστρα, η γλώσσα που μιλάει το απτό κι ό,τι χαίρεται την ύπαρξή του στο φως, ό,τι κοινωνεί, ό,τι παρέχει αισθήματα κι όχι το αναπότρεπτο νόημα που αλλού ετελέσθη και ασφυκτικό επιβάλλεται. Μα ας γυρίσω στην τέχνη μου, μη μου σβήσει και τη δεύτερη όραση η ηδονή να πολεμάς τους θεούς και για τα δώρα τους ακόμη.


Μου δόθηκε η χάρη να δω με τα μάτια της πρόβλεψης το μέγεθος που θα κατόρθωνε ο Ηρακλής, που κι αυτός απ’ την Ήρα παιδεύτηκε. Και τον είδα να φοράει λεοντή, να κρατάει το ρόπαλο, και θεριά ν’ αφανίζει, της φύσης θεριά που ζούσαν το δικό τους ωμό πεπρωμένο, ή τα άλλα, που από μήτρα ανθρώπου γεννήθηκαν μα βουλήθηκαν τη βουλή του κακού και του αίματος. Με τη βία να μας φέρνει σ’ αυτό που αργότερα θα ονόμαζαν ιστορία τον πρόβλεψα — κουβάρι η μνήμη λοιπόν και με τύλιξε; μα, μην την άλλη μου κόρη Ιστορίδα δεν την καλούσαν; Αχάραγα στη Λέρνη τον είδα πανέλληνα, στης Αττικής τον κάθετο ήλιο την ίδια μέρα να πυρώνεται, το λιόγερμα στην Κρήτη να ζεύει τον ταύρο, στη Θράκη ως νύχτωνε, μεσάνυχτα στον Καύκασο να ελευθερώνει τη φωτιά.

Και, ποιος ο κόσμος και πόσος, συλλογιέται και πάλι η ανίατη μνήμη μου. Όσο το βήμα του ανθρώπου ορίζει, ο τόπος. Ένα αλώνι. Μέσα μας είναι οι αποστάσεις. Και εκεί μεγαλώνουν κι αγριεύουν. Κι έρχεται ώρα, και ερημία εκτείνεται ύπουλη εκεί όπου πρώτα πληθαίναν υάκινθοι. Και βουνά αιφνιδίως υψούνται απρόσιτα εκεί όπου πρώτα ανοίγονταν διαβάσεις γλυκύτατες να θέλξουν τον άλλον εσένα. Και τότε σε κερδίζει ο δράκος κι εκτοπίζεται ο θεός που εντός σου χαιρόταν τα πρώτα του βήματα. Και μικραίνεις, κλειστός κι ανεπίδοτος, καθώς μικραίνει αδειάζει η θάλασσα αν πλοία δελφίνια δεν τρυγούν στον κόρφο της τα ποικίλα χρώματα του γαλάζιου της. Καθώς μικραίνει ερειπώνεται η νύχτα αν δεν την εκτυλίσσει η απόλυτη τέχνη του έρωτα.


Παντελής Μπουκάλας. 1994. Ο μάντης. Αθήνα: Άγρα. Από την Ανθολογία νεότερης ελληνικής ποίησης (1980-1997). Οι στιγμές του νόστου. Επιμ. Ευριπίδης Γαραντούδης. Αθήνα: Νεφέλη.