Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μενέλαος Λουντέμης

Έκσταση


(αποσπάσματα)


[...]


Ως εν τω παραδείσω Εύα τω δειλινώ

κρότον τοις ποσί ακουσθείσα


ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, ΦΕΤΕΙΝΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, μεθυστικό, αθάνατο. Είσαι το τελευταίο! Πώς μπορεί ν’ αντέξει άνθρωπος σε τόση φωτιά δυο φορές; Φέτος θα πυρπολήσουμε τη ζωή μας.

Θα τραγουδήσουμε σαν τα τζιτζίκια σου, ώς τον αφανισμό μας. Θέλω να σε παινέψω πάνω σε τούτο το χαρτί κι είναι τα δάχτυλά μου μεθυσμένα. Καλοκαίρι, καλοκαίρι... Παράδεισε ακαταλόγιστε, λογικέ!

Χτες έπεσε απάνω μας μια πεταλούδα. Μόλις είχε αφήσει το λουλούδι. Κι ήταν τόσο μεθυσμένη, που έπεσε πάνω μας.

— Καίγεστε!! Καίγεστε!! μας φωνάζει.

— Αυτό πάμε να κάνουμε, αυτό. Να γίνουμε στάχτη.

Αχ, καλοκαίρι, καλοκαίρι!

Τρέχει, και το φουστάνι της φουσκώνει και κυματίζει απ’ τον αέρα. Δεν υπάρχει τίποτα πιο όμορφο από ένα ολόασπρο φουστάνι που ανεμίζει ο αέρας και το φουστάνι να ’ναι της αγαπημένης σου.

Τρέχει... Και τρέχουν μαζί της οι πεταλούδες και τ’ ανθοπέταλα. Το φουστάνι της κυματίζει σαν ανοιξιάτικη σημαία πάνω απ’ τα σπαρτά, κι οι παπαρούνες φυλλορροούνε από ζήλια.

Την πιάνω πάνω απ’ την αυλακιά και δεν ξέρω τι να την κάνω απ’ αγάπη. Το στήθος της σπαρταρά σαν του μικρού πουλιού που κρατάς στην απαλάμη σου.

Το βράδυ κοιμόμαστε απάνω στα χαλίκια... Καίνε απ’ τον ήλιο κι απ’ τα κορμιά μας.

Τα μάτια της αγαπημένης είναι μεγάλα. Τώρα κοιμάται μέσα τους το φεγγάρι. Ουρανέ... Ψάξαμε για θεούς και δε βρήκαμε. Συχώρεσέ μας που γίναμε εμείς θεοί.

Τα κύματα χασκαρίζανε στα πόδια μας.

— Τι άσπρος αστράγαλος! λέει το ένα. Θα τον φιλήσω.

— Μη... το απαγορεύει ο Ποσειδώνας.

— Πφ! Τι είναι ο Ποσειδώνας; Αυτοί που βλέπεις είναι θεοί. Άκουσα να το λέει ένα φύλλο μιας δάφνης που ’πεσε χτες απ’ τα κεφάλια τους. Δεν μπορώ, θα τον φιλήσω!

— Μη! Μη...

— Ναι! Τον φίλησα!

Κείνη την ώρα έρχεται με το τρίχαλό του μουτρωμένος ο Ποσειδώνας.

— Τι είστε σεις; μας ρωτά. Εμένα πια δε μ’ ακούνε.

— Στάσου, υιέ της Ρέας, πετάγεται μια ψιλή φωνή απ’ το δάσος. Είμαι η Άρτεμις. Περίμενε. Θα φύγουμε μαζί. Νά, αφήνω και τη φαρέτρα μου. Όλο το δάσος ξελογιάστηκε μ’ αυτούς. Εμένα πια δε μ’ ακούνε. Πάμε.

Περνάει λίγη ώρα, έρχεται ο Δίας. Βαστά στα χέρια του κάτι κεραυνούς και τους ακουμπάει στον άμμο.

— Ελάτε στον Όλυμπο, μας λέει. Μου φύγανε δυο θεοί. Σας παίρνω στη θέση τους. Έρχεστε;

— Ναι, μετά χαράς ερχόμαστε. Μα... για ποιους θα ’μαστε θεοί, πατέρα Δία;

— Για τους ανθρώπους.

— Για τους ανθρώπους; Τότε δε δεχόμαστε. Νά, πάρε το τρίχαλο και τη φαρέτρα. Δε δεχόμαστε.

— Μα τότε τι θεοί είπατε πως είστε;

— Δε δεχόμαστε για τους ανθρώπους.

— Και για ποιους θέλετε;

— Εμείς είμαστε θεοί για τον εαυτό μας!


[...]


ΤΙΡΥΝΘΑ! ΜΥΚΗΝΕΣ! ΑΡΓΟΣ!

Πανέμορφες πολιτείες, πετράδια ατίμητα!

Τα λιοντάρια μένουν σκαρφαλωμένα στην πύλη, έτοιμα να βρυχηθούν στο πέρασμα του ξένου. Τα περικλεή χαλάσματα βουλιάζουν κάτω απ’ το χώμα και τη λήθη. Εδώ ήταν κάποτε το «Άργος». Πού είναι τώρα το Άργος; Δεν υπάρχει Άργος. Κάτι λευκές σπασμένες πέτρες κρύβονται βιαστικά κάτω απ’ το κοκκινόχωμα.

Μυκήνες! Ξένε, κλάψε... Αν θέλεις να προσευχηθείς, δεν υπάρχει βωμός. Όλα είναι θρύψαλα, λιωμένα κάτω απ’ το ασήκωτο πέλμα του καιρού. Κι όμως... τον παλιό κείνο καιρό όλα ήταν ολόρθα.

Οι σπασμένες υδρίες ήταν κάποτε ξεχειλισμένες από μελίκρατο και νέκταρ. Τούτες οι κολόνες κρατούσαν στα κεφάλια τους τον ουρανό της σοφίας! Ύστερα οι Έλληνες μπούχτισαν, μέθυσαν απ’ τη γνώση και τη λάμψη και τα ’σπασαν όλα, τα ’καμαν συντρίμματα! Απ’ την πολλή λάμψη τυφλώθηκαν.

Αν θέλεις να δεις Μυκήνες, φλογερέ προσκυνητή, σκύψε. Η πόλη είναι βουλιαγμένη. Η Μυκήνα είναι υπογειούπολη. Ευλογία στα χώματα που τη φύλαξαν απ’ τους ανθρώπους της κι απ’ τη μανία της καταστροφής τους.

Καταμεσήμερο στις Μυκήνες. Ο ήλιος θρυμματίζει τις πέτρες. Είναι σα να διψούν ώς και τα λιοντάρια της πύλης.

Μέσα απ’ τους κυκλικούς περίβολους οι τάφοι καταριώνται τον ουρανό. Κάτω ο κόλπος αχνίζει απελπισμένος. Το Ναύπλιο λιποθύμησε. Δυο παραστρατημένοι αρχαίοι πεθαίνουν... και δεν περνά μια πεταλούδα να τους δροσίσει... Πού, πού έχει νερό; Δεν υπάρχει ούτε μια δροσερή πέτρα ν’ ακουμπήσουμε τα μάγουλά μας. Τρίζουνε τ’ αγκάθια και πέφτουνε. Πώς άνθησε ο πολιτισμός μέσα σε τόση ξεραΐλα; Νερό!

Ένας τσομπάνης αντίκρυ, κάτου από ένα βράχο, σφυρίζει. Ύστερα λέει ένα στιχάκι από κάποιο τραγούδι.

Φαίνεται ότι έμαθε μόνο το μισό και, μια που βρήκε δροσούλα, κάθισε να το πει ώσπου να το χορτάσει:

Πες μου την καλησπέρα σου

κι απέ ας με φάει ο Χάρος.

Έρωτας κι εδώ, μέσα στην ερημιά. Κόσμος μ’ ένα μόνο άνθρωπο, αλλά χωρίς έρωτα, δεν μπορεί.

Τι ασκήμια θα έχει τούτη η μοναξιά χωρίς τους ερωτευμένους ανθρώπους!

Ανεβαίνουμε απ’ τα μικρά σκαλοπάτια στο παλάτι. Κάποιο βαθύ πηγάδι θα ’χει εκεί, δε γίνεται. Οι βασιλιάδες φροντίζανε από κείνα τα χρόνια για την καλοπέρασή τους. Το παλάτι αυτό στην κορυφή της Ακρόπολης κοιτάζει προς όλους τους ανέμους. Βιγλίζει κάτου τους δρόμους, τις χαράδρες. Ένα καΐκι κάτω... βαθιά μοιάζει με πεταλούδα που κάθισε στη χλόη.

Νερό... Θα πεθαίναμε. Μα δεν πεθάναμε...

Κάποτε ανακαλύψαμε την «Περσεία Κρήνη». Την ανακαλύψαμε εμείς, μόνοι μας, σα να την ανακαλύψαμε πρώτοι.

Μια πέτρινη σκάλα μάς κατεβάζει κάτω, κάτω στα έγκατα. Εκεί έχει δροσιά, πολλή δροσιά... Κι απάνω ψηλά ακούεται το μεσημέρι που φεύγει.

Ανεβαίνουμε σε λίγο πάλι στο φως και περιηγούμαστε στους τάφους, τους περιλάλητους τάφους των Μυκηνών. Ευλογία και στους τάφους. Είναι τα μόνα μνημεία που σεβάστηκαν. Ευτυχώς... γιατί, αν οι Έλληνες ήταν αθάνατοι όσο και η δόξα των, δε θα ’χε μείνει ούτε σημαδάκι κι απ’ αυτή τη δόξα. Οι Έλληνες δεν είχαν ανάγκη από Σκύθες. Ήταν οι ίδιοι και Έλληνες και Σκύθες!

Χτίζανε έργα τιτανικού μεγαλείου και κατόπι παραφρονούσαν και τα γκρέμιζαν. Ο τόπος τούτος ο γυμνός κι ηλιοκαμένος, η στέρφα τούτη γη, ή δε γεννά διόλου ή γεννά δίδυμα. Ο Περικλής ήρθε στον κόσμο μαζί με τον Ηρόστρατο. Χτίστης και χαλαστής — μαζί.

Μπήκαμε στον κυκλικό περίβολο. Οι βασιλικοί κάτοικοι των «θολωτών τάφων» είχαν λιώσει κοινότατα όπως κι εκείνοι οι άλλοι των λαξευτών τάφων, όπως κι οι άλλοι των κοινών λάκκων. Δεν είχαν μείνει παρά μονάχα οι γεμάτες φιλοσοφία και χλευασμό πέτρες... Και το χώμα, το αναλλοίωτο κόκκινο χώμα.

Θυμούμαι τώρα που είχαμε ρωτήσει το γερο-φύλακα για το δρόμο που έφερνε στους τάφους. Μας τους έδειξε αόριστα κουνώντας το αξούριστο σαγόνι του... σα να ’λεγε «όλοι οι δρόμοι φέρνουν στους τάφους».

Ναι, όλοι οι δρόμοι τελειώνουν σ’ αυτούς και κανένας δεν άρχιζε απ’ αυτούς. Κοίταξα τη μελλοθάνατη που είχα στο πλάι μου. Ύστερα τον ουρανό. Ήταν ακόμα νωρίς. Υπήρχε μπροστά μας κι άλλο καλοκαίρι. Την έσυρα ελαφρά απ’ το χέρι. «Πάμε». Περίμενε να μάθει απ’ τα μάτια μου: «πού;».

— Πάμε. Μας περιμένει έξω ο ουρανός. Είναι κι αυτός ένας θολωτός τάφος... μα είναι μεγαλύτερος. Πάμε.

Τρίφτηκε πάνω μου με αίσθημα υποταγής. Με τον γεμάτο στοργή κείνον αφοπλισμό της γυναίκας που υπακούει στο νόμο της αγάπης. «Δεν ξέρω πού με πας, μα ούτε χρειάζεται να ξέρω. Ξέρω ότι μ’ αγαπάς, αυτό μου φτάνει».

Ξαναβγήκαμε στο φως. Ο φύλακας μας ρωτάει αν ήταν ωραίος.

— Ναι... Ωραίος ήταν.

Ωραίος είναι ο Άδης σαν πρόκειται να ξαναβγείς στο φως.

Το φως... το φως! Ας το χαρούμε όσο θα υπάρχουμε εμείς, γιατί κείνο θα υπάρχει και χωρίς εμάς. Αναπνεύσαμε άπληστα τον υπαίθριο αέρα σα ν’ αναπνέαμε την παρηγοριά της ζωής. Παίζανε στα μαλλιά μας οι ζέφυροι του Αργολικού. Θα πάμε να κοιμηθούμε σε μια πλαγιά. Εκεί αγκαλιασμένοι θα γευθούμε και τούτη τη βραδιά. Οι καρδιές μας τρέμουν ακόμα απ’ τη λαχτάρα. Περάσαμε απ’ τη γη των νεκρών σφίγγοντας μέσα μας τη ζωή. Και την κρατήσαμε, την ξαναβγάλαμε στο φως.

Καθώς βγαίναμε, κάποια χώματα κυλούσαν πίσω μας... «Μη! Μη γυρνάς πίσω, αγάπη μου... δεν έχουμε δουλειά με τα χώματα. Φοβάμαι πως θ’ αρχίσουν να πέφτουν και μικρά κομματάκια από μας!»

Ρίχτηκε στο στήθος μου σα να την κυνηγούσε κρύος αέρας. Ύστερα μ’ ακολούθησε μέσα απ’ τους λιθοσωρούς κρατώντας μου σφιχτά το ρούχο σαν ένα φοβισμένο παιδάκι που χάνει το δρόμο.

Βράδιαζε.

Οι τελευταίοι επισκέπτες εγκαταλείπανε τον περίβολο των τάφων παραδομένοι σε βαθύ ρεμβασμό... Τα κοιμητήρια της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου άρχισαν να υφαίνουν πίσω τους τη χλαμύδα της αιώνιας νύχτας.

[...]


Μενέλαος Λουντέμης. 2015. Έκσταση. Αθήνα: Πατάκης. [1η έκδ.: 1943, Αθήνα: Αετός.]