Γραφικό

Πυξίς

Ψηφιακή Αρχαιοθήκη

Επιμ. Τριανταφυλλιά Γιάννου

Έκσταση

Το έργο Έκσταση γράφτηκε το καλοκαίρι του 1942 και δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1943. Το έργο ο ίδιος ο Μενέλαος Λουντέμης το χαρακτηρίζει «μυθοφαντασία», καθώς αποτελεί ένα λυρικό μυθιστόρημα που αποκαλύπτει τις αναζητήσεις του συγγραφέα αναφορικά με το νόημα της ζωής, το αναπόφευκτο του θανάτου, τον ιδανικό έρωτα, τον ρόλο της Τέχνης στη ζωή. Το επιστέγασμα των αναζητήσεων αυτών αποτελεί η σκέψη που διατυπώνεται στον επίλογο, στη δεύτερη έκδοση του έργου (1956), ότι η ευτυχία η δική σου δεν είναι ίσως παρά ο τρόπος για να δώσεις λίγη ευτυχία στους άλλους. Γράφει χαρακτηριστικά ο Μενέλαος Λουντέμης: «Ευτυχισμένος δε θα γίνεις ούτε σαν τρελός ούτε σα γνωστικός. Στον κόσμο αυτό πρέπει να το πάρεις απόφαση: και καλλιτέχνης κι ευτυχισμένος δε θα γίνεις. Την ευτυχία ή θα τη γευτείς ή θα την προετοιμάσεις για τους άλλους. Και τα δυο μαζί δε γίνεται. Η ζωή σε διάλεξε για να την υπηρετήσεις. Όχι για να την απολάψεις. Και θα την υπηρετήσεις χωρίς βαρυγκόμια και χωρίς αμοιβή. […] Αλλά τότε… Αν είναι έτσι όπως το λες, πώς μπόρεσες, εσύ, χωρίς ευτυχία, να σύρεις ώς εδώ την ύπαρξή σου; Σήμερα τελειώνει ένας αιώνας. Μήπως ανακάλυψες μέσα απ' τα ρουμάνια της ζωής κανένα μονοπάτι που να μπορείς να περάσεις χωρίς να ξεσκιστείς; Όχι. Ανακάλυψες, όμως, κάτι άλλο: τη μέθοδο να δίνεις λίγη ευτυχία στους άλλους. Τα λεξικά δεν τη γράφουν έτσι… Τη λένε "μαρτύριο", αλλά —ποιος ξέρει;— μπορεί αυτή να είναι η πραγματική, και η μόνη, Ευτυχία» (Λουντέμης, 2015: 163-164). Το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη: στο πρώτο μέρος του βιβλίου, ο συγγραφέας φιλοξενεί έναν ξένο καλλιτέχνη με τον οποίο μοιράζεται σκέψεις και προβληματισμούς. Πιο συγκεκριμένα, ο καλλιτέχνης τού εκμυστηρεύεται την αηδία του για τους άλλους καλλιτέχνες, για τις γυναίκες, για τον κόσμο ολόκληρο. Στο δεύτερο μέρος, που έχει τη μορφή χειρογράφου που στέλνεται στον συγγραφέα, ο φιλοξενούμενος καλλιτέχνης εξιστορεί στον φιλοξενητή του μια παράξενη ιστορία: η ιστορία αυτή διαδραματίζεται στη Δήλο και αναφέρεται στις γεμάτες έρωτα καλοκαιρινές στιγμές που έζησε με την ιδανική γυναίκα, μια άλλη καταδιωγμένη, αγγλικής καταγωγής. Η Δήλος αποτελεί το σκηνικό όπου οι δύο ερωτευμένοι ζουν έναν έρωτα θυελλώδη, έξω από τον πολιτισμό και τον χρόνο, σε ένα νησί ακατοίκητο, που είναι μόνο φύση και αρχαιότητα. Στο τέλος, οι δύο εραστές θα επιλέξουν να πεθάνουν, με το τέλος του καλοκαιριού και την έλευση του φθινοπώρου, στη Χαλκιδική, αφού πρώτα περιηγήθηκαν διάφορους αρχαιολογικούς χώρους κι εκδήλωσαν υψηλή αρχαιομάθεια και αρχαιολατρία. Σύμφωνα με την Αγγέλα Καστρινάκη, πρόκειται για άλλη μια περίπτωση «ευτοπίας», στο πλαίσιο της αναζήτησης ενός περιβάλλοντος χαράς και έκστασης, μακριά από το απειλητικό σκηνικό της Κατοχής, που εκδηλώνεται ως τάση από αρκετούς πεζογράφους της γενιάς του '30. Επιπλέον, σχετικά με το έργο η Αγγέλα Καστρινάκη σημειώνει: «Το αλλόκοτο αυτό κατασκεύασμα του Λουντέμη είναι ένα κείμενο του πιο γνήσιου αισθητισμού, σαν να έχει προκύψει από την πένα του Επισκοπόπουλου ή του Καζαντζάκη των αρχών του 20ού αιώνα. Ηδονή και οδύνη, μοιραία πάθη, θανάσιμη έκβαση και "ποιητικός" λόγος […]. Ας βάλουμε μαζί και τη μισανθρωπία, τυπικό κι αυτή χαρακτηριστικό του ρεύματος της Παρακμής το οποίο άκμασε στην Ελλάδα αμέσως μετά την ήττα του 1897, στη φάση της μεγάλης απογοήτευσης από τα κοινά. Και ας κρατήσουμε την ομοιότητα με τα φαινόμενα μιας άλλης ήττας» (Καστρινάκη, 2015: 20-21).
Η κριτική δεν υποδέχτηκε θετικά το έργο αυτό του Μενέλαου Λουντέμη, γεγονός που προκάλεσε την πικρία του συγγραφέα. Σύμφωνα με τον Απόστολο Σαχίνη, «το άνισο και άμετρο αυτό πεζογράφημα, που το πρώτο μέρος του είναι ένας εφιαλτικός διάλογος πάνω σε προβλήματα με αμφίβολη φιλοσοφική υπόσταση και το δεύτερο ένα λυρικό ξέσπασμα και μια λυρική καταφυγή προς τη φύση, σαν την πιο κατάλληλη και υποβλητική σκηνογραφία για έναν ανυπέρβλητο σ’ έξαρση έρωτα, θα έφερνε σε πραγματικά δύσκολη θέση τον κριτικό που θα καταπιανότανε με την εξέταση της αισθητικής δικαίωσής του, αν δεν φρόντιζε ο ίδιος ο συγγραφέας του με ένα άρθρο στην Πρωία να τον κατατοπίσει, διαλαλώντας προγραμματικά την επιδίωξή του και υποδείχνοντάς του έτσι κάποιο δρόμο […]» (1948: 52-57).
Στο ίδιο μήκος κύματος, αν και με μεγαλύτερη μετριοπάθεια, κινείται και η κριτική του Γιάννη Χατζίνη (1944, 410-411): «Κάτι "καινούριο", μια νέα πρωτοτυπία, κυρίως από συνθετική άποψη, επιδίωξε να μας δώσει μ’ ένα άλλο ενδιάμεσο βιβλίο του, την Έκσταση, που την χαρακτήρισε ο ίδιος ως "μυθοφαντασία". Αν σ’ αυτό δεν κατάφερε να αντιμετωπίσει με επιτυχία τα προβλήματα του είδους, ίσως γιατί βγήκε από τα όρια του ταλέντου του, μας έκαμε άλλη μια φορά να σκεφθούμε πως το μεγάλο μυστικό του καλλιτέχνη είναι να διακρίνει καθαρά το δρόμο του και να σφυγμομετρήσει τις δυνάμεις του, αν δεν θέλει να σπαταληθεί άδικα. […] Περισσότερο ίσως η ίδια η Έκσταση μας δείχνει πιο άμεσα, με τρόπο πιο οξύ και πιο παθητικό, το δράμα μιας ψυχής, που ζητάει ανταπόκριση στη ζωή, γιατί δεν μπορεί να βαστάξει μοναχή κι ασυντρόφευτη, που είναι έτοιμη να ζήσει με όλους τους πόρους της, χωρίς υπολογισμό, την αγάπη, —αναγκαία γι’ αυτήν, όπως είναι για το κορμί αναγκαίο το ψωμί και το νερό. Καταλαβαίνω γιατί αγάπησε την Έκστασή του ο κ. Λουντέμης, γιατί δεν μπόρεσε να υποφέρει την επίκριση που έγινε σ’ ένα βιβλίο που συγκέντρωσε ό,τι είχε και δεν είχε, όλο το θησαυρό του αισθήματος—, αλλά όπου επίσης του διέφυγαν όλα εκείνα τα ουσιαστικά στοιχεία που θα στερέωναν καλλιτεχνικά τη σύλληψή του και θα δικαίωναν την προσφορά του. […] Ο κ. Λουντέμης βρέθηκε εντελώς απροετοίμαστος για να δεχθεί την κριτική που έγινε στην Έκσταση και, αντί να στρέψει το βλέμμα του προς τον ίδιο τον εαυτό του για ν’ ανακαλύψει τις αιτίες της επίκρισης, άφησε, σαν τον αποτυχημένον εραστή, να ξεσπάσει ασυγκράτητη η πικρία κι η αγανάκτησή του εναντίον των κριτικών του». Τέλος, σύμφωνα με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου (1992: 241): «Ο αυθεντικός χαρακτήρας και τα καλοσχεδιασμένα ανθρώπινα πορτρέτα περνούν σε δεύτερο πλάνο στην Έκσταση. Ο Λουντέμης αντιστρατεύεται το στέρεο ρεαλισμό του με μια αναγωγή σε φιλολογικά πρότυπα που δεν του πηγαίνουν. Η ιδέα του ξένου και του επισκέπτη, πίσω από την οποία φιλοδοξεί να κρύψει εαυτόν, χωλαίνει τόσο στο επίπεδο της σύνθεσης όσο και στο πεδίο της αληθοφάνειας. Ο άγνωστος του αντικρινού παραθύρου θυμίζει αχνά κάτι από Ντοστογιέφσκι, δεν διαθέτει, όμως, καμιά από τις δαιμονικές ιδιότητες των ηρώων του: τα βάζει με τους καλλιτέχνες, μιλάει για την ηθική και την ευτυχία, αλλά δεν μας πείθει ούτε για τον απαισιόδοξο τόνο των αποστροφών του ούτε για την παρακμιακή του τοποθέτηση. Αποκαλύπτει, αντιθέτως, γρήγορα τις αδυναμίες της αυθαίρετης κατασκευής του, όντας εντέλει παθητικός και μόνον υποδοχέας των ποικίλων εκτιμήσεων του συγγραφέα».

Στοιχεία Έκδοσης:

  • Λουντέμης, Μενέλαος. 2015. Έκσταση. Αθήνα: Πατάκης. [1η έκδ.: 1943, Αθήνα: Αετός.]

Βιβλιογραφία-Δικτυογραφία:

  • Καστρινάκη, Αγγέλα. 2015. «Η λογοτεχνία στη δεκαετία 1940-1950». Αθήνα.
  • Λουντέμης, Μενέλαος. 2015. Έκσταση. Αθήνα: Πατάκης. [1η έκδ. 1943, Αθήνα: Αετός.]
  • Σαχίνης, Απόστολος. 1948. «Μενέλαου Λουντέμη: "Έκσταση" – 1943, "Γλυκοχάραμα" – 1944». Στο Η πεζογραφία της Κατοχής. Αθήνα: Ίκαρος. 52-57.
  • Χατζηβασιλείου, Βαγγέλης. 1992. «Μενέλαος Λουντέμης». Στο Η μεσοπολεμική πεζογραφία· Από τον πρώτο ως τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939). Τόμος Ε΄. Αθήνα: Σοκόλης. 232-252.
  • Χατζίνης, Γιάννης. 1944. «Το διήγημα–Κριτική: Μενέλαου Λουντέμη, "Έκσταση" - "Γλυκοχάραμα"». Νέα Εστία 405: 410-412.