Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μιμίκα Κρανάκη

Φιλέλληνες

Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας


(απόσπασμα)


Ω "Η Οδύσσεια του διαστήματος"


[...]


Αν η περεστρόικα του 2001, ο «έτερος πλους», ξεκινήσει γρήγορα, μπορεί η θανατοκρατία του πολιτισμού μας να απορροφηθεί σιγά σιγά από το σύμπαν. Αν όμως η αυτοκαταστροφή του ανθρώπου συνεχιστεί, τότε η κατά Μάρκον Αποκάλυψις γίνεται πολύ πιθανή όχι τόσο λόγω πυρηνικού πολέμου, αν και το ενδεχόμενο δεν αποκλείεται καθόλου. Ποιός θα εμποδίσει τους ντεσπεράντος του Τρίτου Κόσμου, τους Σαμψών, να βάλουν φόκο στο τελευταίο πυροτέχνημα με το παλιό εκείνο «Αποθανέτω η ψυχή μου μετά των άλλων φίλων»; Πιθανότερη μου φαίνεται η πυρηνική ειρήνη: τα τελευταία δέκα χρόνια, τα δάση, οι πνεύμονες της γης, μειώθηκαν κατά το ήμισυ. Όσο για τη Νεκρά Θάλασσα που εξακολουθεί να λέγεται Μεσόγειος, το γαλάζιο άπειρο που κι ο ίδιος ο θεός είδε «ότι καλόν» μόλις το ’πλασε, αργοπεθαίνει από ασφυξία και γίνεται, με τον καιρό, σκουπιδώνας. Το νερό, ο αέρας, το φως σώνονται, κι η ημιτελής συμφωνία της γης και του ανθρώπου μπορεί, από στιγμή σε στιγμή, να διακοπεί για πάντα. Και τότε; Τότε αρχίζει η κατά Μάρκον Αποκάλυψις, το σενάριο της καταστροφής.

«Ο-κόσμος-της-Δύσης-θα-σημάνει-τη-δύση-του-κόσμου» θα πει τότε ο νέος Μαρξ. Θα παρακολουθήσουμε απ’ την πολυθρόνα μας τ’ ολοκαύτωμα στο CNN, όλοι οι τηλεθεατές του κόσμου το ίδιο θέαμα, την ίδια στιγμή, απ’ τη δορυφορική τηλεόραση. Και θα μείνουν ανοιχτές οι τηλεοράσεις πολύν καιρό μετά την Αποκάλυψη, θα μιλάνε μοναχές τους, χωρίς θεατή, χωρίς ψυχή ζώσα ούτε καν τα μυρμήγκια τα σκληροτράχηλα...

Δε θα βρεθεί πια ούτε κρατήρας ούτ’ ηφαίστειο ν’ ακουμπήσουμε στην άκρη τα σανδάλια μας, να λεν εδώ κάποτε χάθηκε ο Εμπεδοκλής ή αποδώ πέρασε κάποτε ο αϊ-Βασίλης. Δε θα μείνει ούτ’ ένας Νεύτωνας να βγάλει τη φόρμουλα της Αποκάλυψης, αφού θα γίνει ο ίδιος φόρμουλα, χους και τέφρα και καπνός. Ούτε καν. Κι όλη η γης ένα πελώριο κρεματόριο δίχως πτώματα να θυμίζουν κάπως σχήμα ανθρώπου. Και θα χάσουμε, αχ, και τους νεκρούς που αγαπήσαμε, που αγαπάμε, τούτη τη φορά οριστικά πια, αφού κανένας δε θα μείνει πίσω να τους θυμάται. Γιατί ώς τώρα η ζωή δεν τέλειωνε καθόλου με τον θάνατο, κανένας άνθρωπος νεκρός ή ζωντανός δεν είχε πει την τελευταία του λέξη, περίμενε, περίμενε να βάλει τελεία στο κείμενό του, να πάρει κάποτε η ζωή του κάποιο νόημα. Κι αυτό όχι επειδή η ψυχή μου είν’ αθάνατη, θα πάει στον παράδεισο ή και στην κόλαση ή κάτι τέτοιο ή θα κρυφτεί στο σώμα του ελέφαντα ή του κροκόδειλου ώσπου να βρει την τέλεια μορφή της. Όχι. Είν’ επειδή μετά από μένα, κάτι, κάποιος, ένα δώρο μπορεί ν’ αλλάξει αναδρομικά τη μοίρα των ανθρώπων, έχει συμβεί συχνά, κάποιος απόγονος δικός μου, λόγου χάρη, μπορεί να βρει το φάρμακο του έιτζ, και δικαιώνεται και μένα που τον γέννησα η φτωχικιά ζωή μου. Μπορεί μπορεί μπορεί Μπορούσε. Τώρα όμως; Η γης άρχισε να μας ξερνάει οργισμένη. Από καιρό ξεφλούδισε απ’ την ανθρωπότητα σα δέρμα θερινό, ξεροψημένο, και μια μεγάλη αιμορραγία γέμισε την υφήλιο φιλέλληνες μιλιούνια κι έγινε πλάνη ο πλανήτης κι άθυρμα κι είμαστε έτοιμοι προς άπαρσιν για το τελευταίο ταξίδι. Θυμάσαι πόσο εφήμερη τυχαία ανυπόστατη είχ’ η ζωή μας γίνει πριν φύγεις, Κυριάκο; Δε φτούραγε. Δεν αντέχει, δε βαραίνει καθόλου. Πούπουλο. Μια κι έξω. Ο άρρωστος είναι πια στα τελευταία του. Αργά ή γρήγορα όλ’ οι φιλέλληνες του κόσμου θ’ απογειωθούνε κι ήσυχα ήσυχα πορεύονται και φτάσανε στο τέλος χωρίς να καταλάβουν πώς. Τί γρήγορα που νύχτωσε και πόσο λίγο ζήσαμε οι άνθρωποι! Πότε γράφτηκε η Ιλιάδα, η Οδύσσεια, η Ορέστεια, πότε στον Μαραθώνα νενικήκαμεν. Μόλις χτες, τί λέω; σήμερα, κι έκλεισε ήδη η παρένθεση. Τέλειωσε η παράσταση, η αυλαία πέφτει και μήτε θεατής θα μείνει να χειροκροτήσει μήτε και ραψωδός να πει την ιστορία παρακάτω. Σκέψου τον μόχθο των ανθρώπων, τριακόσια τόσα εκατομμύρια αιώνες για ν’ ανεβάσουν μια φορά αυτό το έργο, την ιστορία τους, πλήθος άγνωστοι στρατιώτες, μυρμηγκιά ατέλειωτη από αφανείς και ταπεινούς, πόση ζωή αδικαίωτη. Δεν ξέρω τί κάναν οι διπλόδοκοι δεινόσαυροι κι άλλα μαμούθ, μα το άπτερον δίπουν που ονομάστηκε άνθρωπος, κείνος ο μαδημένος πετεινός, από γεννησιμιού του εμόχθησε ζει πεθαίνει αγωνίζεται σκοτώνεται ιδρώνει ονειρεύεται αγαπάει γεννοβολάει δουλεύει δουλεύει δουλεύει να δώσει στο χάος κάποιο σχήμα, κάποιο νόημα. Γενιές γενεών μάταια ζήσαν και πεθάναν μες στο παράπονο και το γιατί, στρατιές νεκρών προσμένουν μια δικαίωση, να μην πάει άδικα το πέρασμα στη γη. Βλέπεις, Κυριάκο, για μας τους μακαρίτες μαρξιστές, η μετά θάνατον ζωή δε βρίσκεται κάθετα, στον ουρανό, βρισκότανε στο μέλλον, στον ορίζοντα. Εκεί χτίζονταν άλλοτε, με τον καιρό, η αληθινή κατοικία του ανθρώπου, στο χώρο της ελπίδας κι η δουλειά της εξημέρωσης του κόσμου χρειάζεται καιρό πολύ πολύ πολύ

Τώρα όμως που μέλλον δεν υπάρχει, που δεν προφταίνουμε γιατ’ είναι πια αργά; Μπορεί να κοπεί ξάφνου στη μέση η περιπέτεια του ανθρώπου, να σταματήσει σαν παλιά ταινία κινηματογράφου, να χαθεί σαν τη δεκάρα που έριξες στον αέρα, κορόνα ή γράμματα, κι έγινε άφαντη και χάθηκε απ’ τα μάτια σου καταμεσής του δρόμου; Ναι, μπορεί. Τόσο μίσος, τόση βία, τόσο τεράστιο κεφάλαιο θανάτου που μαζεύτηκε από καταβολής κόσμου, μπορεί να τινάξει το σύμπαν στον αέρα ακαριαία; Ναι, μπορεί. Ό,τι γεννιέται πεθαίνει, ό,τι άρχισε τελειώνει, έτσι λέει η Κατίνα. Και κάθε ζωή δεν είναι, μήπως, μια Οδύσσεια, με την ίδια πάντα Ιθάκη, το θάνατο; Μόνο που τώρα πια στο χείλος του αιώνα, μήτε Ιθάκη θενά βρεις μήτε και Πηνελόπη, που έσβησε όσο εσύ πολέμαγες για την Ελένη, μήτε τον σκύλο τον πιστό σου. Τίποτα, τίποτα, ακριβώς όπως στον Αιώνιο Αδάμ του Ιουλίου Βερν. Ο εν ύδασι την γην κρεμάσας καταπόντισε κάθε ίχνος στεριάς στα βάθη των Ωκεανών κι έμεινε μόνο το νερό και τίποτ’ άλλο, πόντος αχανής όπου, άθυρμα κι έρμαιο, ταλαντεύεται το μεθυσμένο καράβι των τελευταίων ναυαγών. «Κι αυτό θα περάσει», όπως μας το ’λεγε η ταβέρνα του Σαββατοκύριακου με ροζ και πράσινα γράμματα απ’ το τετράδιο της καλλιγραφίας, πάνω απ’ την εξώπορτα, το μαράζι της πατρίδας και της ξενιτιάς, μια και δεν θα υπάρχει το «αλλού». Μήπως και το εκ γενετής νόσημα του ανθρώπου, η ζωή, μήπως κι αυτό δεν περνάει; Λοιπόν;

Νά, ήδη οι πρώτοι άποικοι, φλογεροί εραστές του απείρου, φιλέλληνες του Διαστήματος, ήδη κίνησαν ν’ ανιχνεύσουν τ’ άστρα της ουτοπίας. Είναι ήλιοι κι άλλοι ήλιοι· κι άλλοι άλλοι ήλιοι στο στερέωμα κι άπειρα πιο μεγάλα από τούτο και φεγγάρια κι ουρανοί, όπου μήτε τ’ όνειρο δεν έφτασε ακόμα. Λοιπόν; Τί τον λυπάσαι τούτον το γέρικο πλανήτη μας, τον κουρασμένο, όλο ζάρες και ρυτίδες, Αργοναύτη, και τη γκριμάτσα της κακιάς μάγισσας; Άπωσον και πτέρωσον. Έχει γούστο, λέει, να βρίσκεται εκεί πάνω, όχι, εκεί κάτω, τέλος πάντων εκεί πέρα, η ουτοπία των φιλελλήνων, έχει γούστο να μας περιμένουν πλήθος αδερφές ψυχές απανθρακωμένες, πατριώτες να μας υποδεχτούνε: «Ο δόκτωρ Λίβινγκστον, αν δεν απατώμαι;» Μα κι αν ακόμα τύχει και βρεις συντρόφους καρβουνάνθρωπους, θυμήσου, Αργοναύτη, πως κάρβουνο και στάχτη και σύμπαν και μηδέν, δικά σου έργα είναι. Χωρίς εσένα μήτε το τίποτα υπάρχει. Κι τί βιβλίο θα ’παιρνες μαζί σου, που να τα περιέχει όλα εκεί στο άπειρο; Κανένα. Και τί θα κάνεις, ταξιδιώτη, την τελευταία στιγμή πριν φύγεις; Θα φωνάξω: «Όχι»!


«Ladies and gentlemen, ο κυβερνήτης και το πλήρωμα σας καλωσορίζουν. Ευχαριστούμε που διαλέξατε την πτήση μας και σας ευχόμαστε ένα ευχάριστο ταξίδι.

Στη θήκη του καθίσματός σας υπάρχουν χρήσιμες οδηγίες για τα εφόδια και τους τρόπους διασώσεώς σας. Στο σκάφος υπάρχουν τέσσερες έξοδοι κινδύνου με κόκκινες ενδείξεις. Βεβαιωθείτε ότι η ράχη του καθίσματός σας είναι ορθή και η ζώνη ασφαλείας σας δεμένη.

»Όταν ανάψει η φωτεινή επιγραφή, σβήστε τα τσιγάρα σας, σβήστε τα όλα κι ετοιμασθείτε για την απογείωση.

»Πετάμε πάνω από...


Μιμίκα Κρανάκη. 1998. Φιλέλληνες. Είκοσι τέσσερα γράμματα μιας Οδύσσειας. 2η έκδ. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. [1η έκδ.: 1992, Αθήνα: Ίκαρος.]