Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μαρία Κέκκου

Μήδεια. Η οφιοπλόκαμη ερινύα των πόθων


(απόσπασμα)


[...]


ΙΑΣΩΝ

[...] Τότε φτάσαμε στην Κολχίδα! Ένα ράκος έφτασε στην Κολχίδα! Και φάνηκες εμπρός μου τότε εσύ! Γεμάτη αυτοπεποίθηση! Κυβερνούσες με το βλέμμα σου τις αετόμορφες προσδοκίες των ανδρών και όλα τα γένη των αγριμιών του δάσους! Ιδανική στιγμή για σένα ε; Ήμουν έτοιμος να σου παραδοθώ άνευ όρων! Και συ το κατάλαβες ε; Δεν μπορεί, το κατάλαβες, πόσο κλονισμένος ήμουν! Μμ... Ίσως, ήσουν και γεμάτη θαυμασμό για το κατόρθωμά μου, για το απίστευτο ταξίδι. Εσύ με πλησίασες τότε πρώτη, το θυμάσαι; Εγώ δεν θα τολμούσα! Ξαφνιάστηκα μάλιστα, που έτσι χωρίς ντροπή ρίχτηκες στην αγκαλιά μου, αλλάζοντας όψεις, βρέχοντας με δάκρυα τα γένια μου από την υπερβολή της επιθυμίας που σε συγκλόνιζε ώς το κόκαλο. Μες στη νύχτα εγκατέλειψες το σπίτι του πατέρα σου και αφέθηκες στην ερινύα του οίστρου. Κι εγώ ανέτοιμος για μια τέτοια έκβαση αποσβολώθηκα! Από τον θάνατο στην Ηδονή!... Δεν μπορούσα να συλλάβω με επάρκεια το παιχνίδι της μοίρας! Από την μια ήσουν εσύ, από την άλλη ο Αιήτης. Η ζωή και η θανάσιμη απειλή. Και οι Κόλχοι;... Με είδανε δυνατό, αλλά και φοβισμένο και μου ορμήξανε! Αποστολές θανάτου μ’ αναθέσατε αμέσως! Κι εγώ... το υποψιαζόμουνα, αλλά πώς να αντιδράσω; Κυνηγοί κεφαλών μου φανήκατε όλοι! Μια συνοικία ανθρωποφάγων η Κολχίδα! Και εσύ; Το Μεγάλο αίνιγμα... Τι προσδοκούσα από σένα; Ούτε ήξερα!


ΜΗΔΕΙΑ

Αυτή ήταν η γοητεία σου στ’ αλήθεια! Έδειχνες αβέβαιος, αλλά δεν ήσουν όπως τώρα προσπαθείς να με πείσεις, τόσο αθώος! (Ειρωνικά) . Την σχεδίαζες την συμπεριφορά σου! Κοίταξες γύρω σου ερευνητικά για υποψήφιο θύμα και με ανακάλυψες, συγκέντρωνα όλες τις προϋποθέσεις. Ναι, ναι! Έτσι είναι! Μην αντιδράς! Αρκετά νέα για μια δόση αφέλειας. Δεκαεπτά χρονών παιδί. Γεμάτη ερωτισμό και μυστικές δυνάμεις! Το περιβάλλον μου ένιωθε δέος για τις ικανότητές μου! Ήμουνα κάτι σαν ιέρεια της φυλής. Με σέβας συνωστίζονταν μπροστά στα πόδια μου όλα τα αξιώματα, όλες οι ηλικίες... Ήμουν δεκαεπτά χρονών, όμως, και δεν μπόρεσα να καταλάβω, τι συμπυκνωμένη εξουσία μού ανέθεσαν οι ιερείς και οι πολίτες. Ο περιβάλλων χώρος, όλα, έμψυχα και άψυχα με υπάκουαν. Κι εγώ δεν είχα καταλάβει, τι φοβερή γοητεία ασκεί η δυνατότητα να λυγίζει κανείς τα σίδερα με ένα βλέμμα του. Να υπαγορεύει κινήσεις και να εξουσιάζει την εγρήγορση και την απολίθωση του άλλου! Ήμουν δεκαεπτά χρονών! Εξεγέρθηκα σ’ αυτή την πειθήνια υπακοή του περιβάλλοντός μου, χωρίς και να την απορρίψω ωστόσο, και τότε ήρθες εσύ! Ένας θρασύς νέος, με μια επιπόλαια αμφισβήτηση, που τότε την υπέθεσα για ηρωισμό. Υποχώρησα αρχικά μπροστά του, Υ-ΠΟ-ΚΛΙ-ΘΗ-ΚΑ. "Αυτός δε σε φοβάται" (έτσι έδειχνες στην αρχή τουλάχιστον). «Θα είναι ανώτερος από τους άλλους», σκέφτηκα. Ένιωσα μια συγκλονιστική εμπειρία, τότε, θυμάμαι. Την εμπειρία της ρωμαλέας ψυχής, που αγαπά. Όλοι οι άλλοι μού φάνηκαν ερπετά, που έλεγχα με τις κινήσεις των ματιών! Εσύ μου φάνηκες για μια στιγμή η ίδια η δύναμη. Η ενσάρκωση της ρώμης και της ομορφιάς!

[...]


ΙΑΣΩΝ

Το πιο ενδιαφέρον, που σου τόνωνα τον εγωισμό. Θυμάμαι, εκείνη την βραδιά, που θα πήγαινα για το χρυσάφι στο ποτάμι. (Πίνει από την κύλικα). Με τι έπαρση είχα ξεκινήσει, με τι πίστη και ξαφνικά ο φόβος με παρέλυσε, λυγίσανε τα γόνατά μου. Θυμάσαι; Δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος! Ήσουν εσύ και ο Ορφέας μόνον κοντά μου. Εκείνος με την μαγνητική στοργή του προσπαθούσε να μ’ ενθαρρύνει. Τίποτα εγώ! Αδύνατον να σηκωθώ! Ένιωθα κατάκοιτος! Και τότε ήρθες!... Θυμάσαι;

Ήμουν παραλυτικός και ήσουν η μεγάλη ΙΕΡΕΙΑ!... (Παύση). Νομίζω με αηδίασες τότε; Ή όχι;


ΜΗΔΕΙΑ

Πάντοτε αυτή την μνήμη την φοβόμουν!...


ΙΑΣΩΝ

Άπλωσα το χέρι μου να σ’ αγγίξω μ’ ελπίδα και τρόμο! Άρχισα να τρέμω!... (Πίνει από την κύλικα. Παύση). Βαθμιαία όλο και πιο πολύ έτρεμα. Ο σπασμός ξεκίναγε από αυτή την άκρη των δακτύλων, που σ’ αγγίζαν και μου ξετίναζε την ψυχή!... (Παύση). Άδειαζα και από τις τελευταίες μου δυνάμεις! Πώς ένιωσα δεν περιγράφεται! Το σώμα μου μίκρυνε, έγινε ένα ανεπαίσθητο μαυριδερό κουνούπι, στην άκρη των νυχιών σου. Και περίμενα από στιγμή σε στιγμή, την ώρα, που θα με εκσφενδόνιζες στο στόμα του όρνιου... σαν κάτι το βδελυρό! (Παύση. Πίνει από την κύλικα). Και τότε, θυμάμαι, σε κοίταξα και συ μου γέλασες γλυκά!... Τι χαμόγελο και εκείνο!... Τι αγγελικό πρόσωπο! Σαν να ξύπνησα άρχισα πάλι να ελπίζω. Το σώμα μου άρχισε πάλι να αποκτά κανονικές διαστάσεις! Βαθμιαία γιγαντώθηκα, ένιωσα δυνατός! Τέτοιο ελεεινό σημείο... Να γίνεσαι σκνίπα ή λιοντάρι μ’ ένα βλέμμα... (Παύση). Μου είπες «Σήκω! Αυτή την ώρα δεν ανήκεις στον εαυτό σου, ανήκεις στη ΜΟΙΡΑ! Και η ΜΟΙΡΑ σήμερα θα είναι πολύ καλή μαζί σου!» Αναστήθηκα. Άγγιξα με τα χείλη μου τη ζεστή σάρκα του χεριού σου, με δέος, έναν ίλιγγο ένιωσα να με διαπερνά, καθώς σε φιλούσα, άρχισα και πάλι να υπάρχω... Θυμάσαι τι μου είπες;


ΜΗΔΕΙΑ

Μην τα θυμάσαι αυτά τώρα! Υπάρχουν πολύ πιο ευχάριστα, αν θες κάτι να θυμηθείς...


ΙΑΣΩΝ

Εγώ πάντα εκείνη τη στιγμή θυμάμαι. Αυτή η μνήμη με σφραγίζει! (Παύση). Μου είπες με μια βεβαιότητα «Πάρε αυτό! Είναι ένα βότανο της σιωπηλής θεάς των ίσκιων (ή σκιών), της Εκάτης που λατρεύω! Για μια μέρα θα σε κάνει άτρωτο. Πάρε κι αυτό, είναι ένα υγρό που τυφλώνει, όποιο θηρίο σε πλησιάσει θα μετανιώσει!» Με έπιασες απ’ τον ώμο, έδειξες μπρος και είπες "Ξεκίνα!" Σηκώθηκα, σαν υπνωτισμένος. Μόνο να υπακούω. Τίποτε άλλο δεν μπορούσα να κάνω... Θηρία κανένα δεν συνάντησα... Μονάχα το τέρας. Εκείνο το φοβερό ερπετό στην όχθη του ποταμού. Άνοιξε το στόμα του! Ξαφνικά η είσοδος του Άδη φάνηκε να με υποδέχεται. Ένιωσα να γίνομαι ήδη μια αφομοιώσιμη ύλη. Παρέλυσα (Παύση. Πίνει από την κύλικα). Αιστάνθηκα να διαλύομαι από τα υγρά του στομάχου του, προκαταβολικά. Έκλεισα τα μάτια μου και κατέρρευσα. Συνήλθα από το ζεστό βάρος ενός τρυφερού χεριού στο μέτωπό μου... Ένιωσα στο πέλμα μου να κείτεται το γλοιώδες ναρκωμένο πτώμα του ερπετού. Και το πιο φοβερό; Όλα μου το σώμα επικαλυμμένο με κάτι απαίσιο, λες και με είχε εμέσει. (Πίνει ξανά). Εσύ γιατί δεν μου μίλησες ποτέ; Γι’ αυτή τη νύχτα ποτέ δεν ξαναμίλησες...


ΜΗΔΕΙΑ

Όλα τα κατάλαβες...


ΙΑΣΩΝ

Ποτέ δεν θα λησμονήσω εκείνη τη νύχτα! Πιο πολύ και από το τέρας εκείνο εσένα φοβήθηκα! Δεν κατάλαβα με ποια δύναμη το νάρκωσες, πώς βρέθηκες δίπλα μου! Κατόπτευες τις ενέργειές μου, ε; Με παραφύλαγες, γιατί ποτέ δεν πίστεψες ότι θα τα καταφέρω, ε; Και μου φανερώθηκες την κατάλληλη στιγμή σαν σωτήρας! Καλά... συγγνώμη! Ήσουν σωτήρας μου! Τι να πω! Να διαμαρτύρομαι και γιατί με έσωσες! Αλλά με σύνθλιψες. Έχασα κάθε εκτίμηση, που είχα για τον εαυτό μου! (Παύση). Κάθε εμπιστοσύνη, που είχα στις δυνάμεις μου. Τα ολέθρια φάρμακά σου, τα δηλητηριώδη ερπετά ρημάξαν την ψυχή μου!


ΜΗΔΕΙΑ

Το ήξερα πως, για τη νύχτα εκείνη, θα ’παιρνες την εκδίκησή σου. Εγώ, πάντως, προσπάθησα να αποτρέψω αυτή τη Μοίρα. Προσπάθησα να σου εμπνεύσω εμπιστοσύνη, να σου δώσω θάρρος. Τα περιθώρια όμως στένευαν, έπρεπε να δράσουμε ακαριαία. Και εσύ δεν μπόρεσες να δεις τις αληθινές διαστάσεις των πραγμάτων! Ήσουν τόσο φοβισμένος τότε. Αδύνατον να νιώσεις άνετα μέσα στην υπέροχη μορφή σου. Και τι μεταπτώσεις! Ή γίγαντας ή κουνούπι αιστανόσουνα! Δεν σου έφτανε, που ήσουν ο Ιάσονας! Τόσο ωραίος, δυνατός και γλυκός! Αλλά εγώ έτσι κι αλλιώς σ’ αγάπησα! Γιατί είδα τι κρυβόταν πίσω από εκείνο το πανικόβλητο βλέμμα! (Τον πλησιάζει, του πιάνει το χέρι).

Για μια στιγμή, εκείνη τη νύχτα, όταν σήκωσες το χρυσόμαλλο δέρας ψηλά, με μια σχεδόν παιδική αθωότητα ή σαν ανύποπτο κορίτσι, που ανοίγει το νυχτικό το λεπτοΰφαντο, για να συνάξει το φως του φεγγαριού, μου φάνηκες πως άδολα χαιρόσουνα την λάμψη της επάρκειας, σηκώνοντας ψηλά το Χρυσόμαλλο Δέρας, η λάμψη του άστραφτε γύρω από το κεφάλι σου... (Σιωπή). Ένιωσα τότε πως υιοθετήθηκες από την φωτεινή επαγγελία... Τότε για πρώτη μας φορά αγκαλιαστήκαμε ερωτικά, εκεί στην όχθη του Φάση... Θυμάσαι;

[...]


Μαρία Κέκκου. 1990. Μήδεια. Η Οφιοπλόκαμη Ερινύα των Πόθων. Αθήνα: Υπατία.