Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μ. Καραγάτσης

Ο πόλεμος της Τροίας


(απόσπασμα)


Ο Δούρειος Ίππος


Την άλλη μέρα, κάτω στον κάμπο, ο πόλεμος ξανάρχισε. Για ώρα πολλή, κανείς δεν νικούσε. Στο τέλος οι Έλληνες έκαναν επίθεση τρομερή κι έδιωξαν τους Τρώες προς το Ίλιον, σφάζοντάς τους σαν τραγιά. Λίγοι ήσαν οι Τρώες που κατάφεραν να καταφύγουν μέσα στο Ίλιον. Ανέβηκαν στα τείχη κι έριχναν βροχή από πέτρες στους Έλληνες, που προσπαθούσαν να διαρρήξουν τις πύλες. Πιο γενναία απ’ όλους πολεμούσε ο Αινείας. Τόσο γενναία, που ανάγκασε τους Έλληνες να αποτραβηχτούν στο στρατόπεδό τους. Κι ήσαν πολύ απογοητευμένοι οι Έλληνες, γιατί άρχισαν να καταλαβαίνουν πως ποτέ δεν θα κυρίευαν το Ίλιον. Τότε ο Κάλχας τούς είπε:

— Πρέπει να βρούμε κάποιο τέχνασμα για να κυριέψουμε το Ίλιον. Πριν λίγη ώρα είδα ένα γεράκι να κυνηγάει ένα περιστέρι. Το περιστέρι τρομαγμένο κρύφτηκε στο κούφωμα ενός βράχου. Τότε το γεράκι έκανε τέχνασμα. Δηλαδή κρύφτηκε μέσα σε κάτι θάμνα. Το περιστέρι, θαρρώντας πως το γεράκι έφυγε, ξεθάρρεψε και βγήκε απ’ τον κρυψώνα του. Και, βεβαίως, το γεράκι χύμηξε και σκότωσε το απερίσκεπτο περιστέρι. Έτσι λοιπόν πρέπει να κάνουμε κι εμείς!

— Αν το ριζικό μας επιτρέπει να κυριέψουμε το Ίλιον με τέχνασμα, είπε ο Οδυσσέας, τότε προτείνω να κάνουμε αυτό το τέχνασμα...

Ο Οδυσσέας μίλησε ώρα πολλή. Κι εξήγησε στους Έλληνες το τέχνασμά του. Αυτοί το παραδέχτηκαν. Κι αποφάσισαν να το βάλουν αμέσως σ’ εφαρμογή.

Έτσι μίλησε ο Οδυσσέας. Οι άλλοι βασιλιάδες παραδέχτηκαν τη γνώμη του. Κι αποφάσισαν να φτιάσουν ένα ξύλινο άλογο γερό σαν καράβι και ψηλό σαν βουνό. Την άλλη μέρα, πριν καλοξημερώσει, οι Έλληνες πήγαν στο βουνό κι άρχισαν να κόβουν μεγάλα έλατα. Ύστερα τα πριόνιζαν σε χοντρές σανίδες, τις φόρτωναν στα μουλάρια και τις κουβαλούσαν κάτω στην ακρογιαλιά, στο στρατόπεδο.

Αφού έγινε αυτό, οι Έλληνες βάλθηκαν να κατασκευάσουν το μεγάλο ξύλινο άλογο. Πρώτα έφτιασαν τα πόδια. Ύστερα την κοιλιά, το υπόλοιπο κορμί και το κεφάλι. Στον λαιμό του έβαλαν χαίτη μακρότριχη. Στη θέση των ματιών, δυο πολύτιμα πετράδια που γυάλιζαν σαν αστέρια. Στα καπούλια μακριά ουρά, που σερνόταν ώς το χώμα. Και στο στόμα δόντια από ασήμι ατόφιο. Το στόμα γίνηκε μισάνοιχτο, γιατί αποκεί θα ’μπαινε ο αέρας να ανασαίνουν οι πολεμιστές που θα κλείνονταν στα σπλάχνα του ξύλινου αλόγου. Τρεις μέρες χρειάστηκαν μονάχα στους Έλληνες για να αποτελειώσουν το τεράστιο έργο. Και τούτο χάρη στη βοήθεια της Αθηνάς, που πάντοτε πολύ τους αγαπούσε και τους προστάτευε.

Όταν το ξύλινο άλογο ετοιμάστηκε, ο Οδυσσέας είπε στους άλλους βασιλιάδες:

— Θυμηθείτε πως η τόλμη κατανικάει τη δύναμη. Ώρα να ανεβούμε στον πονηρό και ύπουλο κρυψώνα μας. Μόλις γίνει αυτό, ο άλλος στρατός μας θα φύγει για την Τένεδο, όπου θα κρυφτεί. Τότε οι Τρώες θα κουβαλήσουν το άλογο μέσα στο Ίλιον να το προσφέρουν στην Αθηνά. Ποιος όμως από τους Έλληνες έχει καρδιά ατσαλένια για να μείνει έξω από το άλογο και να ξεγελάσει τους Τρώες με τα πλανερά λόγια που συμφωνήσαμε;

— Εγώ θα μείνω, είπε ο Σίνων. Γιατί έχω απόφαση να βοηθήσω τους Έλληνες να κυριέψουν το Ίλιον!

Ακούγοντας οι Έλληνες τον Σίνωνα να μιλάει έτσι, τον ζητωκραύγασαν ολόψυχα.

Πρώτος ο γιος του Αχιλλέα ανέβηκε και κρύφτηκε στην κοιλιά του ξύλινου αλόγου. Ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, ο Φιλοκτήτης, ο Αίας ο νεότερος κι άλλοι πολλοί τον ακολούθησαν, ώσπου το μεγάλο κοίλωμα γέμισε γενναίους πολεμιστές. Εκείνοι που έμειναν απ’ έξω έκλεισαν το άνοιγμα με τρόπο που τίποτα να μη φαίνεται. Ύστερα έκαψαν τις σκηνές του στρατοπέδου, έριξαν τα καράβια στη θάλασσα κι έβαλαν πλώρη για την Τένεδο.

Όταν οι Τρώες είδαν το στρατόπεδο των Ελλήνων να καίγεται, θάρρεψαν πως οι εχθροί τους αποκαρδιώθηκαν, παράτησαν τον πόλεμο στη μέση και γύρισαν στην Ελλάδα. Αφάνταστη ήταν η χαρά των Τρώων. Έτρεξαν όλοι στην παραλία να ιδούν τα ερείπια του καμένου στρατοπέδου. Κι απόμειναν ξαφνιασμένοι σαν αντίκρισαν το πελώριο ξύλινο άλογο. Δεν καταλάβαιναν. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν. Ο ένας έλεγε το ’να, ο άλλος τ’ άλλο... Ώσπου κάποιος ανακάλυψε τον Σίνωνα κρυμμένο πίσω από το πόδι του κολοσσιαίου αλόγου.

Ο Σίνων, για να γίνει πιο πιστευτό το στρατήγημά του, είχε βάλει τους Έλληνες να του δέσουν τα χέρια πισθάγκωνα.

Οι Τρώες άρχισαν να τον ρωτούν για τα καθέκαστα. Μα αυτός δεν άνοιγε το στόμα του να αποκριθεί. Τότε, ο Πρίαμος πρόσταξε να του κόψουν τη μύτη και τ’ αυτιά. Ο Έλληνας υπόμεινε με γενναιότητα το μαρτύριο. Ύστερα, καμώθηκε πως οι πόνοι τον ανάγκασαν να μιλήσει. Κι είπε:

— Οι Έλληνες κουράστηκαν να πολεμούν και γύρισαν στην πατρίδα τους. Ο Κάλχας τούς συμβούλεψε να φτιάσουν το άλογο για να τιμήσουν την Αθηνά. Ο Οδυσσέας μάλιστα ήθελε να με θυσιάσει για να εξευμενίσει τους θεούς της θάλασσας. Εγώ, για να γλιτώσω τον θάνατο, ήρθα ικέτης κοντά σ’ αυτό το ιερό άλογο. Έτσι, οι Έλληνες δεν τόλμησαν να με θυσιάσουν. Να ξέρετε όμως πως δεν παράτησαν τον πόλεμο οριστικά. Κάθε άλλο, γύρισαν στην Ελλάδα για να πάρουν ενισχύσεις και να ξαναγυρίσουν το συντομότερο. Τούτο το άλογο το άφησαν για να προστατεύει το στρατόπεδο. Αν δεν το πάρετε αποδώ, η Αθηνά θα θυμώσει και θα παραδώσει το Ίλιον στους Έλληνες. Αν όμως το κουβαλήσετε μέσα στο Ίλιον, τότε ολόκληρη η Ασία θα σας βοηθήσει να νικήσετε τους εχθρούς.

Έτσι μίλησε ο Σίνων. Κι οι Τρώες χωρίστηκαν σε δυο γνώμες. Οι πιο εύπιστοι ήθελαν να κουβαλήσουν τώρα αμέσως το ξύλινο άλογο στο Ίλιον. Οι πιο δύσπιστοι έλεγαν πως κάλλιο να το έριχναν στον βυθό της θάλασσας. Ή, έστω, πριν το κουβαλήσουν στο Ίλιον, να ψάξουν πρώτα καλά το εσωτερικό του. Όσο για τον Λαοκόωντα, αυτός φώναζε πως πρέπει να του βάλουν αμέσως φωτιά να το κάψουν.

— Δυσπιστείτε, ω Τρώες, έλεγε. Το άλογο αυτό είναι παγίδα. Δεν ξέρετε τι δόλιοι είναι οι Έλληνες. Και τους θεούς ακόμα μπορούν να εξαπατήσουν!

Δεν πρόφτασε να αποσώσει τον λόγο του και δυο μεγάλα φίδια αναδύθηκαν από τη θάλασσα, βγήκαν στο ακρογιάλι, χύμηξαν στους δυο γιους του Λαοκόωντα, τους περιτύλιξαν και τους έπνιξαν. Ο γέροντας, βλέποντας τους γιους του σε κίνδυνο, έτρεξε να τους βοηθήσει. Μα τα φίδια τον περιτύλιξαν κι αυτόν. Και τον σκότωσαν.

Βλέποντας αυτό το θαύμα οι Τρώες, έκριναν πως η Αθηνά τιμώρησε τον Λαοκόωντα για τα ασεβή του λόγια· κι αποφάσισαν να μεταφέρουν στο Ίλιον το ξύλινο άλογο. Πρόσδεσαν, λοιπόν, τον κολοσσό με χοντρά σκοινιά, με μεγάλους κόπους και δυσκολίες, ώς έξω από τα τείχη του Ιλίου. Μα το κολοσσιαίο άλογο ήταν αδύνατο να περάσει από τις Σκαιές Πύλες, που δεν ήσαν διόλου μικρές! Έτσι οι Τρώες αποφάσισαν να γκρεμίσουν ένα μέρος από τα τείχη...

Όταν, επιτέλους, ο Δούρειος Ίππος πέρασε από το ρήγμα του τείχους και μπήκε στους δρόμους του Ιλίου, οι Τρώες αλάλαξαν από χαρά. Πάει πια ο απαίσιος πόλεμος. Ήρθαν πάλι οι μέρες της ειρήνης. Όλοι έτρεξαν στους ναούς να κάνουν θυσίες και να ευχαριστήσουν τους θεούς για τη νίκη.

Τότε όμως γίνηκε κάτι παράξενο. Δηλαδή οι φλόγες των βωμών δεν έκαιγαν τις σάρκες των θυμάτων. Δάκρυα κυλούσαν από τα μάτια των θεϊκών αγαλμάτων. Τα τσακάλια κι οι λύκοι κατέβηκαν απ’ το βουνό κι ήρθαν να ουρλιάξουν απελπισμένα έξω από τα τείχη του Ιλίου.

Αυτά τα θεϊκά σημάδια που προμηνούσαν σίγουρη συμφορά, δεν μπόρεσαν να ταράξουν τη χαρά των Τρώων. Μονάχα η Κασσάνδρα τριγυρνούσε πέρα δώθε κλαίγοντας και φωνάζοντας:

— Δυστυχισμένοι, η καταστροφή κι η απελπισία έπεσαν στην πόλη μας. Τα σπίτια σας καίγονται. Μα εσείς είσαστε τυφλοί και δεν βλέπετε τις φλόγες. Γλεντήστε. Διασκεδάστε. Αύριο κανείς σας δεν θα είναι ζωντανός!

Έτσι μιλώντας, η μάντισσα άρπαξε ένα τσεκούρι κι έναν αναμμένο δαυλό κι όρμησε να καταστρέψει το ξύλινο άλογο. Μα οι Τρώες την εμπόδισαν, την έβρισαν, την έδιωξαν. Κι εξακολούθησαν να γλεντοκοπούν, να χορεύουν, να τραγουδούν, να τρώνε και να πίνουν. Ώσπου κουράστηκαν, μέθυσαν κι έπεσαν στα κρεβάτια τους να κοιμηθούν.

Τώρα η πιο απόλυτη γαλήνη βασιλεύει στο Ίλιον. Όλοι κοιμούνται, ξεθεωμένοι από το γλέντι και το πιοτό. Μονάχα η Ελένη δεν κοιμόταν. Βγήκε απ’ το παλάτι και πήγε στην πλατεία όπου βρισκόταν το ξύλινο άλογο. Ήθελε να θαυμάσει το καταπληκτικό αυτό έργο των Ελλήνων. Τρεις φορές έκανε τον γύρο του, κοιτώντας το προσεκτικά. Κι έξαφνα, της ήρθε μια παράξενη ιδέα. Πρώτα, με τη δική της φωνή, κάλεσε τον Μενέλαο (κι αυτός, μέσα στην κοιλιά του αλόγου, ακούγοντας την άπιστη να τον φωνάζει, συγκινήθηκε βαθιά!). Ύστερα προσποιήθηκε τη φωνή της Πηνελόπης και κάλεσε τον Οδυσσέα. Συγκινήθηκε κι αυτός, μα με το δίκιο του· επειδή η Πηνελόπη του ήταν πιστή κι αφοσιωμένη.

Η Ελένη ξαναγύρισε στο παλάτι. Τότε ο Σίνων ανέβηκε στον πιο ψηλό πύργο του τείχους του Ιλίου· και με δαυλό αναμμένο έκανε το συμφωνημένο σύνθημα. Οι Έλληνες από την Τένεδο το είδαν. Βιράρισαν αμέσως τις άγκυρες των καραβιών τους κι έβαλαν πλώρη για την Τροία. Τώρα ο Σίνων κατεβαίνει από τα τείχη. Πλησιάζει το ξύλινο άλογο και λέει στους κλεισμένους πολεμιστές πως είναι ώρα να βγουν.

Ο Οδυσσέας άνοιξε τη θυρίδα που βρισκόταν στα πλευρά του ξύλινου αλόγου και, βγάζοντας το κεφάλι, κοίταξε αν οι Τρώες αγρυπνούσαν. Μα βλέποντας πως όλοι κοιμόνταν, τοποθέτησε τη σκάλα και κατέβηκε πρώτος. Οι άλλοι τον ακολούθησαν. Αμέσως όρμησαν και σκότωσαν τους φρουρούς, που είχαν αποκοιμηθεί στις σκοπιές τους. Ύστερα άνοιξαν τις πύλες του Ιλίου, προσμένοντας τον ελληνικό στρατό που δεν έπρεπε ν’ αργήσει.

Πραγματικά, ο στόλος των Ελλήνων σύντομα έφτασε από την Τένεδο στο ακρογιάλι της Τροίας. Οι πολεμιστές ξεμπάρκαραν μέσα στο σκοτάδι και προχώρησαν σιωπηλοί προς το Ίλιον. Βρήκαν τις πύλες ανοιχτές. Χύμηξαν μέσα στην πόλη και άρχισαν να σφάζουν τους Τρώες, σαστισμένους από τον αιφνιδιασμό. Συγχρόνως έβαλαν φωτιά παντού κι έκαψαν την περήφανη πρωτεύουσα του βασιλείου της Τροίας. Όλα κάηκαν. Τίποτα δεν έμεινε ανέγγιχτο!

Πρώτος ο γιος του Αχιλλέα μπήκε στο βασιλικό παλάτι. Βρήκε τον Πρίαμο γονατισμένο μπροστά στον βωμό του Δία και τον σκότωσε. Πιο πέρα, οι Έλληνες συναπάντησαν την Ανδρομάχη, που κρατούσε σφιχταγκαλιασμένο τον μικρό Αστυάνακτα, τον γιο που της άφησε ο Έκτορας. Την πήραν τον μικρό και το γκρέμισαν από την κορφή ενός ψηλού πύργου. Ο Μενέλαος πάλι μπήκε σαν σίφουνας στην κάμαρα της Ελένης και βρήκε την άπιστη γυναίκα του πλαγιασμένη με τον Δηίφοβο, τον αδελφό του Πάρι! Ο βασιλιάς της Σπάρτης σκότωσε τον καινούριο εραστή της γυναίκας του. Η Ελένη, κατατρομαγμένη, προσπάθησε να κρυφτεί. Μα ο Μενέλαος την πρόφτασε και, έξαλλος από ζήλεια, σήκωσε το σπαθί να τη σφάξει. Βλέποντάς την όμως έτσι όμορφη, θυμήθηκε τις γλυκές ώρες που πέρασε μαζί της. Και —αλίμονο!— τη συχώρεσε...

Όσο για τον Αίαντα τον νεότερο, βρήκε την Κασσάνδρα στον ναό της Αθηνάς. Μα αυτό δεν τον εμπόδισε να την ατιμάσει μπροστά στο άγαλμα της θεάς, που ανέγειρε τα μάτια για να μη βλέπει την πράξη τη μιαρή...

Έτσι καταστράφηκε το περήφανο Ίλιον. Οι Έλληνες έσφαξαν όλους τους άντρες. Τις γυναίκες τις σκλάβωσαν...


Μ. Καραγάτσης. 2004. Ο πόλεμος της Τροίας και οι περιπέτειες του Οδυσσέα. Πρόλογος-επιμέλεια: Θανάσης Θ. Νιάρχος. Εικονογράφηση: Αλέκος Φασιανός. Αθήνα: Εστία. [α΄ δημοσίευση σε συνέχειες: 1951, εφημ. Βραδυνή.]