Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Νίκος Καζαντζάκης

Στα παλάτια της Κνωσού


(απόσπασμα)


70


Ο Θησέας στέκεται ακίνητος στη μέση του καραβιού του και κοιτάζει πέρα, με βουρκωμένα μάτια, τη θάλασσα. Στα πόδια του πεσμένοι η Κρινό κι ο Χάρης κλαίνε.

Του είχαν διηγηθεί τα πάντα και τώρα πια σώπαιναν. Έτρεμαν και περίμεναν το βασιλόπουλο να μιλήσει. Μπορούσε να τους σκοτώσει, να τους ρίξει στη θάλασσα, γιατί αφήκαν την Κυρά τους να μπει στο ξένο καράβι.

Περίμεναν τρέμοντας την απόφαση του Θησέα.

Μα αυτός κοίταζε πέρα τη θάλασσα και τη νύχτα που κατέβαινε απάνω στα κύματα.

— Βασιλόπουλό μου... ψιθύρισε ο Χάρης.

Ο Θησέας τινάχτηκε. Είχε ξεχάσει πως στα πόδια του ήταν πεσμένοι και έκλαιγαν ο Χάρης κι η Κρινό. Έσκυψε, τους πήρε από το χέρι.

— Σηκωθείτε! είπε.

Οι δύο νέοι σηκώθηκαν τρεκλίζοντας και κάρφωσαν τα μάτια χάμω.

— Θα ’ταν ο καινούριος θεός... είπε σιγά ο Θησέας. Ο καινούριος θεός, ο Διόνυσος... Το θέλημά του ας γίνει!

Στράφηκε στους συντρόφους του.

— Ο αγέρας έκοψε λίγο, είπε. Ετοιμαστείτε, φεύγουμε!

Χαρούμενοι οι νέοι έτρεξαν να σηκώσουν την άγκυρα, να λύσουν τα σκοινιά, να ετοιμαστούνε.

Ο Θησέας άγγιξε αλαφριά τους ώμους του Χάρη και της Κρινός.

— Μην κλαίτε, τους είπε με τρυφερή φωνή. Δε φταίτε εσείς. Δεν μπορούσατε ν’ αντισταθείτε. Από τα σημάδια, που μου είπατε, κατάλαβα, ήταν ο θεός Διόνυσος. Έτσι τριγυρίζει τα νησιά μας, με κληματόφυλλα, με τριανταφυλλένια πανιά στο καράβι του και με μια λιόπαρδη.

Είπε ο Θησέας και τράβηξε προς την πρύμνα. Φούχτωσε το τιμόνι.

Η καρδιά του πονούσε. Τα μάτια του, χωρίς να το θέλει, γέμιζαν δάκρυα. Μα ο καθαρός αγέρας της θάλασσας του φύσηξε, ο νους του αντρείεψε, δάμασε τον πόνο.

«Έχω πολλά να κάμω, συλλογιζόταν, είμαι αρχηγός λαού, έχω ευθύνη... Ο γερο-βασιλιάς της Κρήτης θα ’χει λυσσάξει, θα ετοιμάζεται νά ’ρθει, να ξεπατώσει την πατρίδα μου... Δε θα τον αφήσω! Πάω να ετοιμαστώ κι εγώ!»

— Πιάστε και τα κουπιά! φώναξε στους συντρόφους του. Βιάζουμαι!

Θυμήθηκε τον πατέρα του, το γερο-Αιγέα. Με τι καρδιοχτύπι θα τον περίμενε! «Θα ’χει πια απελπιστεί, θα νομίζει πως μ’ έφαγε το θεριό. Και πού να ξέρει!...»

Κι αληθινά ο γερο-βασιλιάς της Αθήνας δεν μπορούσε πια να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε πια να φάει· συλλογιζόταν το γιο του.

— Θα τον έφαγε το θεριό!... μουρμούριζε, και τα κλάματα έτρεχαν ζεστά στα μαραμένα μάγουλά του.

Κατέβαινε στο ακρογιάλι, είχε βρει έναν υψηλό βράχο που προχωρούσε μέσα στη θάλασσα. Εκεί ανέβαινε κι αγνάντευε το πέλαγο.

Πότε άραγε θα φανεί απάνω στα κύματα το καράβι; Και θα φανεί με άσπρο το πανί του ή με το μαύρο χρώμα του θανάτου;

— Αθηνά, μουρμούριζε ο γερο-βασιλιάς, Αθηνά, βόηθα να γυρίσει ο γιος μου ζωντανός και θα σου χτίσω πάνω στην Ακρόπολη τον πιο όμορφο ναό του κόσμου, όλο μάρμαρο!

Τέτοια ταξίματα έκανε ο γερο-Αιγέας κι αγνάντευε το πέλαγο. Οι σύμβουλοι κι οι δημογέροντες τον έβλεπαν κάθε μέρα να λιώνει.

— Στείλε καράβια, του είπαν μια μέρα, να δουν αν έρχεται.

Έστειλε καράβια κι όλα είχαν γυρίσει πίσω.

— Είδαμε πολλά καράβια στο πέλαγο, είπαν οι καπετάνιοι. Ζυγώσαμε, φωνάξαμε· δεν ήταν κανένα το καράβι του γιου σου!

Χτες τη νύχτα ήρθε ένα καράβι κι είπε:

— Είδαμε ένα τρικάταρτο καράβι με μια χρυσή γοργόνα στην πλώρα. Ζυγώσαμε, φωνάξαμε:

«Μην είδατε το καράβι του Θησέα; Μην είδατε το καράβι του Θησέα;»

»Και μια γυναίκα πρόβαλε στην πλώρα, κι είχε ξανθά μαλλιά:

«Ποιο Θησέα;» είπε και γέλασε.

Ο γερο-βασιλιάς χαμήλωσε το κεφάλι.

— Θα τον έφαγε το θεριό... είπε κλαίγοντας.

Πήρε πάλι το δρόμο του γιαλού, έφτασε στο βράχο, ανέβηκε αγκομαχώντας.

— Δε θα σηκωθώ, είπε, δε θα σηκωθώ από εδώ, αν δε φανεί το καράβι του γιου μου! Τη νύχτα τούτη είδα όνειρο· χωρίς άλλο, σήμερα θά ’ρθει!

Κάθισε ο γερο-βασιλιάς, στράφηκε κατά το νότο και κοίταζε.

Οι ώρες περνούσαν, ο ήλιος ανέβηκε στον ουρανό, έφτασε το μεσημέρι. Το πέλαγο απλωνόταν έρημο, τρικυμισμένο, άγριο.

Ο γέρος κουράστηκε, αναστέναξε, έκλεισε τα μάτια. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.

Κοιμόταν και μια φωνή στον ύπνο του ακούστηκε να του μιλά σιγά σιγά:

— Άνοιξε τα μάτια, κοίταξε! Άνοιξε τα μάτια, κοίταξε!

Ο γερο-Αιγέας τινάχτηκε. Ο ήλιος πια έγερνε στη δύση του, ο Υμηττός είχε πάρει γλυκύτατο τριανταφυλλένιο χρώμα.

Ο βασιλιάς κοίταξε προς το νότο.

— Αθηνά, φώναξε, Αθηνά, τι βλέπω; Βοήθεια!

Κοίταξε πάλι. Ένα καράβι, το καράβι του γιου του, το γνώρισε, ζύγωνε. Ο γερο-βασιλιάς χλώμιασε· στο κατάρτι του ήταν σηκωμένο ένα μαύρο πανί!

Ο Αιγέας σηκώθηκε τρεκλίζοντας.

— Μου σκότωσαν το παιδί μου! φώναξε. Μου σκότωσαν το παιδί μου!

Έκαμε ένα βήμα, στάθηκε στην άκρα του βράχου. Κάτω από τα πόδια του, βαθιά, η θάλασσα μούγκριζε καταχτυπώντας τα βράχια.

— Δε θέλω πια να ζω! φώναξε σπαραχτικά ο γέρος. Θησέα μου, κατεβαίνω στον Άδη να σε δω!

Και με το κεφάλι μπροστά γκρεμίστηκε στο πέλαγο.

Το καράβι περνούσε τη στιγμή εκείνη δίπλα από το βράχο. Ο Θησέας είχε δει από μακριά έναν άνθρωπο να σαλεύει απάνω στο βράχο.

— Θα ’ναι ο πατέρας μου είπε, ο πατέρας μου και με περιμένει!

Φώναξε:

— Πατέρα! Πατέρα!

Μα ο αγέρας κι η βουή της θάλασσας έπνιξαν τη φωνή του.

Ο Θησέας είδε το γέρο να προχωράει, να στέκεται στην άκρα του βράχου, να φωνάζει. Έστησε το αυτί του ο Θησέας, δεν μπόρεσε να’ ακούσει.

— Τι φωνάζει; ψιθύρισε ο Θησέας ανήσυχος. Με είδε άραγε; Τι λέει; Θα του φωνάξω!

Μα πριν προφτάσει να σύρει πάλι φωνή, βλέπει το γερο-πατέρα του ν’ ανοίγει τα χέρια και να γκρεμίζεται από το βράχο.

— Πατέρα! φώναξε και τα κλάματα θάμπωσαν τα μάτια του. Πλαντούσε.

Σήκωσε το κεφάλι να πάρει αγέρα.

Και τότε έσυρε φωνή απελπισμένη· είδε τα μαύρα πανιά· από τη χαρά του, από τη βιάση του, είχε ξεχάσει να σηκώσει άσπρα πανιά στο καράβι του...


Νίκος Καζαντζάκης. [1981] 1986. Στα παλάτια της Κνωσού. Εισαγωγή και φιλολογική επιμέλεια: Βαγγέλης Αθανασόπουλος. Πρόλογος: Στρατής Πασχάλης. 3η έκδ. Αθήνα: Εστία.