Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Μιχάλης Γκανάς

Ομήρου Οδύσσεια


(απόσπασμα)

ω

Στον Κάτω Κόσμο φτάσανε γρήγορα οι μνηστήρες.
Οι συγγενείς τους πολιορκούν το παλάτι,
γυρεύοντας εκδίκηση.
Σπαραξικάρδια αναγνώριση Οδυσσέα και Λαέρτη.
Οι θεοί επιβάλλουν κατάπαυση πυρός!

Επίλογος: "έτσι σοφός που έγινες..."

Στον κάτω κόσμο φθάσανε γρήγορα οι μνηστήρες
με τον Ερμή ψυχοπομπό να σέρνει τις ψυχές τους
που ακολουθούσαν με στριγκλιές σαν να ’ταν νυχτερίδες.
Περάσανε τα άκαυτα, περάσαν τα καμένα,
ανηφοριές, κατηφοριές, ύπουλα μονοπάτια
ωκεανούς αδιάβατους, τέρατα και σημεία.
Και ύστερα διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδίλι
έφθασαν κάποτε εδώ στον δήμο των Ονείρων,
μόνιμο ενδιαίτημα όλων των πεθαμένων.
Είδωλα πλέον των ψυχών και ίσκιοι των σωμάτων.

Κι εκεί που δυο δεν περπατούν και τρεις δεν συντυχαίνουν,
είδαν ψυχές αθάνατες σαν να ’ταν Δροσουλίτες.
Τον Αγαμέμνονα μαζί με τον γοργό Αχιλλέα
εκεί στην κορυφογραμμή, χορεύοντας να λένε
τι άλλο: για τον θάνατο που είχε ο καθένας.
Του Αχιλλέα ένδοξος, του πρώτου πολεμάρχου,
μα τ’ Αγαμέμνονα άδοξος για έναν στρατηλάτη,
που τόση δόξα έσβησε μια τσεκουριά στην πλάτη,
όχι από τον Έκτορα αλλά απ’ την Κλυταιμνήστρα.

Ο Οδυσσέας έφθασε στο κτήμα του Λαέρτη
εκεί που ο πατέρας του ζούσε με λίγους δούλους
και μια σεβάσμια κυρά από τη Σικελία
που είχε τη φροντίδα του και τον γηροκομούσε.

(Πρόσφυγας θα ’τανε κι αυτή όπως και τόσες άλλες
που ήρθαν κι αναλάβανε παππούδες και γιαγιάδες.)

Τηλέμαχος κι οι δυο βοσκοί πήγαν να ετοιμάσουν
μια γουρνοπούλα νόστιμη με πέτσα σαν λουκούμι,
κι ο Οδυσσέας έτρεξε στο κάτω περιβόλι
να ψάξει τον πατέρα του. Λαχτάρα κι αγωνία.
Τον βρήκε ολομόναχο σε μία λεμονίτσα
να της μιλάει σιγανά και να την κανακεύει.
Τα ρούχα του παμπάλαια, τριμμένα, μπαλωμένα
κι ένα καπέλο γίδινο στην άσπρη κεφαλή του.
Τον πήρε ένα παράπονο να πάει εκεί κοντά του
και να τον πάρει αγκαλιά, πάνω του να τον σφίξει.
Πατέρας τού πατέρα του να γίνει για λιγάκι.

Αντί γι’ αυτό του μίλησε με σεβασμό κι αγάπη.
— Είσαι καλός με τα φυτά, μιλάτε ίδια γλώσσα.
Με μια κοντούλα λεμονιά σάς είδα να τα λέτε.
Συμπάθα με που θα το πω, μα διόλου δεν φροντίζεις
εσένα και τα ρούχα σου και την εμφάνισή σου.
— Η λεμονιά είναι μικρή κι εγώ πολύ μεγάλος,
είναι τελείως φυσικό εκείνη να προσέχω,
αλλά πώς βρέθηκες εδώ; Μπορώ να σε βοηθήσω;
— Ναι, αν μου πεις πού βρίσκομαι. Είμαστε στην Ιθάκη;
Είχα έναν φίλο κάποτε, τον λέγαν Οδυσσέα,
Ήτανε μου ’πε αποδώ. Πατέρας του ο Λαέρτης.
— Τότε πατάς τα χώματα της όμορφης Ιθάκης
κι έχεις μπροστά σου ζωντανό τον κύρη τ’ Οδυσσέα.
Μα πότε γνωριστήκατε εσύ και το παιδί μου;
— Πάνε δυο χρόνια που ’μεινε στο σπίτι μας για λίγο.
Περάσαμε πολύ καλά, γι’ αυτό και σε ρωτάω.
Και μη μου πεις ότι αυτός δεν έφτασε ακόμα!
— Δεν έφτασε, παιδάκι μου, κι ούτε ποτέ θα φτάσει.
Μπορεί και να τον έφαγαν τα άγρια θηρία
ή να τον ξεκοκάλισαν κάποια μεγάλα κήτη.
Δεν έχει τάφο, γιόκα μου, να γράφει τ’ όνομά του,
σαν να μην έζησε ποτέ, σαν να’ ταν ο Κανένας.

Κι όπως ήταν στα γόνατα, κάθισε όλος κάτω
και γέμισε τις χούφτες του με στάχτη για τ’ αμπέλι,
που έριχνε σιγά σιγά στην άσπρη κεφαλή του
κλαίγοντας μ’ αναφιλητά και δάκρυα ποτάμια.

Ο Οδυσσέας τον άρπαξε στα δυνατά του μπράτσα
κι ολόκληρο τον έκρυψε μέσα στην αγκαλιά του.
— Πατέρα, εγώ ’μαι ο γιόκας σου που χρόνια περιμένεις.
— Αν είσαι αλήθεια ο γιόκας μου, απόδειξέ το τώρα.
— Πριν τ’ αποδείξω, άκουσε τα νέα που σου φέρνω.
Εχτές το βράδυ σκότωσα τους άτιμους μνηστήρες,
Μαζί με το εγγόνι σου, που βγήκε παλικάρι.
Η Πηνελόπη ανάσανε, και όλο το παλάτι.
— Η χώρα όλη ανάσανε. Ξεβρόμισε ο τόπος!
Όποιος κι αν είσαι, γιόκα μου, εύγε σου και χαλάλι.
— Όσο για την απόδειξη πως είμαι το παιδί σου,
έλα να δεις το πόδι μου και πιάσε το σημάδι
που μου ’κανε στον Παρνασσό ο κάπρος που θυμάσαι.
— Καλά ’ναι αυτά που άκουσα, αλλά δεν έχεις άλλα;
Για πες μου κάτι πιο κρυφό κι ολότελα δικό μας.
— Μμμμ... θυμάσαι που φυτεύαμε δέντρα εδώ που στέκω
τη μέρα που μου χάρισες δάσος με οπωροφόρα;
— Α, μπράβο. Τώρα κάθισε και πες τα μου ένα ένα.
— Δέκα μηλιές, δέκα ροδιές, συκούλες δεκαπέντε...
— Και πόσες ήταν άγριες;
— Ήτανε τρεις, τις λέγαμε αρσενικές, θυμάσαι;
Οι άλλες ήταν θηλυκές και όλες περδικούλες.
— Πολύ καλά! Και κλήματα;
— Εξήντα, μετρημένα.
— Μαύρα ή άσπρα γιόκα μου;
— Μισά μισά πατέρα.
Αγκαλιαστήκανε σφιχτά και ποιός να τους χωρίσει...

Ο Χάροντας συμμάχησε με όλους τους εχθρούς τους,
και οι εχθροί πληθύνανε κι έρχονταν οπλισμένοι
να εκδικηθούν τον θάνατο παιδιών και αδερφών τους.
Πρωί πρωί που έμαθαν τα φοβερά μαντάτα
πήγαν και πήραν τα κορμιά, τα αιματοβαμμένα.
Τα έπλυναν, τα έκλαψαν, τα έθαψαν με θρήνους,
έβγαλαν λόγους πύρινους, χωρίστηκαν στη μέση.
Μισοί πήγαν στα σπίτια τους, κι άλλοι στου Λαέρτη,
πανέτοιμοι να χτυπηθούν, και όποιον πάρει ο Χάρος.

Μπήκαν στη μέση οι θεοί, η Αθηνά κι ο Δίας,
που ’χαν μπουχτίσει αίματα και δάκρυα και πόνους,
διέταξαν τις δυο πλευρές ν’ αφήσουνε τα όπλα,
τα χέρια τους να δώσουνε, να κάνουνε ειρήνη.
Είπανε και βροντήξανε και τα σκυλιά δεμένα!

Επίλογος

Έτσι σοφός που έγινες θα το ’χεις καταλάβει
ποιά είναι η θέση των θεών και ποιά ’ναι των ανθρώπων.
Ίσως εμείς τους πλάσαμε με δάκρυα και χώμα,
γι’ αυτό και μας ποτίζουνε τόση χολή και όξος,
μα δεν θα ήταν φρόνιμο να ζήσουμε χωρίς τους.

Όταν πεθαίνουν οι θεοί, πεθαίνουνε εντός μας,
και δηλητηριάζεται το ίδιο μας το αίμα.
Όταν αδειάζει ο ουρανός, αδειάζει ο κόσμος όλος,
οι θάλασσες και οι πηγές και του ματιού το δάκρυ,
κι αυτό φως το εφτάψυχο όλο και λιγοστεύει...

Όσο σοφός κι αν έγινες, δύσκολο να εννοήσεις:
Τ’ είναι θεός; Τί μη θεός; Και τί τ’ αναμεσό τους;

Σημ.
Έτσι σοφός που έγινες
Στίχος του Κ.Π. Καβάφη.

Τ’ είναι θεός; Τί μη θεός; Και τί τ’ αναμεσό τους;
Στίχος του Γιώργου Σεφέρη βασισμένος σε στίχο της Ελένης του Ευριπίδη.

Μιχάλης Γκανάς. 2016. Ομήρου Οδύσσεια. Αθήνα: Μεταίχμιο.