[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Rosemary Sutcliff
Οδύσσεια
Μετάφραση: Θεόδωρος Γούπος
Η μάγισσα Κίρκη
Ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι τώρα πια αρμένιζαν στο άγνωστο. Κάποτε έφτασαν σ’ ένα νησί. Αράξανε σ’ ένα ακρογιάλι και βγήκανε έξω να ξεκουραστούν. Δύο μέρες μείνανε εκεί θρηνώντας τους συντρόφους τους που χάθηκαν. Δεν τολμούσαν να προχωρήσουν πιο μέσα. Ο Οδυσσέας ήταν ο μόνος που δεν είχε χάσει το κουράγιο του.
Την αυγή της τρίτης ημέρας ο Οδυσσέας κατευθύνθηκε προς τον κάμπο. Σκαρφάλωσε στην κορφή ενός λόφου και τότε είδε να ανεβαίνει καπνός στον ουρανό. Ήθελε να πάει ώς εκεί για να μάθει πού βρισκόταν κι αν μπορούσε να ζητήσει βοήθεια, αλλά συγκρατήθηκε. Δεν ήξερε τι θα συναντήσει. Άλλωστε έπρεπε πρώτα να βρει κάτι να φάνε, γιατί μέρες τώρα ήταν νηστικοί.
Κι όπως συλλογιζόταν όλα αυτά περπατώντας μέσα στο δάσος, βλέπει μπροστά του ένα ελάφι, που κατέβαινε να πιει νερό. Ρίχνει μια κονταριά και το σκοτώνει. Ύστερα το φορτώνει στις πλάτες του και γυρίζει στους συντρόφους του.
«Σηκωθείτε πάνω», φώναξε. «Η ημέρα του θανάτου μας δεν έχει έρθει ακόμα. Πρέπει να ξεχάσουμε όσα έγιναν, για να αντέξουμε όσα μας περιμένουν. Εμπρός να ετοιμάσουμε γρήγορα να φάμε, να μη μας δέρνει η πείνα».
Με χαρά άναψαν οι σύντροφοι φωτιά και έψησαν το ελάφι. Όλη μέρα τρωγοπίνανε και παίρνανε δυνάμεις ώσπου σκοτείνιασε. Την άλλη μέρα νωρίς το πρωί ο Οδυσσέας τούς κάλεσε όλους να καθίσουν, να συζητήσουν κάποιο σχέδιο.
«Δεν ξέρουμε», τους είπε, «πού βρισκόμαστε, ούτε ποιοι κατοικούν σ’ αυτό το νησί. Όταν ανέβηκα σ’ εκείνη την κορυφή, είδα από κάπου μακριά να βγαίνει καπνός. Χρειάζεται να πάμε ώς εκεί για να μάθουμε. Πρέπει να ζητήσουμε βοήθεια! Θα χωριστούμε σε δύο ομάδες. Η μία θα μείνει εδώ να φυλάει το καράβι κι η άλλη θα πάει να εξερευνήσει το νησί».
Μούδιασαν οι σύντροφοι του Οδυσσέα. Στα λόγια του θυμήθηκαν τη συμφορά που τους βρήκε στη χώρα των Λαιστρυγόνων. Ο Οδυσσέας χώρισε τους άντρες του σε δύο ομάδες. Στη μία όρισε αρχηγό το θαρραλέο Ευρύλοχο και στην άλλη ανέλαβε ο ίδιος. Ύστερα έριξε σ’ ένα κράνος λαχνούς για να δούνε ποια ομάδα θα πάει να εξερευνήσει το νησί. Ο κλήρος έλαχε στην ομάδα του Ευρύλοχου.
Έτσι, λοιπόν, ο Ευρύλοχος με είκοσι άντρες ξεκίνησε για το εσωτερικό του νησιού. Οι άλλοι με τον Οδυσσέα έμειναν να προσέχουν το πλοίο. Για αρκετή ώρα περπάτησαν ο Ευρύλοχος και οι άντρες του μέσα από λαγκάδια και δάση, ώσπου αντίκρισαν στην κορυφή ενός λόφου ένα μαρμάρινο κτίσμα. Ήταν το ανάκτορο της όμορφης μάγισσας Κίρκης, της κόρης του θεού Ήλιου. Καθώς προχωρούσαν, τους τριγύριζαν λύκοι και λιοντάρια, μα δεν τους ενοχλούσαν. Η Κίρκη τα είχε ημερώσει όλα με μαγικά βότανα. Σαν έφθασαν στην πόρτα, άκουσαν από μέσα τραγούδι από μια γλυκιά γυναικεία φωνή.
Κάποιος από τους άντρες φώναξε. Εκείνη σταμάτησε το τραγούδι, σηκώθηκε κι άνοιξε τις μεγάλες πόρτες και τους είπε να περάσουν μέσα. Μπήκαν όλοι εκτός από τον Ευρύλοχο, που κάτι δεν του καλοάρεσε στο καλωσόρισμα της μάγισσας,
Η Κίρκη τούς οδήγησε στη μεγάλη αίθουσα, τους έβαλε να καθίσουν σε όμορφους θρόνους και τους κέρασε τυρί, ξανθό μέλι και υπέροχο κρασί. Μες στο κρασί τους, όμως, έριξε μαγικά βότανα, που τους έκαναν να ξεχάσουν την πατρίδα τους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αφού ήπιανε και μέθυσαν, η Κίρκη, χτυπώντας τους με το ραβδί της, τους μεταμόρφωσε σε χοίρους και τους οδήγησε στο στάβλο.
Σαν τα είδε όλα αυτά ο Ευρύλοχος, κρυμμένος μες στον κήπο, ξεκίνησε τρέχοντας για την παραλία.
«Η μάγισσα Κίρκη, η αρχόντισσα του νησιού αυτού, που λέγεται Αιαία, μάγεψε τους συντρόφους μας», είπε ταραγμένος, «και τους μεταμόρφωσε σε γουρούνια! Πάμε να φύγουμε αμέσως για να γλιτώσουμε!»
Ο Οδυσσέας, ακούγοντας τη φοβερή είδηση, ζώστηκε το μεγάλο του σπαθί, πήρε το τόξο του και ξεκίνησε για το ανάκτορο της Κίρκης. Ζήτησε από τον Ευρύλοχο να πάει μαζί του για να του δείχνει το δρόμο, αλλά εκείνος αρνήθηκε:
«Δεν μπορώ, Οδυσσέα, άσε με εδώ, σε ικετεύω», τον παρακάλεσε. «Αλλά ούτε κι εσύ να πας, γιατί ξέρω πως δε θα γυρίσεις κι ούτε θα φέρεις κανέναν πίσω. Ας φύγουμε τώρα απ’ αυτόν τον καταραμένο τόπο να σωθούμε».
Έτσι ο Οδυσσέας ξεκίνησε μόνος του να αντιμετωπίσει τη μάγισσα Κίρκη. Στο δρόμο του φανερώθηκε έχοντας την όψη όμορφου νέου ο θεός Ερμής, ο αγγελιαφόρος των θεών.
Τον έπιασε φιλικά απ’ το χέρι και του μίλησε με ειλικρίνεια.
«Ξέρεις πού πας, δύστυχε, ολομόναχος; Στην Κίρκη πας με τα πολλά μαντριά τα γεμάτα χοίρους. Όπως μεταμόρφωσε σε χοίρους τους συντρόφους σου, χοίρο θα σε κάνει κι εσένα. Εγώ, όμως, θα σε σώσω από την τρομερή μοίρα σου. Θα σου δώσω ένα μαγικό βοτάνι. Κράτησέ το πάνω σου για να μη σε πιάνουν τα μάγια της. Αυτό διώχνει απ’ τον άνθρωπο κάθε κακό», είπε ο Ερμής. «Μα άκουσε να σου πω όλα τα τεχνάσματά της και πώς θα τα αντιμετωπίσεις. Πρώτα θα σου δώσει να φας ένα χυλό, όπου θα σου έχει ρίξει τα μαγικά της βότανα. Εσένα, όμως, δε θα σε πιάσουν χάρη σ’ αυτό το καλό βοτάνι, που σου έδωσα. Ύστερα θα ’ρθει να σ’ αγγίξει με το ραβδί της, μα εσύ τράβα το σπαθί σου κι όρμα πάνω της, απειλώντας πως θα τη σφάξεις. Εκείνη τότε θα φοβηθεί, θα σε καλοπιάσει κι ύστερα θα σου πει να κοιμηθείς μαζί της. Εσύ μην αρνηθείς, αν θες να σώσεις τους συντρόφους σου. Ζήτησέ της, όμως, πρώτα να σου δώσει τον όρκο των θεών πως δε θα σου κάνει κακό, πως δε θα σου πάρει τη δύναμή σου, όταν θα πλαγιάσεις κοντά της».
Τελειώνοντας ο φτεροπόδαρος Ερμής, ξερίζωσε ένα βοτάνι με μαύρη ρίζα κι άσπρο άνθος, που το έλεγαν μώλυ, και του το ’δωσε.
«Κράτα το», του είπε και χάθηκε στον ουρανό. Φθάνοντας ο Οδυσσέας στο μαρμάρινο ανάκτορο της Κίρκης, εκείνη τον καλοδέχτηκε και τον έβαλε να καθίσει σ’ ένα θρόνο. Του ’βαλε σκαμνί κάτω από τα πόδια του και τον κέρασε σε χρυσό ποτήρι ξέχειλο με τα μαγικά της. Όταν τον είδε να πίνει και να μην τον πιάνουν τα μάγια της, σήκωσε το ραβδί της, να τον χτυπήσει. Ο Οδυσσέας τράβηξε το σπαθί του και όρμησε πάνω της κάνοντας πως θα τη σφάξει, όπως τον συμβούλευσε ο Ερμής. Εκείνη έβαλε τις φωνές κι έπεσε στα πόδια του.
«Ποιος είσαι εσύ;» ρώτησε. «Πώς έγινε να πιεις τέτοια βότανα και να μη σε μαγέψουν, αφού κανένας άνθρωπος ώς τώρα δεν άντεξε στα μάγια μου! Εσύ πρέπει να είσαι ο Οδυσσέας! Αυτός που μου ’λεγε κάποτε ο Ερμής ότι θα ’ρθει εδώ μια μέρα καθώς θα γυρίζει από την Τροία. Βάλε τώρα το κοφτερό σπαθί στη θήκη του κι έλα στο κρεβάτι μου να πλαγιάσεις μαζί μου χαρίζοντάς μου την αγάπη σου».
«Πώς μου ζητάς να είμαι γλυκός μαζί σου, εσύ που έκανες χοίρους τους συντρόφους μου», είπε ο Οδυσσέας. «Τώρα πας να ξεγελάσεις κι εμένα για να πάρεις όλη μου τη δύναμη! Μα εγώ ποτέ δε θα πλαγιάσω μαζί σου, αν δε μου ορκιστείς με τον πιο μεγάλο όρκο πως δε θα ξανασκεφτείς κακό για μένα».
Γονάτισε η Κίρκη και έδωσε τον όρκο των θεών. Ύστερα αγκαλιαστήκανε και ο Οδυσσέας πλάγιασε μαζί της στο όμορφο κρεβάτι. Όταν σηκωθήκανε, οι γυναίκες στρώσανε τραπέζι και φέρανε χρυσά πανέρια με φαγητά. Με γλυκό κρασί γέμισαν τα χρυσά ποτήρια. Έπειτα οδηγήσανε τον Οδυσσέα στο λουτρό, τον λούσανε, τον στολίσανε και η κούρασή του έφυγε.
Στο τραπέζι ο Οδυσσέας κάθισε πλάι στην Κίρκη σ’ ένα λεπτοδουλεμένο κάθισμα, μα δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του κι ήταν λυπημένος. Είδε η Κίρκη πως ο καλεσμένος της δεν άπλωνε το χέρι του στα νόστιμα φαγητά και του είπε:
«Γιατί, Οδυσσέα, στέκεσαι λυπημένος και βουβός; Έχεις μπροστά σου τέτοια φαγητά κι ούτε τα αγγίζεις. Εκτός κι αν πιστεύεις ότι θέλω ακόμα το κακό σου!»
Αν θέλεις με την καρδιά σου να φύγει ο πόνος μου, τότε λύσε τα μάγια από τους συντρόφους μου, να τους ξαναδώ να χαρεί η ψυχή μου».
Τότε η Κίρκη, που πια δεν μπορούσε να χαλάσει χατίρι στον Οδυσσέα, τον πήρε από το χέρι και πήγαν στο μαντρί. Εκεί με μαγικό λάδι άλειψε τους χοίρους. Εκείνοι ξανάγιναν άνθρωποι, πιο ωραίοι και πιο νέοι απ’ ό,τι ήταν πριν. Αμέσως τρέξανε κοντά στον Οδυσσέα, του έσφιγγαν τα χέρια και κλαίγανε με αναφιλητά, ευχαριστώντας τον.
Χαρούμενη η μάγισσα Κίρκη τούς προσκάλεσε στο ανάκτορό της και ο Οδυσσέας πήγε να φέρει τους υπόλοιπους.
Σαν τον είδαν εκείνοι, όρμησαν πάνω του και τον αγκάλιασαν.
«Ελάτε όλοι μαζί μου», τους πρόσταξε ο Οδυσσέας. «Οι σύντροφοί μας είναι καλά, και η μάγισσα Κίρκη μάς προσφέρει τη φιλοξενία της».
Όλοι υπάκουσαν στα λόγια του Οδυσσέα. Μόνο ο Ευρύλοχος δεν ήθελε να ακούσει τίποτα.
«Πού θέλετε να πάμε, δύστυχοι!» είπε ο Ευρύλοχος. «Αν πατήσουμε στο σπίτι της Κίρκης, θα μας κάνει όλους χοίρους, λιοντάρια και λύκους. Μην πιστεύετε τον Οδυσσέα, είναι μαγεμένος! Αυτός δεν ήταν η αιτία που τόσοι σύντροφοί μας χάθηκαν στη σπηλιά του Πολύφημου; Φτάνει πια! Μην τον ακολουθείτε».
Ο Οδυσσέας θύμωσε και λίγο έλειψε να επιτεθεί με το σπαθί του στον Ευρύλοχο. Μα ευτυχώς τον συγκράτησαν οι άλλοι.
«Κάθισε εσύ εδώ μόνος σου, Ευρύλοχε», είπε ο Οδυσσέας, «κι όποιος με εμπιστεύεται ας με ακολουθήσει».
Όλοι τον ακολούθησαν. Ακόμα κι ο Ευρύλοχος γιατί τρόμαξε μπροστά στην αποφασιστικότητα του Οδυσσέα. Βρήκανε τους άλλους στολισμένους, καθαρούς και μυρωδάτους στρωμένους στο τραπέζι και ανάμεσά τους η Κίρκη να λάμπει. Οι σύντροφοι ριχτήκανε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου.
«Οδυσσέα, άκουσέ με», είπε η Κίρκη. «Φτάνουν πια τα δάκρυα που χύσατε. Ξέρω όλα τα βάσανα και τις συμφορές που σας βρήκαν. Μείνετε στο παλάτι μου να ξεκουραστείτε και να συνέλθετε. Κι όταν πάλι θελήσετε να φύγετε, εγώ όχι μόνο δε θα σας εμποδίσω, αλλά και θα σας βοηθήσω».
Το σκέφτηκαν καλά και αποφάσισαν να μείνουν. Όλα ήταν υπέροχα, άφθονα και πλούσια, πιοτό, φαγητό και καλοπέραση.
Rosemary Sutcliff. 2010. Οδύσσεια. Μετ. Θεόδωρος Γούπος. Αθήνα: Σύγχρονοι ορίζοντες. Τίτλος πρωτοτύπου: The Wanderings of Odysseus (London: Frances Lincoln Children’s Books, 1995).