Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Friedrich Schiller

Τα νικητήρια

Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου


Ήταν σκόνη, ήτανε στάχτη τώρα η Τροία,
σωριασμένο πια του Πρίαμου το καστρί·
μεθυσμένοι από τη νίκη, φορτωμένοι
με τα λάφυρα τα πλούσια, οι Αχαιοί
στα ψηλά τους πάνω κάθονταν καράβια
στου Ελλησπόντου αράδα αράδα το γιαλό·
στο ταξίδι ο νους τους, στην Ελλάδα
την ωραία να ξαναπάν με το καλό.
«Μπρος! Τραγούδια τραγουδήστε της χαράς.
Στην πατρίδα μας γυρίζουμε απ’ τα ξένα.
Προς τις πατρικές γωνιές
τ’ άρμενά μας στέκουν τώρα γυρισμένα.»

Οι Τρωαδίτισσες στα δάκρυα βουτηγμένες,
κάθονταν σειρές σειρές
και, χλωμές, στηθοκοπιόνταν
με λυμένα τα μαλλιά τους, θλιβερές.
Με το ξέφρενο χαρούμενο γιορτάσι
σμίγαν μοιρολόι πικρό
και θρηνούσανε τα βάσανα, τα πάθια
τα δικά τους μες στης χώρας το χαμό.
«Χώμα πατρικό, έχε γεια.
Πέρα, αλάργα απ’ της πατρίδας το λιμάνι
ξένο αφέντη ακολουθούμε τώρα εμείς.
Ω, καλότυχοι είν’ αυτοί που ’χουν πεθάνει.»

Προσφορά προς τους αθάνατους, το θύμα
καίει ο Κάλχας στο βωμό.
Στην Παλλάδα δέεται, πόλεων θεμελιώτρα
και ρημάχτρα, και στου πέλαου το θεό,
τον τρανό τον Ποσειδώνα, που όλη
ζώνει ολόγυρα με κύματα τη γη,
και στο Δία, που φοβερίζοντας, βροντώντας
τη βαριά του αιγίδα σειεί.
«Πάει ο πόλεμος! Μακρόχρονος, σκληρός,
μα τον έχουμε κερδίσει·
η μεγάλη έπεσε πόλη· των καιρών
έχει ο κύκλος τώρα κλείσει.»

Ο μεγάλος αρχηγός, ο γιος του Ατρέα,
βάζει στη γραμμή, μετρά
τους λαούς που εδώ στου Σκάμαντρου τη χώρα
είχαν έρθει μια φορά.
Του τρανού αρχηγού τα μάτια
λύπης σύννεφα σκεπάζουν σκοτεινά·
απ’ τα πλήθη που μαζί του εδώ είχε πάρει
λίγους φέρνει στις πατρίδες τους ξανά.
«Της χαράς ας πει τραγούδι όποιος θα δει
της πατρίδας του και πάλι τ’ ακρογιάλι,
όποιου η ζήση ακόμη ανθεί·
γιατί, βλέπεις, δε γυρίζουν όλοι πάλι.»

Μα κι εκείνος που γυρίζει
δεν το ξέρει αν θα χαρεί το γυρισμό·
ίσως φόνο δολερό να του ετοιμάζουν
στου σπιτιού του το βωμό.
Από φίλου μοχθηρία πόσοι χαθήκαν,
που απ’ τη μάχη είχαν σωθεί τη φονική!
Ο Οδυσσέας, που η Παλλάδα τον εμπνέει,
έτσι λέει κι είν’ η ματιά του μαντική.
«Ναι, χαρά στον που το ταίρι το πιστό
καθαρό και αγνό το σπίτι του φυλάει·
τι έχει κάλπικο η γυναίκα φυσικό
και ν’ αλλάζει πάντα η άτιμη αγαπάει.»

Ο Μενέλαος την καλή του, που με αγώνα
ξαναπήρε, με καμάρι την κοιτά,
το πανέμορφο κορμό αγκαλιάζει —ω μάγια!—
κι η χαρά τονε μεθά.
Το κακό ποτέ δεν πρέπει να προκόβει·
τιμωρία την κακή πράξη ακολουθεί·
γιατί δίκια, από ψηλά, του γιου του Κρόνου
πάντα κυβερνά η βουλή.
«Κακό τέλος θα ’χει πάντα το κακό·
δικαιοσύνης ζυγαριά κρατάει ο Δίας
και στο γένος που εγκλημάτισε χτυπά
την παράβαση του νόμου της ξενίας.»

Ο λεβέντης γιος του Οιλέα μιλεί και λέει:
Οι καλότυχοι ας δοξάζουν κι ας υμνούν
τους θεούς, που απ’ τα θρονιά τους
τα ψηλά μάς κυβερνούν.
Τ’ αγαθά μοιράζει η Τύχη
δίχως έγνοια δικαιοσύνης ή εκλογής·
ο Θερσίτης στο σπιτάκι του γυρίζει
και τον Πάτροκλο τον τρώει η μαύρη γης.
«Αφού η Τύχη τους λαχνούς της στα τυφλά
ρίχνει κι όπως της αρέσει,
ας φωνάξει, ας ξεφωνίσει από χαρά
σ’ όποιον έχει της ζωής ο κλήρος πέσει.»

Ναι, τους άριστους ο πόλεμος συντρίβει.
Στων Ελλήνων τις γιορτές
να ’ναι αθάνατη η δικιά σου η μνήμη, αδέρφι,
που ήσουν πύργος μες στης μάχης τις γραμμές.
Όταν καίονταν των Ελλήνων τα καράβια,
απ’ το χέρι σου τους ήρθε ο λυτρωμός·
τ’ όμορφο όμως το βραβείο
ο πολύπραγος το πήρε, ο πονηρός.
«Πάντα ειρήνη στο ιερό
λείψανό σου! Οχτροί δε σ’ άρπαξαν εσένα·
ο Αίας εχάθη από το χέρι του· ο θυμός
καταστρέφει τους καλύτερους, οϊμένα!»

Στον τρανό του ο Νεοπτόλεμος πατέρα
χύνει τώρα απ’ το κρασί του μια χοή.
Απ’ αυτής της γης τις μοίρες
είναι, κύρη μου, η δικιά σου η πιο ακριβή·
η ζωή πολλά αγαθά κι αν έχει,
είναι η δόξα το αγαθό το πιο ψηλό·
το κορμί το τρώει το χώμα,
τ’ όνομα όμως δεν πεθαίνει το τρανό.
«Μέσα στο έπος, αντρειωμένε εσύ, το φως
πάντ’ αθάνατο της δόξας σου θα μείνει·
πάντα υπάρχουν οι νεκροί,
ενώ γρήγορα η ζωή η επίγεια σβήνει.»

Ο Διομήδης τότε κρένει:
Αν του τραγουδιού η λαλιά
για τον άντρα που νικήθηκε σωπαίνει,
για τον Έχτορα εγώ δίνω μαρτυριά·
για τον άντρα που έχει δώσει τη ζωή του
για υπεράσπιση βωμών προγονικών·
αν στεφάνι ο νικητής λαμπρότερο έχει,
ο ωραιότερος σκοπός τιμάει αυτόν.
«Όταν ο άνθρωπος βωμούς προγονικούς
διαφεντεύοντας σκεπάστηκε απ’ το χώμα
της πατρίδας, τ’ όνομά του με τιμή
και στου εχθρού του ζει το στόμα.»

Τώρα ο Νέστορας, παλιός κρασοπατέρας,
που έχει ζήσει τρεις ανθρώπινες γενιές,
δίνει το ανθοστέφανο ποτήρι
στην κλαμένη Εκάβη: Πιες
της δροσιάς αυτό το ανάμα
και τον πόνο το μεγάλο ξέχνα πια·
δώρο είναι του Βάκχου, θάμα,
βάλσαμο είναι στη σκισμένη την καρδιά.
«Το μεγάλο σου τον πόνο ξέχνα πια·
έλα πιες το της ζωής αυτό το ανάμα·
βάλσαμο είναι στη σκισμένη την καρδιά,
δώρο είναι του Βάκχου, θάμα.»

Ως κι η Νιόβη που την είχε σημαδέψει
των θεών η οργή βαριά,
των σταχυώνε τον καρπό λιγάκι εγεύτη
κι έτσι βρήκε στον καημό παρηγοριά.
Όσο γύρω από τα χείλια αφροκοπάει
η ζωογόνα αυτή πηγή,
μες στα κύματα της Λήθης πέφτει η θλίψη
κι απομένει εκεί βουβή.
«Ναι, όσην ώρα αυτή η πηγή
της ζωής γύρω στα χείλια αφροκοπάει,
το νερό της Λησμονιάς
κάθε θλίψη βουβή μέσα του κρατάει.»

Κι η προφήτισσα η Κασάντρα, που ο θεός της
της συνέπαιρνε το νου,
την πατρίδα της κοιτούσε απ’ το καράβι
τυλιγμένη μες σε σύννεφα καπνού:
Πλάσματα της γης! Καπνός είστε όλα!
Σαν αχνός, που τον σκορπά λαφριά πνοή,
χάνονται της γης τα μεγαλεία·
αιώνιοι μοναχά οι θεοί.
«Οι έγνοιες ζώνουν καβαλάρηδων φαριά
και του ναύτη ζώνουν τ’ άρμενα· ας χαρούμε
σήμερα την πρόσκαιρη ζωή·
ποιός το ξέρει αν αύριο θα μπορούμε;»

Θρασύβουλος Σταύρου. χ.χ. Στο ζυγό του στίχου μου. Μεταφράσεις ποιημάτων. Αθήνα.