Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Friedrich Schiller

Η ελευσίνια γιορτή

Μετάφραση: Θρασύβουλος Σταύρου


Πλέξτε στεφάνια τα ολόχρυσα στάχυα,
γαλαζολούλουδα βάλτε μαζί.
Από χαρά όλα τα μάτια να λάμψουν
κι έρχεται τώρα η βασίλισσα, αυτή
που τους ανθρώπους, τον έναν στον άλλον, τους φέρνει κοντά,
τ’ άγρια τα ήθη ημερώνει,
κι όπου ήταν πρώτα νομάδων σκηνές,
μόνιμα σπίτια γερά, ειρηνικά, θεμελιώνει.

Χώνονταν σκιαγμένοι οι τρωγλοδύτες
μέσα σε βουνών σπηλιές·
όπου είχαν διαβεί νομάδες,
όλα εκεί τα βοσκοτόπια ήταν ερμιές·
τριγυρνούσε μες στη χώρα ο κυνηγός
με κοντάρι, με δοξάρι· αλί στον ξένο
που σε τέτοια ακρογιαλιά της συμφοράς
ένα κύμα θα τον έριχνε οργισμένο.

Και το δρόμο της η Δήμητρα ως τραβούσε
τη χαμένη αναζητώντας κοπελιά,
χαιρετούσε την αχτή τη ρημαγμένη·
ανθισμένο εκεί λιβάδι πουθενά.
Πού να μείνει; Εδώ έναν τόπο πού να βρει
η θεά που να τον νιώθει λίγο οικείο;
Δεν υπάρχει ούτε κολόνα ενός ναού
για σημάδι πως λατρεύεται το θείο.

Στάχυα εδώ γλυκά δεν έχει
τους αγνούς τους να προσφέρουνε καρπούς,
ψήνει ανθρώπινα κορμιά η φωτιά μονάχα
πάνω σε φριχτούς βωμούς.
Δυστυχία βρήκε παντού
όπου και να γύρισε, όπου
και να πήγε, κι η μεγάλη της ψυχή
την κατάντια κλαίει του ανθρώπου.

«Πώς! Τον άνθρωπο έτσι εγώ τον ξαναβρίσκω,
τη δικιά μας που του δώσαμε μορφή,
που με μέλη αρμονικά στου Ολύμπου επάνω
πάντα τις κορφές ανθεί;
Την πλατιά αγκαλιά της γης
δεν του δώσαμε δικιά του να την έχει,
κι άθλιος, δίχως μια πατρίδα, μια γωνιά,
μέσα στο ίδιο το βασίλειο του έτσι τρέχει;

Θεός κανείς δεν τον λυπάται; Απ’ των μακάριων
τους Χορούς λοιπόν κανείς
το θεϊκό του χέρι δεν απλώνει
να τον σύρει απ’ το βυθό τέτοιας ντροπής;
Ξένος πόνος δεν τους ’γγίζει πάνω κει
στ’ ουρανού τ’ αθόλωτα ύψη·
μα τα βάσανα του ανθρώπου νιώθω εγώ,
η καρδιά μου μέσα δω η βαριά από θλίψη.

Πρέπει ο άνθρωπος, αν άνθρωπος αλήθεια
θέλει να γενεί σωστός,
ένωση να στήσει αιώνια,
και στη γη, σεβάσμια μάνα του, πιστός,
των ωρών το νόμο να τιμά,
των μηνών την άγια την πορεία,
που βαδίζουνε με τάξη σιωπηλή,
μέσα στην ουράνια μελωδία.»

Τη νεφέλη που την κρύβει από τα μάτια
έσκισε η θεά απαλά, κι εκεί
ξάφνω στων αγριάνθρωπων τη μέση
πρόβαλε, μορφή θεϊκή.
Σε συμπόσιο, για μια νίκη, να γλεντά
το τραχύ τ’ ασκέρι βρίσκει.
Αίμα σε μια κούπα αυτοί
της προσφέρουν για κανίσκι.

Μα με φρίκη, μ’ αηδία η θεά γυρίζει
το κεφάλι της και λέει: «Άγριων θεριών
ματωμένα φαγοπότια
δε δροσίζουν χείλια θεών.
Καθαρή ο θεός θυσία ζητά,
θέλει με τ’ αγνά τα δώρα
των αγρών να τον τιμούν,
του φθινόπωρου όσα φέρνει πλούσια η ώρα.»

Απ’ του κυνηγού το τραχύ χέρι
τότε παίρνει το κοντάρι το βαρύ,
με την άκρη του στ’ αφράτο χώμα ανοίγει
έν’ αυλάκι, από τα στάχυα, που φορεί
στο κεφάλι για στεφάνι, ένα σπυρί
βγάζει, δύναμη γεμάτο, και το χώνει
μέσα στο άνοιγμα, κι η ορμή,
νά, του φύτρου ευθύς φουσκώνει.

Στάχυα πράσινα στολίζουν
τα χωράφια πέρα ώς πέρα στη στιγμή,
κι όσο φτάνουνε τα βλέμματα, σε λίγο
ενός λόγγου λες χρυσοί κυματισμοί.
Η θεά χαμογελάει, βλογάει τη γη,
δένει πρώτη ένα χερόβολο, διαλέει
δυο τρεις πέτρες απ’ τον κάμπο για τη στια
και το θείο της στόμα λέει:

«Δία πατέρα, μέσα στα ύψη των αιθέρων
των θεών όλων βασιλιά,
δώσε τώρα ένα σημάδι ότι η θυσία
που προσφέρνουνε σου ευφραίνει την καρδιά.
Κι απ’ τα μάτια αυτού του δύστυχου λαού,
που δεν ξέρει τ’ όνομά σου,
απομάκρυνε το νέφος το πυκνό,
ν’ αντικρίσει πια το φως τη θεότητάς σου.»

Στον ψηλό του θρόνο ο Δίας ακούει
τη θερμή ικεσία της αδερφής
και βροντώντας από ξάστερα ύψη ρίχνει
φτερωμένο αστροπελέκι κάτω ευθύς.
Ο βωμός πιάνει φωτιά· τριζοβολά,
στροβιλίζεται και στα ύψη η φλόγα ορμάει
κι από πάνω της με διάπλατες ο αϊτός
τις φτερούγες του γυρνάει, όλο γυρνάει.

Τότε χαρά δυνατή συνεπαίρνει τα πλήθη
και γονατίζουν στα πόδια μπροστά της κυράς
και μες στις άγριες ψυχές ένα ρίγος
πρωτοσαλεύει ανθρωπιάς·
το σκοτεινό τους ανοίγουνε νου,
τα ματωμέν’ από πάνω τους όπλα πετάνε,
και τη θεϊκή διδαχή στην ψυχή
απ’ της αφέντρας το στόμα ρουφάνε.

Απ’ τους θρόνους τους οι ουράνιοι
κατεβαίνουνε στη γη,
το Χορό τους η ίδια η Θέμη τόνε σέρνει,
με το δίκιο της ραβδί
τα δικαιώματα μετρά του καθενός,
των συνόρων τα λιθάρια η ίδια βάζει
και της Στύγας τις δυνάμεις τις κρυφές
μάρτυρες να μπούνε κράζει.

Νά από πίσω ο γιος του Δία, αυτός που ο νους του
πάντα βρίσκει, που ’ναι θεός του καμινιού,
τεχνικών αγγείων ο πλάστης,
πρωτομάστορας του μπρούντζου, του πηλού.
Δείχνει ο Ήφαιστος την τέχνη της μασιάς,
τη δουλειά του φυσερού, και μάνι μάνι
κάτω απ’ της βαριάς του τις σφυριές
έν’ αλέτρι πρωτοφτιάνει.

Η Αθηνά, που ξεχωρίζει πάνω απ’ όλους,
το κοντάρι της κρατάει το σεβαστό·
και προστάγματα η βροντόκραχτη φωνή της
στο θεϊκό δίνει στρατό.
Για σκεπή και προστασία του καθενός
θέλει κάστρο δυνατό να θεμελιώσει
και τα πλήθη που είναι τώρα σκορπιστά
σ’ ένα μόνοιασμα καλόκαρδο να ενώσει.

Τα κυρίαρχα βήματά της
φέρνει γύρω μες στον κάμπο τον πλατύ
και τ’ αχνάρια των ποδιών της
των συνόρων ο θεός ακολουθεί.
Γύρω, ολόγυρα στου λόφου τα ριζά
το σκοινί η θεά μετρώντας σέρνει
και την κοίτη του ρυακιού του ορμητικού
κι αυτή μέσα στον ιερό το χώρο παίρνει.

Νύμφες των βουνών, Ορειάδες,
που την Άρτεμη τη γρήγορη ακλουθούν
στα βουνίσια μονοπάτια και στα χέρια
κυνηγιού κοντάρια σειούν,
έρχονται όλες να βοηθήσουν, η βοή
της χαράς έχει ξεσπάσει,
τα πελέκια τους βαρούν
και των πεύκων πέφτουν τρίζοντας τα δάση.

Απ’ το πράσινό του κύμα ο θεός προβαίνει
που έχει βούρλα για στεφάνι στα μαλλιά
και στη θέση που τον πρόσταξε η Παλλάδα
τη βαριά ξυλεία κυλά·
μα και οι Ώρες οι αλαφρόζωστες πετούν,
στη δουλειά κι εκείνες μπαίνουν
κι έτσι κάτω από τα χέρια τους, γοργά,
οι τραχιοί κορμοί ομορφαίνουν.

Και της θάλασσας ο θεός γοργά σιμώνει·
μ’ ένα χτύπημα της τρίαινας δυνατό
σπάει κολόνες γρανιτένιες
απ’ της γης το σκελετό·
σφαίρα ως να ’τανε λαφριά,
μες στ’ αδάμαστά του χέρια τις σηκώνει
και μαζί με τον Ερμή, το σβέλτο θεό,
του καστριού τα μετερίζια ορθοπυργώνει.

Μια απ’ της λύρας τις χρυσές χορδές το Φοίβος
τη λαμπρή αρμονία ξυπνά
και τη μελωδία· ξυπνά του χρόνου
το γλυκό ρυθμό. Και νά,
με το εννιάφωνο τραγούδι του ο Χορός
των Μουσών γοργά προβάλλει
και μονάχες με τον ήχο οι πέτρες παν
και κολλούν η μια στην άλλη.

Τα πλατιά βάζει θυρόφυλλα στις πύλες
η Κυβέλη με σοφία και μαστοριά,
βάζει μάνταλους και αμπάρες
που να κλείνουνε γερά.
Το θαυμάσιο τέλειωσε έργο, χέρια θεών
το ’χουν γοργοστήσει, κι όλοι
μ’ όψη γιορτινή οι ναοί
στέκουν κιόλας γελαστοί και φεγγοβόλοι.

Η βασίλισσα των θεών σιμώνει τώρα
με στεφάνι από μυρτιά
και τον πιο όμορφο βοσκό στη βοσκοπούλα
που ’ναι η πιο όμορφη οδηγεί, τον πάει κοντά.
Η Αφροδίτη με τον Έρωτα βοηθό
αρχινά το νυφοστόλι
και τους νιόνυφους βλογούν
και χαρίσματα οι θεοί τους φέρνουν όλοι.

Ξεκινούν οι νέοι πολίτες·
των μακάριων ο Χορός τους οδηγεί·
αρμονίες τούς συνοδεύουν, και βαδίζουν
προς την πύλη τη φιλόξενα ανοιχτή.
Στο βωμό του Δία η Δήμητρα κοντά
ιέρειας εκτελώντας χρέη
με υψωμένο το ένα χέρι της βλογά
το λαό κι αυτά του λέει:

«Είναι λεύτερος ο θεός μες στον αιθέρα,
λευτεριά αγαπά το ζώο μες στις ερμιές,
η εντολή της Φύσης ξέρει να δαμάζει
μες στα στήθια τους τις άγριες ορμές·
αλλά ο άνθρωπος, ανάμεσα στους δυο,
στου άλλου ανθρώπου πάντα ας στέκεται το πλάι·
μόνο με την αρετή
λευτεριά και δύναμη αποχτάει.»

Πλέξτε στεφάνι τα ολόχρυσα στάχυα,
γαλαζολούλουδα βάλτε μαζί.
Από χαρά όλα τα μάτια να λάμψουν
κι έρχεται τώρα η βασίλισσα, αυτή
που τους ανθρώπους, τον ένα στον άλλον, τους φέρνει κοντά,
που μια πατρίδα μάς έχει χαρίσει.
Μάνα ευτυχίας στον κόσμο είν’ αυτή.
Ο ύμνος μας, ω, γιορτινά ας την υμνήσει.

Θρασύβουλος Σταύρου. χ.χ. Στο ζυγό του στίχου μου. Μεταφράσεις ποιημάτων. Αθήνα.