Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

W.B. Yeats

Ανάμεσα στα παιδιά του σχολείου

Μετάφραση: Σπύρος Τσακνιάς


I
Περπατώ μες στη μακρόστενη τάξη και ρωτώ·
Μια γλυκιά γριούλα μοναχή μ’ άσπρη καλύπτρα μού απαντά:
Τα παιδιά μαθαίνουν να λογαριάζουν και να τραγουδούν,
Να μελετούν αναγνωστικά κι ιστορίες,
Μαθαίνουν κοπτική και ραπτική, να είναι τακτικά
Με τον πιο καλό σύγχρονο τρόπο — τα μάτια των παιδιών
Κατάπληκτα για μια στιγμή σταματούν
Σ’ έναν εξηντάρη χαμογελαστό δημόσιο άντρα.

II
Ονειρεύομαι κορμί σαν της Λήδας, σκυμμένο
Στη μισοσβησμένη φωτιά, μια ιστορία που είπε
Για μια σκληρή επίπληξη, ένα περιστατικό ασήμαντο
Που μια παιδιάστικη μέρα τη γύρισε σε τραγωδία —
Μιλούσε, κι ήταν σαν οι δύο φύσεις μας
Να συγχωνεύτηκαν, από νεανική συμπάθεια, σε μια σφαίρα,
Ή, για να παραλλάξω την παραβολή του Πλάτωνα,
Να ’γιναν ο κρόκος και τ’ ασπράδι του ίδιου αυγού.

III
Σκέφτομαι κείνο το ξέσπασμα της οργής και της θλίψης
Κοιτάζω ένα παιδί εδώ κι ένα πιο πέρα
Αναρωτιέμαι αν είχε το ίδιο παράστημα σ’ αυτή την ηλικία —
Γιατί ακόμα κι οι κόρες του κύκνου
Μπορεί να ’χουν κάτι απ’ τον κλήρο μιας πάπιας —
Είχε τούτη την απόχρωση στα μάγουλα, στα μαλλιά;
Και πάνω κει η καρδιά μου αγριεύει:
Καθώς εκείνη στέκεται μπροστά μου σα ζωντανό παιδί.

IV
Η τωρινή εικόνα της πλανιέται στο μυαλό μου —
Χέρι του Quattrocento τάχα να ’πλασε
Τούτο το ρουφηγμένο μάγουλο, σα να ’πινε άνεμο,
Λες και τρεφόταν με σκιές;
Κι εγώ που δεν είμαι απ’ τη ράτσα της Λήδας
Είχα κάποτε ωραία φτερά — μα αρκετά,
Κάλλιο να χαμογελάς σ’ ό,τι χαμογελά και να δείχνεις
Πως υπάρχει ένα καλόβολο είδος παλιού σκιάχτρου.

V
Ποιά νέα μάνα, κρατώντας στα γόνατά της μια μορφή
Που το μέλι της γενιάς είχε αποκαλύψει,
Που πρέπει να κοιμηθεί, να ουρλιάξει, ν’ αποδράσει
Καθώς οι μνήμες τ’ αποφασίζουν ή οι δρόγες,
Μπορούσε να σκεφτεί ότι ο γιος της, αν έβλεπε τούτη τη μορφή
Με καμιά εξηνταριά χειμώνες στο κεφάλι της,
Σαν αποζημίωση για τον πόνο της γέννας του
Ή για την αβεβαιότητα να τον φέρει στον κόσμο;

VI
Ο Πλάτων έβλεπε τη φύση σαν αφρό θαλάσσης που παίζει
Πάνω σ’ ένα φασματικό πρότυπο των πραγμάτων·
Πιο στέρεος ο Αριστοτέλης, έπαιζε βώλους
Πάνω στον πισινό ενός βασιλέως των βασιλέων·
Κι ο περίφημος Πυθαγόρας με τους χρυσούς μηρούς
Ψηλαφούσε στο δοξάρι ή στου τόξου τις χορδές
Ό,τι τραγουδούσε έν’ αστέρι στις αδιάφορες μούσες:
Παλιόρουχα σε παλιά μπαστούνια για να τρομάζουν τα πουλιά

VII
Μητέρες και καλόγριες λατρεύουν τις εικόνες,
Όμως εκείνες που τα κεριά φωτίζουν
Δε μοιάζουνε μ’ αυτές που ζωντανεύουν τις ονειροπολήσεις των μανάδων,
Διατηρώντας την ακινησία του μαρμάρου ή του μπρούντζου.
Αλλά κι αυτές ραγίζουνε καρδιές. Ω! Παρουσίες
Που γνωρίζετε το πάθος, την ευσέβεια, τη στοργή,
Και συμβολίζετε όλη την ουράνια δόξα —
Αυτογέννητες χλευάστριες του ανθρώπινου εγχειρήματος.

VIII
Ο μόχθος ανθίζει ή χορεύει.
Όπου το σώμα δεν καταπονείται για να τέρψει την ψυχή,
Κι όπου η ομορφιά δε γεννιέται απ’ την απελπισία της την ίδια,
Μήτε η σοφία με τα θολωμένα μάτια απ’ τη λάμπα του μεσονυκτίου.
Ω! ανθοφόρα καστανιά με τις βαθιέ τις ρίζες,
Είσαι το φύλλο, τ’ άνθος ή ο κορμός;
Ω! σώμα που λικνίζεσαι με τη μουσική, ω! αίθριο βλέμμα,
Πώς να ξεχωρίσουμε το χορευτή απ’ το χορό;

Jean-Louis Backès. 1993. Ο μύθος της Ελένης. Μετ. Μαίρη Γιόση. Αθήνα: Μέγαρο Μουσικής. Τίτλος πρωτοτύπου: Le mythe d’Hélène (Adosa, 1984).