Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Marguerite Yourcenar

Αχιλλέας ή Το ψέμα

Μετάφραση: Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή


Είχανε σβήσει όλες τις λυχνίες. Οι δούλες στην αίθουσα κάτω έκλωθαν στα τυφλά μια αναπάντεχη πλοκή που θα γινόταν νήμα της Μοίρας. Ένα άχρηστο κέντημα κρεμόταν από το χέρι του Αχιλλέα. Το μαύρο φόρεμα της Μισάνδρης δε διακρινότανε πια από το κόκκινο της Δηιδάμειας· το άσπρο φουστάνι του Αχιλλέα ήτανε πράσινο κάτω από το φεγγάρι. Από τον ερχομό αυτής της νεαρής ξένης, στην οποία όλες οι γυναίκες οσμίζονταν ένα θεό, ο φόβος είχε μπει στο Νησί σαν ένας ίσκιος σουρνάμενος κάτω από τα πόδια της καλλονής. Η ημέρα δεν ήταν πια η ημέρα αλλά το ξανθό προσωπείο που φοριέται πάνω απ’ τα σκότη· τα στήθη των γυναικών γίνονταν θώρακες πάνω σε στέρνα στρατιωτών. Από τη στιγμή που η Θέτις είχε δει να σχηματίζεται μέσα στο μάτι του Δία η ταινία των μαχών στις οποίες θα υπόκυπτε ο Αχιλλέας, είχε ψάξει σε όλες τις θάλασσες του κόσμου αναζητώντας ένα νησί, ένα βράχο, ένα λίκνο αρκετά αδιάβροχο για να επιπλέει πάνω στο μέλλον. Αυτή η ταραγμένη θεά είχε κόψει τα καλώδια που έφερναν στο Νησί τις δονήσεις του πολέμου, είχε στραβώσει το μάτι του φάρου που ορμήνευε τα καράβια, είχε διώξει, χτυπώντας τα με τις θύελλες, τα ταξιδιάρικα πουλιά που φέρναν στο γιο της μηνύματα από αδέρφια στα όπλα. Όμοια με τις χωριάτισσες που βάζουν κοριτσίστικα ρούχα στ’ αγόρια τους για να ξεγελάσουν τον Πυρετό, τον είχε ντύσει με τους θεϊκούς της χιτώνες που θα ξεστρατίζαν το Θάνατο. Αυτός ο γιος που είχε μολυνθεί από τη θνητότητα, της θύμιζε το μοναδικό σφάλμα της θεϊκιάς της νεότητας: είχε πλαγιάσει με έναν άντρα χωρίς να πάρει την απλούστατη προφύλαξη να τον αλλάξει σε θεό. Ξανάβρισκε σε τούτον το γιο τα χαρακτηριστικά εκείνου του χυδαίου πατέρα, καλυμμένα από μια ομορφιά που μόνο από αυτήν είχε πάρει και που μια μέρα θα έμελλε να του κάνει ακόμα πιο οδυνηρό το χρέος του να πεθάνει. Ζωσμένος στο μετάξι, πεπλοφορεμένος με γάζες, μπλεγμένος μέσα σε χρυσά περιδέραια, ο Αχιλλέας, στην εντολή της, είχε τρυπώσει στον πύργο των κοριτσιών. Είχε, μόλις, βγει, από το κολέγιο των Κενταύρων: κουρασμένος από τα δάση ονειρευόταν ωραία μαλλιά· αποκαμωμένος από τους άγριους λόγγους ονειρευότανε κόρφους. Το γυναικείο καταφύγιο όπου τον έκλεινε η μητέρα του, γι’ αυτόν τον παγιδεμένο γινόταν μια θεϊκιά περιπέτεια. Το θέμα ήταν πως κάτω από την προστασία ενός στηθόδεσμου ή ενός φορέματος, έμπαινε μέσα σ’ αυτή την αχανή ανεξερεύνητη ήπειρο των Γυναικών όπου ο άντρας είχε μέχρι τότε μπει μόνο σαν νικητής και στη λάμψη των πυρπολήσεων του έρωτα. Λιποτάκτης από το στρατόπεδο των αρσενικών, ο Αχιλλέας ερχόταν να ριψοκινδυνέψει εδώ τη μοναδική τύχη να είσαι άλλο πράγμα από αυτό που είσαι. Για τις δούλες, ανήκε στην άφυλη ράτσα των αφεντάδων· ο πατέρας της Δηιδάμειας προχωρούσε τον παραλογισμό στο σημείο να ερωτευθεί σ’ αυτόν την παρθένα που αυτός δεν ήταν. Μόνον οι δυο ξαδερφάδες αρνούντανε να πιστέψουν αυτή την κόρη, την υπερβολικά απαράλλακτη με την ιδανική εικόνα που έχει ο άντρας για τις γυναίκες. Αυτό το αγόρι, το άπραγο από τα πράγματα της αγάπης, ξεκίναγε, στο κρεβάτι της Δηιδάμειας, να μαθητεύει στα παλέματα, στους στεναγμούς, στις υπεκφυγές· οι λιγοθυμιές του πάνω σ’ αυτό το τρυφερό θύμα, χρησίμευαν σαν υποκατάστατα σε μια χαρά πιο τρομερή που δεν ήξερε από πού να πάρει, που αγνοούσε το όνομά της και που δεν ήτανε άλλη από το Θάνατο. Ο έρωτας της Δηιδάμειας, η ζήλεια της Μισάνδρης, τον ξανάφτιαχναν το σκληρό αντίστροφο μιας κόρης. Τα πάθη ανέμιζαν μέσα στον πύργο σαν εσάρπες που τάραζε ένας μπάτης: ο Αχιλλέας και η Δηιδάμεια μισιούνταν όπως αυτοί π’ αγαπιούνται· η Μισάνδρη και ο Αχιλλέας αγαπιούνταν όπως αυτοί που μισιούνται. Αυτή η γεροδεμένη αντίπαλος γινόταν για τον Αχιλλέα το αντίστοιχο ενός αδερφού. Αυτός ο θεσπέσιος εχθρός γεννούσε στη Μισάνδρη τα τρυφερά αισθήματα μιας αδερφής. Κάθε κύμα που περνούσε από το νησί έφερνε μηνύματα: τα πτώματα των Ελλήνων που παρασύρονταν στο ανοιχτό πέλαγος από απίστευτους άνεμους, ήταν τα ισάξια εκβράσματα ενός στρατού που ’χε ναυαγήσει γιατί του έλειπε η συνδρομή του Αχιλλέα. Προβολείς τον αναζητούσαν στον ουρανό, κάτω από μια μεταμφίεση άστρου. Η δόξα, ο πόλεμος που διέβλεπε ακαθόριστα μέσα στην καταχνιά του μέλλοντος, του έδιναν την εντύπωση μιας απαιτητικής ερωμένης που η απόκτησή της θα τον εξανάγκαζε σε υπερβολικά εγκλήματα: πίστευε πως θα ξέφευγε από αυτή τη φυλακή των γυναικών με τις προτροπές των μελλοντικών του θυμάτων. Μια βάρκα, βαριά από βασιλιάδες, σταμάτησε στους πρόποδες του σβηστού φάρου που ήταν, κι αυτός, άλλος ένας σκόπελος: ο Οδυσσέας, ο Πάτροκλος, ο Θερσίτης, ορμηνεμένοι από ένα ανώνυμο γράμμα, είχαν αναγγείλει την επίσκεψή τους στις πριγκίπισσες. Η Μισάνδρη, ευχάριστη ξαφνικά, βοηθούσε τη Δηιδάμεια να στερεώσει με φουρκέτες τη χτενισιά του Αχιλλέα. Τα μεγάλα της χέρια έτρεμαν σαν να είχε μόλις αφήσει να διαρρεύσει κάποιο μυστικό. Οι ορθάνοιχτες πόρτες άφησαν να περάσουνε μέσα η νύχτα, οι βασιλιάδες, ο άνεμος, ο γιομάτος από σημάδια ουρανός. Ο Θερσίτης ξεφύσαγε, κουρασμένος από τα χίλια σκαλιά της σκάλας, κι έτριβε με τα χέρια του τα σουβλερά ανάπηρα γόνατά του: έδινε την εντύπωση ενός βασιλιά που από τσιφουτιά είχε καταντήσει να γίνει ο ίδιος του ο γελωτοποιός. Ο Πάτροκλος, διστακτικός μπροστά σ’ αυτή την αγριόγατα που κρυβότανε στις Κυρίες, έτεινε στην τύχη τα σιδεροφορεμένα του χέρια. Το κεφάλι του Οδυσσέα σ’ έκανε να σκεφτείς ένα φθαρμένο, φαγωμένο, σκουριασμένο νόμισμα όπου διακρίνονταν ακόμη τα χαρακτηριστικά του βασιλιά της Ιθάκης: με την παλάμη πάνω απ’ τα μάτια, όπως στην κορυφή ενός καταρτιού, εξέταζε τις πριγκίπισσες που κάθονταν με τη ράχη στον τοίχο σαν ένα τριπλό άγαλμα μίας γυναίκας· και τα κοντά μαλλιά της Μισάνδρης, τα μεγάλα της χέρια που έσφιγγαν τα χέρια των αρχηγών, η άνεσή της, τον έκαναν στην αρχή να την πάρει για την κρυψώνα ενός αρσενικού. Οι ναύτες της ακολουθίας ξεκάρφωναν μπαούλα, ξετύλιγαν, ανακατεμένα με καθρέφτες, με κοσμήματα, με κασετίνες από σμάλτο, τα όπλα που ο Αχιλλέας θ’ ανυπομονούσε ασφαλώς να αδράξει. Αλλά τα κράνη που έπιαναν τα έξι φκιασιδωμένα χέρια θύμιζαν τις κάσκες που μεταχειρίζονται οι κουρείς. Οι χαλαροί ζωστήρες του ξίφους μετατρέπονται σε ζώνες· μέσα στην αγκάλη της Δηιδάμειας, μια στρογγυλή ασπίδα έδινε την εντύπωση κούνιας. Σαν να ήτανε το μασκάρεμα μια κακοδαιμονία από την οποία τίποτα δεν εγλίτωνε στο Νησί, το χρυσάφι γινόταν μαλαματοκαπνισμένο ασήμι, οι ναύτες μασκαράδες και οι δυο βασιλιάδες πλανόδιοι έμποροι. Μόνος ο Πάτροκλος αντιστεκόταν στα μάγια, τα ’κοβε σαν ένα γυμνό σπαθί. Η κραυγή του θαυμασμού της Δηιδάμειας έσυρε απάνω του την προσοχή του Αχιλλέα που μ’ ένα σάλτο βρέθηκε πλάι στο ζωντανό αυτό σπαθί, πήρε μέσα στα χέρια του το σκληρό κεφάλι το λαξεμένο σαν τη λαβή μιας ρομφαίας, χωρίς να καταλαβαίνει ότι τα πέπλα του, τα βραχιόλια του, τα δαχτυλίδια του, έκαναν τη χειρονομία του να μοιάζει με παραφορά ερωτευμένης γυναίκας. Η ευθύτητα, η φιλία, ο ηρωισμός, έπαυαν να ’ναι λόγια που μεταχειρίζονται οι υποκριτές για να μεταμφιέζουνε τις ψυχές τους: η ευθύτητα ήταν αυτά τα μάτια τα καθάρια σαν κρύσταλλο μπροστά σ’ αυτό το σωρό των ψεμάτων. Η φιλία, θα ’τανε οι καρδιές τους· η δόξα το δίδυμο μέλλον τους. Κοκκινίζοντας ο Πάτροκλος απώθησε αυτή τη γυναικεία περίπτυξη: ο Αχιλλέας έκανε πίσω, έχυσε δάκρυα που δεν έκαναν παρά να συμπληρώσουν τη μεταμφίεσή του σε νεαρή κόρη, αλλά έδωσαν στη Δηιδάμεια άλλον ένα λόγο για να προτιμήσει τον Πάτροκλο. Τα βλέμματα, τα χαμόγελα που πήγαιναν κι έρχονταν σαν ερωτικά γράμματα, η ταραχή του νέου που είχε μισοπνιγεί κάτω απ’ αυτό το σάλο απ’ τις δαντέλες μετάτρεψαν το σάστισμα του Αχιλλέα σε μανιακή ζήλεια. Αυτό το αγόρι το ντυμένο στον χαλκό επισκίαζε τις νυχτερινές εικόνες που η Δηιδάμεια είχε του Αχιλλέα και μια στολή, στα γυναικεία της μάτια, είχε μεγαλύτερη αξία από την αχνή λάμψη ενός γυμνού κορμιού. Ο Αχιλλέας άρπαξε αδέξια ένα μαχαίρι και το άφησε αμέσως· για να σφίξει το λαιμό της Δηιδάμειας μεταχειρίστηκε τα χέρια του σαν κόρη που φθονεί την ευτυχία μιας συντρόφου. Τα μάτια της γυναίκας που στραγγαλίζονταν χύθηκαν σαν δυο μακριά δάκρυα. Οι δούλοι ετρέξαν· οι πόρτες που ξανάκλεισαν μ’ έναν ήχο από χιλιάδες στεναγμούς έπνιξαν τους τελευταίους λυγμούς της Δηιδάμειας. Θορυβημένοι, οι βασιλιάδες, ξαναβρέθηκαν από την άλλη πλευρά του κατωφλιού. Το δωμάτιο των Κυριών γέμισε από μια σκοτεινιά αποπνικτική, εσωτερική, που δεν είχε τίποτα το κοινό με τη νύχτα. Ο Αχιλλέας, γονατισμένος, άκουγε τη ζωή της Δηιδάμειας να ξεφεύγει απ’ το λαιμό της σαν το νερό από το υπερβολικά στενό στόμιο ενός βάζου. Ένιωθε πιο ξένος από ποτέ απ’ αυτή τη γυναίκα που είχε δοκιμάσει όχι μόνο να κατακτήσει, αλλά και να γίνει: ολοένα και λιγότερο κοντινή όσο έσφιγγε το αγκάλιασμά του, το αίνιγμα του να ’ναι μια πεθαμένη είχε προστεθεί, σ’ αυτήν, στο αίνιγμα του να ’ναι γυναίκα. Ψηλαφούσε με φρίκη τα στήθια της, τα λαγόνια της, τα γυμνά της μαλλιά. Σηκώθηκε, ψαχουλεύοντας τους τοίχους όπου δεν ανοιγόταν κανένα πέρασμα, ντροπιασμένος που δεν είχε αναγνωρίσει στους βασιλιάδες τους απεσταλμένους του ίδιου του θάρρους του, βέβαιος πως είχε αφήσει να του ξεφύγει η μοναδική ευκαιρία που είχε να είναι θεός. Τα άστρα, η εκδίκηση της Μισάνδρης, η οργή του πατέρα της Δηιδάμειας θα ενώνονταν για να τον κρατήσουν κλειδωμένο μέσα σ’ αυτό το παλάτι που δεν έχει όψη στη δόξα: τα χίλια του βήματα γύρω από αυτό το πτώμα θα συνέθεταν στο εξής την ακινησία του Αχιλλέα. Χέρια, σχεδόν εξίσου ψυχρά με της Δηιδάμειας, ακούμπησαν στον ώμο του: άναυδος άκουσε τη Μισάνδρη να του προτείνει να το σκάσει προτού ξεσπάσει απάνω του η οργή αυτού του πανίσχυρου πατέρα. Εμπιστεύτηκε τον καρπό του στο χέρι αυτής της φίλης που του ’στελνε η μοίρα, ταίριασε το βήμα του με το βήμα εκείνης της κόρης που προχωρούσε με άνεση μέσα στα σκότη, χωρίς να ξέρει αν η Μισάνδρη υπάκουε σε μία μνησικακία ή σε κάποια σκοτεινή ευγνωμοσύνη, αν είχε για οδηγό μια γυναίκα που εκδικιόταν ή μια γυναίκα που αυτός είχε εκδικηθεί γι’ αυτήν. Πορτόφυλλα υποχωρούσαν, κατόπιν ξανάκλειναν: φθαρμένες πλάκες υποχωρούσαν κάτω απ’ τα πόδια τους μαλακά σαν το μαλακό γούβιασμα που κάνει το κύμα. Ο Αχιλλέας και η Μισάνδρη κατηφορίζουν όλο και πιο γοργά το στριφογυριστό τους κατέβασμα σαν ο ίλιγγός τους να ’τανε ένα βάρος. Η Μισάνδρη μετρούσε τα σκαλοπάτια, ραγολογούσε υψηλόφωνα ένα είδος πέτρινο κομπολόι. Επιτέλους μια θύρα ανοίχτηκε πάνω από τους γκρεμούς, τις τάφρους, τα σκαλοπάτια του φάρου: ο άνεμος, ο αλατισμένος σαν το αίμα και σαν το δάκρυ χτύπησε καταπρόσωπο αυτό το παράξενο ζευγάρι, το ζαλισμένο απ’ αυτή την παλίρροια της δροσιάς. Μ’ ένα σκληρό γέλιο η Μισάνδρη σταμάτησε το όμορφο πλάσμα που σήκωνε τις φούστες του έτοιμο να χυμήξει, του έτεινε έναν καθρέφτη όπου το χάραμα του επέτρεπε να βρει το πρόσωπό του, σαν να μην είχε δεχτεί να τον οδηγήσει ελεύθερον στο φως παρά για να του επιβάλλει μέσα σ’ ένα καθρέφτισμα πιο τρομακτικό κι από το κενό, την πελιδνή και φκιασιδωμένη απόδειξη της ανυπαρξίας του σαν θεού. Αλλά η μαρμαρένια ωχρότητά του, τα μαλλιά του που κυμάτιζαν σαν τη χαίτη μιας περικεφαλαίας, το φκιασίδι του που ανακατεμένο με δάκρυα του κολλούσε στα μάγουλα σαν το αίμα ενός πληγωμένου, αντίθετα, συγκέντρωναν μέσα σ’ αυτό το στενό κάδρο όλες τις μελλοντικές όψεις του Αχιλλέα, σαν αυτό το λεπτό κομμάτι του γυαλιού να είχε φυλακίσει το μέλλον. Το πλάσμα του ήλιου απόσπασε τη ζώνη του, έλυσε τις μαντήλες, θέλησε να απαλλαγεί από τα πέπλα του που τον κάναν ν’ ασφυκτιά, αλλά φοβήθηκε μήπως εκτεθεί παραπάνω στις φωτιές των φρουρών, αν έκανε την απρονοησία ν’ αφήσει να τον δούνε γυμνό. Για ένα λεπτό, η πιο σκληρή από κείνες τις δυο θεϊκιές γυναίκες, έσκυψε πάνω από τον κόσμο, διστάζοντας μην έπαιρν’ απάνω της το βάρος της μοίρας του Αχιλλέα, της Τροίας στις φλόγες, και του εκδικημένου Πατρόκλου, γιατί τόσο ήταν αξεχώριστη από την καρδιά της εκείνη η ανδρική καρδιά, που ο πιο διορατικός των θεών ή των σφαγέων δεν θα μπορούσε να διακρίνει τη διαφορά. Αιχμαλωτισμένη μες στα βυζιά της η Μισάνδρη παραμέρισε τα δυο πορτόφυλλα που σκούξαν στη θέση της, έσπρωξε από τον αγκώνα τον Αχιλλέα προς όλα εκείνα που εκείνη δεν θα ’ταν. Η πόρτα ξανάκλεισε πάνω στη σαβανωμένη ζωντανή: ελευθερωμένος σαν αετός ο Αχιλλέας κατέβηκε τρέχοντας τις ράμπες, κατρακύλησε σκαλοπάτια, δρασκέλισε οχυρώματα, πήδηξε γκρεμούς, κύλησε σαν μια χειροβομβίδα, πέταξε σαν μια σαΐτα, φτερούγισε σαν τη Νίκη: οι αιχμηροί βράχοι ξεσχίζαν τα ρούχα του χωρίς να αγγίζουν την άτρωτη σάρκα του: το ευκίνητο πλάσμα σταμάτησε, έλυσε τα σανδάλια του, πρόσφερε στα γυμνά του πέλματα μιαν ευκαιρία να λαβωθούν. Ο στόλος σήκωνε άγκυρα: καλέσματα σειρήνων διασταυρώνονταν πάνω στη θάλασσα. Η αναστατωμένη από τον άνεμο αμμουδιά μόλις και χαραζόταν από τα λαφροπάτητα ποδάρια του Αχιλλέα. Μια αλυσίδα τεντωμένη από τη ρεστία έδενε στο μόλο τη βάρκα που ήδη ριγούσε όλο μηχανές και αναχώρηση: ο Αχιλλέας πήδησε πάνω σ’ αυτό το σύρμα της Μοίρας, με ορθάνοιχτα μπράτσα, υποβασταζόμενος από τα πέπλα του που φτερούγιζαν, προστατεμένος σαν από ένα λευκό σύννεφο από τους γλάρους της θαλασσίας Μητρός του. Ένας πήδος ανύψωσε ώς την πρύμη του μεγάλου πολεμικού πλοίου αυτή την αναμαλλιασμένη κόρη μέσα στην οποία γεννιόταν ένας θεός. Οι ναύτες γονάτισαν, θαύμασαν, χαιρέτισαν με βλαστήμιες εκστασιασμού τον ερχομό της Νίκης. Ο Πάτροκλος άπλωσε τα χέρια νομίζοντας πως αναγνώρισε τη Δηιδάμεια. Ο Οδυσσέας κούνησε το κεφάλι. Κανείς δεν υποψιαζόταν πως αυτή η θεά δεν ήταν γυναίκα.


Marguerite Yourcenar. 1981. Φωτιές. Μετ. Ιωάννα Δ. Χατζηνικολή. 2η έκδ. Αθήνα: Χατζηνικολή. Τίτλος πρωτοτύπου: Feux (Éditions Grasset, 1936).