Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Christa Wolf

Μήδεια: Φωνές

Μετάφραση: Αγγέλα Βερυκοκάκη

(απόσπασμα)


4


Ο Ιάσονας στη Μήδεια:

Πέτα στα ύψη, στον ουράνιο αιθέρα,

και μαρτύρησέ τους πως εκεί που ταξιδεύεις

δεν υπάρχουν θεοί.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Μήδεια


Μήδεια

Άψυρτε, αδερφέ μου, ώστε λοιπόν δεν είσαι καθόλου νεκρός. Άδικα σε μάζεψα κοκαλάκι κοκαλάκι εκείνη τη νύχτα από τον αγρό όπου σε είχαν σκορπίσει οι τρελές γριές, άμοιρε, σπαραγμένε μου αδερφέ. Με ακολούθησες, είναι παράξενο πως δε σε αναγνώρισα, όμως πώς να σε αναγνωρίσω έτσι που ένωσες και πάλι τα κομματιασμένα μέλη σου, κόκαλο με κόκαλο, τα συναρμολόγησες στο βυθό της θάλασσας κι ήρθες μαζί μου, πλάσμα από αέρα, ένας ψίθυρος. Ποτέ σου δεν ήθελες να γίνεις δυνατός, τώρα όμως έγινες. Αρκετά δυνατός για να με φτάσεις στους αιθέρες ή στο βυθό της θάλασσας, αυτό τουλάχιστον πιστεύουν αυτοί, όχι μόνο ο Πρέσβωνας και η Αγαμήδη, που το λαχταρούν τόσο πολύ, αλλά κι ο Λεύκωνας. Είδα την ανησυχία στα μάτια του. Εγώ, αντίθετα, δεν τρόμαξα καθόλου όταν έφτασαν στ’ αυτιά μου οι πρώτες φήμες, γιατί βέβαια δε μου το είπαν κατά πρόσωπο, το ψιθύριζαν πίσω από την πλάτη μου. Άκουσα τ’ όνομά σου, αδερφέ μου, το ξανάκουσα έπειτα από πολύ καιρό, κι ύστερα άκουσα το δικό μου. Γύρισα αμέσως για να δω κι αντίκρισα κλειστά πρόσωπα, χαμηλωμένα μάτια. Όλοι το ήξεραν εκτός από μένα. Τελικά μου το εξήγησε η Λύσσα: λένε ότι σε σκότωσα εγώ, ότι σκότωσα τον Άψυρτο, τον αδερφό μου. Έβαλα τα γέλια. Η Λύσσα δε γελούσε. Την κοίταξα και της είπα: Πάντως, εσύ ξέρεις ποιά είναι η αλήθεια. Εγώ την ξέρω, μου είπα η Λύσσα, και θα την ξέρω πάντα. Αυτό σήμαινε ότι οι άλλοι δε θα ήξεραν πάντα αυτό που ήξεραν. Εγώ εξακολουθούσα να μην καταλαβαίνω, αισθανόμουν μάλιστα και κάποια ανακούφιση που κάτι συνέβαινε, κάτι που ίσως να με θεράπευε από την ανία που είχε συσσωρευτεί μέσα μου σαν θολό κατακάθι όλα αυτά τα χρόνια που βρίσκομαι στην Κόρινθο.

Η Κόρινθος και όλα όσα είχαν συμβεί και συνέβαιναν σ’ αυτή δε με αφορούσαν. Η Κολχίδα μας υπήρξε για μένα κάτι σαν το ίδιο μου το σώμα σε μεγέθυνση, αισθανόμουν κάθε παλμό της. Τον κατήφορο της Κολχίδας τον αισθανόμουν μέσα στον ίδιο μου τον εαυτό, σαν μια ύπουλη αρρώστια που έσβηνε κάθε απόλαυση, ακόμα και την αγάπη. Σ’ εσένα το είχα πει αυτό, αδερφούλη, είχες τόση κατανόηση, τόση ευαισθησία. Καθόμασταν μαζί με τη μητέρα μας, με την αδερφή μας, τη Χαλκιόπη, με τη Λύσσα και συζητούσαμε με μεγάλη ανησυχία γι’ αυτό που συνέβαινε στην Κολχίδα. Κι εσύ, παιδί ακόμα, τα καταλάβαινες όλα. Τίποτε δε με βασάνισε όσο η σκέψη ότι ίσως να είχες προβλέψει ότι θα έχανες τη ζωή σου τότε που ο πατέρας μας, ο βασιλιάς, μας αιφνιδίασε όλους μ’ εκείνο το καταραμένο του σχέδιο. Κι εμείς δε βρήκαμε τίποτε να του αντιτάξουμε εκτός από μια ακαθόριστη δυσφορία. Τον είχαμε υποτιμήσει. Ο ετοιμόρροπος, ανίκανος βασιλιάς και πατέρας μας είχε επιστρατεύσει κάθε ίχνος δύναμης που του απέμενε για έναν και μόνο σκοπό: να κρατηθεί στην εξουσία και μαζί και στη ζωή. Εμείς δεν μπορούσαμε να φανταστούμε αυτό το είδος της πανουργίας που δε διστάζει μπροστά σε τίποτε. Ήμασταν τυφλοί, Άψυρτε.

Ακόμα κι εσύ είχες καταλάβει ότι ο τρόπος με τον οποίο ο Αιήτης κυβερνούσε την Κολχίδα έκανε όλο και πιο πολλούς Κόλχους, ακόμα και τη μητέρα μας κι εμένα την ίδια, ν’ αγανακτούμε εναντίον του. Ήμουν ιέρεια της Εκάτης και χωρίς να το επιδιώξω ο ναός της έγινε σημείο συνάντησης των δυσαρεστημένων, ιδιαίτερα των νεότερων ανθρώπων. Κι εσύ, αδερφούλη, ήσουν πάντα εκεί. Αισθάνονταν αγανάκτηση για την ισχυρογνωμοσύνη του Αιήτη, για την άχρηστη πολυτέλεια της αυλής του. Απαιτούσαν ο βασιλιάς να αξιοποιήσει τους θησαυρούς της χώρας, το χρυσάφι μας, για να βοηθήσει το εμπόριό μας και να βελτιώσει την άθλια ζωή των χωρικών μας. Ήθελαν ο βασιλιάς και η Αυλή να θυμηθούν τις υποχρεώσεις που είχαν από τα αρχαία χρόνια απέναντι στην Κολχίδα. Αχ, Άψυρτε! Εμείς οι ανίδεοι το θεωρούσαμε αυτό πολυτέλεια. Από τότε που βρίσκομαι στην Κόρινθο, έμαθα τί σημαίνει πραγματική πολυτέλεια. Εδώ, όμως, δε φαίνεται να ενοχλεί κανέναν, ακόμα και τα πρόσωπα των φτωχών στα χωριά και τα περίχωρα της πόλης φωτίζονται όταν μιλούν για τις μεγάλες γιορτές στο ανάκτορο. Γι’ αυτές τις γιορτές υποχρεώνονται να δίνουν τα ζώα και το στάρι τους, χωρίς οι ίδιοι να απολαμβάνουν ούτε τον απόηχό τους.

Εμάς, στην Κολχίδα, μας εμψύχωναν οι πανάρχαιοι μύθοι μας σύμφωνα με τους οποίους τη χώρα μας την κυβερνούσαν δίκαιες βασίλισσες και βασιλιάδες. Οι κάτοικοί της συμβίωναν με ομόνοια και η ιδιοκτησία ήταν τόσο δίκαια μοιρασμένη μεταξύ τους, ώστε κανένας δε ζήλευε τον άλλον ούτε επιβουλευόταν την περιουσία του και, πολύ περισσότερο, τη ζωή του. Όταν εγώ, αφελής ακόμα, μιλούσα τον πρώτο καιρό στην Κόρινθο γι’ αυτό το όνειρο των Κόλχων, τα πρόσωπα των ακροατών μου έπαιρναν πάντα την ίδια έκφραση, δυσπιστία ανάμεικτη με οίκτο και στο τέλος ανία και απέχθεια. Έτσι έπαψα κι εγώ να εξηγώ ότι για μας τους Κόλχους αυτό το ιδανικό ήταν τόσο χειροπιαστό ώστε να συγκρίνουμε τη ζωή μας μ’ αυτό. Βλέπαμε πως η ζωή μας, χρόνο με το χρόνο, απομακρυνόταν όλο και πιο πολύ από το ιδανικό μας και το μεγαλύτερο εμπόδιο ήταν για μας ο ισχυρογνώμων γερο-βασιλιάς μας. Το φυσικό συμπέρασμα ήταν ότι ένας καινούριος βασιλιάς θα μπορούσε να επιφέρει μια μεταβολή. Οι γυναίκες που ανήκαν στον κύκλο μας είχαν την τολμηρή ιδέα να κάνουν βασίλισσα τη Χαλκιόπη, την αδερφή μας. Η παράδοσή μας λέει ότι τον παλιό καιρό βασίλευαν στην Κολχίδα γυναίκες. Εμείς θέλαμε να αναβιώσουμε τα παλιά μας έθιμα. Μερικές από τις πιο ηλικιωμένες γυναίκες μάς θύμισαν ότι άλλοτε στην Κολχίδα ένας βασιλιάς μπορούσε να βασιλεύει μόνο για εφτά χρόνια και μερικές φορές η θητεία του ανανεωνόταν για άλλα εφτά. Πάντως, τότε τελείωνε ο χρόνος του κι ήταν υποχρεωμένος να παραχωρήσει το αξίωμά του στο διάδοχό του. Υπολογίσαμε: βρισκόμασταν στον έβδομο χρόνο της δεύτερης θητείας του βασιλιά Αιήτη. Υπήρχαν μεταξύ μας μερικοί αφελείς που θεωρούσαν πιθανό ο Αιήτης να παραιτηθεί με τη θέλησή του, αν κάποιος μπορούσε να τον πείσει ότι έτσι θα τηρούσε έναν αρχαίο κολχικό νόμο.

Πόσο ανόητοι ήμασταν. Πόσο τυφλοί. Ο Αιήτης γνώριζε κι αυτός τις παλιές ιστορίες και φυσικά του μαρτύρησαν αυτό που σχεδιάζαμε να κάνουμε. Τον είχαμε υποτιμήσει. Όταν εμφανίστηκε μπροστά του η ομάδα των απεσταλμένων μας, εκείνος ήταν προετοιμασμένος. Αντί να περιμένει να τους ακούσει να του λένε ότι η θητεία του στο θρόνο είχε λήξει, τους αιφνιδίασε με μια φλύαρη περιγραφή της παλιάς παράδοσης, σύμφωνα με την οποία ένας βασιλιάς μπορούσε να κυβερνήσει μόνο δύο εφταετίες. Τους δήλωσε με στόμφο ότι σκόπευε να σεβαστεί το έθιμο. Ακόμα περισσότερο, θα έκανε ακριβώς αυτό που έκαναν και οι πρόγονοί του: θα αποσυρόταν για μια μέρα από το αξίωμά του κι εκείνη τη μέρα θα γινόταν βασιλιάς της Κολχίδας ο γιος του και μελλοντικός διάδοχος, ο Άψυρτος. Αυτό θα ήταν παραπάνω από αρκετό για να τιμηθούν οι παραδόσεις του λαού μας. Δε θα φτάναμε, βέβαια, στο σημείο να απαιτήσουμε να τηρηθούν τα ακόμα πιο αρχαία έθιμα, σύμφωνα με τα οποία έπρεπε να θυσιαστεί είτε αυτός, ο παλιός βασιλιάς, είτε ο νεαρός αντικαταστάτης του;

Οι απεσταλμένοι μας, αντί να προβάλουν τις απαιτήσεις τους, μετατράπηκαν σε ικέτες, τους κόπηκε η μιλιά κι αποχώρησαν αμήχανοι. Ίσως να είχαμε δράσει με περισσότερη εξυπνάδα αν δεν τύχαινε ακριβώς εκείνες τις μέρες να βρίσκονται στην Κολχίδα οι Αργοναύτες. Τριγύριζαν παντού, μπλέκονταν στα πόδια μας κι εμείς προσπαθούσαμε να στρέψουμε αλλού την προσοχή τους. Δεν έπρεπε να καταλάβουν τίποτε. Δεν κατάλαβαν τίποτε. Ο βασιλιάς εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση, έδρασε γρήγορα και έξυπνα. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του με μια σεμνή, καθόλου υπερβολική τελετή κι έστεψε βασιλιά εσένα, δυστυχισμένε μου αδερφέ. Σε βλέπω ακόμα, τυλιγμένο με το βαρύτιμο μανδύα, μικροσκοπικό πάνω στο μεγαλόπρεπο ξύλινο θρόνο. Και δίπλα σου, ταπεινός, με απλά φορέματα, ο Αιήτης, που δεν ήταν πια βασιλιάς. Δεν καταλάβαινα τί συνέβαινε, αυτή είναι η μοναδική μου δικαιολογία, όμως η αγωνία που διάβαζα στο πρόσωπό σου μεταδόθηκε και σ’ εμένα.

Ακόμα και σήμερα, δεν ξέρω πώς ακριβώς το έκανε. Ίσως να μην χρειάστηκε καν να κάνει πολλά. Ίσως στην αρχή να μην είχε κανέναν άλλο σκοπό απ’ αυτόν που μας είπε, ίσως η σκέψη να σε σκοτώσει ή να βάλει να σε σκοτώσουν να του ήρθε αργότερα, όταν κατάλαβε ότι δε θα έλυνε το πρόβλημά του μ’ εκείνο το πανούργο του τέχνασμα. Ίσως, μάλιστα, και να μην ήταν υποκριτικό το κατοπινό του πένθος για το γιο του. Αν ήταν εφικτά και τα δύο, να παραμείνει στην εξουσία και να κρατήσει κι εσένα, ασφαλώς θα το έκανε, αδερφέ μου. Τη στιγμή που κατάλαβε ότι δεν ήταν εφικτά και τα δύο, θα πρέπει να ένιωσε φρίκη. Όμως ύστερα επέλεξε την εξουσία, όπως ήταν φυσικό γι’ αυτόν. Και ως μέσο για να τη διατηρήσει, τον εκφοβισμό.

Ίσως κάποιος από τους ευνοουμένους του να έκανε ένα νεύμα στις γυναίκες, σ’ αυτή την ομάδα τις φανατικές γριές που είχαν σκοπό της ζωής τους να επιβάλουν σ’ εμάς του Κόλχους να ζούμε μέχρι την παραμικρή λεπτομέρεια όπως οι πρόγονοί μας. Δεν τις παίρναμε στα σοβαρά, αυτό ήταν το λάθος, γιατί ξαφνικά δημιουργήθηκε στην Κολχίδα μια ισορροπία δυνάμεων που τις ευνοούσε. Νόμιζαν πως είχε έρθει η ώρα τους και, ενθουσιασμένες που ο βασιλιάς είχε επαναφέρει τους παλιούς νόμους, ήθελαν να δουν να εκπληρώνονται και όλες οι προβλεπόμενες συνέπειες. Η παράδοση απαιτούσε να επιβιώσει μόνο ο ένας, είτε ο βασιλιάς είτε ο αντικαταστάτης του. Όταν έφτασαν τα μεσάνυχτα και τελείωσε η μέρα της δικής σου βασιλείας, αδερφέ μου, βρήκαν μια είσοδο που, περιέργως, ήταν αφύλακτη εκείνη τη νύχτα, πράγμα που, περιέργως, το ήξεραν, και χώθηκαν στο διαμέρισμά σου. Σε βρήκαν απροστάτευτο στο λουτρό και, τραγουδώντας τα φρικιαστικά τους τραγούδια, κατάφεραν να σε σκοτώσουν. Έτσι συνηθιζόταν την αρχαία εποχή, που την είχαμε άλλωστε κι εμείς επικαλεστεί, επειδή φανταζόμασταν ότι θα είχαμε κάποιο όφελος. Κι από τότε μου έχει μείνει μια φρίκη γι’ αυτή την αρχαία εποχή και για τις δυνάμεις που ξυπνάει μέσα μας και που δεν μπορούμε πια να τις χαλιναγωγήσουμε. Αυτή η θανάτωση του αντικαταστάτη βασιλιά, που κάποτε την ενέκριναν όλοι, ακόμα κι αυτός ο ίδιος, από κάποια εποχή και μετά θεωρήθηκε έγκλημα και καταργήθηκε. Αν ο φοβερός σου θάνατος με δίδαξε κάτι, αδερφέ μου, είναι ότι δεν μπορούμε να παίζουμε με τα θρύψαλα του παρελθόντος, να τα ανασυνθέτουμε ή να τα απομονώνουμε όπως μας βολεύει. Εγώ όχι μόνο δεν το απέτρεψα αυτό, αλλά αντίθετα το υποστήριξα· έτσι, ευθύνομαι κι εγώ για το θάνατό σου. Η Αγαμήδη εννοούσε κάτι διαφορετικό όταν με κατηγόρησε τις προάλλες κι όμως εγώ χλώμιασα. Κάθε φορά που σε σκέφτομαι χλωμιάζω, αδερφέ μου, όπως και κάθε φορά που σκέφτομαι το θάνατό σου, που με εξόρισε από την Κολχίδα. Η Αγαμήδη δεν έχει ιδέα. Το μίσος τυφλώνει. Όμως γιατί με μισεί; Γιατί με μισούν;

Μήπως διαισθάνονται ότι δεν έχω πια πίστη μέσα μου, ότι δεν πιστεύω πια στους θεούς; Μήπως αυτό είναι που δεν ανέχονται; Σταμάτησα να πιστεύω εκείνο το βράδυ που έτρεχα στον αγρό, όπου οι τρελές γυναίκες είχαν σκορπίσει τα κομματιασμένα μέλη σου. Έπεφτε το σκοτάδι κι εγώ έτρεχα κλαίγοντας γοερά και σε μάζευα, άμοιρε, βασανισμένε μου αδερφέ. Κομμάτι κομμάτι, κόκαλο κόκαλο. Πώς να πιστέψω ότι θα επιστρέψουμε σε τούτη τη γη με νέα μορφή; Γιατί λένε ότι τα μέλη ενός νεκρού που σκορπίζονται σ’ έναν αγρό τον γονιμοποιούν; Γιατί οι θεοί, που απαιτούν από μας να τους αποδεικνύουμε διαρκώς την ευγνωμοσύνη και την υποταγή μας, μας αφήνουν να πεθαίνουμε για να μας ξαναστείλουν αργότερα στη γη; Ο θάνατός σου μου άνοιξε τα μάτια, Άψυρτε. Για πρώτη φορά βρήκα παρήγορη τη σκέψη ότι δε θα ζήσω για πάντα. Έτσι κατάφερα ν’ απαλλαγώ απ’ αυτήν την πίστη που τη γεννάει ο φόβος. Ή, μάλλον, με απώθησε εκείνη.

Δεν είχα γνωρίσει ώς τώρα κανέναν με τον οποίο να μπορώ να μιλήσω γι’ αυτό. Εδώ βρήκα κάποιον που δεν πιστεύει, όπως κι εγώ: τον Ακάμαντα. Όμως αυτός είναι με την άλλη πλευρά. Ξέρουμε πολλά ο ένας για τον άλλο. Εγώ του λέω μόνο με τα μάτια ότι καταλαβαίνω την αδιαφορία που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα του και από την οποία εξαιρείται μόνο ο εαυτός του. Εκείνος μου λέει μόνο με τα μάτια ότι βρίσκει ανόητη και κωμική τη μανία που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα μου να αναμειγνύομαι στις υποθέσεις των άλλων. Και τον τελευταίο καιρό τη βρίσκει επικίνδυνη. Με προειδοποιεί, μόνο με τα μάτια, όμως εγώ κάνω πως δεν καταλαβαίνω. Τώρα θέλω να μάθω.

Έφυγα με τον Ιάσονα επειδή δεν μπορούσα να μείνω σ’ εκείνη τη χαμένη, διεφθαρμένη Κολχίδα. Ήταν μια δραπέτευση. Και τώρα είδα στο πρόσωπο του βασιλιά Κρέοντα την ίδια έκφραση της αλαζονείας και του φόβου που είχα δει προς το τέλος στο πρόσωπο του πατέρα μας, του Αιήτη. Στην κηδεία σου, στην κηδεία του θυσιασμένου του γιου, ο πατέρας μας δεν μπορούσε να με κοιτάξει στα μάτια. Ο βασιλιάς της Κορίνθου δεν έχει τύψεις που έχει θεμελιώσει την εξουσία του πάνω σ’ ένα έγκλημα, τους κοιτάζει όλους στα μάτια, με θράσος. Ο Ακάμαντας με πήρε μαζί του πέρα από το ποτάμι, στη νεκρόπολη, εκεί όπου θάβουν τους πλούσιους και ευυπόληπτους Κορινθίους σε μεγαλόπρεπα κενοτάφια και είδα τί τους δίνουν μαζί τους για ν’ αντέξουν τη διαδρομή μέχρι το βασίλειο των νεκρών, αλλά και για να εξαγοράσουν την είσοδό τους: χρήματα, κοσμήματα, τρόφιμα, ακόμα κι άλογα, μερικές φορές μάλιστα και υπηρέτες. Από τότε, αυτή η υπέροχη Κόρινθος μού φαίνεται σαν ένας πρόσκαιρος αντικατοπτρισμός εκείνης της αιώνιας νεκρόπολης και νομίζω πως κι εδώ βασιλεύουν οι νεκροί. Ή βασιλεύει ο φόβος για το θάνατο. Κι αναρωτιέμαι μήπως θα ήταν καλύτερα αν είχα μείνει στην Κολχίδα.

Όμως τώρα η Κολχίδα με ζητάει πίσω. Τα κόκαλά σου, αδερφέ μου, τα έριξα στη θάλασσα. Στη Μαύρη μας Θάλασσα, που την αγαπούσαμε και που κι εσύ, είμαι βέβαιη, θα την ήθελες για τάφο σου. Στραμμένη προς τα πλοία της Κολχίδας που μας καταδίωκαν και μπροστά στα μάτια του πατέρα μας, του Αιήτη, στεκόμουν στην «Αργώ» και σ’ έριχνα κομμάτι κομμάτι στη θάλασσα. Τότε ο Αιήτης έδωσε διαταγή να γυρίσει πίσω ο κολχικός στόλος. Ήταν η τελευταία φορά που είδα το οικείο του πρόσωπο, πετρωμένο από τη φρίκη. Όμως κι οι Αργοναύτες συγκλονίστηκαν απ’ αυτή την εικόνα: μια γυναίκα που στέκεται στην κουπαστή ουρλιάζοντας στον άνεμο και ρίχνει τα κόκαλα ενός νεκρού στη θάλασσα. Ο Ιάσονας μου λέει πως δεν πρέπει να παραξενεύομαι αν τώρα τους ξανάρχεται στο νου αυτή η εικόνα και τους κάνει να αισθάνονται αβεβαιότητα. Δεν ξέρουν τί να σκεφτούν και γι’ αυτό δε θέλουν να παρουσιαστούν ως μάρτυρες για να με υπερασπιστούν. Λοιπόν, μ’ έχετε ικανή να σκότωσα τον αδερφό μου, τον ρώτησα, να τον κομμάτιασα κι ύστερα να τον πήρα μαζί μου στο πλοίο μέσα σ’ ένα δερμάτινο σάκο; Ο καλός μου ο Ιάσονας ξεγλίστρησε. Μου τη χρωστάει ακόμα την απάντηση.

Όλα αυτά τα χρόνια, αδερφέ μου, δεν σε είδα ποτέ στον ύπνο μου. Τώρα, μαζί με τις αναμνήσεις, ξύπνησαν και τα όνειρά μου. Νύχτα με νύχτα η θάλασσα φουσκώνει και πάλι αφρισμένη, νύχτα με νύχτα καταπίνει και πάλι τα οστά σου, νύχτα με νύχτα χύνω επιτέλους τα δάκρυα που σου χρωστούσα από τότε. Και νύχτα με νύχτα οι άκρες των δαχτύλων μου ψηλαφίζουν τα λεπτά κοκαλάκια που βρήκα σ’ εκείνη τη σπηλιά, κάτω από το ανάκτορο, το μικρό κρανίο, την παιδική ωμοπλάτη, την εύθραυστη σπονδυλική στήλη. Η Ιφινόη. Είναι περισσότερο αδερφή σου απ’ ό,τι μπόρεσα ποτέ να είμαι εγώ. Όταν ξυπνάω μέσα στα κλάματα, δεν ξέρω αν έκλαιγα για σένα, αδερφέ μου, ή γι’ αυτή.

Ξέρω ότι οι Αργοναύτες προσπάθησαν να πείσουν τον Ιάσονα να με παραδώσει στον πατέρα μου. Με την απερίσκεπτη δραπέτευσή μου είχα γίνει αιτία να τους καταδιώκει ο κολχικός στόλος. Λίγο ήθελαν να με πετάξουν στη θάλασσα, ώστε να μπορέσουν να με ψαρέψουν οι διώκτες του, οι Κόλχοι. Ο Ιάσονας φέρθηκε γενναία. Με προστάτεψε. Ήταν πρωτόγνωρο για μένα να με προστατεύει ένας άντρας. Ο Ιάσονας βρισκόταν σε κατάσταση σύγχυσης και αβεβαιότητας. Οι σύντροφοί του άρχισαν να μιλούν για εξιλέωση. Θα βοηθούσε αν κάναμε κάτι για να εξευμενίσουμε τους θεούς για το θάνατο του Άψυρτου, καθώς και για τη φυγή μου και τη συνέργεια του Ιάσονα σ’ αυτή. Εναντιώθηκα σ’ αυτή την απαίτηση που συνεπαγόταν μια ομολογία ενοχής, όμως έβλεπα πόσο απαραίτητη ήταν η εξιλέωση για τον Ιάσονα. Βρισκόμασταν κοντά στο νησί όπου ζούσε από πολλά χρόνια η Κίρκη, η αδερφή της μητέρας μου. Μου το θύμισε η Λύσσα, ξαφνικά θυμήθηκα κι εγώ μια άγρια κόκκινη χαίτη, γιατί όχι, σκέφτηκα, γιατί να μην ξαναδώ αυτή τη συγγένισσα που ήταν φημισμένη σαν μάγισσα πολύ πιο πέρα από το νησί της. Οι Αργοναύτες την είχαν κι εκείνοι ακουστά κι αρνήθηκαν να μας ακολουθήσουν, εμένα και τον Ιάσονα. Είχαν ακούσει ότι η Κίρκη μεταμόρφωνε τους άντρες σε γουρούνια. Άραξαν την «Αργώ» σ’ έναν κρυφό όρμο και μας αποβίβασαν.

Τη βρήκαμε στην παραλία να λούζει τα κατακόκκινα μαλλιά της και να πλένει το λευκό της φόρεμα στη θάλασσα. Το πρόσωπό της ήταν αυλακωμένο και τρομακτικό. Φαινόταν να ξέρει ποιοί ήμασταν. Καθώς προχωρούσαμε μαζί της προς τα ξύλινα σπίτια στο εσωτερικό του νησιού, όπου ζούσε μαζί με μια ομάδα από γυναίκες, μας είπε πως ήξερε ότι θα την επισκεπτόμασταν. Εκείνη τη νύχτα είχε δει στο όνειρό της ποτάμια αίμα, το αίμα είχε λερώσει κι εκείνη την ίδια, γι’ αυτό είχε κατέβει στη θάλασσα, για να εξαγνιστεί. Εμείς δε μιλούσαμε, όπως αρμόζει σ’ αυτούς που αναζητούν την εξιλέωση. Καθίσαμε μπροστά στη φωτιά της και αλείψαμε τα πρόσωπά μας με στάχτες. Στη μνήμη σου, αδερφέ μου. Η Κίρκη φόρεσε τη λευκή ταινία της ιέρειας και πήρε στο χέρι της ένα ραβδί, ύστερα μας ρώτησε για ποιά αιματηρή πράξη ζητούσαμε εξιλέωση. Της είπα: για το φόνο του αδερφού μου. Του Άψυρτου, είπε η Κίρκη με άτονη φωνή. Κούνησα το κεφάλι μου. Δυστυχισμένη, μου είπε. Μ’ έπιασε μια πελώρια θλίψη, που τώρα ξυπνάει και πάλι. Η μνήμη μου έχει ανοίξει διάπλατα κι όλες αυτές οι κατακερματισμένες αναμνήσεις ανασύρθηκαν ξανά στην επιφάνεια, όπως οι πέτρες που βγάζει κάθε χρόνο το υνί στο χωράφι.

Η Κίρκη έβαλε να σφάξουν ένα γουρουνάκι και μας ράντισε με το αίμα του. Μας είπε ότι το αίμα εξαγνίζει από την ενοχή του αίματος. Μας έδωσε να πιούμε κρασί από διαφορετικά κύπελλα. Ο Ιάσονας αποκοιμήθηκε αμέσως, ενώ εγώ ήμουν σε πλήρη εγρήγορση. Είχαμε δυο ώρες καιρό για να μιλήσουμε. Το διάστημα αυτό μου φάνηκε ατέλειωτο. Πρώτα εξήγησα εγώ στην Κίρκη γιατί αναγκάστηκα να φύγω από την Κολχίδα. Στη συνέχεια, η Κίρκη μού είπε τόσο πολλά, μου έδωσε την αίσθηση ότι είχε προηγηθεί και την είχα ακολουθήσει, γιατί κι εκείνη είχε εξαναγκαστεί να φύγει. Μαζί με τις γυναίκες της, είχε αντιταχθεί ανοιχτά στο βασιλιά και στην Αυλή του. Οι αυλικοί ξεσήκωσαν τον κόσμο εναντίον της, της φόρτωσαν εγκλήματα που τα είχαν κάνει οι ίδιοι και κατάφεραν να την παρουσιάσουν σαν κακιά μάγισσα. Οι άνθρωποι έπαψαν να την εμπιστεύονται κι έτσι η Κίρκη δεν μπορούσε πια να κάνει τίποτε, απολύτως τίποτε. Οι τελευταίες ζωές που έσωσε, αυτό δεν το ήξερα ούτε εγώ, αδερφέ μου, ήταν της μητέρας μας και η δική σου. Στη γέννησή σου κινδύνεψες να πεθάνεις από ασφυξία, γιατί η μητέρα μας δεν είχε πια δυνάμεις για να σε ωθήσει προς τα έξω. Τότε η Κίρκη έβαλε τα μικρά της χέρια στη μήτρα της μητέρας μας, σε γύρισε έτσι ώστε να βγει πρώτα το κεφάλι σου και σε τράβηξε. Όλη τη νύχτα προσπαθούσε με όλα τα μέσα που γνώριζε και τα οποία μου φανέρωσε να σταματήσει το αίμα της Ειδυίας. Η θέληση της μητέρας μας να ζήσει είχε σχεδόν χαθεί. Τότε η Κίρκη απόθεσε εσένα, ένα τόσο δα πλασματάκι, πάνω στο στήθος της αδερφής της κι άρχιζε να της φωνάζει ότι αυτό το παιδί δεν θα ζούσε αν πέθαινε εκείνη, η μητέρα του, από αιμορραγία. Ύστερα από λίγη ώρα, η αιμορραγία σταμάτησε. Ο θάνατός σου, αδερφέ μου, την πόνεσε την Κίρκη. Για την Κολχίδα δεν ενδιαφερόταν πια.

Ήξερε για τον κόσμο περισσότερα απ’ ό,τι εμείς. Δε χρειαζόταν να μετακινηθεί από το νησί της, έρχονταν οι άλλοι και την έβρισκαν. Πλοία από πολλές χώρες κυκλοφορούσαν σ’ εκείνο το τμήμα της Μεσογείου. Στα καπηλειά όλων των λιμανιών μιλούσαν για την Κίρκη. Με ρώτησε: Ξέρεις τί ζητούν, Μήδεια; Ζητούν μια γυναίκα που να τους πει ότι δε φταίνε για τίποτε. Ότι οι θεοί που συμβαίνει να λατρεύουν τους ωθούν στις πράξεις τους. Ότι το ίχνος του αίματος που αφήνουν πίσω τους είναι το φυσικό επακόλουθο της αντρικής τους υπόστασης, όπως την έχουν ορίσει οι θεοί. Μεγάλα, τρομερά παιδιά, Μήδεια. Αυτό όσο πάει επιδεινώνεται, πίστεψέ με. Εξαπλώνεται. Κι ο νεαρός σου εκεί, που σε βοήθησε, θ’ αγκιστρωθεί σε λίγο από πάνω σου. Το κακό υπάρχει ήδη μέσα του. Όμως κανένας τους δεν αντέχει την απελπισία, για την απελπισία έχουν εκπαιδεύσει εμάς, κάποιος πρέπει να πενθεί ή, μάλλον, κάποια. Αν στη γη αντηχούσαν μόνο οι θόρυβοι των μαχών και οι κραυγές κι οι θρήνοι των ηττημένων, η ζωή θα σταματούσε, δε νομίζεις;

Πώς μπόρεσα να τα ξεχάσω όλα αυτά για τόσο καιρό; Τώρα θυμάμαι και πάλι ότι είχα παρακαλέσει την Κίρκη να μου επιτρέψει να μείνω κοντά της, κοντά σ’ αυτή και στις γυναίκες της. Μέσα σε μια στιγμή έζησα μια ολόκληρη ζωή στο πλευρό της, σ’ εκείνο το νησί, κάτω από εκείνο το θεϊκό φως. Τα πλοία έρχονταν κι έφευγαν, οι άντρες έρχονταν κι έφευγαν, παρηγορημένοι, θεραπευμένοι ή και όχι. Η Κίρκη σκέφτηκε κι αυτή ταυτόχρονα το ίδιο. Ύστερα μου είπε ότι δεν έπρεπε να μείνω. Εγώ ήμουν πλασμένη για να ζω ανάμεσα στους άντρες. Το πεπρωμένο μου ήταν να μάθω την αλήθεια γι’ αυτούς και ν’ αποπειραθώ να κατευνάσω το φόβο που τρέφουν για τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο φόβος είναι που τους κάνει τόσο άγριους και επικίνδυνους. Αυτό πρέπει να προσπαθήσω να κάνω, έστω και μόνο γι’ αυτόν εκεί τον άντρα, τον Ιάσονα.

Πώς μπόρεσα να τα ξεχάσω όλα αυτά; Ναι, απάντησε γελώντας στην ερώτησή μου η Κίρκη, είχε συμβεί να διώξει από το νησί της μια ορδή άντρες μεταμορφωμένους σε γουρούνια. Είχε σκεφτεί πως αυτό ίσως να τους βοηθούσε να γνωρίσουν έστω και ελάχιστα τους εαυτούς τους. Ξέρεις κάτι, Μήδεια, μου είπε η Κίρκη, ξέρεις τί πιστεύω; Σιγά σιγά θ’ αρχίσω να θυμώνω. Θα στέκομαι στην παραλία και θα τους καταριέμαι και δε θ’ αφήνω πια κανέναν να πατήσει στο νησί. Βλέπεις, όλη αυτή η κακία, η μικροπρέπεια και η χαμέρπεια που μου φορτώνουν δε φεύγουν πια από πάνω μου έτσι εύκολα όπως κυλάει το νερό.

Πώς μπόρεσα να το ξεχάσω αυτό; Πώς μπόρεσα να ξεχάσω ότι κι εγώ ήθελα να θυμώσω την κατάλληλη στιγμή, να θυμώσω πραγματικά; Και τώρα, Άψυρτε, ίσως να είναι αυτή η κατάλληλη στιγμή.

Δυστυχώς, όμως, είμαι μόνο κατάπληκτη. Είμαι κατάπληκτη επειδή όλα είναι τόσο διαφανή, είναι τόσο εύκολο να καταλάβει κανείς τί κρύβουν. Είμαι κατάπληκτη που αυτό δεν τους ενοχλεί καθόλου. Που μπορούν να με κοιτάζουν στα μάτια με παγωμένο πρόσωπο και να μου λένε ψέματα, ψέματα, ψέματα. Είναι σοβαρή αναπηρία να μην μπορείς να πεις ψέματα. Θυμάμαι το παιδικό μας παιχνίδι, αδερφέ μου. Θέλαμε να μάθουμε να λέμε ψέματα. Θα νικούσε όποιος θα κατάφερνε να πει ένα συγκεκριμένο ψέμα στη μητέρα ή στον πατέρα μας με τόσο αθώα έκφραση ώστε να τον πιστέψουν. Συνήθως μας έδιωχναν γελώντας, κανένας από τους δυο μας δεν ήταν ιδιαίτερα καλός σ’ αυτό το παιχνίδι. Τούτοι εδώ, Άψυρτε, είναι τεχνίτες στο ψέμα, λένε ψέματα ακόμα και στον ίδιο τους τον εαυτό. Από την αρχή απορούσα για τις σκληρύνσεις στο σώμα τους. Άγγιζα με το χέρι μου τον αυχένα τους, το χέρι τους, την κοιλιά τους και δεν αισθανόμουν τίποτα, καμιά ροή, κανένα ρεύμα. Τίποτε άλλο από σκληρότητα. Πόσο καιρό προσπαθούσα να μαλακώσω αυτή τη σκληρότητα, πόσο απρόθυμοι ήταν, πόσο αντιστέκονταν. Πόσο αντιστέκονταν στη συμπόνια. Στη συνέχεια ξεσπούσαν μερικές φορές σε κλάματα, ολόκληροι άντρες. Πολλές φορές δεν ξανάρχονταν, δε με ξανακαλούσαν, επειδή ντρέπονταν. Χρειάστηκε να κοπιάσω πολύ ώσπου να το καταλάβω, σ’ αυτό με βοήθησε ο Ιάσονας.

Ήταν εντυπωσιακός άντρας. Το βάδισμά του, το παράστημά του, το παιχνίδισμα των μυώνων του όταν έκανε τους χειρισμούς πάνω στο πλοίο — δεν μπορούσα να ξεκολλήσω τα μάτια μου από πάνω του. Μερικοί Αργοναύτες του τραυματίστηκαν από τους Κόλχους και τους περιθάλψαμε μαζί με τον Ιάσονα. Ήξερε τί να κάνει, γνώριζε κι αυτός τις μεθόδους, τα φάρμακα. Ποτέ δεν ένιωσα πιο κοντά του απ’ ό,τι εκείνη τη νύχτα που δουλεύαμε χέρι με χέρι. Η συνεννόησή μας γινόταν χωρίς λόγια. Έτσι δε μου κακοφαινόταν να γίνω γυναίκα του. Δεν είναι αλήθεια ότι τον παντρεύτηκα μόνο επειδή, αν δεν τον παντρευόμουν, ο βασιλιάς της Κέρκυρας, όπου είχαμε ζητήσει άσυλο, θα με παρέδιδε στο δεύτερο κολχικό στόλο, που είχε διαταγή να μην γυρίσει χωρίς εμένα. Την ίδια νύχτα τελέσαμε τις καθιερωμένες γαμήλιες τελετές και πλαγιάσαμε στο σπήλαιο της Μάκρης, της αρχαίας θεάς που πάντα ζητούσα την προστασία της. Εναπόθεσα στο βωμό της όλα μου τα κοσμήματα. Από τότε δεν ξαναφόρεσα κοσμήματα, αυτός ήταν ο όρκος μου στη θεά, με είχε καταλάβει. Αποποιήθηκα τη θέση μου. Ήμουν πια μια απλή γυναίκα στα χέρια της. Έτσι δόθηκα στον Ιάσονα χωρίς ενδοιασμούς, έτσι τον έδεσα μαζί μου. Θυμάμαι ακόμα πώς έσφιγγα τους ώμους του όταν βρέθηκε ξαπλωμένος πάνω μου. Αισθανόμουν τον κάθε του μυώνα, την έντασή του, την ευτυχισμένη του χαλάρωση. Και πόσο πόνεσα όταν κι οι δικοί του ώμοι σκλήρυναν σιγά σιγά, όπως των άλλων αντρών στην Κόρινθο. Κι έπαψε να υποφέρει γι’ αυτό. Έγινε ένας κοινός αυλικός. Για σας, έλεγε. Για σένα και τα παιδιά. Για να σ’ αφήσουν ήσυχη εδώ. Έλεγε κιόλας «για σας», όχι «για μας», αυτό ήταν η τομή. Ένας πόνος που δεν λέει να περάσει.

Ο βασιλιάς Κρέοντας μπορεί να επιχειρήσει να με προσβάλει και να με εκφοβίσει, να φορέσει το πέτρινο προσωπείο του, να περάσει από μπροστά μου χωρίς ούτε μια ματιά, χωρίς ούτε ένα χαιρετισμό. Αυτό με αφήνει αδιάφορη. Ο Ακάμαντας μπορεί να θελήσει να με πείσει να σταματήσω τις έρευνες για τον νεκρό που βρήκα στη σπηλιά, με αντάλλαγμα να σβήσει και πάλι από μόνη της η φήμη ότι σκότωσα τον αδερφό μου. Εγώ θα τον ρωτήσω πώς ξέρει ότι αυτός ο νεκρός είναι άντρας. Θα χλωμιάσει και θα σφίξει τα δόντια του ώσπου να πεταχτούν έξω τα ζυγωματικά του και θα με ρωτήσει απειλητικά: Πόσα ξέρεις, Μήδεια; Δε θα του απαντήσω.

Όμως, αν με ρωτήσει το ίδιο ο Ιάσονας, έξαλλος από φόβο και ανησυχία, κι αν προσπαθήσει αυτός να με αναγκάσει να κρατήσω το στόμα μου κλειστό, αυτό δε θα με αφήσει αδιάφορη. Θα του πω αυτό που ξέρω: ότι εκεί μέσα, στη σπηλιά, βρίσκονται τα οστά ενός κοριτσιού, ενός παιδιού σχεδόν, στην ηλικία σου, αδερφέ μου. Κι ότι αυτά είναι τα οστά της πρώτης κόρης του βασιλιά Κρέοντα και της βασίλισσας Μερόπης, της βουβής βασίλισσας. Μ’ εμένα δεν ήταν βουβή όταν την επισκέφθηκα στο σκοτεινό της διαμέρισμα. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να απαντήσει μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι στην ερώτησή μου, που έδειχνε ότι είχα ήδη ακολουθήσει τα ίχνη της αλήθειας. Η απάντησή της βγήκε από σφιγμένα χείλη, Εκείνος έδωσε τη διαταγή, είπε η Μερόπη. Ήθελε να τη βγάλει από τη μέση, την Ιφινόη. Φοβόταν ότι θα την κάναμε βασίλισσα στη θέση του. Κι αυτό ακριβώς θέλαμε. Θέλαμε να σώσουμε την Κόρινθο.

Η παγωνιά που ένιωσα δεν μ’ εγκαταλείπει πια. Η μία από τις αιωνόβιες υπηρέτριες με οδήγησε έξω. Περιπλανήθηκα στις αυλές του ανακτόρου, με μια πέτρα στο στήθος μου, που δεν μπορώ πια να την ξεφορτωθώ. Ήθελαν να σώσουν την Κόρινθο. Εμείς θέλαμε να σώσουμε την Κολχίδα. Κι εσείς, αυτό το κορίτσι, η Ιφινόη, κι εσύ, Άψυρτε, υπήρξατε τα θύματα. Είναι περισσότερο αδερφή σου απ’ ό,τι θα μπορούσα ποτέ να είμαι εγώ.

Δεν έπρεπε να φύγω από την Κολχίδα. Δεν έπρεπε να βοηθήσω τον Ιάσονα να πάρει το δέρας του. Δεν έπρεπε να πείσω τους δικούς μου να έρθουν μαζί μας. Δεν έπρεπε να επιχειρήσω αυτή τη μακριά, δύσκολη περιπλάνηση, δεν έπρεπε να ζήσω τόσα χρόνια στην Κόρινθο. Εδώ είμαι μια βάρβαρη που άλλοι τη φοβούνται και άλλοι την περιφρονούν. Υπάρχουν και τα παιδιά, βέβαια. Όμως τί θα βρουν μπροστά τους; Πάνω σ’ αυτό το δίσκο που τον ονομάζουμε γη δεν υπάρχει πια, αγαπημένε μου αδερφέ, τίποτε άλλο από νικητές και θύματα. Τώρα αισθάνομαι επιτακτική την ανάγκη να μάθω τί θα βρω όταν θα ξεπεράσω την άκρη αυτού του δίσκου.


Christa Wolf. 1996. Μήδεια: Φωνές. Μετ. Αγγέλα Βερυκοκάκη. Αθήνα: Λιβάνης-"Νέα Σύνορα". Τίτλος πρωτοτύπου: Medea: Stimmen (Luchterhand Literaturverlag, 1996).