[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Voltaire
Οιδίπους εν Θήβαις
Μετάφραση: Κ*** Λ***
(απόσπασμα)
ΠΡΑΞΙΣ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ Α΄
Οιδίπους, Ιοκάστη
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Όχι, εις μάτην Ιοκάστη! Όσα και αν με λέγεις αδύνατον· η ψυχήν μου αγρίως ταραττομένη κατασπαράττεται φλογερά από απαύστων υποψιών οχληρά βέλη. Δικαίως, εξ άπαντος δικαίως, ο σκληρός ούτος Ιερεύς με κατατραυματίζει, διότι και εγώ αυτός πλέον, ω Ουρανέ! αρχίζω ήδη να ελέγχω με τρόμον τον βίον μου, και φρίττω φρίττω δι’ όσα εξέφρασεν… Άμετρα συμβάντα προ χρόνων πετάξαντα, αλλεπαλλήλως επέρχονται τώρα εις το εξηναμμένον πνεύμα μου! Αχ Ιοκάστη! τί θέλεις; τα παρελθόντα με καταπλήττουν, τα παρόντα με θλίβουν, τα μέλλοντα μ’ ανοίγουν φρικώδη βάραθρα, και πικρός όφις παρακολουθεί τα αιματηρά ίχνη μου!!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Πικρός όφις! τί λέγεις;… και δεν είσαι λοιπόν βέβαιος περί της αθωότητός σου; η αρετή σου, Θεοί! δεν σε στηρίζει;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ναι!!… όμως… όχι… παρανομούν πολλάκις οι θνητοί χωρίς να το αισθάνονται.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Α! Βασιλεύ, λυπήσου την λύπην μου!… Ρίψε πλέον τους ανάνδρους αυτούς τρόμους με τους οποίους αντί να ελεήσεις ενισχύεις μάλλον τον αυθάδη τούτον Ιερέα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
— Στάσου· σε ορκίζω σκληρά, εις του φονευθέντος Λαΐου την ψυχήν, εις των απαραιτήτων θεών την πικράν λύσσαν, ειπέ με όταν ο Λάιος δυστυχώς επεχείρισε την φρικτήν εκείνην περιήγησιν ήταν με φύλακας; είχε στρατιώτας;
ΙΟΚΑΣΤΗ
Θεοί μου! μ’ ερωτάς πάλιν;… Είς μόνον τον παρηκολούθει.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Είς μόνον; Είς;…
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ναι Βασιλεύ· δεν ήθελεν εκείνος τας οχληράς και ματαίας πομπάς, ούτε έβλεπέ τις προπορευομένους του δίφρου του στρατούς ποδοβολούντας, και καταστράπτοντας. Επεριπάτει μόνος, ατάραχος, άφοβος εν τω μέσω των υπηκόων του, θωρακόνων τα στέρνα του με του λαού του τον Έρωτα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ω ουρανόπεμπτε Λάιε, ω τρομερά τύψις!… συ ανεφάνης το σπάνιον και λαμπρόν ένδειγμα των πατρικών Ηγεμόνων, και ο Οιδίπους ο βάρβαρος Οιδίπους, ω Θεοί, αυτός να σε φονεύσει; Αχ! Ιοκάστη, λέγε, διάγραψέ μου τάχιστα το είδος, το σχήμα, τον χαρακτήρα του.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Άκουσε λοιπόν αφού με καταθλίβεις με την λυπηράν ενθύμησίν του. Ο Λάιος, μολονότι γέρων, ήτον ανδρείος, σοβαρός, Γιγαντόσωμος. Τα όμματά του πάντοτε διέλαμπον με χάριν από της ζωηράς νεότητος το πυρ, και το μέτωπόν του σοβαρόν από του χρόνου τους αύλακας, και από χιονώδη κόμην περίστεπτον, σέβας ενέπνεεν εις τους εκθάμβους θνητούς, και… τί άλλο πλέον;… Βασιλεύ, ο Λάιος πολύ σε ομοίαζε, και έχαιρεν ενδομύχως η καρδία μου ευρούσα εις τον Οιδίποδα τας αρετάς και τους χαρακτήρας του Λαΐου — Αλλά τί τάχα;… διατί Βασιλεύ, ακούων ταύτα φρίττεις;…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Αχ Ιοκάστη! καθαρά βλέπω τρομεράς δυστυχίας, τας οποίας εις μάτην ανιχνεύω, και τρέμω μήπως ο Ιερεύς από τους θεούς εμπνευσθείς, έμαθε σαφώς περί της φρικώδους μοίρας μου. Εγώ ήθελα τον φονεύσει!… εγώ τον σύζυγόν σου!… α!… όχι… Ναι… ω θεοί! και είναι δυνατόν τούτο;
ΙΟΚΑΣΤΗ
Α Βασιλεύ! και τί; νομίζεις λοιπόν ότι οι Ιερείς είναι αλάνθαστοι; Υπουργούντες εις των αθανάτων τους βωμούς, εικονίζουν την υψηλήν θεότητα, πλην είναι άνθρωποι θνητοί και μάταιοι. Α! Βασιλεύ, και πιστεύεις λοιπόν εις τους πομπώδεις λόγους των; πιστεύεις ότι η αλήθεια κρέμαται εις των πτηνών το ελαφρόν πέτασμα, και ότι υπό Ιεράν σπάθην ταύροι στενάζοντες ισχύουν να διαρρήξουν των μελλόντων το μαύρο κάλυμμα εις των Ιερέων το παράφορον όμμα; Θεέ! εις θύματα λοιπόν με άνθη στολισμένα, και εις τας υποτρέμουσας πλάτας των κείνται κατάγραπτοι των ανθρώπων αι μοίραι;… Όχι όχι, αδύνατον· τολμούν, και οικειοποιούνται οι άθλιοι των αθανάτων τα δίκαια, εις μάτην ιχνεύοντες την σκοτεινήν αλήθειαν. Οι Ιερείς, όχι, δεν είναι ως δοξάζονται από τον μάταιον λαόν, επειδή όμως τυφλά τους πιστεύομεν, ηξεύρουν να μας απατώσι θαυμάσια.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ω Θεοί! ας ήταν αληθές τούτο! ω πόσον ήθελα είσθαι ευτυχής!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Α Βασιλεύ! πίστευσόν με, είναι αληθές. Και εγώ πιστεύουσα εις τούτους ποτέ, αλίμονον! εξηπατήθην ως συ ανοήτως πεισθείσα εις σκοτεινόν και ψευδή χρησμόν, έχασα η δυστυχής διά πάντα, ω Ουρανέ! τον μοναχόν υιόν μου… Απάνθρωπα, βδελυρά Μαντεία! σας μισώ, σας αποστρέφομαι! αν η πικρά σας Δάφνη δεν επρόσταζε, αν ελείπετε από τον Κόσμον, δεν ήθελε χαθεί ο υιός μου, δεν ήθελε φρίττει σήμερον ο σύζυγός μου!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ο υιός σου! τί λέγεις! και πώς τον έχασες; με ποίον σκληρόν χρησμόν σε τον αφήρπασαν οι Θεοί;
ΙΟΚΑΣΤΗ
Άκουσον Βασιλεύ, άκουσον φρίττων ενώ κατασκοτίζεσαι από παθών νεφέλας βδελυράς πράξεις, τας οποίας επεθύμουν, ει δυνατόν να κρύψω και από τον ίδιον εαυτόν μου, και μη ταράττεσαι παντελώς πλέον από ένα ψευδή και μάταιον χρησμόν. Βασιλεύ ηξεύρεις την προλαβούσαν τύχην μου, τους πρώτους μου γάμους, και ότι μετά του Λαΐου απέκτησα υιόν. Εφρόντιζα περί του βίου του, και ως φιλόστοργος μήτηρ ανησυχούσα, ερώτησα την κλεινήν των Δελφών Πυθίαν περί της μελλούσης τύχης του. Αλίμονον! παραφρονούν οι θνητοί, αναζητούντες οι μάταιοι των Θεών τα μυστήρια! Με πάλλουσαν καρδίαν την ηρώτησα, και όλη σέβας και φόβος έπεσα προ των ποδών της σκληράς Ιερίας! την ενθυμούμαι και φρίττω!… Ήστραψεν, ηγριώθη, εγόγγυσε, και με φρικώδη τόνον εξετόξευσε τους πικρούς τούτους λόγους, τους οποίους τρέμουσα ενθυμούμαι εισέτι:
«Αθλία, τρέμε! φοβερά θέν’ ανατείλ’ ημέρα,
»και θα σπαράξει ο υιός τον μόνον του Πατέρα,
»και Ιερόσυλος φρικτός, και μέγας Πατροκτόνος
»και αιμομίκτης βδελυρός γινόμενος συγχρόνως—
Ω Θεοί! φρίττω!… Αρκεί τόσον, φθάνει…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Και λοιπόν;… έπειτα;… λέγε…
ΙΟΚΑΣΤΗ
Με είπεν η σκληρά ότι ήθελε με νυμφευθεί, πιστεύεις; ο υιός μου, ότι ήθελα δεχθεί εις ταύτας τας αγκάλας το φρικτόν τούτο τέρας, τον υιόν μου βασιλεύ, εγώ εγώ η δυστυχής μήτηρ του κατάβρεκτον, ω θεοί, από το πατρικόν αίμα του, και ότι μετ’ αυτού συνδεθείσα διά των αιματηρών τούτων δεσμών, θέλω γεννήσει, ω Ουρανέ, τα πλέον φρικτά τέρατα… Αλλά τί βλέπω, τρέμεις;… ταράττεσαι;… φρίττεις εις την πικράν ταύτην διήγησιν; Φοβείσαι να προσέξεις εις τα λοιπά;
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Εξακολούθει, λέγε· τί έκαμες το δυστυχές εκείνο βρέφος; το έρμαιον της ουρανίου οργής;
ΙΟΚΑΣΤΗ
Τί το έκαμα; ω θεοί! ετρόμαξα την Πυθίαν, επίστευσα τους θεούς, απεστράφην η σκληρά τον μοναχόν υιόν μου, έκλαιον από φιλοστοργίαν, εφρύαττον από μίσος, και τέλος, ω Ουρανέ! πριν έτι να ανθήσει το λιγυρόν εκείνο βλάστημα, πριν το ιδώ ακόμη αυξάνον εις της ανομίας τους ρύακας, επρόσταξα βασιλεύ — τί πλέον; το εφόνευσα!… Και ηξεύρεις; ενόμισα η σκληρά ότι θριαμβεύω κατά της τύχης του. Ω ταλαίπωρος και ολεθρία συμπάθεια, ω βδελυρά και ανοσία μήτηρ! και τί λοιπόν απήλαυσα; τί τάχα; ο δυστυχής ανήρ μου εις το θριαμβευτικόν άρμα της ειμαρμένης του τρέχων, εκρημνίσθη απέθανεν από σκληράς παλάμας, από αλλότριον δόρυ. Ο υιός εξέπνευσε με καθαράς και αμολύντους χείρας, και εγώ η ταλαίπωρος ως άνθος της ερήμου καταλειφθείσα μόνη, εστέναζα διά τον σύζυγον, και κλαίω τον υιόν — Διδάξου καν τώρα, βασιλεύ, από το τρομερόν τούτο παράδειγμα, κατασίγασον τας τρικυμίας του νοός σου, ιδέ το έγκλημά μου, και μάθε ν’ απορρίπτεις τους ιερείς.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ήκουσα Ιοκάστη τα φρικτά μυστικά σου, τα ήκουσα! Πρόσεξε και συ τώρα εις τα φρικώδη συμβάντα μου, και ετοιμάσου να φρίξεις σήμερον μανθάνουσα τας μαύρας τύχας μου, και των αγρίων παθών μας τα συμπτώματα. Η μοίρα, το ηξεύρεις, μου έδωκε την ύπαρξιν εις την Κορίνθου τον ευκλεή θρόνον· πετάξας όμως εκείθεν διά παντός, με φρίκης υποβλέπω και θρόνον και πατρίδα… Μίαν φοβεράν και ολεθρίαν ημέραν (ήτις ακόμη καταταράττει το πνεύμα μου) καθ’ ην μόλις εχρύσωνε τους βράχους ο Ήλιος, ανθηρός, νέος έτι, έδραμα κατά πρώτην φοράν ν’ αφιερώσω εις τους θεούς λαμπρόν πανηγυρικόν δώρον. Εξαίφνης, τί θεωρώ! του Ιερού οι θόλοι ανοίγονται, τα κρυσταλλώδη μάρμαρα πλημμυρούν από φρικτών αιμάτων τέρατα, και αόρατος χειρ πετώσα τα δώρα μου, κατεκίνει τα θεμέλια, και υπέσειε τον Ναόν… Ακίνητος έμεινα! ο Ουρανός αγρίως εμούγκριζεν, εβόων οι άνεμοι, και φοβερά κραυγή εβρόντησε εις τα ώτα μου «Μη τρισάθλιε! μη πλησιάζεις πλέον, μη μολύνεις ακάθαρτε τα ιερά εδάφη, μακράν αι προσφοραί σου, μακράν. Ύπαγε, φεύγε, και πρόσφερε τα ολέθρια δώρα σου εις των Εριννύων τους δράκοντας, εις τας μόνας θέας σου.» Πυρίφλεκτος παράφρων έμεινα, το βλέμμα μου ανήσυχον επέτα, εστρέφετο, και η ψυχή μου τρέμουσα, φλεγομένη επροσπάθη να φύγει… Μόλις ανέπνευσα, και άλλη πάλιν φοβερά φωνή με κατέπληξαν. Ηξεύρεις άραγε; πιστεύεις τί είπεν;… Όλα συγχρόνως τα φρικώδη και φοβερά δεινά με τα οποία οι θεοί εφόβισαν άλλοτε τον υιόν σου… Και είπεν ότι θα σφάξω τον πατέρα μου…
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω Θεοί!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ότι θα νυμφευθώ την μητέρα μου! Περικαλύπτεται με την χλαμύδα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω Θεοί! τί λέγεις;… τί ήκουσα! Αχ Βασιλεύ, ποίος δαίμων ενώσας τας ψυχάς μας, ημπόρεσεν, Ουρανέ, να συνάψει εις ημάς τόσας φρίκας;… Κλαίει.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Θρηνείς; κλαίεις;… Ακόμη, όχι· ακόμη δεν πρέπει να χύσεις δάκρυα! Θα μάθεις Βασίλισσα, φοβερά ολέθρια συμβάντα, και μέγας τρόμος θα καταπλήξει το πνεύμα σου. Στέκει ολίγας στιγμάς. Άκουσον: Ο χρησμός μ’ εθορύβησεν, απεστράφην των βρεφικών μου χρόνων τους τόπους, έτρεμα τας φοβεράς Μοίρας μου, και λησμονήσας εμαυτόν και όλους μου του πόθους, επέταξα από της θρηνούσης μητρός μου τας αγκάλας, και αποχαιρετήσας τα πατρικά εδάφη, εστράφην αυτεξόριστος εις άλλας γαίας. Είς μόνος φίλος με παρηκολούθη· και μετ’ αυτού τρέχων πάντοτε εις διαφόρους χώρας, κατεπλανώμην άγνωστος, και πολεμών αγρίως με τα πικράς θλίψεις μου· και εν τω μέσω φοβερών κινδύνων και θανάτων, θεός μεγάλος εστήριζε τον βραχίονά μου, και περιέστρεφε το δόρυ μου. Αχ Ιοκάστη! ευδαίμων θα ήμην βέβαια, αν εις μίαν από τας μάχας εκείνας απέθνησκα διά να προκαταλάβω την Σκληράν Ειμαρμένην! Αλλ’ οι θεοί δεν ηθέλησαν, ελυτρώθην· και πώς άραγε; διά να χύσω πατρώον ιερόν αίμα… Ενθυμούμαι, ναι ενθυμούμαι ότι εις τας χλοεράς της Φωκίδος εκτάσεις, πλησίον εις απόκριμνον και στενόν δρόμον, απήντησα δύο πολεμιστάς ήρωας εφ’ άρματος λαμπρού καθημένους. Μόλις αντικρίσθημεν, και καθείς τιμάς διώκων ματαίας, εζήτει πρώτος την δίοδον. Αλλ’ εγώ νέος, υπέροφρις, και υιός βασιλέως, με των ηγεμόνων το αλαζόν αυξήσας, μολονότι άγνωστος, εις ξένας γαίας, ενόμιζα ότι είμαι ακόμη εις τα πατρώα ανάκτορα, και ότι πάντες πρέπει να με υπακούουν. Ορμώ παράφρων, αρπάζω τους χαλινούς, και σταματώ τους πυρπνόους και θρασείς ίππους των. Πηδούν μακράν της αμάξης ακράτητοι, ως εν ροπή ρίπτονται κατ’ εμού, πετώσι τα δόρατα, εξαστράπτουσι βροντώσι τα ξίφη μας, αντηχούν τα πέριξ, τρέχει το αίμα, πίπτουν… και αναφαίνομαι νικητής! Θεός ησθάνθην να με κεντά, και δι’ ευτυχίαν ή όλεθρον με εβοήθη. Ημιθανής μάλιστα και σεβαστός γέρων ο είς, με έβλεπε κατά πρόσωπον, ήπλωσε τους βραχίονάς του διά να μ’ εναγκαλισθεί, εκόπη η φωνή περί τα χείλη του, με είδε συμπαθητικώς, εδάκρυσε, και απέθανε… Σκότος εκάλυψε τους οφθαλμούς μου, και η ψυχή μου αγρίως ταράξασα… Φρίττεις Ιοκάστη; εκπλήττεσαι;… α…
ΙΟΚΑΣΤΗ
Αχ Βασιλεύ… ω φρίκη… τί είπες; τί ήκουσα… αλλά τί κρότος;… Ο Φόρβας φθάνει… Ανάλαβε βασιλεύ…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ω ουρανέ! ιδού λοιπόν η μαύρη στιγμή εις την οποίαν θα μάθω την τύχην μου!…
ΣΚΗΝΗ Β΄
Οιδίπους, Ιοκάστη, Φόρβας, και Φιλοκτήτης
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ελθέ, σεβάσμιε Γέρων, ελθέ, πλησίασον… Κατά μέρος το πρόσωπόν του, ω Ουρανέ! με καταπλήττει, ταράττομαι, φρίττω, δεν δύναμαι να τον εξετάσω! Τον θεωρεί πάλιν με θάμβος και ταραχήν. Το πρόσωπόν του, ω φρίκη… να είναι αυτός;… δεν το πιστεύω.
ΦΟΡΒΑΣ
Η ώρα λοιπόν έφθασε; και με φονεύουν τον άθλιον… Αχ Βασίλισσα και πώς;… επρόσταξες λοιπόν την καταδίκην μου;… ω Θεοί! ποτέ συ δεν αδίκησες άλλον, παρά εμέ δύστηνον γέροντα.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ησύχασε Φόρβα, μη τρέμεις, αλλ’ αποκρίσου εις τον Βασιλέα.
ΦΟΡΒΑΣ
Εις τον Βασιλέα!! Βλέπει εξαίφνης τον Οιδίποδα και τον ανατρέχει εκστατικός.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ναι, καλέ γέρων, πλησίον του στέκεις.
ΦΟΡΒΑΣ
Ω θεοί! ο Λάιος εφονεύθη, και συ βασιλεύεις τώρα! Συ εξουσιάζεις τους τόπους του!!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Φόρβα! παραίτησε τας περιττολογίας. Ομίλει: παρευρέθεις εις του Λαΐου τον θάνατον; Λέγουν ότι επληγώθης υπέρ αυτού πολεμών.
ΦΟΡΒΑΣ
Βασιλεύ! ο Λάιος ανεπαύθη… άφες την ιεράν κόνιν του, και μη καθυβρίζεις απηνώς την λυπηράν μοίραν ενός πιστού υπηκόου του πληγωθέντος από την χείρα σου.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Από την χείραν μου! πού;… πότε;… ποίος;… εγώ;…
ΦΟΡΒΑΣ
Ευχαρίστησε τέλος την λύσσαν σου! Αφαίρεσέ μου το οχληρόν βάρος, και χύσε με τον βραχίονά σου το εναπολειφθέν και διαφυγόν σε αίμα μου! Τί στέκεις; εγώ είμαι! θανάτωσέ με πλέον!… Ενθυμήσου τον ολέθριον εκείνον στενωπόν, ενθυμήσου ότι ο Λάιος —
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Άθλιε! παύσε, σιώπα, αρκετά πλέον… Εγώ είμαι ο φονεύς, εγώ είμαι το τέρας, εγώ το βλέπω!… Ω σκληροί θεοί! μετά τετραετή βάσανα τοιαύτην λύσιν με δίδετε!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Αλίμονον! Ω φρίκη!… Είναι… λοιπόν… αληθές; Στηρίζεται εις την πλησίον παρακειμένην στήλην.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Και πώς ω Γέρων! Συ είσαι;… Εσέ φρυάξας επλήγωσα προς την Δαυλίδα;… εις το στενόν εκείνο;… Αλλά τί τάχα;… Συ είσαι, ναι συ είσαι! Εις μάτην εξετάζω! Τα πάντα λαλούν, τα πάντα με προδίδουν… Φύγε με, γέρων· σε βλέπω, σε γνωρίζω, και εκθαμβούται το φως μου!
ΦΟΡΒΑΣ
Ναι εγώ είμαι ο δυστυχής εκείνος Γέρων! Εγώ σε είδον αγρίως και μανιωδώς σπαράττοντα τον Βασιλέα μου, εγώ επλήχθην από την φοβεράν χείρα σου, και τώρα συ ανατέλλεις επί του θρόνου του, και εγώ δύω και φθείρομαι υπό τα δεσμά.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ακούων τους τελευταίους λόγους εξανίσταται φρίττων. Ύπαγε, τρέξε Γέρων· άφες με μόνον, φύγε Σκληρέ, και εγώ φροντίζω κατά της τύχης μου!… Φύγε και ο βραχίων ούτος γνωρίζει να εξαλείφει εγκλήματα… Άφες με γέρων, δεν δύναμαι να βλέπω τα πάθη σου, την αθωότητά σου! Φύγε, και εκθαμβούμαι, φρίττω, εκπλήττομαι διότι εξ αιτίας μου κατέστης δυστυχής, αθώε και ταλαίπωρε γέρων!
ΣΚΗΝΗ Γ΄
Οιδίπους, Ιοκάστη
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ιοκάστη… Αχ, επειδή με το γλυκύ όνομα της συζύγου η φθονερά Τύχη δεν συγχωρεί να σ’ ονομάζω πλέον, Ιοκάστη μη στέκεις· ιδέ το έγκλημά μου… Είναι φοβερόν, αιματώδες! Άι μη στέκεις, μη με λυπήσαι, ιδού το στήθος, σπάραξον, κτύπα κτύπα, και ελευθερώσου διά μιας από την φρίκην τού να καλείσαι γυνή μου…
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω Ουρανέ… τί φρίκη!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ιδού η μάχαιρα, διασπά το ξίφος ακράτητος αυτή είναι είναι! Την βλέπεις;… Τρέχει αίμα, και αίμα του συζύγου σου!… Λάβε την, σε ανήκει, και διάσχισον τα φλογερά μου στήθη… Αλλά τί! στέκεις;… Αγριωμένος υψώνει την μάχαιραν έτοιμος να πληχθεί.
ΙΟΚΑΣΤΗ
Βασιλεύ! τί κάμνεις;… τί μελετάς;… Α στάσου· του αρπάζει τον οπλισμένον βραχίονα μετρίασον την λύπην, ανάλαβε, ζήσε…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Σκληρά, τί κάμνεις! άφες με, παύσε· είς θάνατος μένει, θα τον λάβω…
ΙΟΚΑΣΤΗ
Αχ ησύχασε, στάσου… Σε ορκίζω σκληρέ!… Αρπάζει την μάχαιραν. Άκουσε την Ιοκάστην, αχ άκουσέ με…
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Τίποτα δεν ακούω, εις μάτην, όχι… Ενώ ορμά να φύγει, εξαίφνης στέκει περίλυπος. Με βλέπεις; φρίξε! εγώ τον εφόνευσα!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Αχ ναι· πλην μ’ ενυμφεύθης.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Σ’ ενυμφεύθην, και ημάρτησα!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ημάρτησες ακουσίως, και —
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ακουσίως ή εκουσίως, ημάρτησα!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Ω τί φρικτή ώρα! τί ολεθρία Τύχη!
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ω ολέθριοι γάμοι! ω Γλυκύτατοι, πλην παρελθόντες έρωτες!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Οι έρωτές μας είναι, και εσύ είσαι σύζυγός μου.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Αχ! όχι όχι· μη με σπαράττεις, παύσε· Φοβερά χειρ φρικώδης κατέθραυσε τα δεσμά μας, και μένω έρημος! Άι τί φρίκη! τί έλεγχος!… Μακρύνσου Ιοκάστη, μακρύνσου! Όλεθρον σπείρουν τα βήματά μου, θανάτους χύνουν τα ίχνη μου, φεύγε με, φεύγε! Φοβού τον καταδιώκοντά με θάνατον, ολεθρία φωνή με κράζει, και μην ελπίζεις από εμέ! Φεύγε με Ιοκάστη! άφες με πλέον· η Μοίρα μου, α κρύψου, σε υποβλέπει, θα πέσει επάνω σου, θα σε κτυπήσει, φεύγε! Αχ Ιοκάστη λυπήσου την στάσιν μου, λυπήσου τον λαόν σου, φόνευσε, κτύπα, διάσχισον, και λύτρωσέ με από το έγκλημα!
ΙΟΚΑΣΤΗ
Από το έγκλημα; Αχ! όχι, Βασιλεύ, δεν είσαι ένοχος, δυστυχής μόνον! Ανάλαβε το πρώην φρόνημα, φανού γενναίος, και μη προσβάλλεις τον εαυτόν σου με τόσην σκληρότητα. Και τί βασιλεύ; Έχυσες αίμα, ναι η αθλία, το έχυσες, αλλά δεν ήξευρες τίνος… Εγώ να σε φονεύσω; Σκληρέ τί λέγεις;… Τον θάνατόν του τω όντι θα τον κλαίω, αλλά να σε φονεύσω; να σε μισήσω;… όχι· ανάλαβε ζήσε.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Να ζήσω; πώς; να ζήσω;… Ο καιρός παρήλθεν, επέταξε! Σε φεύγω, Ιοκάστη, σ’ αφήνω, και κλαίε με. Άι, θεοί μου! πού άραγε; εις ποίας ερήμους θα κατασβεσθούν της ζωής μου αι φλόγες; εις ποίους σκοτεινούς βράχους θα πέσουν τα πάθη μου; εις ποία φλογερά βάθη θα ρίψω την φρίκην μου;… Α φρίκη, φρίκη! άφες με πλέον, μακράν αχρεία, μακράν… τί κάμνεις!… τί τρέχεις κατόπιν μου; Στέκει ολίγας στιγμάς, αγριούται, και εξακολουθεί. Εις μάτην, όχι· εγώ εις την Κόρινθον; Εγώ πετών από τα πάθη μου, και φεύγων εμαυτόν, να δράξω νέον στέμμα; Να βαφώ πάλιν εις φρικαλέον αίμα;… Εγώ; α όχι. Ω χείρες, χείρες! προκρίνω, ναι προκρίνω, πριν ανατρέξετε πάλιν νέα εγκλήματα, φλογώδες πυρ ν’ αστράψει και να σας κατακαύσει! Ω Κόρινθος αγρία! ω λυπηρά Πατρίς! ποτέ ποτέ, θεοί μου, να μη φθάσω εις την φρικώδη —
ΣΚΗΝΗ Δ΄
Οιδίπους, Ιοκάστη, και Δημοκλής (εμβαίνων)
ΔΗΜΟΚΛΗΣ
Την στιγμήν ταύτην, Βασιλεύ, Κορίνθιος γέρων ελθών δρομαίος ζητεί συνομιλίαν.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ας υπάγωμεν! τρέχω… Αγαπητή Ιοκάστη! υγίαινε, σε αφήνω, σε αποχαιρετώ της ζωής μου γλυκύτατον άστρον, και εύχομαι να παύσουν οι θρήνοι σου! Φεύγω, Ιοκάστη, και φεύγων, λυπούμαι διότι σε έχασα! Φεύγω και δεν θα ιδείς πλέον τον απαρηγόρητον Οιδίπουν! Η τελευταία στιγμή, η τελευταία ώρα είναι αυτή, και σε χωρίζομαι διά παντός γλυκεία Βασίλισσα! τετέλεσται! ως άστρον φωτοβόλον έλαμψα, και ως εκείνο έδυσα πάλιν. Αχ Ιοκάστη! σε χάνω, σε στερούμαι, ο θρόνος μου έπεσεν, έρημος μένω, και αι ακτίνες μου εσβήσθησαν! Τώρα τί μένει; Μένει να αναλάμψεις εις τον θρόνον μου, ω Άστρον γλυκύ, να παύσεις τα δάκρυα, να ζήσεις ευτυχής· εγώ υπάγω, τρέχω έρημος εις ερήμους, μακράν της κοινωνίας, εκεί οπού δεν φθάνουν εγκλήματα, περισπασμοί, και τρόμοι! Υγίαινε, υγίαινε πιστή μου φίλη, υπάγω, τρέχω να ζήσω μακράν και σου και της Βασιλείας· αλλ’ ως Βασιλεύς πάντα να δικαιολογήσω, ω θεοί, τα θερμά δάκρυα τα οποία χύνουν οι γλυκείς οφθαλμοί σου.
ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΤΕΤΑΡΤΗΣ ΠΡΑΞΕΩΣ
Voltaire. 1867. Οιδίπους εν Θήβαις. Μετ. Κ*** Λ***. Σμύρνη: Τυπογραφείο Η. Μαρκοπούλου. Τίτλος πρωτοτύπου: Œdipe (1718).