[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
William Shakespeare
Τρωίλος και Χρυσίδα
Μετάφραση: Βασίλης Ρώτας
(απόσπασμα)ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΣΚΗΝΗ 1
Τροία. Δρόμος.
(Μπαίνουν απ’ το ’να μέρος ο Αινείας κι ένας υπηρέτης με δαδί· απ’ τ’ άλλο ο Πάρης, ο Δηίφοβος, ο Αντήνωρ, ο Διομήδης κι άλλοι με δαδιά.)
[...]
ΠΑΡΗΣ
Πες μου, ανδρείε Διομήδη,
μα πες μου την αλήθεια, σαν αληθινός
συνάδελφος στα όπλα, ποιός θαρρείς αξίζει
πιο πολύ την Ελένη, εγώ ή ο Μενέλαος;
ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Κι οι δυο σας το ίδιο. Είναι πολυάξιος της εκείνος
που, δίχως να τον μέλλει ολότελα η ντροπή της,
ζητάει να τηνε ξαναπάρει με
μια κόλαση πόνους κι έναν κόσμο θυσίες.
Και συ άλλο τόσο, που τη διαφεντεύεις,
χωρίς να νιώθει ο ουρανίσκος σου τη γέψη
της ατιμίας, χάνοντας τόσα κι ακριβά
καλά και φίλους. Κείνος, σαν κερατωμένος
που μιξοκλαίει, θα στράγγιζε όλο το βιδάνιο
από πιοτό ξεθυμασμένο κι άνοστο· εσύ,
σαν ερωτιάρης, ευχαριστιέσαι που θα βγούνε
οι κληρονόμοι σου από πορνικά λαγόνια.
Αν ζυγιαστούν οι αξίες οι δυο, καμιά δε γέρνει:
τη μια ή την άλλη κάνει πιο βαριά μια πόρνη.
ΠΑΡΗΣ
Είσαι πικρός για την πατριώτισσά σου.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Αυτή ’ναι πικρή για την πατρίδα της· άκουσε, Πάρη:
για κάθε ψεύτρα στάλα μες στις βρομοφλέβες της,
χάθη ένας Έλληνας, για κάθε κόκκο βάρος
απ’ τη μολευτικιά της σάρκα, έπεσε ένας Τρώος.
Αφότου εμίλησε, δε βγήκαν απ’ το στόμα της
τόσα λόγια καλά, όσοι πέθαναν για χάρη της
Τρωαδίτες κι Έλληνες.
ΠΑΡΗΣ
Καλέ Διομήδη, εσύ
το κάνεις σαν τους παλιατζήδες, κατακρένεις
αυτό που θέλεις ν’ αγοράσεις· μα εμείς
για την αξία αυτή σωπαίνουμε καλά,
και θα παινέσουμε ό,τι θα ’χουμε για πούλημα.
Δώθε είναι ο δρόμος μας.
(Βγαίνουν.)
ΣΚΗΝΗ 2
Στο ίδιο μέρος. Αυλή στο σπίτι του Πάνδαρου.
(Μπαίνουν ο Τρωίλος και η Χρυσίδα).
[...]
(Ξαναμπαίνει ο Τρωίλος)
ΤΡΩΙΛΟΣ
Ε, τί ’ναι, τί τρέχει;
ΑΙΝΕΙΑΣ
Μόλις προφταίνω, αφέντη, να σε χαιρετήσω·
τόσο η υπόθεσή μου βιάζει· απόκοντα έρχονται
ο αδελφός σου ο Πάρης κι ο Δηίφοβος,
ο Έλληνας ο Διομήδης και ο δικός μας ο Αντήνωρ,
που μας τον παραδώσαν, και γι’ αυτόνε αμέσως,
πριν απ’ την πρωινή θυσία, τώρα ευθύς,
θα παραδώσουμε στον Διομήδη εδώ
την αρχοντούλα τη Χρυσίδα.
ΤΡΩΙΛΟΣ
Βγήκε τέτοια απόφαση;
ΑΙΝΕΙΑΣ
Από τον Πρίαμο και το γενικό συμβούλιο.
Έρχονται εδώ για να εχτελέσουν την απόφαση.
ΤΡΩΙΛΟΣ
Πώς το κατόρθωμά μου με ειρωνεύεται! —
Πάω να τους βγω μπροστά και συ, κύριέ μου Αινεία,
μ’ είδες τυχαίως· δε με βρήκες εδώ πέρα.
ΑΙΝΕΙΑΣ
Καλά, καλά, κύριέ μου· κι απ’ το μυστικό
της φύσης είμαι πιο άλαλος εγώ.
(Βγαίνουν ο Τρωίλος και ο Αινείας.)
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Τί ήταν αυτό; Δεν πρόφτασε να τη χαρεί και να τη χάσει; Στον διάολο ο Αντήνωρ! Θα τρελαθεί το βασιλόπουλο. — Πανούκλα να τον πιάσει τον Αντήνορα! Ω, που να του ’χαν κόψει τον λαιμό!
(Μπαίνει η Χρυσίδα.)
ΧΡΥΣΙΔΑ
Τί ’ναι; τί τρέχει; ποιός ήταν;
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Αχ, αχ!
ΧΡΥΣΙΔΑ
Τί αναστενάζεις τόσο βαθιά; Πού ’ναι ο αφέντης μου;
Έφυγε! Πες μου, καλέ μου θείε, τί γίνεται;
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Αχ! να ’μουν τόσο βαθιά κάτω απ’ τη γη, όσο είμαι
από πάνω!
ΧΡΥΣΙΔΑ
Ω θεοί μου! — Τί τρέχει;
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Σε παρακαλώ, πήγαινε μέσα· που να μην είχες γεννηθεί! Το είπα εγώ πως εσύ θα ήσουν ο θάνατός του. — Α, το δόλιο παλικάρι! — Στο διάολο να πάει ο Αντήνωρ!
ΧΡΥΣΙΔΑ
Θείε μου, σε παρακαλώ, γονατιστή σε παρακαλώ, τί είναι;
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Πρέπει να φύγεις, κοπέλα, πρέπει να φύγεις· σ’ αλλάξανε με τον Αντήνορα· πρέπει να πας στον πατέρα σου και να παρατήσεις τον Τρωίλο· — θα πεθάνει· θα φαρμακωθεί. — Δεν το βαστάει.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Αθάνατοι θεοί! — Δεν πάω πουθενά.
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Θα πας, θες δε θες.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Δε θέλω, θείε· τον πατέρα μου τον ξέχασα·
δεσμό από αίμα δε γνωρίζω· ούτε από οικογένεια,
ούτε στοργή, ούτε ψυχή συγγενικιά,
μόνο τον ακριβό μου Τρωίλο. — Ω αθάνατοι,
ας γίνει τ’ όνομα Χρυσίδα η κορωνίδα
της απιστίας, αν παρατήσω τον Τρωίλο!
Χρόνε, βιασμέ και θάνατε, κάντε σε τούτο
το σώμα μου το παραπάνω που μπορείτε·
μα ’ναι θεμελιωμένη στέρεα η αγάπη μου,
γερά χτισμένη σαν της γης το κέντρο,
που όλα τα συντραβάει στον εαυτό του. —
Πάω μέσα για να κλάψω —
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Ναι, έτσι κάμε.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Θα ξεριζώσω τα λαμπρά μαλλιά μου, θα ξεσκίσω
τα παινεμένα μάγουλά μου, θα βραχνιάσω
την καθαρή φωνή μου με λυγμούς, θα σπάσω
με βόγγους «Τρωίλε» την καρδιά μου.
Δε φεύγω από την Τροία.
Βγαίνουν.)
ΣΚΗΝΗ 3
Στο ίδιο μέρος. Δρόμος μπροστά στο σπίτι του Πάνδαρου.
(Μπαίνουν ο Πάρης, ο Τρωίλος, ο Αινείας, ο Δηίφοβος, ο Αντήνωρ κι ο Διομήδης.)
ΠΑΡΗΣ
Επήρε η μέρα κι ή ώρα προχωρεί γοργά,
που όρισαν να την παραδώσουμε σε τούτον
τον αντρειωμένο Έλληνα. — Καλό μου αδέρφι, Τρωίλε
πες στην αρχοντοπούλα ό,τι έχει να ετοιμάσει
και να βιαστεί να τελειώνουμε.
ΤΡΩΙΛΟΣ
Μπάτε στο σπίτι της κι αμέσως θα τη φέρω
στον Έλληνα· όμως, όταν θα την παραδώσω
στα χέρια του, να ειπείς είναι βωμός, κι ο Τρωίλος,
τ’ αδέρφι σου, ιερέας που θυσιάζει εκεί
την καρδιά του.
(Βγαίνει.)
ΠΑΡΗΣ
Γνωρίζω τί ’ναι ν’ αγαπάς· κι ας το μπορούσα
όσο τον συμπονάω να τον βοηθούσα!
Παρακαλώ, περάστε, κύριοι.
(Βγαίνουν.)
ΣΚΗΝΗ 4
Στο ίδιο μέρος. Δωμάτιο στο σπίτι του Πάνδαρου.
(Μπαίνουν ο Πάνδαρος κι η Χρυσίδα.)
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Σώπα μου, σώπα μου.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Τί να σωπάσω; Ο πόνος μου είναι φίνος, πλέριος,
τέλειος· και τόσο δυνατός, σαν την αιτία
που τον προκάλεσε· πώς να σωπάσω; Αν το μπορούσα,
θα ’ριχνα στο αίσθημά μου γιατρικό, να το ’κανα
να ’χανε την αψιά, καυτή του γέψη· θα ’δινα
το ίδιο και στον πόνο μου. Μα ο έρωτάς μου
δε δέχεται ανακάτωμα με ουσία καμιά,
ούτε κι ο πόνος μου, μ’ ό,τι έχασα, παίρνει γιατρειά.
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Νά τον, νά τον, νά τον, έρχεται!
(Μπαίνει ο Τρωίλος.)
Α, τα πουλάκια μου!
ΧΡΥΣΙΔΑ
Ω Τρωίλε! Τρωίλε! (Τον αγκαλιάζει.)
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Τί θέαμα, τί δίμορφη εικόνα! Θέλω ν’ αγκαλιάσω κι εγώ!
«Ω καρδιά» όπως λέει και το τραγούδι,
«ω καρδιά, καρδιά καημένη,
τί στενάζεις και δε σπας;»
Όπου απαντάει το ίδιο:
«Γιατί ο πόνος σου δεν γιαίνει
με τα λόγια, όπου κι αν πας!»
Ποτέ δεν έγινε στιχάκι πιο αληθινό. Ας μην απορίχνουμε τίποτα, γιατί μπορεί να ζήσουμε, να χρειαστούμε τέτοιους στίχους. Τώρα το βλέπουμε, το βλέπουμε. — Ε, λοιπόν, αρνάκια μου!
ΤΡΩΙΛΟΣ
Χρυσίδα, σ’ αγαπώ με τόσο αιθέρια αγνότητα,
που οι θεοί οι ουράνιοι εζήλεψαν το πάθος μου,
πιο φλογερό σε ζήλο απ’ τη λατρεία που
χείλη ψυχρά φυσάνε στις θεότητές τους
και σε χωρίζουν από μένα.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Ζηλεύουν κι οι θεοί;
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Πώς, πώς, πώς, πώς! Είν’ ολοφάνερο!
ΧΡΥΣΙΔΑ
Κι είναι αλήθεια πως πρέπει να φύγω απ’ την Τροία;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Αλήθεια μισητή.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Κι απ’ τον Τρωίλο;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Κι από την Τροία κι απ’ τον Τρωίλο.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Αλήθεια;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Και τόσο ξαφνικά, που η προστυχιά της τύχης
αποχαιρετισμό τον κάνει πίσω, βάναυσα
σπρώχνει κάθε διορία, σκληρά αμποδάει τα χείλη μας
καθόλου να μη σμίξουν, σπάζει στανικά
να μη δεθεί τ’ αγκάλιασμά μας, στραγγαλίζει
τους ακριβούς μας όρκους, μόλις γεννηθούν
απ’ την πνοή μας την λαχανιασμένη. Εμείς οι δυο,
που ένας τον άλλον αγοράσαμε με τόσες
χιλιάδες στεναγμούς, και να φτωχοπουλήσουμε
τους εαυτούς μας μ’ έναν σκέτον στεναγμό,
ξερόν και βιαστικόν! Ο χρόνος τώρα ο πρόστυχος
με βιάση, σαν ληστής, αρπάζει, δίχως ούτε αυτός
να νιώθει πώς, τον πλούτο που έκλεψε. Τους τόσους
αποχαιρετισμούς, σαν άστρα τ’ ουρανού
με τις πνοές τους ξέχωρες και τα φιλιά τους,
τους τσουβαλιάζει σ’ ένα χαίρε βιαστικό
και μας γελάει την πείνα μας μ’ ένα ξερό φιλί,
που το ’χει ξανοστίσει η άρμη απ’ τα κομμένα δάκρυα.
ΑΙΝΕΙΑΣ
(Από μέσα.) Κύριέ μου, είναι έτοιμη η αρχοντοπούλα;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Άκου: σε ζητάνε!
Έχουν να πουν πως το δαιμόνιο φωνάζει
«έλα» σ’ αυτόν που πρέπει αμέσως να πεθάνει. —
Πες του να υπομονέψουνε. Θα πάει σε λίγο.
ΠΑΝΔΑΡΟΣ
Πού ’ναι τα δάκρυά μου; Ας βρέξει, για να πέσει αυτός ο αέρας, αλλιώς θα ξεριζώσει την καρδιά μου.
(Βγαίνει.)
ΧΡΥΣΙΔΑ
Πρέπει, λοιπόν, να πάω στους Έλληνες;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Δεν έχει σωτηρία.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Χρυσίδα κλαίει και γύρω της χαρούμενοι Έλληνες!
Και πότε θα ξαναϊδωθούμε;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Άκου, καλή μου· κράτα πίστη στην καρδιά σου.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Πίστη μού λες, εμένα! Τί ’ν’ αυτή η υποψία;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Όχι, να εξηγηθούμε αγαπημένα, τ’ είναι
η ώρα του αποχωρισμού μας:
Δε λέω «να ’σαι πιστή», επειδή σε υποψιάζομαι·
γιατί πετάω το γάντι και στον Χάρο ακόμη,
πως είν’ αλέκιαστη η καρδιά σου· μα σου λέω
«να ’σαι πιστή», για να ’ρθω στην υπόσχεσή μου
που ακολουθεί: να ’σαι πιστή και θα ’ρθω να σε ιδώ.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Ω, θα εκτεθείς, κύριέ μου, σε κιντύνους άπειρους
το δίχως άλλο. Αλλ’ εγώ θα ’μαι πιστή.
ΤΡΩΙΛΟΣ
Κι εγώ θα γίνω φίλος με τον κίντυνο.
Φόρα μου ετούτο το μανικέτι.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Και συ το γάντι τούτο. Πότε θα σε ιδώ;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Θα ξεμαυλίσω τους σκοπούς τους Έλληνες,
θα ’ρχομαι νύχτα να σε βλέπω. Μα να ’σαι πιστή.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Ω ουρανοί! — «Να ’σαι πιστή» και πάλι!
ΤΡΩΙΛΟΣ
Άκου γιατί σ’ το λέω, αγάπη μου.
Οι Έλληνες νέοι έχουν χαρίσματα πολλά·
είν’ ερωτιάρηδες, καλοφτιαγμένοι από τη φύση,
και μ’ άσκηση και τέχνη μάγκες επιτήδειοι.
Πόσο μπορεί να συγκινήσει το καινούριο,
κι η συναναστροφή, αχ, σαν ζήλια θεϊκιά —
που, σε παρακαλώ, πες την σεμνή αμαρτία —
με κάνει να φοβάμαι.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Ω ουρανέ! Δε μ’ αγαπάς!
ΤΡΩΙΛΟΣ
Άτιμος να πεθάνω! Εδώ δεν κάνω ζήτημα
την πίστη σου, όσο τη δικιά μου αξία. Εγώ
δεν τραγουδάω, ούτε τις φτέρνες στροβιλίζω,
ούτε γλυκοκουβέντες ξέρω, ούτε να παίζω
παιχνίδια φίνα· είν’ όλα ωραία χαρίσματα,
που οι Έλληνες σ’ αυτά είναι πρώτοι και καλύτεροι.
Μ’ άκου, σε κάθε χάρισμα απ’ αυτά λουφάζει
διάβολος σιωπηλός, βουβά ομιλητικός,
που βάζει πάρα πονηρά σε πειρασμό.
Να μη σκανταλιστείς.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Τί, μ’ έχεις ικανή; Να θέλω τέτοιο πράμα;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Όχι.
Μα γίνονται πολλά, χωρίς εμείς να θέμε·
κι άλλοτε οι ίδιοι εμείς γινόμαστε διαβόλοι
στους εαυτούς μας, θέλουμε να δοκιμάσουμε
τις ασθενείς δυνάμεις μας και βασιζόμαστε
στην άστατή τους ικανότητα.
ΑΙΝΕΙΑΣ
(Από μέσα.) Λοιπόν, καλέ μου αφέντη!
ΤΡΩΙΛΟΣ
Έλα, έλα, το φιλί του χωρισμού.
ΠΑΡΗΣ
(Από μέσα.) Τρωίλε, αδερφέ μου!
ΤΡΩΙΛΟΣ
Έλα, καλέ αδερφέ μου, εδώ και φέρε μέσα
και τον Αινεία και τον Έλληνα.
ΧΡΥΣΙΔΑ
Αφέντη μου, θα ’σαι πιστός;
ΤΡΩΙΛΟΣ
Εγώ; Μ’ αυτό ’ν’ το ελάττωμά μου, η αμαρτία μου:
με τέχνη άλλοι ψαρεύουν τη μεγάλη φήμη,
με πίστη εγώ μεγάλη πιάνω λίγη απλότητα·
πολλοί με πονηριά χρυσώνουν τις κορόνες τους
τις χάλκινες, εγώ, μ’ αλήθεια και με ισάδα,
φοράω τη δικιά μου σκέτη. Για την πίστη μου
μην έχεις φόβο. Το γραφτό μου1, όπως κι η ιδέα μου,
είναι «ίσος και πιστός»· πιο εκεί δεν πάει ο νους μου.
(Μπαίνουν ο Αινείας, ο Πάρης, ο Αντήνωρ, ο Δηίφοβος κι ο Διομήδης.)
Καλώς τον κύριο Διομήδη. Νά η κυρία,
που αλλάζουμε με τον Αντήνορα. Στην πύλη
θα σου την παραδώσω εγώ στα χέρια σου·
και θα σου πω στον δρόμο να γνωρίσεις τί είναι.
Να της φερθείς καλά, γενναίε μου Έλληνα,
κι αν κάποτε βρεθείς στο έλεος του σπαθιού μου,
μα την ψυχή μου, πες μου τ’ όνομα Χρυσίδα,
κι είν’ η ζωή σου ασφαλισμένη τόσο, όσο ’ναι
ο Πρίαμος μέσα στο Ίλιο.
ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Κυρά μου, ωραία Χρυσίδα, ας μ’ απαλλάξει η χάρη σου
από το ευχαριστώ που περιμένει ο πρίγκιπας·
η λάμψη του ματιού σου, ο ουρανός της όψης σου,
το κρίνουν χρέος να σου φερθούμε ωραία·
του Διομήδη θα ’σαι εσύ η κυρά· και θα ’ναι ολόκληρος
στις προσταγές σου.
ΤΡΩΙΛΟΣ
Αυτός δεν είναι τρόπος, Έλληνα,
να σε παρακαλώ θερμά και συ να με προσβάλλεις
παινεύοντάς τη. Μα σου λέω, κύριε Έλληνα,
το αιθέριο πέταγμά της είναι τόσο ανώτερο
απ’ τα παινέματά σου, όσο συ ’σαι ανάξιος
για υπηρέτης της. Εγώ σε διατάζω
να της φερθείς καλά, από θέλημα δικό μου —
τι, μα τον φοβερό τον Άδη, αν δεν το κάμεις,
κι ας σε φυλάει η μεγάλη ασπίδα του Αχιλλέα,
θα σου τον κόψω τον λαιμό!
ΔΙΟΜΗΔΗΣ
Ω, μην ανάβεις, πρίγκιπα Τρωίλε, κι άσε με,
με το προνόμιο που ’χει η θέση κι η εντολή μου,
να ’χω τη γλώσσα λεύτερη: όταν θα ’μαι πέρα,
θ’ αποκριθώ στο κέφι μου· και μάθε, κύριέ μου,
με προσταγή δεν κάνω τίποτα· η αξία της
θα ’χει από μας τιμή· μα εσύ, αν μου πεις «κάμε έτσι»,
εμένα ο νους και το φιλότιμό μου λέει «όχι!»
ΤΡΩΙΛΟΣ
Πάμε στην πύλη. Μα σου λέω. Διομήδη,
γι’ αυτό το θράσος σου συχνά θα χαμηλώσεις,
να κρύψεις το κεφάλι σου. — Έλα, αρχοντοπούλα,
δώσ’ μου το χέρι σου, κι ενώ θα περπατάμε,
τα βιαστικά δικά μας μόνοι ας τα μιλάμε.
(Βγαίνουν ο Τρωίλος, η Χρυσίδα κι ο Διομήδης.)
(Ακούγεται σάλπισμα.)
ΠΑΡΗΣ
Άκουσε! Η σάλπιγγα του Έκτορα!
ΑΙΝΕΙΑΣ
Πάει όλο το πρωινό! Θα λέει ο πρίγκιπας
πως ετεμπέλιασα κι αμέλησα, τι του ’χα τάξει
να του προπορευτώ στον ομαλό καβάλα.
ΠΑΡΗΣ
Ο Τρωίλος φταίει. Εμπρός, εμπρός, ας βγούμε στον ομαλό μαζί.
ΔΗΙΦΟΒΟΣ
Ευθύς ας ετοιμαστούμε.
ΑΙΝΕΙΑΣ
Ναι, σαν γαμπροί, ζωηροί και πρόθυμοι
ας τρέξουμε πίσω απ’ τις φτέρνες του Έκτορά μας.
Της Τροίας η δόξα κρέμεται την σημερνήν ημέρα
απ’ την αξιά και την αντρειά του πέρα πέρα.
(Βγαίνουν.)
[...]
William Shakespeare. 1988. Τρωίλος και Χρυσίδα. Μετ. Βασίλης Ρώτας. Αθήνα: Επικαιρότητα. Τίτλος πρωτοτύπου: Troilus and Cressida (1602).
1. «Το γραφτό μου». Εννοεί: "το ρητό μου", ρητό ή παροιμία σε στιχάκι, που ’χαν οι ιππότες έμβλημά τους, γραμμένο στο κράνος ή στην ασπίδα τους.