Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Friedrich Schiller

Κασσάνδρα

Μετάφραση: Γεράσιμος Μαρκοράς


Στο παλάτι του Πριάμου
αντηχούσανε τερπνά,
πριν ο πύργος πέσει χάμου,
ύμνοι κι όργανα χρυσά.

Κορασιά του βασιλέα
εις τα κάλλη ξακουστή
με το θείο του Αχιλλέα
μέλλει νύφη να γενεί.

Οι στρατιώτες κουρασμένοι
απ’ τη μάχη τη βαριά
ξανασαίνουν στολισμένοι
μ’ ολοπράσινα κλαριά.

Και μαζί δαφνοφορώντας
πάει το πλήθος στριμωχτό,
βακχικά χαροκοπώντας
του Θυμβραίου μες στο ναό.

Κάθε δρόμος αντηχάει
της χαράς το κραυγητό,
με τη λύπη πολεμάει
ένα στήθος μοναχό.

Η χαρά παντού πληθαίνει
και σε κείνη τη χαρά
έρμη βρίσκεται και ξένη
η Κασσάνδρα μοναχά.

Μέσα κει στ’ αφιερωμένο
πυκνό δάσος του θεού
από δάφνες φυτεμένο,
ολοτρόγυρα, παντού,

Η προφήτισσα κινάει
μ’ αργοπάτημα, κι εκεί
σταματεύοντας, πετάει
το στεφάνι της μ’ οργή.

Και ξανοίγω πάσαν ώρα
την ερχόμενη φθορά,
που πετάει κατά τη χώρα
με κατάμαυρα φτερά.

Φανερώνεται μπροστά μου
μία λαμπάδα φλογερή,
αλλ’ αλίμονο, του γάμου,
ο θεός δεν την κρατεί!

Χύνει φλόγα που με μίας
πάει ψηλά στον ουρανό,
μόν’ η φλόγα της θυσίας
δεν είν’ τούτη που θωρώ.

Τα χαρμόσυνα συγύρια
που το (γάμο) προμηνούν,
λαμπρογιόρτια, πανηγύρια,
όλα στάχτη θα γενούν.

Ναι, το πνεύμα μου γρικάει
του θεού τον ερχομό,
που παντού κατασκορπάει
τον αθλίον αφανισμό.

Κι οι σκληροί με κατακρένουν
περιπαίζοντας τυφλά
τα παράπονα που βγαίνουν
οχ τη μαύρη μου καρδιά.

Όπου γέλιο κι ευτυχία
εγώ μνέσκω μοναχή,
φεύγουν όλοι την αθλία,
πληγωμένη μου ψυχή.

Σε ποιά τύψη διορισμένη
είμ’ Απόλλωνα για σε!
Βαριά μ’ έχεις μοιραιμένη,
ω κακόπραγε θεέ.

Γιατί μ’ έριξες να μείνω
μ’ αθαράπευτους τυφλούς,
να νογάω, να ξεδιαλύνω
τους αθάνατους χρησμούς;

Ό,τι βλέπω φωτισμένη,
να το διώξω δεν μπορώ,
θα να φτάσει, θα να γένει
το φοβούμενο γραφτό.

Σαν ο κίνδυνος σιμώσει
να το ξέρομε, γιατί
είναι θάνατος η γνώση
και τα ψέματα ζωή.

Α! το νου ξαλάφρωσέ μου
απ’ τ’ αθλίο προγνωστικό,
τη σκληρότατη, θεέ μου,
τη σκηνή να μην τηρώ!

Με θνητά, μ’ ανθρώπου στήθια
είναι βάρος τρομερό,
τη δική σου την αλήθεια
στην καρδιά μου να βαστώ.

Άφησέ με τυφλωμένη,
ξαναπάρε μου το φως,
να χαρώ την περασμένη
γλυκιά νύχτα του νοός.

Αφού πρόσταξες να γένω
της αλήθειας σου φωνή,
πλέον η μαύρη δεν ευφραίνω
με τραγούδια την ψυχή.

Συ τα μέλλοντα μού δίνεις
πλην μ’ αρπάζεις τη στιγμή
και της ώρας δε μ’ αφήνεις
τη χαρμόσυνη ζωή.

Α! της άπονης καρδιάς σου
δώρο μαύρο δολερό
είν’ αυτό το χάρισμά σου!
Πάρ’ το, ναι, τ’ απαρατώ.

Στ’ ανθομύριστα μαλλιά μου,
ω σκληρότατε θεέ,
τα στολίσματα του γάμου
δεν εφόρεσα ποτέ.

Τι λατρεύοντας εσένα
μες στον άχαρο ναό
μαύρα νιάτα δακρυσμένα
η βαριόμοιρη περνώ.

Τα κακά που τυραννούνε
τους δικούς μου θλιβερά,
μου πλακώνουν, μου χτυπούνε
την ευαίσθητη καρδιά!

Νά, γελάει κάθε παρθένα
κι όλα χαίρονται στη γη
από νιότη φλογισμένα
απ’ αγάπη και ζωή.

Και για μέ την πικραμένη
δεν είν’ άνοιξη ποτέ!
Είν’ η φύση στολισμένη
πάντ’ ανώφελα για μέ.

Πώς του κόσμου την απάτη
θε να χαίρεται κανείς,
όταν έριξε το μάτι
μες στα βάθη της ζωής;

Ω, χαρά στην Πολυξένη
που μ’ ολόθερμη ψυχή
στες αγκάλες περιμένει
τον ανδρείο πολεμιστή.

Μεγαλόφρονα βαστάει
μεταβιάς τόση χαρά,
τ’ όνειρό της δεν κινάει
τ’ ουρανού την ευτυχιά.

Είν’ αυτόνε που ποθούσε
κι η καημένη μου καρδιά,
όπ’ αγάπη μού ζητούσε
με δυο μάτια φλογερά.

Εις τ’ απόκρυφο κλινάρι
απεθύμησα κι εγώ,
ωσά νύφη να με πάρει
και το γάμο να χαρώ.

Αλλ’ εμάς απομακραίνει
μες στην ώρα της νυχτός
ένας ίσκιος, οπού βγαίνει
οχ τα βάθη της Στυγός.

Προβοδάει κι η Περσεφόνη
μύρια πνεύματα χλωμά
κι όπου πάω με περιμένει
ολοτρόγυρα μ’ αυτά.

Σ’ όποιο μέρος κι α γυρεύω
ξεφαντώματα τερπνά,
στριμωμένα ξαγναντεύω
τη φρικτή μου συντροφιά.

Όπου πάω κι όπου γυρίσω
τα φαντάσματα θωρώ.
Α! ποτέ μου να γνωρίσω
τη χαρά δεν ημπορώ.

Νά, ψηλά σπιθοβολάει
τ’ ανθρωπόφονο σπαθί
και το μάτι που ζητάει
αίμα κι όλεθρο να ιδεί.

Εις τη μία μεριά στην άλλη,
όπου πάω κι όπου σταθώ,
τέτοιο τρόμο, τέτοια ζάλη
να ξεφύγω δεν μπορώ.

Δίχως βλέμμα να γυρίσω,
κι αν τη Μοίρα μου θωρώ,
σε σκλαβιά να καταντήσω
τη στιγμήν ακαρτερώ.

Και με μάτια φωτισμένα
βλέπω πάντα τη στιγμή,
που θα πάω σε ξένα χέρια,
που θα πάω σε ξένη γη.

Της προφήτισσας ακόμα
αντηχούσεν η φωνή,
όταν έπεσε στο χώμα
του Πυλάδη το κορμί.

Άκου θόρυβος που βγαίνει
οχ τη θύρα του ναού;
Η διχόνοια ξεθυμαίνει
σειεί τα φίδια της παντού.

Οι θεοί τη μαύρη χώρα
απαριάζουνε γοργά
και παντού κεραυνοφόρα
τη σκεπάζει συγνεφιά.

Γεράσιμος Μαρκοράς. 1950. Άπαντα. Αναστύλωση: Γ. Βαλέτας. Αθήνα: Πηγή.