[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Jean-Paul Sartre
Οι μύγες
Μετάφραση: Γιώργος Πρωτοπαππάς
(απόσπασμα)
ΠΡΑΞΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Σκηνή Τέταρτη
Ορέστης - Ηλέχτρα
Η Ηλέχτρα κάθεται στα σκαλοπάτια του Ναού.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέχτρα!
ΗΛΕΧΤΡΑ, σηκώνει το κεφάλι
Α, εσύ είσαι, Φλέβιε!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πρέπει να φύγεις γρήγορα απ’ αυτή την πόλη… Κινδυνεύεις!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Κινδυνεύω; Σωστά! Το είδες; Δεν πέτυχα στο σκοπό μου. Ξέρεις, είναι και λίγο δικό σου το φταίξιμο. Αλλά δε σου κρατώ κακία.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τί έφταιξα εγώ;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Με ξεγέλασες! (Κατεβαίνει και προχωρεί προς το μέρος του Άσε με να σε κοιτάξω. Αυτό είναι. Με ξεγέλασαν τα μάτια μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δεν πρέπει να χάνουμε καιρό, Ηλέχτρα! Άκουσε, κάποιος θα μου βρει άλογα. Θα σε πάρω μαζί μου. Θα φύγουμε μαζί.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Όχι.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θες να φύγουμε μαζί;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δε μ’ αρέσει να φεύγω.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα σε πάω στην Κόρινθο.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Χα, χα, χα!… Στην Κόρινθο! Τα βλέπεις; Χωρίς να το θέλεις, άρχισες πάλι να με παρασύρεις. Τί δουλειά έχω εγώ στην Κόρινθο! Φτάνουν οι κουταμάρες. Χτες ακόμα είχα ένα σωρό μικροεπιθυμίες. Όταν έστρωνα το τραπέζι, κρυφοκοίταξα κάτω από τα μισοχαμηλωμένα μου βλέφαρα το βασιλικό ζευγάρι. Τη γερασμένη ομορφιά με το νεκρωμένο πρόσωπο, και τον φουσκωμένο κιτρινιάρη με το άβουλο στόμα και τη μαύρη γενειάδα που τον τυλίγει απ’ το ένα αυτί μέχρι τ’ άλλο, σαν μια στρατιά από αράχνες. Κι ονειρευόμουνα μια μέρα να δω έναν καπνό, μια λεπτή στήλη καπνού να ανεβαίνει απ’ τα ξεκοιλιασμένα τους σπλάχνα! Σ’ τ’ ορκίζουμαι, Φλέβιε, αυτό μόνο ζητούσα απ’ τη ζωή.
Δεν ξέρω τί γυρεύεις εσύ, αλλά δεν πρέπει να σε πιστέψω. Έχεις περήφανη ματιά. Ξέρεις τί σκεφτόμουν πριν σε γνωρίσω; Πως ένας φρόνιμος άνθρωπος δεν πρέπει να γυρεύει τίποτ’ άλλο στον κόσμο παρά μόνο να εκδικηθεί για το κακό που του κάνανε!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν έρθεις μαζί μου Ηλέχτρα, θα δεις πως μπορείς να ζητάς πολύ περισσότερα, χωρίς να πάψεις να είσαι φρόνιμη.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δε θέλω να σε ακούσω άλλο. Μου ’κανες πολύ κακό! Ήρθες με τα ανήσυχα πυρωμένα σου μάτια, στο κοριτσίστικο γλυκό σου πρόσωπο και μ’ έκανες να ξεχάσω το μίσος μου. Άφησα να γλιστρήσει στα πόδια μου ο μοναδικός μου θησαυρός! Για μια στιγμή πίστεψα πως θα μπορούσα να γιατρέψω τους ανθρώπους με τα λόγια. Είδες τί έγινε! Αγαπάνε τη δυστυχία! Έχουνε ανάγκη από μια καθημερινή πληγή, που φροντίζουν να την κρατάνε ανοιχτή, για να την ξύνουν με τα βρόμικα νύχια τους. Μόνο με τη βία μπορείς να τους γιατρέψεις. Δεν μπορείς να νικήσεις το κακό παρά μόνο μ’ ένα καινούριο κακό. Αντίο, Φλέβιε! Πήγαινε! Άφησέ με στα θλιβερά μου όνειρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Θα σε σκοτώσουν!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Υπάρχει ένας Ναός εδώ κοντά. Ο Ναός του Απόλλωνα. Εκεί καταφεύγουν οι φονιάδες, κι όσο είναι μέσα, κανένας δεν μπορεί να αγγίξει ούτε μια τρίχα απ’ το κεφάλι τους. Εκεί θα πάω να κρυφτώ.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Γιατί δε μ’ αφήνεις να σε βοηθήσω;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δεν μπορείς να με βοηθήσεις εσύ, Φλέβιε. Κάποιος άλλος θα ’ρθει να με λευτερώσει! (Παύση.) Ο αδερφός μου δεν πέθανε. Το ξέρω. Και τον περιμένω να ’ρθει.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι αν δεν έρθει ποτέ;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Θα ’ρθει! Δεν γίνεται να μην έρθει. Ανήκει στη γενιά μας. Δεν το νιώθεις; Κυλάει στις φλέβες του το φονικό και η κατάρα όπως και στις δικές μου. Είναι ένας δυνατός στρατιώτης κι έχει τα φλογερά μάτια του πατέρα μας! Γέννημα οργής: Βασανίζεται, είναι δεμένος με το πεπρωμένο του! Και τώρα ό,τι και να κάνει, όπου και να βρίσκεται, θα πρέπει να ξεριζώνει τα σωθικά του, όπως τα ξεκοιλιασμένα άλογα ξεσκίζουν τις σάρκες τους με τα δόντια τους! Θα ’ρθει. Αυτή η πόλη τον φωνάζει. Είμαι σίγουρη. Γιατί μονάχα εδώ μπορεί να κάνει το μεγαλύτερο κακό. Μονάχα εδώ θα κάνει το μεγαλύτερο κακό στον εαυτό του! Θα ’ρθει, με σκυμμένο κεφάλι με κόμπους ιδρώτα, λαχανιασμένος πάνω σ’ ένα άλογο! Τον φοβάμαι! Κάθε νύχτα τον βλέπω στα όνειρά μου και ξυπνάω ουρλιάζοντας. Αλλά τον αγαπώ και τον περιμένω. Πρέπει να μείνω εδώ για να οδηγήσω την οργή του. Γιατί μόνο εγώ μπορώ να δείξω με το δάχτυλο τους ενόχους και να του πω: «Χτύπα, Ορέστη, χτύπα! Αυτοί είναι!»
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κι αν δεν είναι όπως τον φαντάζεσαι;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δεν μπορεί να ’ναι αλλιώτικος ο γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν δειλιάσει να χύσει αίμα, επειδή μεγάλωσε σε μια ευτυχισμένη πολιτεία;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Τότε θα τον φτύσω κατάμουτρα και θα του πω, «Φύγε, σκύλε! Τράβα να ζήσεις με γυναίκες! Γιατί γυναίκα είσαι και συ! Αλλ’ άσκημα τα λογάριασες. Είσαι εγγονός του Ατρέα και δε θα ξεφύγεις εύκολα τη μοίρα των Ατρειδών. Προτιμάς την ντροπή από το φονικό. Δικαίωμά σου! Αλλά η μοίρα θα ’ρθει να σε βρει στο κρεβάτι σου. Στην αρχή θα γιομίσεις με τρόμο αλλά ύστερα θα το κάνεις το έγκλημα από πείσμα προς τον εαυτό σου.»
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέχτρα! Εγώ είμαι ο Ορέστης!
ΗΛΕΧΤΡΑ, με κραυγή
Λες ψέματα!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Στα κόκαλα του πατέρα μου, του Αγαμέμνονα, σου ορκίζομαι πως εγώ είμαι ο Ορέστης. (Παύση.) Εμπρός, λοιπόν, τί περιμένεις για να με φτύσεις κατάμουτρα!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Πώς θα μπορούσα να κάνω κάτι τέτοιο; (Τον κοιτάζει.) Αυτό το ωραίο μέτωπο είναι του αδερφού μου, αυτά τα λαμπερά μάτια είναι τα μάτια του! Ο Ορέστης… Α, θα προτιμούσα να ’σουνα ο Φλέβιος, κι ο αδερφός μου να ’ταν νεκρός. (Τρυφερά. Δειλά.)
Είν’ αλήθεια πως μεγάλωσες στην Κόρινθο;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Όχι! Μεγάλωσα στην Αθήνα. Σ’ ένα πλούσιο αρχοντικό σπίτι!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Φαίνεσαι τόσο νέος! Έχεις πολεμήσει ποτέ σου; Κι αυτό το σπαθάκι που κρέμεται στο πλευρό σου, άστραψε στο χέρι σου ποτέ;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ποτέ!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δεν ένιωθα τόσο μονάχη πριν σε γνωρίσω. Περίμενα τον άλλο. Σκεφτόμουνα τη δύναμή του και ποτέ την αδυναμία μου. Και τώρα, νά που ήρθες! Εσύ είσαι ο Ορέστης! Σε κοιτάζω και νιώθω σαν να ’μαστε δύο ορφανά! (Παύση.) Αλλά σ’ αγαπώ, το ξέρεις; Περισσότερο απ’ όσο αγαπούσα τον άλλο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Αν μ’ αγαπάς, έλα! Πάμε να φύγουμε!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Να φύγω μαζί σου; Όχι! Εδώ κρίνεται η τύχη των Ατρειδών, και ανήκω στη γενιά μου. Δε σου γυρεύω τίποτα. Δεν μπορώ να γυρέψω τίποτα από τον Φλέβιο. Αλλά δε φεύγω. (Ο Δίας περνάει στο βάθος της σκηνής και κρύβεται κάπου για ν’ ακούσει.)
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέχτρα! Είμαι ο αδερφός σου ο Ορέστης κι εγώ ίδια με σένα ανήκω στη γενιά των Ατρειδών και η θέση σου είναι δίπλα μου.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Όχι! Δεν είσαι αδερφός μου και δε σε γνωρίζω. Ο Ορέστης πέθανε! Τόσο το καλύτερο γι’ αυτόν. Από σήμερα θα προσεύχομαι για την ψυχή του, όπως για τις ψυχές του πατέρα μου και τη αδερφής μου. Αλλά εσύ, εσύ που έρχεσαι και απαιτείς τ’ όνομα των Ατρειδών, ποιός είσαι; Τί είσαι, για να λες πως ανήκεις στη γενιά μας; Εσύ μεγάλωσες μέσα στη σκιά του φονικού; Θα ’πρεπε να ’σουν ένα ήσυχο παιδί, μ’ ένα γλυκό και στοχαστικό βλέμμα. Η περηφάνια του δεύτερου πατέρα σου. Ένα παιδί, καθαροντυμένο, με λαμπερά μάτια γιομάτα εμπιστοσύνη! Δε φοβόσουνα τους ανθρώπους γιατί πάντα σου χαμογελούσαν. Στο τραπέζι, σαν πλάγιαζες να κοιμηθείς, σαν τους συναντούσες στη σκάλα. Γιατί είναι πιστοί σύντροφοι οι άνθρωποι όταν είσαι πλούσιος κι έχεις πολλά παιχνίδια!
Σπάνια θα σκεφτόσουνα πως ο κόσμος είναι κακοφτιαγμένος. Είναι τόσο όμορφο να χαλαρώνεις στη ζωή, όπως στο ζεστό σου μπάνιο, γιομάτος ηδονική ευχαρίστηση. Αλλά εγώ από τα έξι μου χρόνια έγινα μια δούλα και δεν πιστεύω σε τίποτα πια! (Παύση.) Φύγε, ωραία ψυχή! Δεν έχω τί να τις κάνω τις ωραίες ψυχές! Δε γυρεύω παρά ένα συνένοχο.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Πιστεύεις πως μπορώ να σ’ αφήσω μόνη σου; Τί θ’ απογίνεις μιας κι έχασες και τη στερνή σου ελπίδα;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Αυτό είναι δική μου δουλειά! Αντίο Φλέβιε!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Με διώχνεις; (Κάνει μερικά βήματα και σταματάει.) Περίμενες ένα δυνατό στρατιώτη. Τί φταίω εγώ αν δεν του μοιάζω; Θα τον τραβούσες από το χέρι και θα του ’λεγες: «Χτύπα!» Κι όμως από μένα δε γύρεψες τίποτα. Ποιός είμαι λοιπόν, θεέ μου, για να με διώχνει κι η ίδια μου η αδερφή, χωρίς καν να με δοκιμάσει;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Α, Φλέβιε! Δε θα μπορούσα να φορτώσω μ’ ένα τέτοιο βάρος την ψυχή σου, που δε γνώρισε ποτέ το μίσος.
ΟΡΕΣΤΗΣ, συντριμμένος
Σωστά! Δε γνώρισα ποτέ το μίσος. Αλλά δε γνώρισα ούτε και την αγάπη. Εσένα θα μπορούσα να σ’ αγαπήσω. Θα μπορούσα να… Αλλά για ποιό λόγο; Για ν’ αγαπήσεις ή να μισήσεις πρέπει να δοθείς. Είναι τόσο όμορφο να ανήκεις σε μια πλούσια γενιά, να μεγαλώνεις με όλα σου τα αγαθά και μια μέρα, αγαπάς ή μισείς και τότε χαρίζεις μαζί με τον εαυτό σου, τα χωράφια σου, τα σπίτια σου, τις αναμνήσεις σου. Ποιός είμαι, τί έχω να χαρίσω εγώ; Μόλις υπάρχω. Είμαι πιότερο αερικό απ’ όλα τ’ αερικά που περιπλανιούνται σήμερα στην πόλη! Γνώρισα τον έρωτα των φαντασμάτων, δισταχτικό, σαν τον καπνό, που μια πνοή ανέμου τον παρασύρει, αλλά ποτέ μου δε γνώρισα τα θυελλώδη πάθη των ζωντανών. (Παύση.) Τί ντροπή! Ξαναγύρισα στην πόλη που γεννήθηκα κι ακόμα και η αδερφή μου αρνιέται να μ’ αναγνωρίσει. Και πού μπορώ να πάω τώρα; Και ποιά πολιτεία θα με δεχτεί;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δε σε περιμένει ένα κορίτσι με γλυκό πρόσωπο σε κάποια πολιτεία;
ΟΡΕΣΤΗΣ
Κανένας δε με περιμένει. Θα περάσω από πολιτείες και πολιτείες, ξένος ανάμεσά τους και ξένος στον ίδιο μου τον εαυτό! Κι οι πολιτείες θα ξανακλείνουν πίσω μου, σαν τα νερά που ησυχάζουν! Αν αφήσω το Άργος, τί θ’ απομείνει απ’ το πέρασμά μου, έξω απ’ την πικρή απογοήτεψη της καρδιάς σου;
ΗΛΕΧΤΡΑ
Μου μίλησες για ευτυχισμένες πολιτείες.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Σκοτίστηκα για την ευτυχία. Γυρεύω τις θύμησές μου, τη γη μου, τη θέση μου ανάμεσα στους Αργίτες.
(Παύση.) Ηλέχτρα, δε θα φύγω από δω!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Φλέβιε! Σε ικετεύω, φύγε! Πονάω για σένα! Αν μ’ αγαπάς, φύγε! Εδώ σε περιμένει συμφορά. Και η αθωότητά σου θα καταστρέψει τα σχέδιά μου.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Δε θα φύγω από τον τόπο που γεννήθηκα.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Και πιστεύεις πως θα σ’ αφήσω να μείνεις εδώ με την ενοχλητική σου αγνότητα; Ένας δειλός και βουβός μάρτυρας στις δικές μου πράξεις; Γιατί επιμένεις. Όλα σε διώχνουν από δω πέρα.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Είναι η μοναδική μου ευκαιρία Ηλέχτρα. Δεν μπορείς να μου την αρνηθείς. Κατάλαβέ το. Θέλω και γω να γίνω ένας άνθρωπος που κάπου ν’ ανήκει, ένας άνθρωπος ανάμεσα στους ανθρώπους. Κοίταξε! Ένας σκλάβος που διαβαίνει αποκαμωμένος, μορφάζοντας από τους πόνους, ένας σκλάβος που σηκώνει στην πλάτη του ένα βαρύ φορτίο και σέρνει τα πόδια του πάνω στη γη, προσέχοντας μη σκοντάψει και σωριαστεί στο χώμα, αυτός ο σκλάβος είναι μέσα στην πολιτεία του, όπως το φύλλο στο κλαρί του, όπως το δέντρο μέσα στο δάσος. Γύρω του είναι το Άργος. Τον τυλίγει με την ανάσα του, τον γεμίζει με την ύπαρξή του! Γυρεύω να γίνω αυτός ο σκλάβος, Ηλέχτρα! Θέλω να τραβήξω την πολιτεία γύρω μου και να τυλιχτώ σ’ αυτήν, όπως τυλίγονται σ’ ένα μανδύα! Όχι! Δε θα φύγω από δω.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Θα μείνεις εκατό χρόνια ανάμεσά μας και θα ’σαι πάντοτε ένας ξένος. Πιο μονάχος παρά στους μεγάλους δρόμους. Οι άνθρωποι θα σε κρυφοκοιτάζουν απ’ τις γωνίες με δύσπιστα μισόκλειστα μάτια και θα χαμηλώνουν τη φωνή τους, στο πέρασμά σου!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Είναι λοιπόν τόσο δύσκολο να χρησιμέψω και γω σε κάτι; Τα χέρια μου μπορούν να πολεμήσουν για την πολιτεία, κι έχω χρυσάφι για ν’ ανακουφίσω τους φτωχούς σας.
ΗΛΕΧΤΡΑ
Δε μας λείπουν ούτε στρατηγοί, ούτε ευλαβικές ψυχές που κάνουν το καλό.
ΟΡΕΣΤΗΣ
Τότε… (Κάνει μερικά βήματα με σκυμμένο κεφάλι. Ο Δίας παρουσιάζεται τρίβοντας τα χέρια του. Ξανακοιτάζοντας ψηλά.) Αν τουλάχιστον μπορούσα να δω κάποιο φως!… Α, Δία, Δία, βασιλιά τ’ ουρανού! Σπάνια στράφηκα σε σένα και σπάνια μου παραστάθηκες. Αλλά είσαι μάρτυράς μου πως πάντοτε γύρεψα το καλό. Τώρα είμαι αποκαμωμένος και δεν μπορώ πια να ξεχωρίσω το καλό απ’ το κακό κι έχω ανάγκη να μου χαράξουν το δρόμο μου. Δία, πρέπει στ’ αληθινά ο γιος του βασιλιά, που τον διώχνει η πολιτεία που γεννήθηκε, να υποταχτεί καρτερικά στην εξορία και ν’ αφήσει τη χώρα του με σκυμμένο κεφάλι, σαν σιωπηλό σκυλί; Αυτό είναι το θέλημά σου; Δεν μπορώ να το πιστέψω. Κι όμως… όμως μου απαγόρεψες να χύσω αίμα… Α! Ποιός μίλησε για αίμα… Φτωχό μου μυαλό!… Δία, σε ικετεύω, αν η υποταγή κι ο ντροπιασμένος εξευτελισμός είναι ο νόμος που μου επιβάλλεις, φανέρωσέ μου το θέλημά σου μ’ ένα σημάδι, γιατί δεν μπορώ πια να δω καθαρά.
[...]
ΗΛΕΧΤΡΑ
Ορέστη!
ΟΡΕΣΤΗΣ
Ηλέχτρα! Για πρώτη φορά με φωνάζεις Ορέστη!
ΗΛΕΧΤΡΑ
Ναι! Εσύ είσαι, λοιπόν! Εσύ είσαι! Είσαι ο Ορέστης! Δε σε γνώρισα την πρώτη στιγμή γιατί δε σε περίμενα έτσι, αλλά αυτή τη στυφή γεύση στο στόμα μου, αυτήν τη φλογισμένη πίκρα, την ένιωσα χιλιάδες φορές στα όνειρά μου και την ξαναβρίσκω! Ήρθες λοιπόν, Ορέστη, κι έχεις πάρει την απόφασή σου και στέκω δίπλα σου, όπως στα όνειρά μου, στο κατώφλι μιας ανεπανόρθωτης πράξης και φοβάμαι όπως φοβόμουνα στα όνειρά μου. Ω, υπέροχη στιγμή που με τόση λαχτάρα και τρόμο την περίμενα! Τώρα οι ώρες θα κυλήσουν σαν τους τροχούς μιας μηχανής και δε θα ξεκουραστούμε παρά μόνο τη στιγμή που θα ’ναι κι οι δυο τους ξαπλωμένοι ανάσκελα με τα κεφάλια τους σαν πατημένα μούρα. Όλο αυτό το αίμα… Και θα το χύσεις εσύ. Εσύ που είχες τόσο τρυφερά μάτια. Αλίμονο! Ποτέ μου δε θα ξαναδώ αυτήν την τρυφεράδα. Ποτέ μου δε θα ξαναδώ τον Φλέβιο. Ορέστη, είσαι ο μεγαλύτερος αδερφός μου και ο αρχηγός της γενιάς μας.
Πάρε με στα χέρια σου! Προστάτεψέ με. Γιατί μας περιμένουνε ανείπωτες συμφορές!
(Ο Ορέστης την παίρνει στην αγκαλιά του. Ο Δίας βγαίνει απ’ την κρυψώνα του και φεύγει με ελαφρά βήματα σαν λύκος.)
ΑΥΛΑΙΑ
Jean-Paul Sartre. 1987. Οι μύγες. Εισαγωγή και μετάφραση Γιώργος Πρωτοπαππάς. Αθήνα: Δωδώνη. Τίτλος πρωτοτύπου: Les Mouches (1943).


