Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Racine

Φαίδρα

ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΡΑΚΙΝΑ

Μεταφρασμένη εκ του Γαλλικού - (χωρίς όνομα μεταφραστή)

(αποσπάσματα)

ΠΡΑΞΗ Ε΄
ΣΚΗΝΗ ΣΤ
Θησεύς, Θηραμένης

ΘΗΣΕΥΣ
Συ Θηραμένη είσ’ εδώ; τί έγιν’ ο υιός μου;
εις σε τον επαρέδωκα μικρόν την ηλικίαν,
πλην των πικρών δακρύων σου ειπέ με την αιτίαν.
Τί έκαμες, δεν με λαλείς, υιόν ηγαπημένον!

ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ
Φροντίδες! φίλτρον ματαιωμένον!
Ο πόθος και η έρευνα ανωφελής εστάθη.
Ιππόλυτος πλέον δεν ζει, απέθανεν, εχάθη.

ΘΗΣΕΥΣ
Θεοί!

ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ
Θνητών τον άριστον είδα να εκψυχήσει,
και αθωότατον να πω θέλω αποτολμήσει.

ΘΗΣΕΥΣ
Προς τον υιόν του ο πατήρ χείρας όταν εκτείνει,
τότ’ ανυπόμονος θεός τον θάνατον ταχύνει!
Τί βέλος με τον ήρπασε; τί κεραυνός εκείνος;

ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ
Ενώ ημείς εβγαίναμεν εκ των πυλών Τροιζήνος,
ήτον εις το αμάξι του· τριγύρω δε ταγμένοι,
της σιωπής του μιμηταί, φύλακες λυπημένοι.
Σύννους τον δρόμον έλαβε της χώρας Μυκηνίας,
να κυματίζει άφησε των ίππων τας ηνίας.
Δεν ήσαν καθώς άλλοτε γενναία τ’ άλογά του,
ένθερμα, προθυμούμενα εις κάθε πρόσταγμά του.
Τώρα τα μάτια των θολά, κεφάλια των σκυμμένα,
με λυπηρούς του στοχασμούς ήταν συμμορφωμένα.
Κρότος τραχύς στα κύματα αίφνης εκεί θρυλλίζει,
ανέμων τότε εν αυτώ το γαλινόν συγχύζει.
Κι από τα χάσματα της γης, φρικώδης βοή άλλη,
γογγίζ’ ανταποκρίνεται στην της θαλάσσης ζάλη.
Στα βάθη της καρδίας μας το αίμα μας πυκνούται,
στήνουν τα ώτα τ’ άλογα, η χαίτη των ορθούται·
εντούτοις δεν υψώνεται στο έδαφος υδάτων,
όρος μέγα και κάθυγρον, από αφρούς γεμάτον,
κύμα κοχλάζον όρμησε, σπάνει εκεί πλησίον,
ρείθρα βρασμών εξέρασαν τέρας, φρικτόν θηρίον.
Με κέρατα στο μέτωπον φρικώδη οπλισμένον,
λείπει ωχρά το σώμα του τό είχαν σκεπασμένον.
Ταύρος ακαταδάμαστος, δράκων σφοδρά συρίζει,
ρέμβεται η αγχίστροφος ουρά του, στροβιλίζει,
τρέμ’ όλον το παράλιον εκ των βρυγμών αγρίων,
με φρίκην και ο Ουρανός προσέχει το θηρίον.
Σείετ’ η γη, κακή ατμίς αέρα διαστρέφει,
το κύμα που το έφερεν έντρομον επιστρέφει.
Φεύγει, ανδρείαν άχρηστον ουδείς αναλαμβάνει,
κι εις το εκεί σιμά ναόν ως άσυλον προφθάνει.
Υιός ήρωος άξιος, Ιππόλυτος ο μόνος,
κρατεί τους Ίππους παρευθύς, τόξα αρπάζ’ εντόνως,
τοξεύει, ρίπτει ασφαλώς βέλος με ευτολμίαν,
και εις τα σπλάχνα του θηρός κάμνει πληγήν βαθείαν.
Το ζώον οδυνώμενον λυσσά, φρικτά συρίττει,
εις πόδας των αλόγων του φρυάττον καταπίπτει,
σύρεται, περιστρέφεται, γλώσσαν πυρός εβγάζει,
με αίμα, φλόγα και καπνόν τα άλογα σκεπάζει.
Αυτά πλέον κατάπληκτα μένουν κωφά τελείως,
εις χαλινόν και εις φωνήν αναίσθητα ομοίως.
Ματαίως ο Ιππόλυτος πάσχει, και κοπιάζει,
οι χαλινοί των βάφονται, αφρός αίματος στάζει.
Λέγουν εις τύρβην την φρικτήν να είδαν θεόν ένα
με πλήκτρα καταθλίβοντα πλευρά των σκονισμένα.
Στους βράχους τέλος τους τραχείς ο φόβος τα κρημνίζει,
τρίζων ο άξων θραύεται, κι Ιππόλυτος γυρίζει,
βλέπ’ εν ροπή το άρμα του κατακοματιασμένον,
κι εις τας ηνίας εαυτόν εμπεπεριπλεγμένον.
Συγχώρησε την θλίψην μου! εικών του η αγρία
πηγή θα είναι δι’ εμέ δακρύων αιωνία!
Είδα υιόν σου άθλιον, τον είδα, ω αυθέντα,
συρόμενον απ’ τ’ άλογα τα παρ’ αυτού τραφέντα·
να τα φωνάζει, κι η φωνή μάλλον να τα συγχύσει,
σύσσωμος όλος μια πληγή ώστε να καταντήσει.
Από ελεεινάς φωνάς ο κάμπος επληρώθη,
και τέλος η ακράτητος φωνή των ελαττώθη.
Και στέκονται όχι μακράν μνημάτων των αρχαίων,
που ’ναι τα των προγόνων του λείψανα βασιλέων.
Στενάζων τρέχω, και εκεί όλοι μ’ ακολουθούσι,
του αίματός του του λαμπρού τα ίχνη μ’ οδηγούσι.
Οι βράχοι εκοκκίνησαν, τ’ αγκάθια μαραμένα,
φέρουσι των μαλλίων του λείψανα ματωμένα.
Φθάνω λοιπόν, τον προσκαλώ το χέρι του μου σείει,
ανοίγει μάτια του θολά, και πάλ’ ευθύς τα κλείει.
»Άδικα, λέγει, οι θεοί σηκώνουν την ζωήν μου,
»την Αρικίαν πρόσεχε μετά την τελευτήν μου.
»Αν ο πατήρ μου, φίλτατε, το λάθος του γνωρίσει,
»κι η αθωότης μου ποτέ εις οίκτον τον κινήσει,
»της Αρικίας τον πικρόν ζυγόν ας ελαφρώσει,
»αν θέλει την αθλίαν μου σκιάν να ημερώσει,
»ας δώσει……… είπ’, εξέπνευσεν ο ήρως μου εκείνος,
και εις τας χείρας μ’ άφησε το άμορφόν του σκήνος,
θεομηνίας θρίαμβον, και θέαμα οδύνης,
οπού και συ ο ίδιος πατήρ δεν διακρίνεις.

ΘΗΣΕΥΣ
Υιέ μου! φίλη μου ελπίς! σ’ έχασα τελευταίον!
θεοί! είσθε αμείλικτοι, πρόθυμ’ υπέρ το δέον!
Εις τι θανάσιμον πληγήν ζωή φυλαττομένη!…

ΘΗΡΑΜΕΝΗΣ
Η Αρικία έφθασε τότε πεφοβισμένη·
ήρχετο, κύριε, εκεί φεύγουσα τον θυμόν σου,
να λάβει έμπροσθεν θεών σύζυγον τον υιόν σου.
Προσέρχεται, παρατηρεί φυτά γεμάτα αίμα,
βλέπει, (οποίον θέαμα εις ερωμένης βλέμμα!)
άμορφον, αχρωμάτιστον, Ιππόλυτον πεσμένον!
επιθυμεί το λυπηρόν να είναι εσφαλμένον.
Δεν γνώρισε τον ήρωα, οπού αυτή λατρεύει,
και βλέπει τον Ιππόλυτον, και πάλιν τον γυρεύει.
Πλην τέλος βεβαιώνεται πως έμπροσθέν της κείται,
κι εις τους θεούς με βλέμματα οικτρά παραπονείται.
Ψυχρή, πικρά γογγύζουσα, σχεδόν αναισθητούσα,
στον εραστήν της έμπροσθεν πίπτει λιποθυμούσα,
και η Ισμήνη κλαίουσα πάσχει εκεί σιμά της,
ν’ ανακαλέσει την ζωήν, ή μάλλον τα δεινά της.
Ήλθα αποστρεφόμενος κι εγώ το φως του ηλίου,
βουλήν εσχάτην να σε πω ήρωος του αξίου,
το δυστυχές του πρόσταγμα διά να εκτελέσω,
της εκπνεούσης του ψυχής, γνώμην να σας εκθέσω.
Πλην ερχομένην θεωρώ εχθράν του μιαιφόνον.

ΣΚΗΝΗ Ζ΄
Θησεύς, Φαίδρα, Θηραμένης, Πανόπη, Φύλακες

ΘΗΣΕΥΣ
Άι! ο υιός μ’ απέθανε· συ θριαμβεύεις μόνον.
Μια υποψία τρομερά ω πόσον με σπαράττει,
κι αυτόν ευλόγως δικαιοί, και πνεύμα μου ταράττει.
Πλην λάβε την θυσίαν σου, χαίρου τον θάνατόν του,
ή άδικον, ή νόμιμον ευφραίνου τον χαμόν του.
Στέργω να είμαι πάντοτε τυφλός, απατημένος·
ένοχος έστω διά σε ο καταδικασμένος.
Ύλην δακρύων άφθονον ο θάνατός του φέρει,
τί να ζητώ το μισητόν φως από άλλα μέρη;
χωρίς να είναι άξιον τους πόνους μου να σβήσει,
ίσως την δυστυχίαν μου επ’ άπειρον αυξήσει.
Πρέπει μακράν και από σε, και απ’ την παραλίαν,
σπαραττομένου μου υιού να φύγω ζωγραφίαν.
Μνήμη πικρά διώκει με, είμαι συγκεχυμένος,
επιθυμώ από το παν να είμ’ εξορισμένος.
Το παν κατ’ εμού φαίνεται, βοά την αδικίαν,
και το λαμπρόν μου όνομα αύξει την τιμωρίαν,
ευκόλως ήθελα κρυφθεί αγνώριστος αν ήμην,
μισώ φροντίδα των θεών, μισώ τιμήν και φήμην.
Τα δώρα των τα άδωρα πηγαίνω να θρηνήσω
μ’ ανωφελείς δεήσεις μου πλέον να μη τους θλίψω·
ό,τι αν κάμουν δι’ εμέ, εις ότι αν ενδώσουν,
αυτό οπού με ήρπασαν, δεν θα με το πληρώσουν.

ΦΑΙΔΡΑ
Θησεύ! σιγήν την άδικον πλέον ας διαλύσω,
υιού σου αθωότητα πρέπει να παραστήσω·
δεν είν’ αυτός υπεύθυνος.

ΘΗΣΕΥΣ
Πατήρ δυστυχισμένος!
κι εγώ τον κατεδίκασα στους λόγους σου πεισμένος!
Στοχάζεσαι απάνθρωπη, ότ’ αθωώθης τώρα;

ΦΑΙΔΡΑ
Θησεύ! άκουε, πρόσεχε, και με βιάζ’ η ώρα.
Εγώ αυτή εις τον σεμνόν υιόν σώφρονα νέον,
έριψα όμμα βέβηλον, άνομον, απευκταίον.
Στο στήθος μου εξ Ουρανού εμβήκ’ η φλόγα μόνη,
και τα λοιπά οδήγησεν η βδελυρά Οινώνη.
Φρίττοντα τον Ιππόλυτον εκείνη εφοβήθη,
μήπως και την μανίαν μου εις άλλους διηγήθη.
Την ασθενή καρδίαν μου είχε παρατηρήσει,
κι η άπιστ’ έσπευσε προς σε να τον κατηγορήσει.
Ετιμωρήθη φεύγουσα οργής μου την πικρίαν,
στα κύματα ευρίσκουσα ποινήν πολλά γλυκείαν.
Και την ζωήν μ’ ο σίδηρος είχε τελειωμένην,
πλην πώς ν’ αφήσω δισταγμόν εις αρετήν θλιμμένην;
Το συνειδός μου θέλησα, Θησεύ, να σε εκθέσω,
και δρόμον τον αργότερον, στον άδην να εκλέξω.
Τας φλάβας μου επότισα τας φλογεράς εκείνας
φαρμάκι που η Μήδεια έφερεν εις Αθήνας.
Ήδη εις την καρδίαν μου το ιοβόλον φθάνει,
και ρίγος αυτήν άγνωστον ήδη καταλαμβάνει.
Και πλέον ήδη σκιωδώς βλέπω εις νέφος ούσα
τον Ουρανόν, και σύζυγον που θλίβω ως παρούσα.
Τέλος ο θάνατος το φως από εμέ αρπάζει·
το φως οπού εμόλυνα, κι ημέραν καταυγάζει…

ΠΑΝΟΠΗ
Αυτή εκπνέει Βασιλεύ.

ΘΗΣΕΥΣ
Άμποτε και η μνήμη,
του ζοφερού της δράματος ομού να εξεδήμει!
Οϊμέ! τώρα εγνώρισα το τρομερόν μου πταίσμα!
ας μίξω πλέον δάκρυα με του υιού το αίμα·
ας δράμω καν ν’ αγκαλισθώ λείψανα του φιλτάτου,
από την φρίκην ν’ αγνισθώ γνώμης μου επαράτου.
Τιμάς πρεπούσας εις αυτόν πάγω να αποδώσω,
σκιάς του αγανάκτησιν καν να εξιλεώσω·
και μόλον της οικίας μου τον δολοπλόκον τρόπον,
ας μείν’ η ερωμένη του εις θυγατρός μου τόπον.

Τέλος

Jean-Baptiste Racine. 1828. Φαίδρα: τραγωδία του Ρακίνα. Μεταφρασμένη εκ του Γαλλικού. Ερμούπολη: χ.ε. Τίτλος πρωτοτύπου: Phèdre (1677).