Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Jean Racine

Φαίδρα

ΤΡΑΓΩΔΙΑ του ΡΑΚΙΝΑ

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης

(αποσπάσματα)

ΠΡΑΞΗ ΤΕΤΑΡΤΗ

ΣΚΗΝΗ ΔΕΥΤΕΡΗ
Θησέας, Ιππόλυτος

ΘΗΣΕΑΣ
Α! νά τονε. Ουράνιοι! από το ύφος του το ευγενικό
Ποιο μάτι δε θα είχε πλανηθεί όμοια με το δικό μου;
Πώς γίνεται στο μέτωπο ανίερου μοιχού
Το γνώρισμα της αρετής το ιερό να λάμπει;
Δε θα ’τανε σωστότερο μ’ αλάθευτα σημάδια
Να φανερώνεται η καρδιά των πονηρών ανθρώπων;

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Μπορώ να σε ρωτήσω ποιο σύννεφο βαρύ
Περιπλανιέται, Άρχοντα, στη σεβαστή μορφή σου;
Το μυστικό να εμπιστευτείς στην πίστη μου διστάζεις;

ΘΗΣΕΑΣ
Πανούργε! τολμάς λοιπόν να φανερώνεσαι μπροστά μου;
Θεριό, που γλίτωνες τον κεραυνό για χρόνια,
Από τους άρπαγες τι κι αν καθάρισα τη γη, μένεις εσύ,
Μόλο που του φρικτού σου έρωτα η λαγνεία
Οδήγησε τη λύσσα της στην πατρική την κλίνη,
Το μισητό σου πρόσωπο τολμάς κι εμπρός μου δείχνεις,
Μέσα σε τόπους μένοντας από τα αίσχη σου γεμάτους,
Και δε γυρεύεις, κάτω από άγνωστο ουρανό,
Χώρες όπου δεν έφτασε ποτέ το όνομά μου.
Φύγε, προδότη. Εδώ ποτέ την έχθρα μου μη ’ρθεις να προκαλέσεις
Και να πειράξεις μιαν οργή που συγκρατώ με κόπο.
Μου φτάνει αιώνια η ντροπή
Γιο τόσο άνομο στο φως να έχω φέρει,
Δίχως ακόμα του θανάτου σου η μνήμη αναίσχυντη
Τη δόξα των λαμπρών άθλων μου να σπιλώνει.
Φύγε· μια καταδίκη αν δε θέλεις ξαφνική
Πλάι στους κακούργους που τιμώρησα και σένα να σε ρίξει,
Κοίτα, φυλάξου, τ’ άστρο που λάμπει επάνω μας ποτέ
Να μη σε ιδεί με βήμα να πατείς αδίστακτο σ’ αυτούς τους τόπους.
Φύγε, σου λέω· και δίχως γυρισμό ταχύνοντας το βήμα,
Τα Κράτη μου απάλλαξε απ’ τη φριχτή σου θέα.
Κι εσύ, ω Ποσειδώνα, εσύ, αν κάποτε η αντρεία μου
Καθάρισε την όχθη σου απ’ άτιμους φονιάδες,
Θυμήσου, σαν ανταμοιβή για τους καλούς μου αγώνες,
Να εισακούσεις, μου έταξες, το πρώτο θέλημά μου,
Μες στο μακρύ και στο στυγνό μαρτύριο της φυλακής
Τη θεϊκή σου δύναμη δεν έστερξα ποτέ να ικετέψω.
Δεν εσπατάλησα το έλεος, που απ’ τη χάρη σου αναμένω,
Οι προσευχές μου σε κρατήσανε για μεγαλύτερες ανάγκες.
Σε ικετεύω σήμερα. Έναν πατέρα δύσμοιρο εκδικήσου.
Έρμαιο στο θυμό σου αφήνω ετούτον τον προδότη·
Μέσα στο αίμα πνίξε του τις βρομερές ορέξεις:
Την εύνοιά σου ο Θησέας θ’ αναγνωρίσει στην οργή σου.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Γι’ άνομη αγάπη μαρτυρά τον Ιππόλυτο η Φαίδρα!
Μπροστά σε τέτοια φρίκη μένει η ψυχή μου άναυδη·
Από παντού πολλά μαζί ξάφνου με σκίζουν βέλη,
Και παίρνουνε τα λόγια μου και πνίγουν τη λαλιά μου.

ΘΗΣΕΑΣ
Προδότη! εσύ βέβαια νόμιζες με άτολμη σιωπή
Πώς το κτηνώδες θράσος σου θα σκέπαζε η Φαίδρα.
Όμως ας μην το ’χες αφήσει, καθώς έφευγες,
Το ξίφος, που μες στα χέρια της δείχνει την ενοχή σου·
Ή, στο αποκορύφωμα της πονηριάς σου φτάνοντας, καλύτερα
Ζωή και λόγο να της έπαιρνες μ’ ένα και μόνο πλήγμα.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Με τέτοιο ψέμα σκοτεινό δίκαια οργισμένος,
Θα ’πρεπε εδώ να φανερώσω την αλήθεια, όμως σωπαίνω,
Άρχοντα· με σένα το μυστικό μου έχει να κάνει.
Μην αγνοείς το σεβασμό που μου σφαλνά το στόμα·
Μάταια μην αγωνιάς κι αυξαίνεις τα δεινά σου,
Το βίο μου εξέτασε, να στοχαστείς ποιος είμαι.
Πριν το μεγάλο έγκλημα γίνονται πάντα κι άλλα.
Αυτός που να διαβεί τολμά τα όρια του νόμου
Τέλος μπορεί και τ’ αγιότερα δίκαια ν’ αθετήσει·
Έχει το κρίμα σκαλοπάτια, όπως κι η αρετή·
Κι η άτολμη αγνότητα δε φάνηκε ποτέ
Σαν αστραπή την έσχατη ν’ αγγίζει ακολασία.
Μια μόνο μέρα δεν αρκεί ένας ενάρετος θνητός
Να γίνει ύπουλος φονιάς κι άναντρος αιμομίχτης.
Μες στην αγκάλη αναστημένος μιας ηρωίδας άσπιλης,
Ποτέ δεν ντρόπιασα τη ρίζα της γενιάς μου.
Κι ακόμα ο Πιτθέας, μες στους ανθρώπους πιο σοφός,
Με πήρε από τα χέρια της κι έγινε δάσκαλός μου.
Όχι που θέλω τον εαυτό μου ευνοϊκά πολύ να παραστήσω·
Αν όμως κάποια αρετή μού έλαχε κλήρος,
Νομίζω, Άρχοντά μου, πως έχει δείξει φανερά
Το μίσος μου για όσα κρίματα τολμούν και με κατηγορούνε.
Αυτός είναι ο Ιππόλυτος που ξέρει όλη η Ελλάδα.
Αγρίμι έχω καταντήσει από την αρετή.
Όλοι γνωρίζουν τη στυγνή και πέτρινη ψυχή μου.
Το βάθος της καρδιάς μου είναι όσο αμόλυντο είναι το φως.
Και να πιστεύουν ο Ιππόλυτος, από μια βέβηλη φωτιά κυριευμένος…

ΘΗΣΕΑΣ
Μα ναι, αυτή σου η περηφάνια είναι, άναντρε, που σε καταδικάζει.
Τώρα καταλαβαίνω της παγερότητάς σου τη μισητήν αιτία:
Μόνο η Φαίδρα εμάγευε τ’ αδιάντροπά σου μάτια·
Και η ψυχή σου αδιάφορη για όποιαν άλλη
Δεν καταδέχονταν να φλογιστεί από μια φλόγα αθώα.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Όχι πατέρα μου, τούτη η καρδιά, δεν πάει άλλο να στο κρύβω,
Δε γλίτωσε από αγάπη αγνή το παρανάλωμά της.
Στα πόδια σου ομολογώ ποιο είναι το αμάρτημά μου:
Αλήθεια είναι, αγαπώ, κι ας το απαγορεύεις.
Η Αρικία, μόνη αυτή, τους πόθους μου ορίζει.
Του Πάλλαντα η κόρη κατέκτησε το γιο σου.
Αυτήν λατρεύω, και η ψυχή μου, παρά την προσταγή σου,
Γι’ αυτήν μόνο φλογίζεται, γι’ αυτήν μόνο στενάζει.

ΘΗΣΕΑΣ
Την αγαπάς; ω ουρανέ! Μα όχι, αδέξιο το τέχνασμά σου.
Τον ένοχο υποκρίνεσαι για να αθωωθείς.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Για έξι τώρα μήνες την αποφεύγω, Άρχοντα, μα και την αγαπώ.
Μέσα σε τρόμο ερχόμουνα να σου τ’ ομολογήσω.
Είναι αδύνατο λοιπόν να βγεις από την πλάνη;
Ποιοι όρκοι φοβεροί μπορούνε να σε πείσουν;
Στη γη, στον ουρανό, σ’ ολάκερη τη φύση…

ΘΗΣΕΑΣ
Πάντα οι κακούργοι στην ψευδορκία καταφεύγουν.
Πάψε, σταμάτα, και από λόγους φορτικούς απάλλαξέ με,
Αν δεν μπορείς αλλιώς την ψεύτικη αρετή σου να στηρίξεις.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Σου μοιάζει ψεύτικη, γεμάτη πανουργία.
Όμως η Φαίδρα μέσα της ξέρει πως έχω δίκιο.

ΘΗΣΕΑΣ
Α! πόσο η αδιαντροπιά σου ανάβει την οργή μου!

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Πότε και πού την εξορία μου ορίζεις;

ΘΗΣΕΑΣ
Αν έφευγες πέρα κι απ’ τις Ηράκλειες στήλες,
Και τότε ακόμη γείτονα θα ένιωθα περίσσια έναν πανούργο.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Το τρομερό φέρνοντας κρίμα που γι’ αυτό ύποπτο με κρίνεις,
Όταν εσύ μ’ εγκαταλείπεις, ποιοι φίλοι να με σπλαχνιστούνε;

ΘΗΣΕΑΣ
Πήγαινε νά ’βρεις φίλους που η ολέθρια τους υπόληψη
Τιμάει το μοιχό, χειροκροτεί τον αιμομίχτη,
Αχάριστους, προδότες δίχως τιμή και νόμο,
Άξιους να προστατεύσουν έναν παγκάκιστο ίδιο με σένα.

ΙΠΠΟΛΥΤΟΣ
Ακόμα για μοιχεία μου μιλάς και για αιμομιξία;
Εγώ σωπαίνω. Η Φαίδρα ωστόσο βγαίνει από μια μάνα,
Η Φαίδρα είναι από γενιά, πολύ καλά το ξέρεις, Άρχοντά μου,
Γεμάτη από τούτα τα φριχτά πιότερο απ’ τη δική μου.

ΘΗΣΕΑΣ
Πώς! Τη λύσσα σου πια τίποτε δε συγκρατεί μπροστά μου;
Για τελευταία φορά, χάσου από τα μάτια μου:
Φύγε, προδότη, πριν του πατέρα σου η οργή
Σε ξεριζώσει με ντροπή από τη χώρα ετούτη.

ΣΚΗΝΗ ΤΡΙΤΗ
ΘΗΣΕΑΣ (μονάχος).
Δύστυχε, τρέχοντας πηγαίνεις στον αναπόφευκτο χαμό.
Ο Ποσειδώνας, στον ποταμό που ώς κι οι Θεοί τρομάζουν,
Μου έδωκε το λόγο του, και θα τονε κρατήσει.
Ένας Θεός σε κυνηγάει εκδικητής, αδύνατο να του ξεφύγεις.
Σε λάτρευα· και μ’ όλη την προσβολή, για σένα
Τα σπλάχνα νιώθω να σκιρτούν πριν απ’ το θάνατό σου.
Όμως εσύ με ανάγκασες να σε καταδικάσω.
Αλήθεια να προδόθηκε ποτέ όμοια πατέρας;
Θεοί μου δίκαιοι, βλέπετε τ’ άλγος που με βαραίνει,
Πώς έφερα στο φως τόσο άνομο βλαστάρι;

[...]

ΣΚΗΝΗ ΕΚΤΗ
Φαίδρα, Οινώνη

ΦΑΙΔΡΑ
Ακριβή μου Οινώνη, ξέρεις τι έμαθα μόλις πριν λίγο;

ΟΙΝΩΝΗ
Όχι, μα έρχομαι, δε λέω ψέματα, μέσα σε τρόμο.
Χλόμιασα στην απόφαση που σ’ έκανε να φύγεις:
Φοβήθηκα το πάθος σου μήπως σε καταστρέψει.

ΦΑΙΔΡΑ
Οινώνη, ποιος να πίστευε αντίζηλη πως είχα;

ΟΙΝΩΝΗ
Πώς;

ΦΑΙΔΡΑ
Αγαπά ο Ιππόλυτος, γι’ αυτό δεν αμφιβάλλω.
Τούτος ο άγριος εχθρός που δεν μπορούσα να δαμάσω,
Που τονε πρόσβαλλε ο σεβασμός, που τονε σκότιζαν τα παρακάλια,
Τούτος ο τίγρης, που δεν εζύγωσα ποτέ μου δίχως φόβο,
Υποταγμένος, ήμερος, αναγνωρίζει νικητή:
Την Αρικία, που άνοιξε το δρόμο της καρδιάς του.

ΟΙΝΩΝΗ
Την Αρικία;

ΦΑΙΔΡΑ
Α! οδύνη που μου μέλλονταν να δοκιμάσω!
Πού να ’ξερα τι βάσανα με περιμένουν!
Όλα όσα υπέφερα, οι πόθοι μου, οι φόβοι,
Του πάθους μου η μανία, των τύψεων η φρίκη,
Και της σκληρής του άρνησης η προσβολή, αβάσταχτη,
Όλα δεν έδιναν παρά μια γεύση ωχρή της τωρινής μου οδύνης.
Αγαπιούνται! Με ποια γητειά μού κλείσανε τα μάτια;
Πώς άραγε βλεπόντουσαν; Πού; Από πότε;
Εσύ το ήξερες. Γιατί μέσα στην πλάνη να με αφήνεις;
Πώς άντεχες να μένω ανυποψίαστη για την κρυφή τους φλόγα;
Τους είχανε συχνά ιδεί; οι δυο τους να μιλούν; ν’ αποζητιούνται;
Για να κρυφτούνε πήγαιναν μες στων δασών τα βάθη;
Σμίγανε, αλίμονο! μ’ απόλυτη ελευθερία·
Την αθωότητα των στεναγμών τους ο ουρανός την ευλογούσε·
Του έρωτα τους τη ροπή ακολουθούσαν δίχως τύψεις·
Γαλήνιες και φωτεινές γι’ αυτούς ξημέρωναν οι μέρες.
Ενώ εγώ, το θλιβερό απόβλητο της φύσης,
Κρυβόμουν απ’ τη μέρα, έφευγα από το φως:
Ο Χάρος ήταν ο θεός ο μόνος που τολμούσα να ικετεύω.
Την ώρα του θανάτου μου να περιμένω·
Τροφή μου η χολή, πιόμα το δάκρυ,
Μέχρι και μες στη συμφορά μου τόσο στενά να με φρουρούνε
Που δεν τολμούσα ελεύθερα στο κλάμα να σπαράξω·
Την ηδονή των θρήνων μου δοκίμαζα με φόβο·
Και με γαλήνιο πρόσωπο σκεπάζοντας την αγωνία,
Συχνά ν’ απέχω απ’ τα δάκρυα ήμουν αναγκασμένη.

ΟΙΝΩΝΗ
Μα τι καρπό να δρέψουν από ένα μάταιο έρωτα;
Δε θα ξανανταμώσουν.

ΦΑΙΔΡΑ
Πάντοτε θ’ αγαπιούνται.
Τούτη την ώρα που μιλώ, α! τι ολέθρια σκέψη!
Γελούν με την παραφορά τρελής ερωτευμένης.
Και τη στιγμή που η εξορία πάει να τους χωρίσει,
Εκείνοι αμέτρητες φορές ορκίζονται ότι ποτέ δεν θ’ αποχωριστούνε.
Όχι, μια ευτυχία που με πληγώνει δεν την αντέχω,
Οινώνη. Συμπάθα μου τη φθονερή μανία.
Η Αρικία πρέπει να χαθεί. Πρέπει του αντρός μου
Να πέσει η οργή πάνω σ’ απαίσιο αίμα.
Μην αρκεστεί σε τιμωρίες λαφριές:
Το έγκλημα της αδερφής, το έγκλημα των αδερφών, το ξεπερνάει.
Μέσα στης ζήλιας μου το ξέσπασμα στα πόδια του θα πέσω.
Τι κάνω; Πού πάει η σκέψη μου να πλανηθεί;
Ζηλεύω εγώ! και ο Θησέας είναι αυτός που ικετεύω!
Ο άντρας μου είναι ζωντανός κι εγώ φλέγομαι ακόμα!
Για ποιον; Ποια είναι η καρδιά που οι πόθοι μου αποζητούν;
Σε κάθε λέξη μου της κεφαλής μου ορθώνονται οι τρίχες.
Οι ανομίες μου έχουνε πια το μέτρο ξεπεράσει.
Ολόκληρη αναδίνω αιμομιξία και δόλο.
Τ’ ανθρωποκτόνα χέρια μου, εκδίκηση διψώντας,
Στ’ αθώο αίμα φλέγονται να βουτηχτούνε.
Άθλια! και βλέπω ακόμη; κι ακόμη αντέχω το θέαμα
Του ήλιου του σεπτού που ’μαι γενιά του;
Ο πρόγονός μου των Θεών κύριος και πατέρας·
Ο ουρανός, η κτίση όλη απ’ τους προγόνους μου είναι γεμάτη.
Πού να κρυφτώ; Ας φύγω μέσα στη νύχτα του Άδη.
Μα τι λέω; Κει ο πατέρας μου κρατεί του ολέθρου την υδρία.
Η μοίρα, λεν, την έβαλε μες στ’ αυστηρά του χέρια
Κι όλους στον Άδη τους ωχρούς ο Μίνως κρίνει ανθρώπους.
Α! πόσο η τρομερή σκιά του θα ριγήσει,
Όταν θα δει την κόρη του να στέκεται μπροστά του,
Τόσα και τόσα κρίματα οφείλοντας να ομολογήσει,
Κρίματα ίσως άγνωστα εκεί στον κάτω κόσμο!
Μπροστά σε τούτο το φρικτό θέαμα, πατέρα, τι θα πεις;
Βλέπω να πέφτει από το χέρι σου η τρομερή υδρία·
Σε βλέπω, ψάχνοντας μια νέα καταδίκη,
Δήμιος για το αίμα σου να γίνεσαι ο ίδιος.
Συχώρα με. Το σπίτι σου μια ανελέητη Θεά έχει αφανίσει·
Κατάλαβε, το πάθος μου ειν’ η εκδίκησή της.
Οϊμέ! απ’ το απαίσιο κρίμα που η ντροπή του με κυνηγά
Ποτέ δεν έδρεψε καρπό η άμοιρη καρδιά μου.
Ώς το στερνό μου στεναγμό συφοριασμένη,
Φεύγω απ’ την άχαρη τούτη ζωή μέσα σε οδύνες.

ΟΙΝΩΝΗ
Διώξε ένα φόβο αβάσιμο, Κυρά μου, επιτέλους!
Κοίταξε αλλιώς το σφάλμα σου που ασυγχώρητο δεν είναι.
Αγαπάς. Το πεπρωμένο του κανείς δε γίνεται να το νικήσει.
Ένα μοιραίο θέλγητρο πίσω του σ’ έχει σύρει.
Θαύμα δεν είναι ανήκουστο μες στους ανθρώπους.
Μονάχα εσένα ο έρωτας να ’χει κατατροπώσει
Αντάμα πάει ο άνθρωπος με την αδυναμία.
Όντας θνητή, δοκίμασε θνητής τη μοίρα.
Παραπονιέσαι για ένα ζυγό που σ’ έχει εδώ και χρόνια δυναστέψει.
Ακόμα κι οι Θεοί, οι κάτοικοι του Ολύμπου,
Που μ’ ένα κρότο φοβερό τρομάζουν τους ενόχους,
Από άνομες φωτιές πόσες φορές κι αυτοί δε φλογιστήκαν.

ΦΑΙΔΡΑ
Τι ’ναι αυτά που ακούω; Τι συμβουλές τολμούνε και μου δίνουν;
Έτσι λοιπόν μέχρι το τέλος θες να με φαρμακώνεις,
Ελεεινή! Κοίτα πώς μ’ έχεις αφανίσει.
Στο φως, που αποστρεφόμουν, εσύ μ’ έφερες πίσω.
Τα παρακάλια σου το χρέος μου μ’ έκαναν να ξεχάσω.
Εγώ αποφεύγω τον Ιππόλυτο, εσύ με κάνεις να τον βλέπω.
Ποιος ήτανε ο σκοπός σου; Γιατί τ’ ανόσιο στόμα σου,
Κατηγορώντας τον, να κηλιδώσει τόλμησε τη ζωή του;
Ίσως σταθείς αιτία να πεθάνει, κι ενός πατέρα με ταραγμένα λογικά
Ίσως να έχει εισακουστεί η κατάρα.
Δε σε ακούω πια. Φύγε, απαίσιο τέρας.
Φύγε, τη μαύρη μοίρα μου εγώ θα τη φροντίσω.
Είθε ο δίκαιος ουρανός άξια να σε πληρώσει!
Κι είθε η τιμωρία σου για πάντα να τρομάζει
Όλους αυτούς, που όπως εσύ, μ’ άθλιες πανουργίες,
Τρέφουνε τις αδυναμίες των άτυχων αρχόντων,
Τους σπρώχνουνε προς τη ροπή όπου η καρδιά τους κλίνει,
Το δρόμο του εγκλήματος τολμούν κι ανοίγουνε μπροστά τους,
Ω σιχαμένοι κόλακες, το πιο ολέθριο δώρο
Που η ουράνια οργή μπορεί στους βασιλιάδες να χαρίσει!

ΟΙΝΩΝΗ (μονάχη)
Αχ, και τι δεν έκανα, και τι δεν άφησα για χάρη της, Θεοί!
Και νά τι παίρνω ανταμοιβή! Αυτό που μου αξίζει.

Jean-Baptiste Racine. 1990. Φαίδρα. Μετ. Στρατής Πασχάλης. Αθήνα: Ίκαρος. Τίτλος πρωτοτύπου: Phèdre (1677).