[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]
Ezra Pound
Canto I
Μετάφραση: Γιώργος Σεφέρης
Και τότε κατηφορίσαμε στο καράβι,
Κυλήσαμε την καρένα στη θάλασσα τη θεοτική,
Σηκώσαμε τ’ άλμπουρο και το πανί στο μελανό τούτο καράβι.
Και το φορτώσαμε μ’ αρνιά, φορτώσαμε μαζί και τα κορμιά μας
Βαριά από δάκρυα, κι οι αγέρηδες ολόπρυμα
Μας πήραν πέρα μακριά με το πρησμένο καραβόπανο,
Της Κίρκης τούτη η τέχνη, της καλοχτένιστης θεάς.
Τότε καθίσαμε στην κουπαστή, κι ο αγέρας μάγκωνε το τιμόνι.
Έτσι ολάρμενοι, περνούσαμε το πέλαγο ώς να τελειώσει η μέρα.
Αποκοιμήθη ο ήλιος, ίσκιοι σ’ ολάκερο τον ωκεανό,
Και τότες μπήκαμε στα πιο βαθιά νερά,
Στις Κιμμέριες χώρες, και στις πολυάνθρωπες πολιτείες
Σκεπασμένες με μια κρουστή καταχνιά, ποτές δεν την τρυπάει
Ο αχτιδοβόλος ήλιος
Μήτε όταν βγαίνει στ’ αψηλά κοντά στ’ αστέρια
Μήτε όταν σκύβει να γυρίσει πίσω από τον ουρανό·
Νύχτα ολόμαυρη τεντωμένη εκεί πάνω στους άμοιρους ανθρώπους.
Πίσω το ρεύμα του ωκεανού, κι ήρθαμε τότε
Στον τόπο που μας αρμήνεψε η Κίρκη.
Εδώ κάνανε θυσίες ο Περιμήδης κι ο Ευρύλοχος
Και τραβώντας το σπαθί από το μερί μου
Έσκαψα το τετράπηχο χαντάκι·
Χύσαμε τότε σπονδές στον κάθε νεκρό,
Πρώτα υδρόμελι κι έπειτα γλυκό κρασί, νερό κι άσπρο αλεύρι.
Και προσευκήθηκα πολύ στ’ αδύναμα κεφάλια του θανάτου·
Καθώς γυρίσω στην Ιθάκη, άγονους ταύρους τους καλύτερους
Να τους θυσιάσω, πλούτη στοιβάζοντας στην πυρά,
Και για τον Τειρεσία μοναχά ένα αρνί, έναν κατάμαυρο μπροστάρη.
Χύθηκε το αίμα σκοτεινό στον τάφο,
Ψυχές έξω από το Έρεβος, λείψανα πεθαμένων, νυφάδες,
Νέοι και γέροντες που βασανίστηκαν πολύ·
Ψυχές κηλιδωμένες από δάκρυα νωπά, τρυφερές παρθένες,
Άντρες πολλοί, χτυπημένοι με τις χάλκινες λόγχες των κονταριών,
Σκύλα της μάχης, έχοντας ακόμα τ’ άρματα ματωμένα,
Τούτοι πληθαίνουν και μαζεύονται τριγύρω μου, φωνάζοντας,
Άχνα με σκέπασε. Πρόσταξα στους συντρόφους κι άλλα σφαχτάρια.
Σφάξανε το κοπάδι, αρνιά σφαγμένα με το χαλκό·
Έχυσα μύρα κι έκραξα στους θεούς
Στον κραταιό Πλούτωνα και στην παινεμένη Περσεφόνη·
Γύμνωσα το στενό σπαθί,
Κάθισα για να διώχνω τους βιαστικούς αδύναμους νεκρούς,
Όσο ν’ ακούσω τον Τειρεσία.
Αλλά ήρθε πρώτος ο Ελπήνωρ, ο φίλος μας Ελπήνωρ,
Άθαφτος, απορριγμένος πάνω στη μεγάλη γης,
Κουφάρι που τ’ αφήσαμε στο σπίτι της Κίρκης,
Άκλαυτο κι ασαβάνωτο· τα βάσανα μας κέντριζαν γι’ αλλού.
Αξιολύπητο πνεύμα. Και φώναξα μιλώντας βιαστικά:
«Ελπήνωρ, πώς έφτασες στο σκοτεινό τούτο ακρογιάλι;
Πεζοδρόμος ήρθες ξεπερνώντας τους θαλασσινούς;»
Και αυτός βαριά μιλώντας:
«Τύχη κακιά και το πολύ κρασί. Γλίστρησα στο μέγαρο της Κίρκης.
Κατεβαίνοντας την αψηλή σκάλα αφύλαχτος
Έπεσα πάνω στον τοίχο,
Τσάκισα το κόκαλο του αυχένα, κι η ψυχή γύρεψε τον Άδη.
Μα εσύ, Βασιλιά, παρακαλώ θυμήσου με, άκλαυτον, άθαφτο,
Σώριασε τ’ άρματά μου, φτιάξε μου τάφο στην ακρογιαλιά, και γράψε:
Ένας άμοιρος άνθρωπος και μ’ όνομα μελλούμενο.
Και στήσε το κουπί μου που έλαμνα μαζί με τους συντρόφους.»
Ήρθε κι η Αντίκλεια και την έδιωξα, κι ύστερα ο Τειρεσίας ο Θηβαίος,
Κρατώντας το χρυσό ραβδί, με γνώρισε και μίλησε πρώτος:
«Ήρθες ξανά; Γιατί; Κακορίζικε άνθρωπε,
Μέσα στους ανήλιαγους νεκρούς, στην άχαρη τούτη χώρα;
Τραβήξου απ’ τον τάφρο, άφησε το αιματερό πιοτό μου
Για να μαντέψω.»
Και τραβήχτηκα πίσω,
Κι αυτός δυναμωμένος από το αίμα είπε τότες: «Οδυσσέα
Θα γυρίσεις διαβαίνοντας τον πεισμωμένο Ποσειδώνα
Πάνω σε μαύρες θάλασσες,
Θα χάσεις όλους τους συντρόφους.» Και τότες η Αντίκλεια ήρθε.
Μείνε ήσυχος Divus, Θέλω να πω τον Αντρέα Divus,
In officina Wecheli, 1538, έξω από τον Όμηρο·
Κι αρμένισε πλάι σε Σειρήνες κι έπειτα πέρα στ’ ανοιχτά
Venerandam,
Κατά τη φράση του Κρητικού, χρυσοστέφανη Αφροδίτη,
Cypri munimenta sortita est, πασίχαρη, orichalci, με τις μαλαματένιες
Ζώνες και τους στηθόδεσμους, συ με τα μαύρα βλέφαρα
Φέρνοντας το χρυσό κλωνάρι του Αργειφόντη. Έτσι λοιπόν:
1917, 1925
Γιώργος Σεφέρης. 1978. Αντιγραφές. Οριστική έκδοση. Αθήνα: Ίκαρος.