Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Heiner Müller

Οιδίποδα σχόλιο

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου


Ο Λάιος ήταν στη Θήβα βασιλιάς. Διά στόματος ιερέων
του διαμήνυσε ο Θεός
Ότι ο γιος του θα τον υπερβεί. Απρόθυμος ο Λάιος
Να καταβάλει το τίμημα της γέννησης, κόστος η ζωή
Τράβηξε το καινούριο απ’ το μαστό της μάνας,
τα δάχτυλα των ποδιών του διατρύπησε
Επιμελώς ώστε αυτό να μην τον υπερβεί, και τα ’δεσε τρεις γύρους
Σε υπηρέτη το παρέδωσε να το εκθέσει στο πλάτωμα των βουνών
Βορά στα πετούμενα, αυτό σάρκα μου δεν θα με ξεπεράσει
Και έτσι από πρόνοια μετέδωσε το πόδι που τον ποδοπάτησε:
Ο υπηρέτης δεν χάρισε το παιδί στην πείνα την πτερόεσσα
Σε άλλα χέρια το ’δωσε να το σώσουν σε χώρα άλλη
Εκεί ο υψηλός γόνος μεγάλωσε πάνω σε πόδια πρησμένα
Κανένας δεν έχει την περπατησιά μου, το κουσούρι του για όνομα, επάνω στα
Πόδια τα δικά του και σ’ άλλα βάδισε η μοίρα, το κάθε βήμα
Αποτρέψιμο, αναπότρεπτο το επόμενο, ένα βήμα φέρνει
το άλλο.
Δέστε το ποίημα του Οιδίποδα, γιου του Λάιου από την Ιοκάστη
Άγνωστος στον εαυτό του, Τύραννος στη Θήβα για παρασχεθείσες υπηρεσίες:
Αυτός, επειδή το σακατεμένο πόδι δεν του επέτρεψε να φύγει,
έλυσε το αίνιγμα
Που έβαλε η γεννημένη τρεις φορές Σφίγγα ψηλά στη Θήβα
Αυτός έδωσε στην πέτρα να φάει το ανθρωποβόρο τρισυπόστατο θηρίο
Και ο άνθρωπος ήταν λύση. Για χρόνια πολλά μετά απ’ αυτό
Σ’ ευτυχισμένη πόλη όργωσε το κρεβάτι όπου φυτεύτηκε ο
κομιστής της ευτυχίας ευτυχισμένος.
Μακρύτερος είναι ο χρόνος από την ευτυχία, μακρύτερος κι από τη δυστυχία:
Τον δέκατο χρόνο, άγνωστο πώς, ενέσκηψε πανούκλα στην πόλη
Ευτυχισμένη μέχρι τότε. Κατέστρεψε κορμιά και άλλη τάξη
Και στον στίβο των υπηκόων, επ’ ώμου το καινούριο αίνιγμα
Σε πολύ μεγάλο πόδι επάνω, με το θανατικό της πόλης ολόγυρα,
Στάθηκε αυτός που το αίνιγμα είχε λύσει, τα ερωτήματά σαν δίχτυα έριξε στο σκοτάδι:
Ψεύδεται ο απεσταλμένος, το αυτό του που τον έστειλε
στους ιερείς, στόμα του θείου;
Λέει αλήθεια ο τυφλός που με δάχτυλα δέκα
τον δείχνει;
Απ’ το σκοτάδι πετιούνται και του γυρίζουν τα δίχτυα, στις θηλιές ακολουθώντας
Το δικό του ίχνος, τον προλαβαίνει το δικό του βήμα: Αυτόν.
Και η βάση του είναι η κορυφή του: στον γύρο προσπέρασε τον χρόνο
Πιασμένος στη φορά, εγώ και τέλος κανένα, ο ίδιος του ο εαυτός.
Στις κόγχες των ματιών ενταφιάζει τον κόσμο. Ήταν
εδώ ένα δέντρο;
Ζει άλλη σάρκα εκτός από κείνον; Καμιά, τα δέντρα εξέλιπαν,
με φωνές
Τον γεμίζει τ’ αυτί του, το έδαφος είναι η σκέψη
Λάσπη η πέτρα, που κάνει το πόδι του, από τα χέρια
πότε πότε
Του ξεφυτρώνει ένας τοίχος, ο κόσμος ένα σπυρί, ή το δάχτυλό του
Συνουσιάζεται με τον αέρα, ώσπου να σβήσει
το ομοίωμα
Με το χέρι. Έτσι ζει αυτός, τάφος του κι αναμασά τους νεκρούς του.
Δείτε το παράδειγμά του, αυτός που εξορμάει από αιμάτινες τρύπες εκκίνησης
Μες στην ελευθερία του ανθρώπου στα δόντια του ανθρώπου
ανάμεσα
Πάνω σε υπερβολικά λίγα πόδια, με υπερβολικά λίγα χέρια
το χώρο αδράχνει.

Heiner Müller. 2001. Δύστηνος άγγελος. Επιλογή από κείμενα για το θέατρο, ποιήματα και πεζά. Εισαγωγή, επιλογή, μετάφραση Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα. Τίτλος πρωτοτύπου: "Ödipuskommentar".