Εξώφυλλο

Νόστος:

Ο Αρχαιοελληνικός Μύθος στην Παγκόσμια Λογοτεχνία

Μνήμη Δ. Ν. Μαρωνίτη

[Τεκμηρίωση: βλ. Πυξίς]

Heiner Müller

Ηρακλής 2 ή Η Ύδρα

Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου


Για καιρό ακόμη πίστευε πως διέσχιζε το δάσος μέσα στον εκκωφαντικό θερμόν αέρα που έμοιαζε να φυσάει απ’ όλες τις μεριές και να σείει τα δέντρα σαν ερπετά στο απαράλλαχτο πάντα λυκόφως στα χνάρια του μόλις ορατού ίχνους αίματος πάνω στο έδαφος που ταραζόταν ομοιόμορφα, μόνος αυτός στη μάχη με το θηρίο. Τα πρώτα μερόνυχτα ή μήπως κι είχαν περάσει μόνο ώρες, το χρόνο πώς θα μπορούσε να υπολογίσει χωρίς ουρανό, επέμενε να διερωτάται πότε πότε τί πράγμα να ήταν κάτω από το έδαφος αυτό που με το βάρος των βημάτων που αποκτούσε κύματα τέτοια που έμοιαζαν με αναπνοές, πόσο λεπτό θα μπορούσε να είναι το δέρμα πάνω απ’ αυτό το άγνωστο Κάτω και για πόσο καιρό ακόμη θα τον κρατούσε έξω από τα σπλάχνα του κόσμου. Κάθε φορά που πατούσε με μεγαλύτερη προσοχή τού φαινόταν πως το έδαφος που είχε πιστέψει ότι υποχωρούσε κάτω από το βάρος του, μετακινούνταν προς το πόδι του και μάλιστα ότι το τραβούσε με κίνηση απορροφητική. Είχε επίσης καθαρή την αίσθηση ότι τα πόδια του βάραιναν. Μετρούσε τα ενδεχόμενα. 1) Τα πόδια του βάραιναν και το έδαφος τα ρουφούσε. 2) Αισθανόταν τα πόδια του να βαραίνουν επειδή τα ρουφούσε το έδαφος. 3) Είχε την εντύπωση ότι το έδαφος ρουφούσε τα πόδια του επειδή βάραιναν. Τα ερωτήματα τον απασχόλησαν καιρό (χρόνια, ώρες, λεπτά). Βρήκε την απάντηση μέσα στον εντεινόμενο ίλιγγο που του προκαλούσε ο άνεμος φυσώντας επικεντρωτικά. Τα πόδια του δεν βάραιναν, το έδαφος δεν ρουφούσε τα πόδια του. Και το ένα και το άλλο ήσαν παραίσθηση από την πτώση της πίεσης στο αίμα του. Αυτό τον καθησύχασε και βάδισε γρηγορότερα. Ή πίστεψε απλώς πως βάδισε γρηγορότερα. Όταν ο άνεμος δυνάμωσε, τα κλαδιά των δέντρων τού έψαυαν συχνότερα το πρόσωπο τα χέρια το λαιμό. Στην αρχή το άγγιγμα ήταν μάλλον ευχάριστο ένα χάδι ή σαν να έλεγχαν έστω και επιφανειακά, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον, τις ποιότητες του δέρματός του. Αργότερα το δάσος έμοιαζε να φύεται πυκνότερο και ο τρόπος του αγγίγματος άλλαξε, από χάδι έγινε μέτρημα. Όπως στο ράφτη, σκέφτηκε, όταν τα κλαδιά έφτιαχναν κλοιό γύρω από το κεφάλι του μετά το λαιμό, το στήθος, τη μέση και ούτω καθεξής ώς και για το βάδισμά του έδειχνε να ενδιαφέρεται το δάσος μέχρις ότου τού πήραν μέτρα από το κεφάλι ώς τα νύχια. Ο αυτοματισμός της διαδικασίας τον ενοχλούσε. Ποιός ή τί καθοδηγούσε τις κινήσεις αυτών των δέντρων των κλαδιών ή ποιό πράγμα τέλος πάντων ενδιαφερόταν για το νούμερο του καπέλου του το φάρδος της γραβάτας του το μέγεθος του παπουτσιού του. Μπορούσε αυτό το δάσος που δεν έμοιαζε με κανένα απ’ όσα γνώριζε, είχε «διασχίσει», να ονομάζεται κατά κάποιο τρόπο δάσος. Ίσως να βρισκόταν ο ίδιος τόσο καιρό κιόλας καθ’ οδόν όσο κρατάει η εποχή της γης και τα δάση να είχαν πια γίνει μόνο ό,τι το δάσος τούτο ήταν. Ίσως και μόνο η ονομασία να συνιστούσε πλέον το δάσος και όλα τα άλλα χαρακτηριστικά να είχαν από καιρό γίνει τυχαία και αντικαταστάσιμα ακόμη και το θηρίο που για να το σφάξει διέσχιζε αυτό το ον με την προσωρινή επονομασία δάσος ακόμη και το τέρας για σκότωμα που ο χρόνος είχε μεταμορφώσει σε απόρριμμα μέσα στο χώρο, ίσως να ήταν πλέον σκέτη ονομασία ενός πράγματος μη καταχωρισμένου με κάποιο όνομα σε κάποιο παλιό βιβλίο. Μόνο αυτός, ο ακατονόμαστος είχε μείνει ίδιος ο εαυτός του στη μακριά μουσκεμένη με ιδρώτα πορεία του προς τη μάχη. Ή μήπως και ό,τι βάδιζε πάνω στα πόδια του σε ένα έδαφος που ολοένα και πιο γρήγορα χοροπηδούσε ήταν ήδη κάποιος άλλος κι όχι αυτός. Ακόμη τα συλλογιζόταν όταν το δάσος τον άρπαξε ξανά. Το ον μελετούσε το σκελετό του, αριθμό, δύναμη, διάταξη, λειτουργία των οστών, τις κλειδώσεις στα χέρια, τα πόδια. Η επέμβαση ήταν επώδυνη. Κατέβαλε κόπο για να μη φωνάξει. Ρίχτηκε προς τα μπρος έξω από τον κλοιό σε μιαν εσπευσμένη τελική προσπάθεια. Ήξερε ότι ποτέ δεν είχε τρέξει γρηγορότερα. Ούτε βήμα δεν πήγε παραπέρα. Το δάσος υπαγόρευε το ρυθμό, ο ίδιος έμενε εγκλωβισμένος στην τανάλια που τώρα όλο και στένευε και συμπίεζε τα σπλάχνα του, εξάρθρωνε τα κόκαλά του, πόσο ακόμη θα άντεχε την πίεση και τότε μέσα στον εντεινόμενο πανικό κατάλαβε: Το δάσος ήταν το θηρίο, από καιρό το δάσος που πίστεψε πως διέσχιζε, ήταν το θηρίο που τον μετέφερε στο ρυθμό των βημάτων του, οι κυματισμοί στο έδαφος ήσαν οι εισπνοές και εκπνοές του και ο αέρας η αναπνοή του, το ίχνος που είχε ακολουθήσει ήταν το δικό του αίμα για να το γεύεται το δάσος που ήταν το θηρίο, από πότε, πόσο αίμα έχει ένας άνθρωπος και αυτό το γνώριζε από πάντα, μόνο όχι με το όνομά του. Κάτι σαν αστραπή χωρίς αρχή και τέλος έγραψε με τα αγγεία και τα νεύρα έναν λευκόπυρο κύκλο ρεύματος. Άκουσε πως γελούσε, όταν ο πόνος ανέλαβε τον έλεγχο των σωματικών λειτουργιών του. Ήχησε σαν ξαλάφρωμα: Καμιά σκέψη πλέον, αυτό ήταν η μάχη. Να συμμορφώνεσαι με τις κινήσεις του εχθρού. Να τις αποφεύγεις. Να τις προλαμβάνεις. Να τις συναντάς. Να συμμορφώνεσαι και να μη συμμορφώνεσαι. Με το να συμμορφώνεσαι να μη συμμορφώνεσαι. Επιτιθέμενος να αποφεύγεις. Αποφεύγοντας να επιτίθεσαι. Να προλαμβάνεις το πρώτο χτύπημα άρπαγμα σπρώξιμο μαχαίρωμα και ν’ αποφεύγεις το δεύτερο. Και αντιστρόφως. Τη σειρά των πραγμάτων να αλλάζεις και να μην αλλάζεις. Να συναντάς την επίθεση με την ίδια ή και με άλλη κίνηση. Υπομονή της θάλασσας και βία των τσεκουριών. Ποτέ δεν είχε μετρήσει τα χέρια του. Ούτε τώρα χρειαζόταν να τα μετρήσει. Οπουδήποτε πάντα όταν τα χρειαζόταν εκτελούσαν την εργασία του, γροθιές σε περίπτωση ανάγκης, ένα προς ένα τα δάχτυλα για χρήση, τα νύχια χώρια, η άκρη της παλάμης με εκτίναξη από τον αγκώνα. Τα πόδια του κρατούσαν σφιχτά το σε ανταρσία κατά της βαρύτητας όλο και πιο γρήγορα περιστρεφόμενο έδαφος, αμάλγαμα από τα πρόσωπα του εχθρού και του πεδίου μάχης, κόλπο γυναίκας που ήθελε να τον κρατήσει. Η παλιά εξίσωση. Κάθε κόλπος όπου με έναν κάποιο τρόπο είχε καταλήξει, ήθελε μια κάποια στιγμή να γίνει ο τάφος του. Και το παλιό τραγούδι, Αχ μείνε πλάι μου μη φεύγεις μακριά. Είν’ η καρδιά μου η πιο όμορφη μεριά. Στο σκοπό των σπονδύλων του αυχένα όταν τρίζουν από της μάνας το στραγγάλισμα. Θάνατος στις μανάδες. Τα δόντια του θυμήθηκαν την εποχή πριν το λεπίδι. Στη ζούγκλα των πλοκαμιών που δεν διαφοροποιούνταν από λεπίδια και τσεκούρια σε τροχό, στη ζούγκλα των λεπιδιών και τσεκουριών σε τροχό που δεν διαφοροποιούνταν από πλοκάμια, στη ζούγκλα των λεπιδιών τσεκουριών πλοκαμιών που δεν διαφοροποιούνταν από ναρκοπέδια βομβαρδισμούς φωτεινές επιγραφές μικροβιοκαλλιέργειες, στη ζούγκλα των λεπιδιών τσεκουριών πλοκαμιών ναρκοπεδίων βομβαρδισμών φωτεινών επιγραφών μικροβιοκαλλιεργειών που δεν διαφοροποιούνταν από τα δικά του χέρια πόδια δόντια στον από σάρκα αίμα λευκώματα χωρόχρονο με την προσωρινή επωνυμία μάχη, έτσι ώστε για τα χτυπήματα κατά της υπόστασής του, που φορές φορές τού έρχονταν, ο πόνος ακριβέστερα η αιφνίδια έξαρση των ακατάπαυστων πόνων μέχρι το πεδίο της μη πλέον αισθητότητας να είναι το μοναδικό του βαρόμετρο, σε διαρκή εκμηδένιση συγχωνευόμενος πάντοτε με καινούριο τρόπο στα ελάχιστα κατασκευαστικά του μέρη, ανασυντιθέμενος πάντοτε με καινούριο τρόπο από τα θραύσματα σε διαρκή επανασυγκρότηση, καμιά φορά συναρμολογούνταν λάθος, το αριστερό χέρι στο δεξί μπράτσο, ο γοφός στο βραχίονα, από βιασύνη ή αφηρημάδα ή μες στη σύγχυση από φωνές που του τραγουδούσαν στο αυτί, από χορούς φωνών κράτα το μέτρο, χαλάρωσε, παράτα τα ή επειδή του ήταν πληκτικό, πάντα με το ίδιο χέρι στο ίδιο μπράτσο να τεμαχίζει συνεχώς ξαναφυτρωμένα πλοκάμια, σουφρωμένα κεφάλια κολάρα, να διεγείρει το κομμένα μέλη, κολόνες από αίμα· καμιά φορά καθυστερούσε την επανασυγκρότησή του περιμένοντας λαίμαργα την καθ’ ολοκληρίαν εκμηδένιση από ελπίδα στο Τίποτα, στην ατέρμονη Παύση ή από φόβο μπροστά στη νίκη που θα μπορούσε να κερδηθεί μονάχα με την καθ’ ολοκληρίαν εκμηδένιση του θηρίου, αυτού που ήταν η διαμονή του, ενδεχομένως έξω απ’ αυτήν το Τίποτε να περίμενε αυτόν ή κανέναν· στη λευκή σιωπή που ανήγγειλε την αρχή του τελευταίου γύρου, μάθαινε να διαβάζει το πάντοτε διαφοροποιημένο κατασκευαστικό πλάνο της μηχανής που ήτανε αυτός, έπαυε να είναι αυτός, άλλος πάλι ήταν, σε κάθε βλέμμα άρπαγμα βήμα και μάθαινε να το συλλογίζεται να το μεταβάλλει να το γράφει με την ιδιόχειρη γραφή των εργασιών και των θανάτων του.


Heiner Müller. 1997. Μορφές από τον Ευριπίδη. Μετ. Ελένη Βαροπούλου. Αθήνα: Άγρα. Τίτλος πρωτοτύπου: Herakles 2 oder die Hydra (1972).